Τι ξέρει ο σεισμολόγος;
Σάκης Κουρουζίδης, Δαίμων της Οικολογίας, Δημοσιευμένο: 2006-02-12
Οι «διαμάχες» μεταξύ σεισμολόγων δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο σε σχέση με όσα συμβαίνουν σε όλους τους επιστημονικούς χώρους, εκτός της μεγάλης δημοσιότητας που απολαμβάνουν. Είναι γνωστή η έκφραση: «σεισμός = σωσμός», με την έννοια ότι μέσα από μια καταστροφή μπορεί να προκύψουν και οφέλη για κάποιους. Κατ’ αναλογία, η μεγάλη δημοσιότητα που συνοδεύει έναν μεγάλο σεισμό μπορεί να προσπορίσει διάφορα «οφέλη» στους εμπλεκόμενους. Ένας σεισμολογικός φορέας που περιμένει για καιρό κάποια οικονομική ενίσχυση για κάλυψη αναγκών είτε σε προσωπικό είτε σε εξοπλισμό, «αξιοποιεί» τη δημοσιότητα που παίρνει το θέμα μετά από έναν μεγάλο σεισμό και προβάλει ξανά από οθόνης το αίτημά του και συχνά βρίσκει ανταπόκριση (όλα τα μεγάλα βήματα ενίσχυσης του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου συνδέονται -χρονικά- με μεγάλους σεισμούς, εδώ και ένα χρόνο καλύπτει την 24ωρη βάρδια χάρις στην πρόσληψη 20 ατόμων, σε ανάλογες συνθήκες).
Ένας σεισμολόγος, σε ανάλογες επίσης συνθήκες, προβάλει καλύτερα τις προτάσεις του. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την χωρίς κριτήρια και χωρίς αίσθηση των παρενεργειών, επιλογή από τα ΜΜΕ συνεντευξιαζομένων και θεμάτων που θίγονται την ώρα του σεισμού, τότε εύκολα μπορεί να εξηγηθεί το σκηνικό –και- του πρόσφατου σεισμού των Κυθήρων.
Από την άλλη, η δουλειά του σεισμολόγου είναι ιδιότυπη και πολύ αμφιλεγόμενη. Ο σεισμολόγος δημιουργεί περισσότερες προσδοκίες από αυτές που μπορεί να αντιμετωπίσει. "Αποστείλατε γεωλόγον ίνα καταστείλει τους σεισμούς", είχε τηλεγραφήσει κάποιος κοινοτάρχης προς την πολιτεία πριν από αρκετές δεκαετίες. Βεβαίως, οι πιο συνηθισμένες προσδοκίες αφορούν την πρόγνωση των σεισμών. Του ζητούν είτε να προσδιορίσει τις βασικές παραμέτρους ενός επικείμενου σεισμού, είτε να προαναγγείλει την εξέλιξη της σεισμικής δραστηριότητας μετά από έναν μεγάλο ή και οποιοδήποτε σεισμό. Η όποια "ασάφεια" ή "αβεβαιότητα" σε αυτά που δηλώνει εκλαμβάνεται ως υποκειμενική αδυναμία του συγκεκριμένου επιστήμονα ή ως προϊόν σκοπιμοτήτων. Εξ ου και η αγωνία των σεισμολόγων να λένε συχνά κάτι πιο συγκεκριμένο από αυτό που τα στοιχεία του μπορούν να του επιτρέψουν.
Βεβαίως, όλες οι επιστήμες δημιουργούν προσδοκίες και οι επιστήμονες, ενίοτε, ακόμα περισσότερες. Οι τεχνικές επιστήμες πιο πολλές από ότι οι θεωρητικές - κοινωνικές. Οι μεν υπόσχονται σωτηρία των ζωών, οι δε των ψυχών. Η σεισμολογία ως τεχνική επιστήμη, έχει το μερίδιο των "ευθυνών" της στη δημιουργία αυτού του γενικού κλίματος των μεγάλων προσδοκιών, που ήδη έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αλαζονικής συμπεριφοράς απέναντι στη φύση και στα όριά που αυτή "θέτει". Ενώ δεν μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, παρά να σώσει ζωές -και όχι ψυχές-, εν τούτοις μπορεί να διαταράξει την ψυχική ηρεμία χιλιάδων ανθρώπων κάθε φορά που προγνωσιολογεί ή ακόμα κι όταν δηλώνει ότι αδυνατεί να το πράξει.
