Οι μετανάστες και εμείς
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2005-10-06
Βρέθηκα προχθές, για προσωπική μου υπόθεση, στο Κέντρο Εξυπηρέτησης Αλλοδαπών του Δήμου Αθηναίων, γωνία Ψαρρών και Μαιζώνος. Καθώς είχε μεσολαβήσει Σαββατοκύριακο και η γιορτή του Αγίου Διονυσίου, η 4η Οκτωβρίου ήταν ουσιαστικά η πρώτη μέρα της τρίμηνης προθεσμίας μέχρι τις 31.12.05 που έδωσε ο νέος νόμος 3386/05 σε μετανάστες που ζουν και δουλεύουν στη χώρα μας χωρίς νόμιμα χαρτιά, να ξεκινήσουν τη διαδικασία, εφόσον πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ώστε να αποκτήσουν άδεια διαμονής. Για τον αποκλεισμό πολλών δεκάδων χιλιάδων μεταναστών από τη δυνατότητα νομιμοποίησης, ακόμα και για τη σημαντική δαπάνη που συνεπάγεται ο νέος νόμος για όσους τυχερούς εμπίπτουν στις διατάξεις του, έχει ασκηθεί έντονη και ορθή κριτική από τις μεταναστευτικές οργανώσεις, από συνδικάτα και αριστερά κόμματα, και βέβαια και από την "Αυγή", και σ’ αυτήν θα επανέλθω. Προηγουμένως όμως θέλω να καταθέσω την ανέλπιστα θετική εντύπωση που αποκόμισα από την πρακτική εφαρμογή της διαδικασίας στη μισή ώρα που ήμουν παρούσα. Έξω από το Κέντρο ήσαν συγκεντρωμένοι προχθές το μεσημέρι καμιά διακοσαριά μετανάστες. Δέκα τουλάχιστον αστυνομικοί του δήμου, καλά ενημερωμένοι, με άψογη ευγένεια και απόλυτα ισότιμη συμπεριφορά, εξηγούσαν στον καθένα τι χρειαζόταν να κάνει, ώστε να μη στήνεται άσκοπα στην ουρά. Φρόντιζαν επίσης για την τήρηση της τάξης στο πεζοδρόμιο όπου ήταν η ουρά, ώστε να περνούν και τα αυτοκίνητα, χωρίς περιττές αυστηρότητες. (Μερικοί νεαροί ζωηροί Αφρικανοί, για παράδειγμα, που δεν μπορούσαν να στέκονται δέκα λεπτά ακίνητοι, μπαινόβγαιναν συνεχώς στην ουρά, και κανείς δεν στεναχωρήθηκε.) Η ουρά προχωρούσε γρήγορα, δέκα-δέκα οι ενδιαφερόμενοι έμπαιναν στα γραφεία όπου τους υποδέχονταν καταρτισμένοι νέοι υπάλληλοι που μιλούσαν όλες τις αναγκαίες γλώσσες, τους εφοδίαζαν με ενημερωτικά χαρτιά για τις προϋποθέσεις που πρέπει να συμπληρώσουν και με αιτήσεις, εξηγούσαν προφορικά, προσπαθούσαν να λύσουν κάθε απορία. Οπωσδήποτε κάποιοι έφευγαν απογοητευμένοι, γι’ αυτό όμως δεν ευθύνονταν οι υπηρεσίες του Κέντρου, που έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, αλλά οι περιορισμοί του νόμου. Ζώντας σε μια κοινωνία όπου υπάρχει άφθονος ρατσισμός και πολλές φορές στυγνή εκμετάλλευση των ξένων, το να συναντούμε ένα οργανωμένο κομμάτι που λειτουργεί όπως πρέπει και δεν μας κάνει να ντρεπόμαστε, είναι ελπιδοφόρο. Διόλου δεν συνιστά, βέβαια, βάση για επανάπαυση. Σε πόσους δήμους της χώρας, και σε πόσους εμπλεκόμενους φορείς έχει καν φθάσει η εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών, πόσοι έχουν προετοιμασθεί για να εφαρμόσουν το νέο νόμο; Φοβούμαι ελάχιστοι – στο ΙΚΑ της Πλατείας Συντάγματος, για παράδειγμα, ακόμα δεν έχουν λάβει τίποτα – η προθεσμία τρέχει και κινδυνεύουμε να δούμε άθλιες καταστάσεις ταλαιπωρίας όσο θα πλησιάζει στο τέλος της. Γιατί άλλωστε η έναρξη μιας τόσο σημαντικής για τη χώρα μας διαδικασίας δεν προβλήθηκε στην ειδησεογραφία αυτών των ημερών, δίπλα στα ευρωτουρκικά και το προσχέδιο του προϋπολογισμού;
