Φτώχεια και ανισότητες
Το 20% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2006-02-01
Τα στοιχεία για τη φτώχεια τα οποία δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα η Στατιστική Υπηρεσία καταδεικνύουν την ανάγκη να συζητηθεί σοβαρά η κοινωνική πολιτική, αλλά και η δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το 20% του πληθυσμού - 2.127.000 άτομα, 800.000 νοικοκυριά - ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή με ετήσιο εισόδημα μικρότερο των 5.300 ευρώ ανά άτομο ή - ανά τετραμελή οικογένεια με δύο ανήλικα παιδιά - με λιγότερα από 11.130 ευρώ. Μεγαλύτερο μάλιστα ποσοστό συναντάμε στους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών, όπου το 28% έχει εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το ποσοστό είναι διπλάσιο στους μη εργαζομένους (26%), απ’ ό,τι στους εργαζόμενους (13%).
Αυτό το όριο της φτώχειας είναι σχετικό, διαφέρει από χώρα σε χώρα και, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ακολουθείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζεται στο 60% του διαμέσου εισοδήματος: στο 60% δηλαδή του εισοδήματος που έχει αυτός που βρίσκεται στη μέση όλων των κατοίκων της χώρας, αν τοποθετηθούν σε σειρά με κριτήριο το ύψος του εισοδήματός τους. Περισσότερο από τη φτώχεια εκφράζει επομένως την ένταση των ανισοτήτων, αφού θα μπορούσαμε θεωρητικά να φαντασθούμε μια χώρα συνολικά πολύ φτωχότερη από τη δική μας, όπου κανείς να μην έχει εισόδημα μικρότερο από το 60% του διαμέσου.
Την πολύ έντονη εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα αποτυπώνει άλλωστε ένα άλλο στατιστικό στοιχείο, που ανακοινώθηκε χωρίς να του δοθεί αρκετή προσοχή: το εισόδημα τού πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι εξαπλάσιο από εκείνο τού φτωχότερου 20%. Από όλη την Ευρώπη, μόνο στην Πορτογαλία ο δείκτης αυτός είναι χειρότερος: 7,2:1. Στην πολύ φτωχότερη από εμάς Βουλγαρία ο εν λόγω δείκτης είναι 4:1, όσο και στην Ολλανδία και το Βέλγιο. Στην Κύπρο είναι 4,1:1, ενώ 3,3: 1 είναι στην ευημερούσα Σουηδία με τη μεγάλη σοσιαλδημοκρατική παράδοση, αλλά και στην Ουγγαρία όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις φθάνει τα τρία τέταρτα του δικού μας.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι, επομένως, αν θα υποστηρίξουμε πολιτικές για να μειωθεί η μεγάλη ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα. Προεκλογικά, η Νέα Δημοκρατία είχε κάνει «σημαία» το γεγονός ότι το 20% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, χωρίς κατόπιν, ως κυβέρνηση, να κάνει κάτι για να το αντιμετωπίσει - μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση πορεύεται. Σχόλια απολογητικά της κυβερνητικής πολιτικής κάνουν λόγο για αδυναμία που οφείλεται στα μεγάλα ελλείμματα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος που εκείνη κληρονόμησε από το ΠΑΣΟΚ. Το επιχείρημα δεν ευσταθεί όμως, διότι οπωσδήποτε μπορεί να σχεδιασθεί μια δημοσιονομική πολιτική που να υπηρετεί ταυτόχρονα δύο στόχους: τη μείωση του ελλείμματος και την ενίσχυση των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, με την κατάλληλη διάρθρωση των αναγκαστικά συγκρατημένων στο σύνολό τους δαπανών και με την άντληση επαρκών εσόδων μέσω της φορολογίας.
