Η πολιτική οικονομία των αφηγήσεων
Γιώργος Χουλιαράκης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2025-12-07

Στο πρόσφατο βιβλίο του, ο Αλέξης Τσίπρας παρουσιάζει μια αναλυτική αποτίμηση της κρίσιμης περιόδου κατά την οποία άσκησε τα καθήκοντα του πρωθυπουργού. Περιγράφει την κατάσταση της οικονομίας κατά την ανάληψη της διακυβέρνησης, τους ασφυκτικούς οικονομικούς και πολιτικούς περιορισμούς που κλήθηκε να διαχειριστεί, καθώς και τις εσωτερικές ανομοιογένειες του υπουργικού συμβουλίου και της κοινοβουλευτικής ομάδας και τις επιπτώσεις που αυτές είχαν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Εξετάζει τους παράγοντες που κατέστησαν δυνατή την ομαλή έξοδο της χώρας από την πολυετή κρίση: την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, τη δημιουργία ισχυρού ταμειακού αποθέματος, την επιτυχία της αναδιάρθρωσης του χρέους και τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, ενώ παράλληλα δεν διστάζει να αναγνωρίσει αστοχίες σε επιλογές προσώπων και πολιτικών ή καθυστερήσεις στη διόρθωση σχετικών λαθών.
Η κατάθεση της προσωπικής του μαρτυρίας, της δικής του οπτικής, δεν συνιστά μόνο πολιτικό γεγονός ή συμβολή στην ιστορική μελέτη μιας κρίσιμης για την Ελλάδα περιόδου. Συνιστά επίσης ευκαιρία για μια νηφάλια και ψύχραιμη συζήτηση γύρω από την κρίση χρέους, απαλλαγμένη από την πολιτική τοξικότητα που επί χρόνια περιβάλλει τον δημόσιο διάλογο, πέρα από κομματικά ή ιδεολογικά στερεότυπα ένθεν κακείθεν.
Για αρκετά χρόνια, μια παγιωμένη αφήγηση για την περίοδο της δικής του διακυβέρνησης παραμένει έντονα αρνητικά φορτισμένη. Με τον όρο «αφήγηση» περιγράφω ένα απλό ερμηνευτικό σχήμα, μια ιστορία που διαχέεται εύκολα, αποκτά συναισθηματικό βάρος και διαμορφώνει προσδοκίες και πολιτικές συμπεριφορές, χωρίς να εδράζεται πάντοτε σε αυστηρές αναλυτικές προτάσεις ή εμπειρικά δεδομένα*. Στην περίπτωσή του, τα βασικά συστατικά μιας τέτοιας αφήγησης είναι το υπέρογκο κόστος του πρώτου εξαμήνου του 2015, το υποτιθέμενα αχρείαστο τρίτο μνημόνιο στο οποίο κατέληξε η διαπραγμάτευση του Μαΐου – Αυγούστου του 2015, η υποθήκευση της περιουσίας του ελληνικού Δημοσίου για 99 χρόνια, τα περιττά δημοσιονομικά υπερπλεονάσματα που παρήχθησαν την τριετία 2016-2018, καθώς και η υποτιθέμενη «ανταλλαγή» της μη περικοπής των συντάξεων με τη συμφωνία των Πρεσπών.
Σε ποιο βαθμό η αφήγηση αυτή είναι συνεπής με τα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα; Στις παραγράφους που ακολουθούν, παραθέτω ορισμένες παρατηρήσεις πάνω στα βασικά συστατικά της, με την προσδοκία ότι θα φωτίσουν καλύτερα κρίσιμα γεγονότα και θα συμβάλουν σε ένα διάλογο απαλλαγμένο από φορτίσεις. Ισως έτσι διαψεύσουμε, έστω εν μέρει, την απαισιοδοξία του Γιώργου Θεοτοκά, όταν σημείωνε, πριν από σχεδόν 100 χρόνια, πως σε κρίσιμες στιγμές στην Ελλάδα «άξιοι, έντιμοι, χρήσιμοι είναι μονάχα αυτοί που συμφωνούν μαζί μας. Οι άλλοι όλοι: φωτιά και τσεκούρι»**.