Ο σεισμολόγος αισθάνεται ότι την ώρα του σεισμού πρέπει να αναδείξει τον παιδευτικό του χαρακτήρα ως κυρίαρχο στην άσκηση του λειτουργήματός του, γι’ αυτό και σπεύδει να διδάξει όλα τα μυστικά της σεισμολογίας στους καταπλακωμένους -να ξέρει ο άνθρωπος πιο ρήγμα φταίει που καταπλακώθηκε-, στους σκηνίτες και στους ξεσπιτωμένους -για την πιθανή "μετανάστευση των επικέντρων" και τη θεωρία του «ντόμινο» ή αν φταίνε τα ρήγματα της Τουρκίας ή της ΝΑ Ασίας για τα δικά μας ρήγματα και πολλά άλλα ακριβώς μετά από κάποιο μεγάλο σεισμό, εσχάτως δε αν επίκειται και τσουνάμι. Ενημερώνει τους πολίτες για όλα τα προγράμματα που δουλεύει και τα πρωτοποριακά του επιτεύγματα. Διαβεβαιώνει τους κατοίκους ορισμένων πολυκατοικιών ότι δεν περνάει το εν λόγω ρήγμα κάτω από το κελάρι της πολυκατοικίας τους, ότι δεν συνδέεται η κεφαλαλγία ή η οσφυαλγία που αισθάνονται κάποιοι συμπολίτες μας πριν από κάθε σεισμό, με τον σεισμό που ακολουθεί και αντί να επισκεφθούν το Αστεροσκοπείο για να κατοχυρώσουν την μέθοδο πρόγνωσης που ανακάλυψαν, καλύτερα να επισκεφτούν ένα γιατρό για να βρουν τη γιατρειά τους, κ.ο.κ.
Ο σεισμολόγος, έχει έναν διπλό ρόλο, πρώτον να ενημερώσει ψυχρά και αντικειμενικά (στηριζόμενος αποκλειστικά στα στοιχεία που οι ενόργανες καταγραφές τον τροφοδοτούν και στα όποια γεωτεκτονικά και ιστορικά στοιχεία για τη σεισμικότητα της περιοχής έχει στη διάθεσή του) και δεύτερον, σοβαρότερον και χρησιμότερον, να «εκτιμήσει» την πιθανή εξέλιξη μιας σεισμικής ακολουθίας ή έξαρσης σε μια πληγείσα περιοχή, πράγμα που έχει μεγάλη πρακτική σημασία. Η «εκτίμηση» αυτή, από τη μια –οφείλει να– στηρίζεται σε ορισμένα κοινά αποδεκτά δεδομένα της επιστημονικής κοινότητας και από τη άλλη να παίρνει υπ’ όψη της τις «αβεβαιότητες» που έχουν τα φυσικά αυτά φαινόμενα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να «τυποποιηθούν» και να «κατηγοριοποιηθούν» με τρόπο άμεσα αξιοποιήσιμο στο ζητούμενο της στιγμής: τι θα γίνει στη συνέχεια ενός «μεγάλου» σεισμού;
Επίσης ο σεισμολόγος οφείλει, εκτός από την κοινοποίησή αυτής της ειδικής πληροφορίας στους πολίτες με τρόπο σαφή, λιτό και νηφάλιο, να διαχειριστεί –θέλει δεν θέλει– το πρόβλημα του φόβου, του πανικού, των φημών και της προφανούς αβεβαιότητας για την εξέλιξη της μετασεισμικής περιόδου. Η γνώση δεν οδηγεί πάντα σε μια ανάλογη συμπεριφορά, μεσολαβεί ο φόβος και ο πανικός. Ποιο είδος ενημέρωσης διευκολύνει τον κατατρομαγμένο άνθρωπο να ανακαλέσει τις γνώσεις και τις οδηγίες που έχει λάβει σε ανύποπτο χρόνο, ώστε την ώρα του σεισμού να συμπεριφερθεί ανάλογα; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστούν οι ανεύθυνες φήμες που πάντα κυκλοφορούν σε περιπτώσεις σεισμών;
Τι -δεν- ξέρει ο σεισμολόγος;
