Tο δεύτερο βήμα της Δημοκρατίας μας
H ικανότητα συγκατοίκησης με τους «διαφορετικούς» είναι το νέο στοίχημα για την Eλλάδα
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2005-10-22
Ο περιώνυμος χωρισμός κράτους και εκκλησίας περιφερόταν σαν φάντασμα στον δημόσιο διάλογο. Για μερικούς ήταν αυτονόητη ανάγκη, για άλλους αμάρτημα και για τους περισσότερους ήταν απλώς έννοια ακατάληπτη. Mετά την πρωτοβουλία της Eλληνικής ένωσης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (19.10.2005), το ζήτημα απέκτησε σάρκα και οστά, σαφήνεια περιεχομένου και νομικής φόρμας
Οι Έλληνες αντιμετωπίσαμε με αδιαφορία τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, τη μεγαλύτερη μετά το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου επειδή τα θύματα ήταν μουσουλμάνοι και οι σφαγείς Σέρβοι ορθόδοξοι του «αριστερού» Μιλόσεβιτς. Ενώ και σήμερα είμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε πάραυτα τις καταπατήσεις των δικαιωμάτων από τους «ιμπεριαλιστές», αλλά όχι από τον Φιντέλ Κάστρο
1. H Κοινωνία, η Πολιτεία και η Εκκλησία έχουν μπροστά τους συγκεκριμένα δεδομένα για να συμφωνήσουν, να διαφωνήσουν, να επιλέξουν, να διαπραγματευτούν. Αυτό πάντως που ξεκαθάρισε είναι ότι το Σύνταγμα δεν αποτελεί εμπόδιο για την ανάληψη των αναγκαίων νομοθετικών ρυθμίσεων (Γ. Κουμάντος, «H Καθημερινή» 16.10.2005).
H πολιτικοποίηση και η κομματικοποίηση της Εκκλησίας υπό την ηγεσία Χριστόδουλου έχει αποτελέσει αιτία συνεχών τριβών με την Πολιτεία και τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις. Είναι όμως λάθος να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα του χωρισμού Κράτους - Εκκλησίας υπό το πρίσμα αυτών των τριβών, σαν να πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Θα συσκότιζε το πραγματικό διακύβευμα, το οποίο είναι απλό όσο και ουσιαστικό: Θα κάνει η Ελλάδα ένα δεύτερο βήμα που θα αντιστοιχήσει τη Δημοκρατία μας στις συνθήκες του 21ου αιώνα; Θα κατακτήσει μια πλουσιότερη κουλτούρα ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Θα μπορέσει να επανεπεξεργαστεί την εθνική της ταυτότητα έτσι ώστε να αντιμετωπίσει δυναμικά την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης;
H σύγχρονη Ελλάδα έκανε το θεμελιακό βήμα Δημοκρατίας το 1974, κλείνοντας μια δραματική περίοδο συγκρούσεων που διήρκεσαν περίπου τρία τέταρτα του αιώνα. Διχασμός, Εμφύλιος. H Δεξιά, το Κέντρο, η Αριστερά συγκρούστηκαν μεταξύ τους και μόνο το 1974 μπόρεσαν να καθιερώσουν ένα σύστημα δημοκρατικών κανόνων που διασφάλιζε τον ειρηνικό ανταγωνισμό τους. H Δημοκρατία στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης συνίστατο πριν απ’ όλα στην αμοιβαία αναγνώριση των αντιπάλων παρατάξεων του 20ού αιώνα. Έκτοτε ζούμε ευτυχώς μια παρατεταμένη περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας.
Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τρόπο επίσης σπάνιο στην πορεία της χώρας τον 20ό αιώνα ολοκλήρωσε αυτή την ιστορική κατάκτηση. Στη συνείδηση των Ελλήνων, τα ανθρώπινα δικαιώματα μόνο εν μέρει νομιμοποιήθηκαν και αξιοδοτήθηκαν στη βάση της φιλελεύθερης ιδέας που θέλει να προστατέψει τον ιδιωτικό χώρο από τις επεμβάσεις της κρατικής εξουσίας. H αξία τους προέκυψε κυρίως ως κοινός παρονομαστής από την εμπειρία της παρατεταμένης σύγκρουσης των τριών ιστορικών παρατάξεων και της αργόσυρτης μαθητείας τους στις συμπεριφορές που εξασφαλίζουν τη δημοκρατική συνύπαρξή τους.