Ηταν το τρίτο μνημόνιο αχρείαστο;
Θα ήταν αχρείαστο μόνον εφόσον είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης της περιόδου 2012-2015, κάτι που δεν συνέβη. Η επιτυχής ολοκλήρωση ενός προγράμματος προϋποθέτει, κατ’ αρχάς, την ανάκτηση της πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς αγορές. Και η πρόσβαση στις αγορές απαιτεί, με τη σειρά της, μια διατηρήσιμη αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού σε επίπεδα συμβατά με τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Παρά τα σημαντικά βήματα στη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και την πρόσκαιρη πτώση του κόστους δανεισμού την άνοιξη του 2014, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του ίδιου έτους σταθεροποιήθηκαν σε επίπεδα απαγορευτικά για την ασφαλή επιστροφή της χώρας στις αγορές. Πράγματι, τον Οκτώβριο του 2014 το μέσο μηνιαίο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου ήταν 7,2% και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, πριν δηλαδή από την ανακοίνωση της επίσπευσης της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, το μέσο μηνιαίο κόστος υπερέβαινε το 8%.
Επιπλέον, η ασφαλής έξοδος από ένα πρόγραμμα διάσωσης προϋποθέτει την ύπαρξη επαρκούς ταμειακού αποθέματος, ικανού να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για τουλάχιστον 18-24 μήνες μετά την ολοκλήρωσή του. Ενα τέτοιο απόθεμα προσφέρει προστασία έναντι πιθανών αναταράξεων των αγορών στο πρώτο διάστημα μετά την έξοδο, ενώ λειτουργεί ταυτόχρονα ως σήμα αξιοπιστίας προς τους επενδυτές ότι το κράτος μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία είχαν συγκροτήσει τέτοια αποθέματα κατά τη διάρκεια των δικών τους προγραμμάτων. Η Ελλάδα, όχι.
Χωρίς πρόσβαση στις αγορές, με επιτόκια δανεισμού σε μη βιώσιμα επίπεδα και χωρίς ταμειακό απόθεμα ασφαλείας, ο μόνος τρόπος κάλυψης του μεγάλου χρηματοδοτικού κενού ήταν μια νέα δανειακή σύμβαση με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Συνεπώς, όχι μόνο το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής δεν ήταν αχρείαστο· ήταν απολύτως αναγκαίο για να αποφευχθούν οι δραματικές συνέπειες μιας άτακτης χρεοκοπίας.
Ηταν το κόστος του πρώτου εξαμήνου του 2015 100 δισ. ευρώ, όπως ισχυρίζεται ο Κλάους Ρέγκλινγκ, ή ακόμη και 200 δισ., όπως κάποτε ισχυρίστηκε ο Τόμας Βίζερ;
Θα ήμουν ο τελευταίος που θα υποτιμούσε τις συνέπειες της αβεβαιότητας και τη ζημία που προκάλεσαν οι προσωπικές επιλογές του τότε υπουργού Οικονομικών στην οικονομία. Αλλωστε, όπως επιβεβαιώνει και το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα, από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων ήρθα σε ευθεία σύγκρουση μαζί του καθώς, αντί της αναζήτησης ενός έντιμου συμβιβασμού μέσω σοβαρής και αξιόπιστης τεχνικής διαπραγμάτευσης με εντολή πρωθυπουργού, ακολουθούσε μια τυχοδιωκτική προσωπική στρατηγική καθυστερήσεων, θεωρούσε περιττή την αναγκαία τεχνική διαπραγμάτευση, και δεν ήθελε την οικονομική στήριξη της Ευρώπης με την εξωφρενική πεποίθηση ότι σε μια χώρα που εξαντλεί τα όρια της ρευστότητάς της ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της.
Ημουν επίσης αντίθετος με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος όπως τώρα αποτυπώνεται και στο βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα. Θα ήμουν, επομένως, πρόθυμος να αποδεχθώ εκτιμήσεις κόστους, υπό την προϋπόθεση ότι τεκμηριώνεται επαρκώς η μεθοδολογία υπολογισμού τους. Εξ όσων όμως γνωρίζω, το μέγεθος των 100 δισ. δεν βασίζεται σε μια διαφανή, ελεγκτικού τύπου λογιστική αποτίμηση· άλλωστε ο ίδιος ο Ρέγκλινγκ παραδέχεται ότι «δεν υπάρχει πραγματικά επιστημονικός τρόπος να υπολογιστεί»***.