Για να επανέλθουμε στους αποκλεισμούς και τα άλλα προβλήματα του νόμου: Όποιος μετανάστης δεν διαθέτει βίζα νόμιμης εισόδου στη χώρα, και δεν βρήκε πριν τις 31.12.2004 κάποιο "παράθυρο" (διότι κανονικός τρόπος δεν υπήρχε) να βγάλει αριθμό φορολογικού μητρώου και να ασφαλισθεί ή δεν ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις εκείνων που έχουν ζητήσει πολιτικό άσυλο, δεν έχει καμία δυνατότητα να νομιμοποιήσει την παρουσία του στη χώρα. Θα εξακολουθήσει δηλαδή να δουλεύει και να κρύβεται, με το συνεχή φόβο μιας "σκούπας", ανυπεράσπιστος απέναντι σε κάθε εργοδοτική αυθαιρεσία, ανασφάλιστος, χωρίς δικαίωμα να πάει στην πατρίδα να δει τους δικούς του και να ξαναγυρίσει. Και σ’ αυτήν την κατάσταση θα παραμείνουν πολλές δεκάδες χιλιάδες... Οι τυχεροί, που θα μπορέσουν να συγκεντρώσουν τις προϋποθέσεις του νόμου για να αποκτήσουν άδεια διαμονής, θα την πληρώσουν ακριβά. Πέρα από το παράβολο των 146,74 ευρώ, θα πρέπει να αγοράσουν και 150 επιπλέον ένσημα, όσες ασφαλιστικές εισφορές και αν είχαν καταβάλει πριν τις 31.12.2004. Αυτό σημαίνει 700 ευρώ για όσους, γυναίκες κυρίως, εργάζονται σε σπίτια και φροντίζουν ηλικιωμένους και παιδιά, τα διπλάσια και παραπάνω για εργάτες στο ΙΚΑ. Χωρίς μάλιστα καμιάν ανταπόδοση, αφού τα ασφάλιστρα των μεταναστών καλύπτουν τις ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, δεν παρέχουν όμως δικαιώματα σε σύνταξη και δεν μπορούν να συνυπολογισθούν με όσα έχουν πληρώσει στον τόπο τους.
Ο αρμόδιος υπουργός κ. Προκόπης Παυλόπουλος δεν θέλησε να διδαχθεί από την πρόσφατη ισπανική εμπειρία και να εντάξει στο νόμο του και την ευθύνη της εργοδοτικής πλευράς: δηλώσεις των εργοδοτών ότι απασχολούν μετανάστες και την υποχρέωσή τους να τους ασφαλίζουν εφεξής, αλλά και να πληρώσουν αναδρομικά ασφάλιστρα για την περίοδο που τους είχαν ανασφάλιστους.
Όλο το βάρος το επέρριψε στο φτωχό μετανάστη. Μολονότι όφειλε να γνωρίζει από έρευνες, που δημοσιεύονται και στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία, ότι πολλοί ξένοι, για να έχουν νόμιμη άδεια και δικαίωμα στην περίθαλψη, πληρώνουν και την εργατική και την εργοδοτική εισφορά, που θεωρεί περιττό να καταβάλει το αφεντικό τους. Αυτήν την άδικη πολιτική των διακρίσεων εις βάρος των μεταναστών, που ακολουθεί η πολιτεία, δεν τη συμμερίζεται πάντως ολόκληρη η ελληνική κοινωνία. Σωστές και χρήσιμες συμπεριφορές, συμπεριφορές ανθρωπιάς, που αναγνωρίζουν τη μεγάλη προσφορά των ξένων εργαζομένων στην ευημερία και στον πολιτισμό μας, συναντούμε σε όλη τη χώρα. Σ’ αυτές τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές μπορούμε να χτίσουμε σε μιαν εποχή τόσο χαμηλής πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης, σαν αυτή που περνάμε.