Άμβλυνση ευαισθησιών
2. H σχέση που έχουμε σήμερα εμείς οι Έλληνες με τα ανθρώπινα δικαιώματα φέρνει τα σημάδια αυτής της διαδρομής. H αντιφασιστική και αντιδικτατορική συνείδηση, μαζί με τον παραδοσιακότερο αντικρατισμό, έχει οξύνει τα αντανακλαστικά μας στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την εξουσία εν γένει. Υπάρχουν δύο όμως παράγοντες που αμβλύνουν τις ευαισθησίες μας. Ο πρώτος είναι η παραταξιακή προτίμηση. Τα ανακλαστικά μας επηρεάζονται ακόμα από τη σύγκρουση Δεξιάς - Αριστεράς της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Κλείνουμε τα μάτια και μεροληπτούμε ακόμα υπέρ του «δικού μας καθάρματος», ανάλογα αν είναι δεξιό ή αριστερό. Κυρίως το δεύτερο, αν σκεφτούμε την ανοχή που δείξαμε στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από διάφορα θεωρούμενα αριστερά καθεστώτα. Και σήμερα ακόμα είμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε πάραυτα τις καταπατήσεις των δικαιωμάτων από τους «ιμπεριαλιστές», αλλά όχι από τον Φιντέλ Κάστρο.
Ο δεύτερος αρνητικός παράγοντας είναι η ιδεολογία της εθνικής ομοιογένειας και του εθνικισμού γενικότερα. Είναι γνωστό ότι η σχέση του έθνους με τη δημοκρατία και τις δημοκρατικές ελευθερίες είναι διφορούμενη. H ιδέα του έθνους συνέβαλε στην αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων μεταξύ των μελών του. Από την άλλη, όμως, καθιέρωσε αποκλεισμούς και απαγορεύσεις σε όσους δεν ανήκαν σε αυτό. Είναι νωπές οι μνήμες που ο αποκλεισμός αφορούσε σε ένα μέρος των ίδιων των Ελλήνων. H ιδεολογία της εθνικοφροσύνης της μετεμφυλιακής Δεξιάς απέκλειε τους αριστερούς σαν «Εαμοβούλγαρους».
Μετά το 1974, η αρνητική επίδραση του εθνικισμού εκδηλώνεται σε δύο κυρίως περιπτώσεις. Όταν θύματα της καταπίεσης και της παραβίασης των δικαιωμάτων είναι εθνικότητες ή θρησκεύματα που θεωρούμε παραδοσιακούς «εχθρούς του έθνους». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίσαμε τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, τη μεγαλύτερη μετά το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επειδή τα θύματα ήταν μουσουλμάνοι και οι σφαγείς Σέρβοι ορθόδοξοι του «αριστερού» Μιλόσεβιτς, ενώθηκαν η «αριστερή» και η «εθνικιστική» αναισθησία μας εμπρός στο δράμα.
H δεύτερη περίπτωση αφορά στην παραβίαση των δικαιωμάτων των εγχώριων μειοψηφιών, των μεταναστών και των ξένων. Εδώ υπερισχύουν τα ανακλαστικά μιας εθνικά ομοιογενούς και πολιτισμικά συντηρητικοποιημένης κοινωνίας που στέκεται καχύποπτα έναντι του διαφορετικού. Τόσο η παραταξιακή - αντιεξουσιαστική αξιοδότηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και η φιλελεύθερη γίνονται αυτομάτως αναποτελεσματικές. Εν μέρει βεβαίως αναπληρώνονται από τη συμπόνια ανθρωπιστικής, χριστιανικής ή αριστερής έμπνευσης. Αλλά η συμπόνια δεν προϋποθέτει την ισότιμη αναγνώριση του «άλλου».
Ξύνουν τις μνήμες των «πέτρινων χρόνων»
3. Γι’ αυτούς τους λόγους, η ελληνική Δημοκρατία πρέπει να κάνει ένα νέο μεγάλο βήμα που να την αντιστοιχήσει με τις νέες συνθήκες της εποχής. Δηλαδή, την ικανότητα συγκατοίκησης με τους «διαφορετικούς» τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο διεθνές επίπεδο. Τι σημαίνουν αυτά; Σημαίνουν αναβάθμιση της κουλτούρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πέρα από την παραταξιακή και εθνικιστική λογική. Άνοιγμα της δημοκρατικής συμμετοχής στους σημερινούς «απόλιδες» που ζουν κατά χιλιάδες πια στην Ελλάδα. Μεταρρύθμιση των θεσμών στο ίδιο πνεύμα. Πρωτίστως όμως σημαίνει μια δυναμικότερη και ανοιχτότερη εθνική ταυτότητα ή, αλλιώς, ένα δημιουργικότερο τρόπο τού να είσαι και να αισθάνεσαι Έλληνας. Περισσότερο ασφαλή, περισσότερο έτοιμο να ανοιχτεί στις ευκαιρίες της παγκοσμιοποίησης και στη γνωριμία με τους άλλους.