Παρά τα αλλεπάλληλα μαθήματα σεισμολογίας και μάλιστα προσγνωσιολογίας, καλό είναι να πούμε τι ξέρει και τι όχι ο σεισμολόγος ή καλύτερα η σεισμολογία. Δεν ξέρει πότε ακριβώς θα γίνει ένας σεισμός, μικρός ή μεγάλος. Αυτό που αποκαλούμε πρόγνωση «βραχείας διάρκειας» είναι ένα ζητούμενο για την επιστήμη και όποιος ισχυρίζεται ότι το έλυσε απλώς εξαπατά. Το πρόβλημα αυτό, κατά τον υπογράφοντα, δεν πρόκειται να λυθεί ποτέ! Και αυτό όχι από κάποια απαισιόδοξη θεώρηση για την πρόοδο της επιστήμης αλλά εξ αιτίας του ίδιου του –χαοτικού– φαινομένου που καλείται να εξετάσει, δηλαδή του πολύπλοκου συστήματος που είναι η φύση και οι λειτουργίες της. Μεμονωμένες επιτυχείς προγνώσεις μπορεί να γίνουν –κάποιες λίγες έγιναν ήδη– «ασφαλής» μέθοδος δεν θα υπάρξει!
Ο σεισμολόγος ξέρει πολύ καλά τους μεγαλύτερους κύκλους επανάληψης των μεγάλων σεισμών και αυτή την γνώση την έχει ενσωματώσει στον ισχύοντα αντισεισμικό κανονισμό και όποιος τον ακολουθεί πιστά δεν θα έχει πρόβλημα σοβαρό. Αυτή η «μακράς διάρκειας πρόγνωση» είναι μια κατάκτηση και για τη χώρα μας. Είναι πολύ χρήσιμη, αφού μας οδηγεί στην ασφαλέστερη προστασία από τους σεισμούς που είναι οι καλές κατασκευές. Η πρώτη μέθοδος στηρίζεται στα λεγόμενα «πρόδρομα φαινόμενα» ενώ η δεύτερη σε σεισμολογικά και γεωτεκτονικά δεδομένα.
Τα νερά έρχεται να ανακατέψει μια τρίτη προσέγγιση στο θέμα της πρόγνωσης, η «μέσης διάρκειας πρόγνωση», αυτή που συνδέθηκε με τον καθηγητή Β. Παπαζάχο. Αυτή λέει, περίπου, ότι πέρα από τη σεισμικότητα της κάθε περιοχής, αν ξέρουμε τους πιθανούς στόχους του Εγκέλαδου στα επόμενα 3-5 χρόνια, αυτή η γνώση, της οποίας η αξία δεν κρίνεται στην ακρίβεια που απαιτεί η βραχείας διάρκειας πρόγνωση, είναι πάρα πολύ χρήσιμη, αφού μας βοηθά να εστιάσουμε την προσοχή μας και τις προτεραιότητές μας στις συγκεκριμένες περιοχές προκειμένου να γίνει ο απαραίτητος προσεισμικός έλεγχος των κτιρίων σε αυτές τις περιοχές, να γίνουν όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες σε πολιτεία, ΤΑ, πολίτες και κάθε μικρή ή μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα ή εργασιακή μονάδα. Προφανής η χρησιμότητα της γνώσης αυτής, η οποία προκύπτει με μια νέα μεθοδολογική προσέγγιση. Το πιο εύλογο θα ήταν –και είναι– να γίνει μια νηφάλια συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων του χώρου, εντός των σεισμολογικών φορέων, σε συνέδρια, περιοδικά και αλλού. Η πολιτεία δια θεσμοθετημένων οργάνων και διαδικασιών –που δεν υπάρχουν– και μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων περιφρούρησης της όλης διαδικασίας –που επίσης δεν υπάρχει–, να καταλήξει και να αξιοποιήσει τη γνώση αυτή. Η συζήτηση αυτών των «δύσκολων» θεμάτων σε συνθήκες «παραθύρων» αδικεί κατάφωρα την αξία αυτών των γνώσεων και δεν προστατεύει τους –πέρα από κάθε αμφισβήτηση– σοβαρούς επιστήμονες που την προτείνουν από την αδηφάγο μανία των κινδυνολογικών εντυπώσεων των ΜΜΕ.
