Απλή αναλογική, απλή ηθική
Παντελής Μπουκάλας, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2016-07-10
Σημείο αμφιλεγόμενο η απλή αναλογική, και αιτία μιας έριδας που κρατάει δεκαετίες, δεν λέει τα ίδια πράγματα σε όλους. Για κάποιους, ας τους πούμε ψευδαισθησιολάτρες, είναι αυτονόητη η θεσμοθέτησή της, γιατί πιστεύουν ότι μόνο έτσι επαληθεύεται και επικυρώνεται η δημοκρατία: αν η ισότητα είναι ανέφικτη παντού αλλού, τουλάχιστον ας ισχύει στην τιμή της ψήφου. Για κάποιους άλλους όμως, ας τους πούμε πραγματιστές, είναι αυτονόητη η αποκήρυξή της, ο οβελισμός της από το πολιτικό πεδίο, αφού κρίνουν ότι δεν πρόκειται απλώς για κατιτίς το αφελές αλλά για «εθνικό έγκλημα» και για «καταστροφή του τόπου», ο οποίος κατά τα λοιπά, δίχως την απλή, βάδιζε από τη μία πεφωτισμένη κυβέρνηση στην επόμενη και από θρίαμβο σε θρίαμβο, όπως ξέρουμε.
Ξέρουμε επίσης ότι στην πολιτικολογούσα ρητορική μας, αλλά και γενικότερα, δεν τα πάμε καλά με το μέτρο, μολονότι είμαστε και δικό του λίκνο, όπως τόσων άλλων ωραίων εννοιών και πραγμάτων. Και ίσως γι’ αυτό προσθέσαμε το (τάχα επιτατικό μα στην πραγματικότητα μετριαστικό και υπονομευτικό) «παν» στην αρχή του προτρεπτικού αφορισμού «μέτρον άριστον», ώστε να σχετικοποιήσουμε πλήρως, μέχρις ακυρώσεως, τη σημασία του. Αφού «κάθε μέτρο είναι άριστο», όπως αμετροεπώς ισχυριζόμαστε, δεν υπάρχει ανάγκη Μέτρου. Διαλέγει ο καθείς το δικό του και πορεύεται.
Οσοι λοιπόν στα χρόνια της μεταπολίτευσης έχουν ψηφίσει μία, δύο, δέκα απανωτές φορές «μικρό» κόμμα, είτε από εκείνα που τα βάραινε το ιδρυτικό υπαρξιακό τους άγχος και αγωνιούσαν μονίμως αν θα ξεπεράσουν το όριο είτε από όσα δεν διέτρεχαν κίνδυνο αποκλεισμού, πάντως παρέμεναν εκτός του εξουσιάζοντος μπλοκ, σαν μικρά ή μικρομεσαία, έχουν πολλούς λόγους να προσεγγίζουν κάπως διαφορετικά το ζήτημα του εκλογικού συστήματος. Να μην το αντιμετωπίζουν αποκλειστικά σαν μία από τις πολλές πτυχές του πολιτικού παιχνιδιού, όπου ο καθένας εκμεταλλεύεται με μακιαβελική νοοτροπία την ευκαιρία του για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, τους οποίους παρασταίνει σαν ταυτόσημους με τους σκοπούς της πατρίδας, αν όχι του Γένους. Να μην το βλέπουν ψυχρά, ωφελιμιστικά ή υπό το πρόσχημα της «κυβερνησιμότητας» ή του εθνικού συμφέροντος, που επιστρατεύεται σταθερά προς επικάλυψη της κυνικής κομματικής ιδιοτέλειας. Αλλά να το προσεγγίζουν συναισθηματικά κατ’ αρχάς, κι έπειτα υπό το πρίσμα της ηθικής. Και το συναισθηματικό πρίσμα βεβαίως και το πρίσμα της ηθικής τα κρίνουν αστεία και απαράδεκτα, σαν απομεινάρια κάποιου πρωτογονισμού, οι ψυχρόαιμοι επαγγελματίες της πολιτικής και οι υπερασπιστές τους.