Το αντίθετο δηλαδή από ό,τι πρεσβεύει η σημερινή συντηρητική αναδίπλωση την οποία παράγουν οι ιδεολογίες της μερικότητας και της εθνοτικής ομοιογένειας. Έκφραση αυτών των τελευταίων είναι οι καθιερωμένες σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας και κατά τούτο αποτελούν τροχοπέδη στο νέο βήμα που πρέπει να κάνει η Δημοκρατία μας. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο οι εκπρόσωποι της Ιεραρχίας συνεχίζουν να ξύνουν κάθε τόσο τις μνήμες των «πέτρινων χρόνων». Πρόσφατο παράδειγμα ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, που εξοβέλισε από τον εθνικό κορμό τα νέα «μιάσματα» ξεχνώντας τι κόστισαν στην πόλη η παρακρατική Καρφίτσα, ο Γκοτζαμάνης και τα τρίκυκλα. Όμως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η πολιτική της ηγεσίας Χριστόδουλου, αλλά το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που ενθαρρύνει αυταρχικές συμπεριφορές, κατασταλτικές λογικές και φοβικά σύνδρομα. H αλλαγή τους είναι ζήτημα ελευθερίας και πολιτισμού. Σε όσους και όσες αυτό δεν φτάνει, γιατί μπορεί να μη θεωρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα αυταξίες, ας προσθέσουμε ότι είναι επίσης ζήτημα οικονομικής αποτελεσματικότητας που ασφαλώς δεν προάγεται π.χ. με την αύξηση των Αρχαίων και των Θρησκευτικών στην ύλη των Γυμνασίων εις βάρος της Φυσικής και των ξένων γλωσσών. Ή μήπως δεν είναι αυτή η σιωπηλή αντιμεταρρύθμιση αποτέλεσμα της ίδιας συντηρητικής ιδεολογίας και της θεσμικής διαπλοκής;
Ας περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε ποια συνέχεια θα δώσουν οι πολιτικές ηγεσίες στην πρωτοβουλία της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Πρόκειται για ένα θέμα και μια συζήτηση που δεν διχάζει σε θρησκευόμενους και μη, αλλά αφορά όλους και όλες ως πρόβλημα περαιτέρω ωρίμασης της Δημοκρατίας και της εθνικής ταυτότητας.
Ο Γιάννης Βούλγαρης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Οι Έλληνες αντιμετωπίσαμε με αδιαφορία τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, τη μεγαλύτερη μετά το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου επειδή τα θύματα ήταν μουσουλμάνοι και οι σφαγείς Σέρβοι ορθόδοξοι του «αριστερού» Μιλόσεβιτς. Ενώ και σήμερα είμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε πάραυτα τις καταπατήσεις των δικαιωμάτων από τους «ιμπεριαλιστές», αλλά όχι από τον Φιντέλ Κάστρο
1. H Κοινωνία, η Πολιτεία και η Εκκλησία έχουν μπροστά τους συγκεκριμένα δεδομένα για να συμφωνήσουν, να διαφωνήσουν, να επιλέξουν, να διαπραγματευτούν. Αυτό πάντως που ξεκαθάρισε είναι ότι το Σύνταγμα δεν αποτελεί εμπόδιο για την ανάληψη των αναγκαίων νομοθετικών ρυθμίσεων (Γ. Κουμάντος, «H Καθημερινή» 16.10.2005).