Την ώρα που ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Γιώργος Αλογοσκούφης, υπόσχεται γενναίες μειώσεις στον φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων από το 2007, έχοντας προηγουμένως μειώσει δραστικά τη φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών, αξίζει να σημειώσουμε τη φορολογική μεταρρύθμιση που ανήγγειλε πρόσφατα η κυβέρνηση της Ισπανίας: ο συντελεστής φορολόγησης των κερδών μειώνεται λιγότερο και πολύ πιο σταδιακά - από 35% θα έχει πέσει στο 30% το 2011, όταν εδώ θα είναι 25% ήδη από το επόμενο έτος. Μάλιστα η νέα κλίμακα φόρου εισοδήματος των φυσικών προσώπων - που από το 2007 θα μειώσει τα βάρη κατά 6% συνολικά, και κατά 17% για το 60% των φορολογουμένων με τα χαμηλότερα εισοδήματα - προβλέπει, για παράδειγμα, ότι ένας εργαζόμενος με δύο παιδιά και μισθό 1.240 ευρώ θα πληρώνει φόρο 14,4%. Ο αντίστοιχος εργαζόμενος στην Ελλάδα πληρώνει σήμερα τον μισό φόρο, το 7,5% του εισοδήματός του.
Πιο επιτακτικά τίθεται ωστόσο ένα δεύτερο ερώτημα: αν θα πάρουμε άμεσα μέτρα για να αντιμετωπίσουμε την ακραία φτώχεια, εκείνη που δεν επιτρέπει να καλυφθούν οι πιο βασικές ανάγκες των ανθρώπων. H τελευταία στατιστική δεν την προσδιορίζει, πρόσφατες μελέτες όμως έχουν εντοπίσει ότι πλήττει το 5,5% του πληθυσμού της χώρας, ήτοι μισό εκατομμύριο άτομα (βλέπε Μάνος Ματσαγγάνης, «H κοινωνική αλληλεγγύη και οι αντιφάσεις της», Εκδόσεις Κριτική, 2004). H Ελλάδα είναι το μόνο από τα 15 παλαιότερα κράτη-μέλη της E.E. όπου δεν υφίσταται το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, η κάλυψη δηλαδή με απευθείας κρατική ενίσχυση των ακραία φτωχών. Μια πλήρως επεξεργασμένη και κοστολογημένη πρόταση νόμου για την καθιέρωση του θεσμού αυτού, πιλοτικά αρχικά, σε όλην την επικράτεια στη συνέχεια, είχε φέρει πέρυσι στη Βουλή ο Συνασπισμός. H δαπάνη για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα - στην πλήρη του ανάπτυξη - δεν θα ξεπερνούσε το 0,5% του ΑΕΠ. Δεν είναι ντροπή να εξακολουθούμε να το αρνούμαστε;
Αυτό το όριο της φτώχειας είναι σχετικό, διαφέρει από χώρα σε χώρα και, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ακολουθείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζεται στο 60% του διαμέσου εισοδήματος: στο 60% δηλαδή του εισοδήματος που έχει αυτός που βρίσκεται στη μέση όλων των κατοίκων της χώρας, αν τοποθετηθούν σε σειρά με κριτήριο το ύψος του εισοδήματός τους. Περισσότερο από τη φτώχεια εκφράζει επομένως την ένταση των ανισοτήτων, αφού θα μπορούσαμε θεωρητικά να φαντασθούμε μια χώρα συνολικά πολύ φτωχότερη από τη δική μας, όπου κανείς να μην έχει εισόδημα μικρότερο από το 60% του διαμέσου.