Μπορεί να διδασκόμαστε ότι στην πολιτική δεν χωρούν συναισθηματισμοί, εντούτοις όσοι κατέθεταν ψήφο με προκαταβολικά μειωμένη την ισχύ της αισθάνονταν και οι ίδιοι μειωμένοι, προσβεβλημένοι, σχεδόν ματαιωμένοι· σαν αποπαίδια μιας δημοκρατίας για την οποία είχαν πασχίσει τουλάχιστον όσο και οι άλλοι, οι επιδοτούμενοι με δεύτερους γύρους κατανομής εδρών και με μπόνους των πεντήκοντα. Δεν ήταν δυνατόν να νιώσουν πολίτες με πλήρη δικαιώματα όσοι έφταναν έως την κάλπη με την αποκαρδιωτική σιγουριά πως η δική τους ψήφος θα μετρήσει την ώρα τού «έλαβον...» όσο η μισή ψήφος, ίσως και λιγότερο, όσων επέλεγαν «μεγάλους» – περίπου όπως συνέβαινε με την ψήφο των μαύρων κάποτε, σε ορισμένες αμερικανικές πολιτείες, όπου υπολογιζόταν σαν ισότιμη με το ένα τρίτο της αξίας της ψήφου των λευκών. Οι ψηφοφόροι των «μικρών» έβλεπαν, από αναμέτρηση σε αναμέτρηση, ότι για μία έδρα του δικού τους κόμματος υψωνόταν το βαρύ προαπαιτούμενο των πενήντα ή εξήντα χιλιάδων ψήφων, όταν για τους ευνοημένους του εκλογικού συστήματος αρκούσαν δέκα ή δεκαπέντε χιλιάδες, μπορεί και λιγότερες. Και κάποια στιγμή το είδαν αυτό και οι ψηφοφόροι των μεγάλων, βλ. ΠΑΣΟΚ, που η Ιστορία αποφάσισε να τους μικρύνει.
Αν μας φαίνεται υπερβολικό να μιλήσουμε για έναν ιδιότυπο εκλογικό ρατσισμό, που εξανέμιζε ό,τι ηθικό άντεχε ακόμα στον χώρο της πολιτικής, ας μιλήσουμε για κατάφωρη αδικία και για περιφρόνηση όλων των περί ισοπολιτείας προνοιών. Αδικία που είχε θεσμοθετηθεί με την πρόφαση ότι «ο τόπος έχει ανάγκη σταθερές κυβερνήσεις» (δηλαδή μονοκομματικές), ότι «δεν υπάρχει κουλτούρα διαλόγου και συνεργασιών στην Ελλάδα», κι όλο το υπόλοιπο ενός μονότονου μπλαμπλά, το οποίο παρουσίαζε πονηρούτσικα το αποτέλεσμα σαν αίτιο. Το ότι για την έλλειψη αυτής της κουλτούρας ίσως ευθυνόταν η ίδια η χρήση συστημάτων που μοίραζαν εκ προοιμίου τις ψήφους σε ισχυρές και ανίσχυρες, χρήσιμες και ανώφελες, αποτελεσματικές και άγονες, νοθεύοντας την εκλογική λαϊκή βούληση, δεν τους περνούσε από το μυαλό. Ή μάλλον, τους περνούσε, πλην αδιαφορούσαν. Δεν μπορούσαν άλλωστε να σπαταλούν ψυχοπνευματική δύναμη για τέτοιες λεπτομέρειες, όταν είχαν αναλάβει το ύψιστο χρέος να σώσουν την Ελλάδα. Ενα χρέος που έπαιρνε ενίοτε τα γνωρίσματα οικογενειακής επιχείρησης, έτσι όπως το κληροδοτούσε η μια γενιά «επαϊόντων» στην επόμενη, σε όλες τις εκδοχές του νεποτισμού.
Τα συστήματα της (υπερ)ενισχυμένης αναλογικής νόθευαν και νοθεύουν με πολλούς τρόπους την εκλογική βούληση των πολιτών, διευρύνοντας τη διάβρωση που προκαλεί το ρουσφετολόι και το πελατειακό κράτος. Τη νόθευαν όχι μόνο με την επιβολή άνισων μέτρων και σταθμών στην αποτίμηση της αξίας κάθε ψήφου (μήπως δεν ακούμε άλλωστε όλο και πιο συχνά, όλο και πιο κυνικά, ότι δεν είναι σωστό και φρόνιμο να μετράει το ίδιο η ψήφος των «ειδημόνων» και η ψήφος των «αμόρφωτων», των πατρικίων και των πληβείων;), αλλά και με την άσκηση ψυχολογικής και πολιτικής βίας βάσει του δόγματος περί «χαμένης ψήφου». Ενός δόγματος που κήρυσσε περιττή, αν όχι ανόητη, την πολυφωνία, γι’ αυτό και φρόντιζε να την περιορίσει με τεχνικές μεθοδεύσεις.