H πολιτικοποίηση και η κομματικοποίηση της Εκκλησίας υπό την ηγεσία Χριστόδουλου έχει αποτελέσει αιτία συνεχών τριβών με την Πολιτεία και τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις. Είναι όμως λάθος να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα του χωρισμού Κράτους - Εκκλησίας υπό το πρίσμα αυτών των τριβών, σαν να πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Θα συσκότιζε το πραγματικό διακύβευμα, το οποίο είναι απλό όσο και ουσιαστικό: Θα κάνει η Ελλάδα ένα δεύτερο βήμα που θα αντιστοιχήσει τη Δημοκρατία μας στις συνθήκες του 21ου αιώνα; Θα κατακτήσει μια πλουσιότερη κουλτούρα ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Θα μπορέσει να επανεπεξεργαστεί την εθνική της ταυτότητα έτσι ώστε να αντιμετωπίσει δυναμικά την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης;
H σύγχρονη Ελλάδα έκανε το θεμελιακό βήμα Δημοκρατίας το 1974, κλείνοντας μια δραματική περίοδο συγκρούσεων που διήρκεσαν περίπου τρία τέταρτα του αιώνα. Διχασμός, Εμφύλιος. H Δεξιά, το Κέντρο, η Αριστερά συγκρούστηκαν μεταξύ τους και μόνο το 1974 μπόρεσαν να καθιερώσουν ένα σύστημα δημοκρατικών κανόνων που διασφάλιζε τον ειρηνικό ανταγωνισμό τους. H Δημοκρατία στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης συνίστατο πριν απ’ όλα στην αμοιβαία αναγνώριση των αντιπάλων παρατάξεων του 20ού αιώνα. Έκτοτε ζούμε ευτυχώς μια παρατεταμένη περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας.
Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τρόπο επίσης σπάνιο στην πορεία της χώρας τον 20ό αιώνα ολοκλήρωσε αυτή την ιστορική κατάκτηση. Στη συνείδηση των Ελλήνων, τα ανθρώπινα δικαιώματα μόνο εν μέρει νομιμοποιήθηκαν και αξιοδοτήθηκαν στη βάση της φιλελεύθερης ιδέας που θέλει να προστατέψει τον ιδιωτικό χώρο από τις επεμβάσεις της κρατικής εξουσίας. H αξία τους προέκυψε κυρίως ως κοινός παρονομαστής από την εμπειρία της παρατεταμένης σύγκρουσης των τριών ιστορικών παρατάξεων και της αργόσυρτης μαθητείας τους στις συμπεριφορές που εξασφαλίζουν τη δημοκρατική συνύπαρξή τους.
Άμβλυνση ευαισθησιών
2. H σχέση που έχουμε σήμερα εμείς οι Έλληνες με τα ανθρώπινα δικαιώματα φέρνει τα σημάδια αυτής της διαδρομής. H αντιφασιστική και αντιδικτατορική συνείδηση, μαζί με τον παραδοσιακότερο αντικρατισμό, έχει οξύνει τα αντανακλαστικά μας στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την εξουσία εν γένει. Υπάρχουν δύο όμως παράγοντες που αμβλύνουν τις ευαισθησίες μας. Ο πρώτος είναι η παραταξιακή προτίμηση. Τα ανακλαστικά μας επηρεάζονται ακόμα από τη σύγκρουση Δεξιάς - Αριστεράς της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Κλείνουμε τα μάτια και μεροληπτούμε ακόμα υπέρ του «δικού μας καθάρματος», ανάλογα αν είναι δεξιό ή αριστερό. Κυρίως το δεύτερο, αν σκεφτούμε την ανοχή που δείξαμε στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από διάφορα θεωρούμενα αριστερά καθεστώτα. Και σήμερα ακόμα είμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε πάραυτα τις καταπατήσεις των δικαιωμάτων από τους «ιμπεριαλιστές», αλλά όχι από τον Φιντέλ Κάστρο.
Ο δεύτερος αρνητικός παράγοντας είναι η ιδεολογία της εθνικής ομοιογένειας και του εθνικισμού γενικότερα. Είναι γνωστό ότι η σχέση του έθνους με τη δημοκρατία και τις δημοκρατικές ελευθερίες είναι διφορούμενη. H ιδέα του έθνους συνέβαλε στην αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων μεταξύ των μελών του. Από την άλλη, όμως, καθιέρωσε αποκλεισμούς και απαγορεύσεις σε όσους δεν ανήκαν σε αυτό. Είναι νωπές οι μνήμες που ο αποκλεισμός αφορούσε σε ένα μέρος των ίδιων των Ελλήνων. H ιδεολογία της εθνικοφροσύνης της μετεμφυλιακής Δεξιάς απέκλειε τους αριστερούς σαν «Εαμοβούλγαρους».
Μετά το 1974, η αρνητική επίδραση του εθνικισμού εκδηλώνεται σε δύο κυρίως περιπτώσεις. Όταν θύματα της καταπίεσης και της παραβίασης των δικαιωμάτων είναι εθνικότητες ή θρησκεύματα που θεωρούμε παραδοσιακούς «εχθρούς του έθνους». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίσαμε τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα, τη μεγαλύτερη μετά το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επειδή τα θύματα ήταν μουσουλμάνοι και οι σφαγείς Σέρβοι ορθόδοξοι του «αριστερού» Μιλόσεβιτς, ενώθηκαν η «αριστερή» και η «εθνικιστική» αναισθησία μας εμπρός στο δράμα.