Σε ορισμένες εκτιμήσεις, δε, ο πυρήνας του υπολογισμού ταυτίζεται με τον χρηματοδοτικό φάκελο των 86 δισ. του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, γεγονός που συνιστά προφανές λογικό σφάλμα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των πόρων αυτών κάλυπτε ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας – ανάγκες που θα έπρεπε να καλυφθούν ούτως ή άλλως. Αλλες προσεγγίσεις στηρίζονται στην απόκλιση μεταξύ των προβλέψεων διεθνών οργανισμών για τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και των πραγματικών επιδόσεων της περιόδου 2015-2018, παραβλέποντας όμως ότι οι προβλέψεις αυτές δεν αποτελούν ασφαλές σημείο αναφοράς, καθώς τα τελευταία χρόνια συστηματικά υπερεκτιμούσαν τις αναμενόμενες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
Είμαι λοιπόν ιδιαίτερα σκεπτικός. Πιο στιβαρές, κατά τη γνώμη μου, είναι οι εκτιμήσεις που εστιάζονται στις επιπτώσεις της αβεβαιότητας στις τραπεζικές καταθέσεις και στους ισολογισμούς των τραπεζών, καθώς και στην επίδραση των κεφαλαιακών ελέγχων στις διεθνείς συναλλαγές και στη συνολική οικονομική δραστηριότητα – επιδράσεις που οδήγησαν σε μια ήπια ύφεση τεσσάρων τριμήνων, αν και η τελευταία επηρεάστηκε ταυτόχρονα και από τη δημοσιονομική περιστολή****. Το ζήτημα της συνολικής απώλειας Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος –πραγματικού και δυνητικού– κατά τη διάρκεια της πολυετούς κρίσης από το 2008 έως το 2016 συνιστά, κατά τη γνώμη μου, πεδίο που χρειάζεται περαιτέρω ενδελεχή και συστηματική επιστημονική μελέτη.
Εχει υποθηκευθεί η περιουσία του ελληνικού Δημοσίου για 99 χρόνια;
Σε καμία περίπτωση. Η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ), το λεγόμενο Υπερταμείο, δεν αποτελεί ούτε όχημα υποθήκευσης, ούτε μηχανισμό αποκλειστικά για ιδιωτικοποιήσεις, ούτε φορέα ελεγχόμενο από τους πιστωτές. Μια απλή ανάγνωση του καταστατικού νόμου της το επιβεβαιώνει. Λειτουργεί ουσιαστικά ως κρατική εταιρεία συμμετοχών με χαρακτηριστικά αντίστοιχα ενός εθνικού επενδυτικού ή αναπτυξιακού ταμείου, δηλαδή ενός θεσμικού φορέα διαχείρισης δημόσιων περιουσιακών στοιχείων.
Στόχος της είναι η μεγιστοποίηση της μακροχρόνιας οικονομικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, η δημιουργία σταθερών ροών εσόδων προς το κράτος και η υποστήριξη της αναπτυξιακής στρατηγικής και ευρύτερων δημόσιων πολιτικών. Με απλά λόγια, αποτελεί τον θεσμικό διαχειριστή της δημόσιας περιουσίας, όχι ένα μηχανισμό εκποίησης. Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο, το 50% των κερδών της ΕΕΣΥΠ επανεπενδύεται, ενώ το υπόλοιπο 50% κατευθύνεται στη μείωση του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ μέσω της βελτίωσης του δημοσιονομικού αποτελέσματος και όχι μέσω άμεσης αποπληρωμής. Αλλωστε, από το 2016 το ελληνικό Δημόσιο έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετεί τους τόκους του χρέους του από τον τακτικό προϋπολογισμό, και από το 2018 να αναχρηματοδοτεί τις λήξεις μέσω των διεθνών αγορών.
Η θεσμική συγκρότηση ενός τόσο σύνθετου οργανισμού αποτέλεσε απαιτητικό εγχείρημα, το οποίο πρέπει να πιστωθεί προσωπικά στην τότε γενική γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής, κ. Ελενα Παπαδοπούλου. Η δε περαιτέρω εξέλιξη και διεύρυνσή του, με τη δημιουργία του Growth Fund, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον κ. Γρηγόρη Δημητριάδη, ο οποίος διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος την περίοδο 2021-2025.
Ηταν τα δημοσιονομικά υπερπλεονάσματα περιττά;
Το αντίθετο: αποτέλεσαν κρίσιμη παράμετρο της δημοσιονομικής στρατηγικής. Ως βασικός εισηγητής και εφαρμοστής τους, θεωρώ ότι τα αποτελέσματά τους δικαίωσαν πλήρως αυτή την επιλογή. Η δημοσιονομική υπεραπόδοση της περιόδου 2016-2018 είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς μετά από δύο ατελέσφορα προγράμματα διάσωσης οι διεθνείς αγορές παρέμεναν επιφυλακτικές ως προς την ικανότητα της χώρας να επιτυγχάνει και να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5%. Την επιφυλακτικότητα αυτή ενίσχυε περαιτέρω η εκπεφρασμένη θέση στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου –και του Πολ Τόμσεν προσωπικά– ότι η Ελλάδα αδυνατούσε να υπερβεί πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5%. Αν οι διεθνείς αγορές διατηρούσαν αυτές τις αμφιβολίες για παρατεταμένο διάστημα, το κόστος δανεισμού δεν θα αποκλιμακωνόταν εγκαίρως και το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής θα κινδύνευε με αποτυχία.