Η προσβλητική και εκβιαστική λογική της «χαμένης ψήφου», στην οποία στηρίχτηκαν προεκλογικές καμπάνιες αλλά και καριέρες ολόκληρες πολιτικών, θεμελιώθηκε στα εκλογικά συστήματα που πριμοδοτούσαν την αυτοδύναμη αλαζονεία, τη σχεδόν ανεξέλεγκτη άσκηση εξουσίας, και εξαιτίας των οποίων γέμιζε κάθε φορά η Βουλή από βουβές και άβουλες, πλην πειθαρχημένες και αρχηγολατρικές μετριότητες. «Χαμένη ψήφος» σήμαινε ψήφος άχρηστη, περιττή. Σήμαινε ότι και ο πολίτης που την επέλεγε ήταν άχρηστος και περιττός, φύρα για το «κοινό όφελος». Σήμαινε ότι και οι ιδέες ενός τμήματος του εκλογικού πληθυσμού είναι «χαμένες» από χέρι, με όλες τις μειωτικές έννοιες της λέξης «χαμένος». Αλλά όλα αυτά δεν είναι ακριβώς ισονομία και ισοπολιτεία.
Ξέρουμε επίσης ότι στην πολιτικολογούσα ρητορική μας, αλλά και γενικότερα, δεν τα πάμε καλά με το μέτρο, μολονότι είμαστε και δικό του λίκνο, όπως τόσων άλλων ωραίων εννοιών και πραγμάτων. Και ίσως γι’ αυτό προσθέσαμε το (τάχα επιτατικό μα στην πραγματικότητα μετριαστικό και υπονομευτικό) «παν» στην αρχή του προτρεπτικού αφορισμού «μέτρον άριστον», ώστε να σχετικοποιήσουμε πλήρως, μέχρις ακυρώσεως, τη σημασία του. Αφού «κάθε μέτρο είναι άριστο», όπως αμετροεπώς ισχυριζόμαστε, δεν υπάρχει ανάγκη Μέτρου. Διαλέγει ο καθείς το δικό του και πορεύεται.
Οσοι λοιπόν στα χρόνια της μεταπολίτευσης έχουν ψηφίσει μία, δύο, δέκα απανωτές φορές «μικρό» κόμμα, είτε από εκείνα που τα βάραινε το ιδρυτικό υπαρξιακό τους άγχος και αγωνιούσαν μονίμως αν θα ξεπεράσουν το όριο είτε από όσα δεν διέτρεχαν κίνδυνο αποκλεισμού, πάντως παρέμεναν εκτός του εξουσιάζοντος μπλοκ, σαν μικρά ή μικρομεσαία, έχουν πολλούς λόγους να προσεγγίζουν κάπως διαφορετικά το ζήτημα του εκλογικού συστήματος. Να μην το αντιμετωπίζουν αποκλειστικά σαν μία από τις πολλές πτυχές του πολιτικού παιχνιδιού, όπου ο καθένας εκμεταλλεύεται με μακιαβελική νοοτροπία την ευκαιρία του για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, τους οποίους παρασταίνει σαν ταυτόσημους με τους σκοπούς της πατρίδας, αν όχι του Γένους. Να μην το βλέπουν ψυχρά, ωφελιμιστικά ή υπό το πρόσχημα της «κυβερνησιμότητας» ή του εθνικού συμφέροντος, που επιστρατεύεται σταθερά προς επικάλυψη της κυνικής κομματικής ιδιοτέλειας. Αλλά να το προσεγγίζουν συναισθηματικά κατ’ αρχάς, κι έπειτα υπό το πρίσμα της ηθικής. Και το συναισθηματικό πρίσμα βεβαίως και το πρίσμα της ηθικής τα κρίνουν αστεία και απαράδεκτα, σαν απομεινάρια κάποιου πρωτογονισμού, οι ψυχρόαιμοι επαγγελματίες της πολιτικής και οι υπερασπιστές τους.
Μπορεί να διδασκόμαστε ότι στην πολιτική δεν χωρούν συναισθηματισμοί, εντούτοις όσοι κατέθεταν ψήφο με προκαταβολικά μειωμένη την ισχύ της αισθάνονταν και οι ίδιοι μειωμένοι, προσβεβλημένοι, σχεδόν ματαιωμένοι· σαν αποπαίδια μιας δημοκρατίας για την οποία είχαν πασχίσει τουλάχιστον όσο και οι άλλοι, οι επιδοτούμενοι με δεύτερους γύρους κατανομής εδρών και με μπόνους των πεντήκοντα. Δεν ήταν δυνατόν να νιώσουν πολίτες με πλήρη δικαιώματα όσοι έφταναν έως την κάλπη με την αποκαρδιωτική σιγουριά πως η δική τους ψήφος θα μετρήσει την ώρα τού «έλαβον...» όσο η μισή ψήφος, ίσως και λιγότερο, όσων επέλεγαν «μεγάλους» – περίπου όπως συνέβαινε με την ψήφο των μαύρων κάποτε, σε ορισμένες αμερικανικές πολιτείες, όπου υπολογιζόταν σαν ισότιμη με το ένα τρίτο της αξίας της ψήφου των λευκών. Οι ψηφοφόροι των «μικρών» έβλεπαν, από αναμέτρηση σε αναμέτρηση, ότι για μία έδρα του δικού τους κόμματος υψωνόταν το βαρύ προαπαιτούμενο των πενήντα ή εξήντα χιλιάδων ψήφων, όταν για τους ευνοημένους του εκλογικού συστήματος αρκούσαν δέκα ή δεκαπέντε χιλιάδες, μπορεί και λιγότερες. Και κάποια στιγμή το είδαν αυτό και οι ψηφοφόροι των μεγάλων, βλ. ΠΑΣΟΚ, που η Ιστορία αποφάσισε να τους μικρύνει.