Η γενική εικόνα που εκπέμπει ο χώρος της σεισμολογίας στον τομέα της ενημέρωσης, με λίγες τιμητικές εξαιρέσεις, είναι μια εικόνα εμπειρισμού, χωρίς ένα σαφές πλαίσιο που να διέπεται από κανόνες δεοντολογίας. Συχνά συγχέεται η ενημέρωση με την εκτίμηση, η «επίσημη» ενημέρωση με την «προσωπική» εκτίμηση του όποιου επιστήμονα. Τι θα πει «εκτίμηση» και τι «πρόγνωση», ποιος δικαιούται να «προγνωσιολογεί» δημοσίως και ποια είναι η ενδεδειγμένη πρακτική, με βάση την οποία η όποια «εκτίμηση» ή «πρόγνωση» -που δημοσιοποιούμενη επηρεάζει την κοινωνική ζωή- θα φτάνει με υπεύθυνο τρόπο στη δημοσιότητα και από ποιον; Η ελευθερία έκφρασης της γνώμης του επιστήμονα είναι ένα επιπόλαιο και ενίοτε επικίνδυνο άλλοθι για την έλλειψη κανόνων και ενός «Κώδικα Δεοντολογίας» που θα αφορά επιστήμονες, πολιτεία και ΜΜΕ.
Το πλαίσιο ενημέρωσης που διαμορφώνουν τα ΜΜΕ δεν επιτρέπει μια νηφάλια, χρήσιμη και ακριβή παράθεση των πραγματικών δεδομένων την ώρα του σεισμού και τις αμέσως επόμενες μέρες. Δεν «προστατεύουν» και δεν επιτρέπουν την «αυτοπροστασία» σοβαρών επιστημόνων που επιθυμούν να επιτελέσουν το καθήκον τους. Επιβραβεύουν και προβάλλουν τους φορείς της «σεισμοφοβίας».
Οι σεισμολογικοί φορείς της χώρας, οι επιστήμονες και η πολιτεία έχουν τεράστια ευθύνη για την έλλειψη αυτή. Είναι ένα κενό στην «υπεύθυνη δημοκρατία» και την «ελευθερία διακίνησης ιδεών». Ανάλογους κώδικες για αξιοποίηση έχουν πολλές ανεπτυγμένες χώρες.
Ένας σεισμολόγος, σε ανάλογες επίσης συνθήκες, προβάλει καλύτερα τις προτάσεις του. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την χωρίς κριτήρια και χωρίς αίσθηση των παρενεργειών, επιλογή από τα ΜΜΕ συνεντευξιαζομένων και θεμάτων που θίγονται την ώρα του σεισμού, τότε εύκολα μπορεί να εξηγηθεί το σκηνικό –και- του πρόσφατου σεισμού των Κυθήρων.
Από την άλλη, η δουλειά του σεισμολόγου είναι ιδιότυπη και πολύ αμφιλεγόμενη. Ο σεισμολόγος δημιουργεί περισσότερες προσδοκίες από αυτές που μπορεί να αντιμετωπίσει. "Αποστείλατε γεωλόγον ίνα καταστείλει τους σεισμούς", είχε τηλεγραφήσει κάποιος κοινοτάρχης προς την πολιτεία πριν από αρκετές δεκαετίες. Βεβαίως, οι πιο συνηθισμένες προσδοκίες αφορούν την πρόγνωση των σεισμών. Του ζητούν είτε να προσδιορίσει τις βασικές παραμέτρους ενός επικείμενου σεισμού, είτε να προαναγγείλει την εξέλιξη της σεισμικής δραστηριότητας μετά από έναν μεγάλο ή και οποιοδήποτε σεισμό. Η όποια "ασάφεια" ή "αβεβαιότητα" σε αυτά που δηλώνει εκλαμβάνεται ως υποκειμενική αδυναμία του συγκεκριμένου επιστήμονα ή ως προϊόν σκοπιμοτήτων. Εξ ου και η αγωνία των σεισμολόγων να λένε συχνά κάτι πιο συγκεκριμένο από αυτό που τα στοιχεία του μπορούν να του επιτρέψουν.