Την πολύ έντονη εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα αποτυπώνει άλλωστε ένα άλλο στατιστικό στοιχείο, που ανακοινώθηκε χωρίς να του δοθεί αρκετή προσοχή: το εισόδημα τού πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι εξαπλάσιο από εκείνο τού φτωχότερου 20%. Από όλη την Ευρώπη, μόνο στην Πορτογαλία ο δείκτης αυτός είναι χειρότερος: 7,2:1. Στην πολύ φτωχότερη από εμάς Βουλγαρία ο εν λόγω δείκτης είναι 4:1, όσο και στην Ολλανδία και το Βέλγιο. Στην Κύπρο είναι 4,1:1, ενώ 3,3: 1 είναι στην ευημερούσα Σουηδία με τη μεγάλη σοσιαλδημοκρατική παράδοση, αλλά και στην Ουγγαρία όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις φθάνει τα τρία τέταρτα του δικού μας.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι, επομένως, αν θα υποστηρίξουμε πολιτικές για να μειωθεί η μεγάλη ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα. Προεκλογικά, η Νέα Δημοκρατία είχε κάνει «σημαία» το γεγονός ότι το 20% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, χωρίς κατόπιν, ως κυβέρνηση, να κάνει κάτι για να το αντιμετωπίσει - μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση πορεύεται. Σχόλια απολογητικά της κυβερνητικής πολιτικής κάνουν λόγο για αδυναμία που οφείλεται στα μεγάλα ελλείμματα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος που εκείνη κληρονόμησε από το ΠΑΣΟΚ. Το επιχείρημα δεν ευσταθεί όμως, διότι οπωσδήποτε μπορεί να σχεδιασθεί μια δημοσιονομική πολιτική που να υπηρετεί ταυτόχρονα δύο στόχους: τη μείωση του ελλείμματος και την ενίσχυση των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, με την κατάλληλη διάρθρωση των αναγκαστικά συγκρατημένων στο σύνολό τους δαπανών και με την άντληση επαρκών εσόδων μέσω της φορολογίας.
Την ώρα που ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Γιώργος Αλογοσκούφης, υπόσχεται γενναίες μειώσεις στον φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων από το 2007, έχοντας προηγουμένως μειώσει δραστικά τη φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών, αξίζει να σημειώσουμε τη φορολογική μεταρρύθμιση που ανήγγειλε πρόσφατα η κυβέρνηση της Ισπανίας: ο συντελεστής φορολόγησης των κερδών μειώνεται λιγότερο και πολύ πιο σταδιακά - από 35% θα έχει πέσει στο 30% το 2011, όταν εδώ θα είναι 25% ήδη από το επόμενο έτος. Μάλιστα η νέα κλίμακα φόρου εισοδήματος των φυσικών προσώπων - που από το 2007 θα μειώσει τα βάρη κατά 6% συνολικά, και κατά 17% για το 60% των φορολογουμένων με τα χαμηλότερα εισοδήματα - προβλέπει, για παράδειγμα, ότι ένας εργαζόμενος με δύο παιδιά και μισθό 1.240 ευρώ θα πληρώνει φόρο 14,4%. Ο αντίστοιχος εργαζόμενος στην Ελλάδα πληρώνει σήμερα τον μισό φόρο, το 7,5% του εισοδήματός του.
Πιο επιτακτικά τίθεται ωστόσο ένα δεύτερο ερώτημα: αν θα πάρουμε άμεσα μέτρα για να αντιμετωπίσουμε την ακραία φτώχεια, εκείνη που δεν επιτρέπει να καλυφθούν οι πιο βασικές ανάγκες των ανθρώπων. H τελευταία στατιστική δεν την προσδιορίζει, πρόσφατες μελέτες όμως έχουν εντοπίσει ότι πλήττει το 5,5% του πληθυσμού της χώρας, ήτοι μισό εκατομμύριο άτομα (βλέπε Μάνος Ματσαγγάνης, «H κοινωνική αλληλεγγύη και οι αντιφάσεις της», Εκδόσεις Κριτική, 2004). H Ελλάδα είναι το μόνο από τα 15 παλαιότερα κράτη-μέλη της E.E. όπου δεν υφίσταται το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, η κάλυψη δηλαδή με απευθείας κρατική ενίσχυση των ακραία φτωχών. Μια πλήρως επεξεργασμένη και κοστολογημένη πρόταση νόμου για την καθιέρωση του θεσμού αυτού, πιλοτικά αρχικά, σε όλην την επικράτεια στη συνέχεια, είχε φέρει πέρυσι στη Βουλή ο Συνασπισμός. H δαπάνη για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα - στην πλήρη του ανάπτυξη - δεν θα ξεπερνούσε το 0,5% του ΑΕΠ. Δεν είναι ντροπή να εξακολουθούμε να το αρνούμαστε;