Αν μας φαίνεται υπερβολικό να μιλήσουμε για έναν ιδιότυπο εκλογικό ρατσισμό, που εξανέμιζε ό,τι ηθικό άντεχε ακόμα στον χώρο της πολιτικής, ας μιλήσουμε για κατάφωρη αδικία και για περιφρόνηση όλων των περί ισοπολιτείας προνοιών. Αδικία που είχε θεσμοθετηθεί με την πρόφαση ότι «ο τόπος έχει ανάγκη σταθερές κυβερνήσεις» (δηλαδή μονοκομματικές), ότι «δεν υπάρχει κουλτούρα διαλόγου και συνεργασιών στην Ελλάδα», κι όλο το υπόλοιπο ενός μονότονου μπλαμπλά, το οποίο παρουσίαζε πονηρούτσικα το αποτέλεσμα σαν αίτιο. Το ότι για την έλλειψη αυτής της κουλτούρας ίσως ευθυνόταν η ίδια η χρήση συστημάτων που μοίραζαν εκ προοιμίου τις ψήφους σε ισχυρές και ανίσχυρες, χρήσιμες και ανώφελες, αποτελεσματικές και άγονες, νοθεύοντας την εκλογική λαϊκή βούληση, δεν τους περνούσε από το μυαλό. Ή μάλλον, τους περνούσε, πλην αδιαφορούσαν. Δεν μπορούσαν άλλωστε να σπαταλούν ψυχοπνευματική δύναμη για τέτοιες λεπτομέρειες, όταν είχαν αναλάβει το ύψιστο χρέος να σώσουν την Ελλάδα. Ενα χρέος που έπαιρνε ενίοτε τα γνωρίσματα οικογενειακής επιχείρησης, έτσι όπως το κληροδοτούσε η μια γενιά «επαϊόντων» στην επόμενη, σε όλες τις εκδοχές του νεποτισμού.
Τα συστήματα της (υπερ)ενισχυμένης αναλογικής νόθευαν και νοθεύουν με πολλούς τρόπους την εκλογική βούληση των πολιτών, διευρύνοντας τη διάβρωση που προκαλεί το ρουσφετολόι και το πελατειακό κράτος. Τη νόθευαν όχι μόνο με την επιβολή άνισων μέτρων και σταθμών στην αποτίμηση της αξίας κάθε ψήφου (μήπως δεν ακούμε άλλωστε όλο και πιο συχνά, όλο και πιο κυνικά, ότι δεν είναι σωστό και φρόνιμο να μετράει το ίδιο η ψήφος των «ειδημόνων» και η ψήφος των «αμόρφωτων», των πατρικίων και των πληβείων;), αλλά και με την άσκηση ψυχολογικής και πολιτικής βίας βάσει του δόγματος περί «χαμένης ψήφου». Ενός δόγματος που κήρυσσε περιττή, αν όχι ανόητη, την πολυφωνία, γι’ αυτό και φρόντιζε να την περιορίσει με τεχνικές μεθοδεύσεις.
Η προσβλητική και εκβιαστική λογική της «χαμένης ψήφου», στην οποία στηρίχτηκαν προεκλογικές καμπάνιες αλλά και καριέρες ολόκληρες πολιτικών, θεμελιώθηκε στα εκλογικά συστήματα που πριμοδοτούσαν την αυτοδύναμη αλαζονεία, τη σχεδόν ανεξέλεγκτη άσκηση εξουσίας, και εξαιτίας των οποίων γέμιζε κάθε φορά η Βουλή από βουβές και άβουλες, πλην πειθαρχημένες και αρχηγολατρικές μετριότητες. «Χαμένη ψήφος» σήμαινε ψήφος άχρηστη, περιττή. Σήμαινε ότι και ο πολίτης που την επέλεγε ήταν άχρηστος και περιττός, φύρα για το «κοινό όφελος». Σήμαινε ότι και οι ιδέες ενός τμήματος του εκλογικού πληθυσμού είναι «χαμένες» από χέρι, με όλες τις μειωτικές έννοιες της λέξης «χαμένος». Αλλά όλα αυτά δεν είναι ακριβώς ισονομία και ισοπολιτεία.