Βεβαίως, όλες οι επιστήμες δημιουργούν προσδοκίες και οι επιστήμονες, ενίοτε, ακόμα περισσότερες. Οι τεχνικές επιστήμες πιο πολλές από ότι οι θεωρητικές - κοινωνικές. Οι μεν υπόσχονται σωτηρία των ζωών, οι δε των ψυχών. Η σεισμολογία ως τεχνική επιστήμη, έχει το μερίδιο των "ευθυνών" της στη δημιουργία αυτού του γενικού κλίματος των μεγάλων προσδοκιών, που ήδη έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αλαζονικής συμπεριφοράς απέναντι στη φύση και στα όριά που αυτή "θέτει". Ενώ δεν μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, παρά να σώσει ζωές -και όχι ψυχές-, εν τούτοις μπορεί να διαταράξει την ψυχική ηρεμία χιλιάδων ανθρώπων κάθε φορά που προγνωσιολογεί ή ακόμα κι όταν δηλώνει ότι αδυνατεί να το πράξει.
Ο σεισμολόγος αισθάνεται ότι την ώρα του σεισμού πρέπει να αναδείξει τον παιδευτικό του χαρακτήρα ως κυρίαρχο στην άσκηση του λειτουργήματός του, γι’ αυτό και σπεύδει να διδάξει όλα τα μυστικά της σεισμολογίας στους καταπλακωμένους -να ξέρει ο άνθρωπος πιο ρήγμα φταίει που καταπλακώθηκε-, στους σκηνίτες και στους ξεσπιτωμένους -για την πιθανή "μετανάστευση των επικέντρων" και τη θεωρία του «ντόμινο» ή αν φταίνε τα ρήγματα της Τουρκίας ή της ΝΑ Ασίας για τα δικά μας ρήγματα και πολλά άλλα ακριβώς μετά από κάποιο μεγάλο σεισμό, εσχάτως δε αν επίκειται και τσουνάμι. Ενημερώνει τους πολίτες για όλα τα προγράμματα που δουλεύει και τα πρωτοποριακά του επιτεύγματα. Διαβεβαιώνει τους κατοίκους ορισμένων πολυκατοικιών ότι δεν περνάει το εν λόγω ρήγμα κάτω από το κελάρι της πολυκατοικίας τους, ότι δεν συνδέεται η κεφαλαλγία ή η οσφυαλγία που αισθάνονται κάποιοι συμπολίτες μας πριν από κάθε σεισμό, με τον σεισμό που ακολουθεί και αντί να επισκεφθούν το Αστεροσκοπείο για να κατοχυρώσουν την μέθοδο πρόγνωσης που ανακάλυψαν, καλύτερα να επισκεφτούν ένα γιατρό για να βρουν τη γιατρειά τους, κ.ο.κ.