Στο περιβάλλον αυτό, η δημοσιονομική υπεραπόδοση λειτούργησε ως έγκαιρο και αξιόπιστο σήμα της ικανότητας της Ελλάδας να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Συνέβαλε αποφασιστικά στην αναστροφή των αρνητικών προσδοκιών και, κατά συνέπεια, στη σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου από το 2017 και εξής*****. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η δημοσιονομική υπεραπόδοση είχε στρατηγική σημασία για τη χώρα ήταν η συμβολή της στη δημιουργία επαρκούς ταμειακού αποθεματικού. Το απόθεμα αυτό επέτρεψε στη χώρα να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές με ασφάλεια και εξακολουθεί να λειτουργεί ως προστατευτική δικλίδα, γεγονός που αναγνωρίζεται ρητά στις εκθέσεις όλων των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Ανταλλάχθηκε η μη περικοπή των συντάξεων με τη συμφωνία των Πρεσπών;
Η κατάργηση του μέτρου της περικοπής των συντάξεων στον προϋπολογισμό του 2019, που είχε επιβάλει νωρίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ήταν συνέπεια της εξαιρετικής δημοσιονομικής επίδοσης των ετών 2016-2017, η οποία δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία πως η οικονομία μπορεί να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ χωρίς επιπλέον μέτρα.
Πράγματι, στις 24 Σεπτεμβρίου 2018, ενόψει της κατάθεσης του προσχεδίου του προϋπολογισμού, σε επικοινωνία του πρωθυπουργού με τον Ευρωπαίο επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί, με τη δική μου παρουσία συμφωνήθηκε η κατάργηση του επαχθούς μέτρου αμέσως μόλις επιβεβαιωθεί πως το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2018 είναι σε τροχιά επίτευξης του στόχου. Αυτό έγινε λίγες εβδομάδες μετά, στο πλαίσιο της πρώτης συνάντησης μετα-μνημονιακής εποπτείας. Ουδεμία σχέση έχει, ή θα μπορούσε να έχει, με τη συμφωνία των Πρεσπών.
Είναι, πιστεύω, ώριμη η στιγμή να μελετήσουμε την πρόσφατη περιπέτεια της χώρας χωρίς πάθη, με προσήλωση στα εμπειρικά δεδομένα, με ειλικρίνεια απέναντι στις λογικές επιλογές αλλά και στους ασφυκτικούς περιορισμούς που τις πλαισίωσαν. Με αναγνώριση, ταυτόχρονα, των σφαλμάτων που αύξησαν το κοινωνικό κόστος της κρίσης, αλλά και των συλλογικών επιτυχιών: της διόρθωσης των μακροοικονομικών ανισορροπιών, των μεγάλων αναδιαρθρώσεων του δημοσίου χρέους (Μάρτιος 2012 και Ιούνιος 2018), της διασφάλισης της παραμονής της χώρας στο ευρώ και, προπάντων, της προάσπισης της δημοκρατίας από τις επιβουλές της άκρας Δεξιάς. Μια τέτοια νηφάλια αποτίμηση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα προς τη συλλογική αυτογνωσία και για να προετοιμαστούμε πιο αποτελεσματικά απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις που βρίσκονται ήδη μπροστά μας.
*Ο κ. Γιώργος Χουλιαράκης είναι πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών (2015-2019).
Οι απόψεις και τα συμπεράσματα που διατυπώνονται στο παρόν κείμενο εκφράζουν αποκλειστικά τον συγγραφέα και δεν δεσμεύουν οποιονδήποτε θεσμό, οργανισμό ή πολιτικό φορέα.
*Δες Robert J. Shiller (2019) «Narrative Economics», Princeton University Press.
**Γιώργος Θεοτοκάς (2009) «Ελεύθερο Πνεύμα», Εκδόσεις Εστία.
*** Συνέντευξη στην εφημερίδα «Το Βήμα», 23 Ιουνίου 2016.
**** Monokroussos, P., et al. «One Year Capital Controls in Greece: Impact on the Domestic Economy & Lessons from the Cypriot Experience», Eurobank Global Focus Note, August 2016.
*****Εχει ενδιαφέρον πως, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσε στη Βουλή των Κοινοτήτων προϋπολογισμό που προβλέπει ουσιαστική υπέρβαση του δημοσιονομικού περιθωρίου που είναι συμβατό με τους δικούς της δημοσιονομικούς κανόνες. Η επιλογή αυτή αποσκοπούσε στη θωράκιση της χώρας απέναντι στη νευρικότητα των αγορών και στην αποκλιμάκωση του δικού της κόστους δανεισμού.








