Καπιταλισμός ή κλεπτοκρατία;
Κώστας Καλλίτσης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2015-01-18
Γιατί δεν γίνονται επενδύσεις και παραμένει ισχνή η παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας; Ένας ισχυρισμός (με ακραία ταξικό περιεχόμενο) είναι ότι φταίει το υψηλό «εργατικό κόστος». Άλλος, ότι φταίει η κυβερνητική αστάθεια και η αβεβαιότητα που προκαλεί. Πιστεύω ότι βοηθά στην προσέγγιση του πυρήνα του ελληνικού προβλήματος η άποψη ότι ο καθοριστικός παράγοντας που αποτρέπει τις επενδύσεις είναι το ίδιο το μοντέλο της «δήθεν επιχειρηματικότητας», το ευρέως διαδεδομένο μοντέλο του παρασιτικού πλουτισμού, με πελατειακά έως προκαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Οτι οι παρασιτικές σχέσεις (αυτό που αποκαλείται καθεστώς κλεπτοκρατίας) εμποδίζουν τις επενδύσεις και την ίδια την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αυτές πρέπει να ανατραπούν.
Πώς εξηγείται ότι οι ιχθυοκαλλιέργειες, ένας εξαιρετικά δυναμικός, εξωστρεφής και ανταγωνιστικός κλάδος της ελληνικής οικονομίας που ξεκίνησε με τις πλέον ευοίωνες προοπτικές, οδηγήθηκαν στο βαθύ, βαθύτατο «κόκκινο» και σημείωσαν παταγώδη αποτυχία; Πώς, πάλι, εξηγείται, ξενοδοχειακά συγκροτήματα, ακόμα και στις πιο καλές χρονιές για τον ελληνικό τουρισμό, όταν υπάρχει έκρηξη αφίξεων και δεν μένει ούτε δωμάτιο ούτε κρεβάτι ελεύθερο, αυτά να εμφανίζουν ζημίες, να παίρνουν το ένα μετά το άλλο δάνεια από τις τράπεζες ή/και να αποσπούν ευνοϊκές ρυθμίσεις αυτών των δανείων; Πώς εξηγείται ότι εταιρείες στον χώρο της υγείας, όταν η σχετική δαπάνη ήταν σε ύψη ρεκόρ, εμφάνιζαν ελάχιστα κέρδη ή ζημίες; Ολοι αυτοί είχαν υψηλό «εργατικό κόστος» ή, μήπως, κλονίζονταν από την πολιτική αβεβαιότητα; Ανάλογα ερωτήματα τίθενται για κλάδους και επιχειρήσεις της χώρας. Κάθε περίπτωση είναι ειδική. Αλλά, με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις, το μοτίβο της ερμηνείας τέτοιων φαινομένων (που έχουν πάρει διαστάσεις παθογένειας της οικονομίας μας...) θεωρείται περίπου κοινό: Κάποιοι συγκέντρωναν κεφάλαια (ξένα λεφτά...), οργάνωναν μια επιχείρηση, τη λεηλατούσαν, έβρισκαν τους τρόπους και τους πρόθυμους για να αποσπάσουν δημόσιο χρήμα (δάνεια από λεφτά των καταθετών ή από προγράμματα με λεφτά των φορολογουμένων...), και το δημόσιο χρήμα «γύριζε» σε ιδιωτικό πλούτο, που εύρισκε τον δρόμο του σε ξένες τράπεζες, σε «κεφάλαιο κίνησης» μέσα στο πολιτικό σύστημα, ενίοτε σε αγορές ή μίσθωση μέσων μαζικής επιρροής. Λοιπόν, όταν στήνονται επιχειρήσεις με αρχική υπερτιμολόγηση που (αν δεν αφήνει καθαρό κέρδος...) καλύπτει όλο το κόστος της επένδυσης.
Οταν δίδονται προνομιακά τραπεζικά δάνεια, επί τη εμφανίσει πλαστών αποθεμάτων ή ψευδών στοιχείων, σε τέτοια έκταση ώστε (με εξαίρεση τους εφοπλιστές...) η έννοια «πλούσιος» να τείνει να ταυτίζεται με την έννοια «υπερδανεισμένος». Οταν ο πλουτισμός έρχεται όχι από την επιτυχία αλλά (συχνά) από την αποτυχία –κερδίζουν οι επιτήδειοι, με απλήρωτους εργαζόμενους, απλήρωτους προμηθευτές και ασφαλιστικά Ταμεία. Οταν η φοροδιαφυγή αναγορεύεται σε θεμελιώδη πρακτική, με τις ευγενικές υπηρεσίες ειδικών επί της δαιδαλώδους νομοθεσίας ελεγκτών. Οταν οι δουλειές (με το «κράτος χρεώστη» αλλά όχι μόνο...) γίνονται με συμφωνίες κάτω από το τραπέζι.
Με άλλα λόγια, όταν με αθέμιτα μέσα πετάγονται εκτός αγοράς όσοι επιχειρούν να λειτουργήσουν με σεβασμό στους νόμους, την παραγωγικότητα, τους κανόνες του ανταγωνισμού. Γιατί, πλέον, η διαφθορά είναι τόσο εκτεταμένη ώστε οι Βρυξέλλες έχουν κόψει τη χρηματοδότηση του αναπτυξιακού νόμου μέχρι να αποκατασταθεί η διαφάνεια. Και αρκετοί επιχειρηματίες διστάζουν να αναλάβουν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες φοβούμενοι ότι θα τσουβαλιαστούν με τους πραγματικά διαπλεκόμενους ή θα καταστούν στόχος καθωσπρέπει εκβιαστών που λειτουργούν χωρίς ρίσκο – ίσως οι αρμόδιες αρχές είναι τυφλές. Οταν όλα αυτά συμβαίνουν, πόσοι θα έχουν το κουράγιο ή την τρέλα να ρισκάρουν να επενδύσουν στην Ελλάδα;