Ο σεισμολόγος, έχει έναν διπλό ρόλο, πρώτον να ενημερώσει ψυχρά και αντικειμενικά (στηριζόμενος αποκλειστικά στα στοιχεία που οι ενόργανες καταγραφές τον τροφοδοτούν και στα όποια γεωτεκτονικά και ιστορικά στοιχεία για τη σεισμικότητα της περιοχής έχει στη διάθεσή του) και δεύτερον, σοβαρότερον και χρησιμότερον, να «εκτιμήσει» την πιθανή εξέλιξη μιας σεισμικής ακολουθίας ή έξαρσης σε μια πληγείσα περιοχή, πράγμα που έχει μεγάλη πρακτική σημασία. Η «εκτίμηση» αυτή, από τη μια –οφείλει να– στηρίζεται σε ορισμένα κοινά αποδεκτά δεδομένα της επιστημονικής κοινότητας και από τη άλλη να παίρνει υπ’ όψη της τις «αβεβαιότητες» που έχουν τα φυσικά αυτά φαινόμενα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να «τυποποιηθούν» και να «κατηγοριοποιηθούν» με τρόπο άμεσα αξιοποιήσιμο στο ζητούμενο της στιγμής: τι θα γίνει στη συνέχεια ενός «μεγάλου» σεισμού;
Επίσης ο σεισμολόγος οφείλει, εκτός από την κοινοποίησή αυτής της ειδικής πληροφορίας στους πολίτες με τρόπο σαφή, λιτό και νηφάλιο, να διαχειριστεί –θέλει δεν θέλει– το πρόβλημα του φόβου, του πανικού, των φημών και της προφανούς αβεβαιότητας για την εξέλιξη της μετασεισμικής περιόδου. Η γνώση δεν οδηγεί πάντα σε μια ανάλογη συμπεριφορά, μεσολαβεί ο φόβος και ο πανικός. Ποιο είδος ενημέρωσης διευκολύνει τον κατατρομαγμένο άνθρωπο να ανακαλέσει τις γνώσεις και τις οδηγίες που έχει λάβει σε ανύποπτο χρόνο, ώστε την ώρα του σεισμού να συμπεριφερθεί ανάλογα; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστούν οι ανεύθυνες φήμες που πάντα κυκλοφορούν σε περιπτώσεις σεισμών;
Τι -δεν- ξέρει ο σεισμολόγος;
Παρά τα αλλεπάλληλα μαθήματα σεισμολογίας και μάλιστα προσγνωσιολογίας, καλό είναι να πούμε τι ξέρει και τι όχι ο σεισμολόγος ή καλύτερα η σεισμολογία. Δεν ξέρει πότε ακριβώς θα γίνει ένας σεισμός, μικρός ή μεγάλος. Αυτό που αποκαλούμε πρόγνωση «βραχείας διάρκειας» είναι ένα ζητούμενο για την επιστήμη και όποιος ισχυρίζεται ότι το έλυσε απλώς εξαπατά. Το πρόβλημα αυτό, κατά τον υπογράφοντα, δεν πρόκειται να λυθεί ποτέ! Και αυτό όχι από κάποια απαισιόδοξη θεώρηση για την πρόοδο της επιστήμης αλλά εξ αιτίας του ίδιου του –χαοτικού– φαινομένου που καλείται να εξετάσει, δηλαδή του πολύπλοκου συστήματος που είναι η φύση και οι λειτουργίες της. Μεμονωμένες επιτυχείς προγνώσεις μπορεί να γίνουν –κάποιες λίγες έγιναν ήδη– «ασφαλής» μέθοδος δεν θα υπάρξει!
Ο σεισμολόγος ξέρει πολύ καλά τους μεγαλύτερους κύκλους επανάληψης των μεγάλων σεισμών και αυτή την γνώση την έχει ενσωματώσει στον ισχύοντα αντισεισμικό κανονισμό και όποιος τον ακολουθεί πιστά δεν θα έχει πρόβλημα σοβαρό. Αυτή η «μακράς διάρκειας πρόγνωση» είναι μια κατάκτηση και για τη χώρα μας. Είναι πολύ χρήσιμη, αφού μας οδηγεί στην ασφαλέστερη προστασία από τους σεισμούς που είναι οι καλές κατασκευές. Η πρώτη μέθοδος στηρίζεται στα λεγόμενα «πρόδρομα φαινόμενα» ενώ η δεύτερη σε σεισμολογικά και γεωτεκτονικά δεδομένα.