H δεύτερη περίπτωση αφορά στην παραβίαση των δικαιωμάτων των εγχώριων μειοψηφιών, των μεταναστών και των ξένων. Εδώ υπερισχύουν τα ανακλαστικά μιας εθνικά ομοιογενούς και πολιτισμικά συντηρητικοποιημένης κοινωνίας που στέκεται καχύποπτα έναντι του διαφορετικού. Τόσο η παραταξιακή - αντιεξουσιαστική αξιοδότηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και η φιλελεύθερη γίνονται αυτομάτως αναποτελεσματικές. Εν μέρει βεβαίως αναπληρώνονται από τη συμπόνια ανθρωπιστικής, χριστιανικής ή αριστερής έμπνευσης. Αλλά η συμπόνια δεν προϋποθέτει την ισότιμη αναγνώριση του «άλλου».
Ξύνουν τις μνήμες των «πέτρινων χρόνων»
3. Γι’ αυτούς τους λόγους, η ελληνική Δημοκρατία πρέπει να κάνει ένα νέο μεγάλο βήμα που να την αντιστοιχήσει με τις νέες συνθήκες της εποχής. Δηλαδή, την ικανότητα συγκατοίκησης με τους «διαφορετικούς» τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο διεθνές επίπεδο. Τι σημαίνουν αυτά; Σημαίνουν αναβάθμιση της κουλτούρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πέρα από την παραταξιακή και εθνικιστική λογική. Άνοιγμα της δημοκρατικής συμμετοχής στους σημερινούς «απόλιδες» που ζουν κατά χιλιάδες πια στην Ελλάδα. Μεταρρύθμιση των θεσμών στο ίδιο πνεύμα. Πρωτίστως όμως σημαίνει μια δυναμικότερη και ανοιχτότερη εθνική ταυτότητα ή, αλλιώς, ένα δημιουργικότερο τρόπο τού να είσαι και να αισθάνεσαι Έλληνας. Περισσότερο ασφαλή, περισσότερο έτοιμο να ανοιχτεί στις ευκαιρίες της παγκοσμιοποίησης και στη γνωριμία με τους άλλους.
Το αντίθετο δηλαδή από ό,τι πρεσβεύει η σημερινή συντηρητική αναδίπλωση την οποία παράγουν οι ιδεολογίες της μερικότητας και της εθνοτικής ομοιογένειας. Έκφραση αυτών των τελευταίων είναι οι καθιερωμένες σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας και κατά τούτο αποτελούν τροχοπέδη στο νέο βήμα που πρέπει να κάνει η Δημοκρατία μας. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο οι εκπρόσωποι της Ιεραρχίας συνεχίζουν να ξύνουν κάθε τόσο τις μνήμες των «πέτρινων χρόνων». Πρόσφατο παράδειγμα ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, που εξοβέλισε από τον εθνικό κορμό τα νέα «μιάσματα» ξεχνώντας τι κόστισαν στην πόλη η παρακρατική Καρφίτσα, ο Γκοτζαμάνης και τα τρίκυκλα. Όμως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η πολιτική της ηγεσίας Χριστόδουλου, αλλά το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που ενθαρρύνει αυταρχικές συμπεριφορές, κατασταλτικές λογικές και φοβικά σύνδρομα. H αλλαγή τους είναι ζήτημα ελευθερίας και πολιτισμού. Σε όσους και όσες αυτό δεν φτάνει, γιατί μπορεί να μη θεωρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα αυταξίες, ας προσθέσουμε ότι είναι επίσης ζήτημα οικονομικής αποτελεσματικότητας που ασφαλώς δεν προάγεται π.χ. με την αύξηση των Αρχαίων και των Θρησκευτικών στην ύλη των Γυμνασίων εις βάρος της Φυσικής και των ξένων γλωσσών. Ή μήπως δεν είναι αυτή η σιωπηλή αντιμεταρρύθμιση αποτέλεσμα της ίδιας συντηρητικής ιδεολογίας και της θεσμικής διαπλοκής;
Ας περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε ποια συνέχεια θα δώσουν οι πολιτικές ηγεσίες στην πρωτοβουλία της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Πρόκειται για ένα θέμα και μια συζήτηση που δεν διχάζει σε θρησκευόμενους και μη, αλλά αφορά όλους και όλες ως πρόβλημα περαιτέρω ωρίμασης της Δημοκρατίας και της εθνικής ταυτότητας.
Ο Γιάννης Βούλγαρης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.