Για να επανέλθουμε στους αποκλεισμούς και τα άλλα προβλήματα του νόμου: Όποιος μετανάστης δεν διαθέτει βίζα νόμιμης εισόδου στη χώρα, και δεν βρήκε πριν τις 31.12.2004 κάποιο "παράθυρο" (διότι κανονικός τρόπος δεν υπήρχε) να βγάλει αριθμό φορολογικού μητρώου και να ασφαλισθεί ή δεν ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις εκείνων που έχουν ζητήσει πολιτικό άσυλο, δεν έχει καμία δυνατότητα να νομιμοποιήσει την παρουσία του στη χώρα. Θα εξακολουθήσει δηλαδή να δουλεύει και να κρύβεται, με το συνεχή φόβο μιας "σκούπας", ανυπεράσπιστος απέναντι σε κάθε εργοδοτική αυθαιρεσία, ανασφάλιστος, χωρίς δικαίωμα να πάει στην πατρίδα να δει τους δικούς του και να ξαναγυρίσει. Και σ’ αυτήν την κατάσταση θα παραμείνουν πολλές δεκάδες χιλιάδες... Οι τυχεροί, που θα μπορέσουν να συγκεντρώσουν τις προϋποθέσεις του νόμου για να αποκτήσουν άδεια διαμονής, θα την πληρώσουν ακριβά. Πέρα από το παράβολο των 146,74 ευρώ, θα πρέπει να αγοράσουν και 150 επιπλέον ένσημα, όσες ασφαλιστικές εισφορές και αν είχαν καταβάλει πριν τις 31.12.2004. Αυτό σημαίνει 700 ευρώ για όσους, γυναίκες κυρίως, εργάζονται σε σπίτια και φροντίζουν ηλικιωμένους και παιδιά, τα διπλάσια και παραπάνω για εργάτες στο ΙΚΑ. Χωρίς μάλιστα καμιάν ανταπόδοση, αφού τα ασφάλιστρα των μεταναστών καλύπτουν τις ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, δεν παρέχουν όμως δικαιώματα σε σύνταξη και δεν μπορούν να συνυπολογισθούν με όσα έχουν πληρώσει στον τόπο τους.
Ο αρμόδιος υπουργός κ. Προκόπης Παυλόπουλος δεν θέλησε να διδαχθεί από την πρόσφατη ισπανική εμπειρία και να εντάξει στο νόμο του και την ευθύνη της εργοδοτικής πλευράς: δηλώσεις των εργοδοτών ότι απασχολούν μετανάστες και την υποχρέωσή τους να τους ασφαλίζουν εφεξής, αλλά και να πληρώσουν αναδρομικά ασφάλιστρα για την περίοδο που τους είχαν ανασφάλιστους.
Όλο το βάρος το επέρριψε στο φτωχό μετανάστη. Μολονότι όφειλε να γνωρίζει από έρευνες, που δημοσιεύονται και στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία, ότι πολλοί ξένοι, για να έχουν νόμιμη άδεια και δικαίωμα στην περίθαλψη, πληρώνουν και την εργατική και την εργοδοτική εισφορά, που θεωρεί περιττό να καταβάλει το αφεντικό τους. Αυτήν την άδικη πολιτική των διακρίσεων εις βάρος των μεταναστών, που ακολουθεί η πολιτεία, δεν τη συμμερίζεται πάντως ολόκληρη η ελληνική κοινωνία. Σωστές και χρήσιμες συμπεριφορές, συμπεριφορές ανθρωπιάς, που αναγνωρίζουν τη μεγάλη προσφορά των ξένων εργαζομένων στην ευημερία και στον πολιτισμό μας, συναντούμε σε όλη τη χώρα. Σ’ αυτές τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές μπορούμε να χτίσουμε σε μιαν εποχή τόσο χαμηλής πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης, σαν αυτή που περνάμε.