Τα νερά έρχεται να ανακατέψει μια τρίτη προσέγγιση στο θέμα της πρόγνωσης, η «μέσης διάρκειας πρόγνωση», αυτή που συνδέθηκε με τον καθηγητή Β. Παπαζάχο. Αυτή λέει, περίπου, ότι πέρα από τη σεισμικότητα της κάθε περιοχής, αν ξέρουμε τους πιθανούς στόχους του Εγκέλαδου στα επόμενα 3-5 χρόνια, αυτή η γνώση, της οποίας η αξία δεν κρίνεται στην ακρίβεια που απαιτεί η βραχείας διάρκειας πρόγνωση, είναι πάρα πολύ χρήσιμη, αφού μας βοηθά να εστιάσουμε την προσοχή μας και τις προτεραιότητές μας στις συγκεκριμένες περιοχές προκειμένου να γίνει ο απαραίτητος προσεισμικός έλεγχος των κτιρίων σε αυτές τις περιοχές, να γίνουν όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες σε πολιτεία, ΤΑ, πολίτες και κάθε μικρή ή μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα ή εργασιακή μονάδα. Προφανής η χρησιμότητα της γνώσης αυτής, η οποία προκύπτει με μια νέα μεθοδολογική προσέγγιση. Το πιο εύλογο θα ήταν –και είναι– να γίνει μια νηφάλια συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων του χώρου, εντός των σεισμολογικών φορέων, σε συνέδρια, περιοδικά και αλλού. Η πολιτεία δια θεσμοθετημένων οργάνων και διαδικασιών –που δεν υπάρχουν– και μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων περιφρούρησης της όλης διαδικασίας –που επίσης δεν υπάρχει–, να καταλήξει και να αξιοποιήσει τη γνώση αυτή. Η συζήτηση αυτών των «δύσκολων» θεμάτων σε συνθήκες «παραθύρων» αδικεί κατάφωρα την αξία αυτών των γνώσεων και δεν προστατεύει τους –πέρα από κάθε αμφισβήτηση– σοβαρούς επιστήμονες που την προτείνουν από την αδηφάγο μανία των κινδυνολογικών εντυπώσεων των ΜΜΕ.
Η γενική εικόνα που εκπέμπει ο χώρος της σεισμολογίας στον τομέα της ενημέρωσης, με λίγες τιμητικές εξαιρέσεις, είναι μια εικόνα εμπειρισμού, χωρίς ένα σαφές πλαίσιο που να διέπεται από κανόνες δεοντολογίας. Συχνά συγχέεται η ενημέρωση με την εκτίμηση, η «επίσημη» ενημέρωση με την «προσωπική» εκτίμηση του όποιου επιστήμονα. Τι θα πει «εκτίμηση» και τι «πρόγνωση», ποιος δικαιούται να «προγνωσιολογεί» δημοσίως και ποια είναι η ενδεδειγμένη πρακτική, με βάση την οποία η όποια «εκτίμηση» ή «πρόγνωση» -που δημοσιοποιούμενη επηρεάζει την κοινωνική ζωή- θα φτάνει με υπεύθυνο τρόπο στη δημοσιότητα και από ποιον; Η ελευθερία έκφρασης της γνώμης του επιστήμονα είναι ένα επιπόλαιο και ενίοτε επικίνδυνο άλλοθι για την έλλειψη κανόνων και ενός «Κώδικα Δεοντολογίας» που θα αφορά επιστήμονες, πολιτεία και ΜΜΕ.
Το πλαίσιο ενημέρωσης που διαμορφώνουν τα ΜΜΕ δεν επιτρέπει μια νηφάλια, χρήσιμη και ακριβή παράθεση των πραγματικών δεδομένων την ώρα του σεισμού και τις αμέσως επόμενες μέρες. Δεν «προστατεύουν» και δεν επιτρέπουν την «αυτοπροστασία» σοβαρών επιστημόνων που επιθυμούν να επιτελέσουν το καθήκον τους. Επιβραβεύουν και προβάλλουν τους φορείς της «σεισμοφοβίας».
Οι σεισμολογικοί φορείς της χώρας, οι επιστήμονες και η πολιτεία έχουν τεράστια ευθύνη για την έλλειψη αυτή. Είναι ένα κενό στην «υπεύθυνη δημοκρατία» και την «ελευθερία διακίνησης ιδεών». Ανάλογους κώδικες για αξιοποίηση έχουν πολλές ανεπτυγμένες χώρες.