Προοδευτικές κυβερνήσεις μέσω προγραμματικών συγκλίσεων
Κώστας Πουλάκης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2020-01-11
Η εξαγγελία δια στόματος Πρωθυπουργού και υπουργού Εσωτερικών της πρόθεσης της κυβέρνησης να φέρει άμεσα στη Βουλή την αλλαγή του εκλογικού νόμου, προκειμένου να καταργήσει την απλή αναλογική που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2016, ανοίγει για άλλη μια φορά τη συζήτηση για τον εκλογικό νόμο και, για την ακρίβεια, για την ανάγκη της απλής αναλογικής.
Ωστόσο, αυτή τη φορά η συζήτηση γίνεται με διαφορετικούς όρους και σε διαφορετικές συνθήκες. Η απλή αναλογική είναι νόμος του κράτους ήδη από το 2016, χωρίς όμως να εφαρμοστεί στις εκλογές του Ιουλίου, λόγω μη συγκέντρωσης της αυξημένης πλειοψηφίας, θα ισχύσει όμως στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση - πολέμια της απλής αναλογικής και οπαδός των ενισχυμένων εκλογικών συστημάτων που παράγουν μονοκομματικές κυβερνήσεις - αναζητά σε αυτή τη Βουλή τις αναγκαίες συνεργασίες για την ανεύρεση 200 ψήφων για την άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου, πράγμα μάλλον δύσκολο, ή εναλλακτικά σχεδιάζει εκλογές-«μαϊμού», δύο δηλαδή αλλεπάλληλες εκλογές, για να ματαιώσει την εφαρμογή της απλής αναλογικής στην πράξη.
Ως γνωστόν, ο εκλογικός νόμος είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου οι ψήφοι των πολιτών μετατρέπονται σε βουλευτικές έδρες ή, με άλλα λόγια, η συλλογική δημοκρατική βούληση μετατρέπεται σε πολιτική εξουσία. Με την έννοια αυτή, ο εκλογικός νόμος βρίσκεται σε μια διαρκή σχέση αλληλοδιαμόρφωσης με το πολιτικό σύστημα και άρα η επιλογή του ενός ή του άλλου εκλογικού συστήματος διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή μιας χώρας, όχι μόνο με την εφαρμογή του το βράδυ των εκλογών, αλλά με τον άμεσο επηρεασμό της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτών και τη διαμόρφωση πολιτικής κουλτούρας. Ετσι, κανένας εκλογικός νόμος δεν είναι πολιτικά ουδέτερος.
Στην Ελλάδα, η μέχρι σήμερα ιστορική εμπειρία έχει υπάρξει αρνητική. Οι μεταβολές του εκλογικού νόμου χρησιμοποιήθηκαν με σχεδόν αποκλειστικό στόχο την αναπαραγωγή του πάλαι ποτέ κραταιού δικομματισμού, είτε πριν είτε μετά τη Μεταπολίτευση, ακόμα και με εκτρωματικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, γιʼ αυτό και κάθε πρόταση αλλαγής του εκλογικού νόμου συναντά καχυποψία. Μοναδική εξαίρεση, η απλή αναλογική, που συνδέεται άρρηκτα με τον προγραμματικό διάλογο και τη συναίνεση, ενώ βρίσκεται στον αντίποδα ενός τεχνητού δικομματισμού. Μερικές σκέψεις.
Πρώτον, πρωταρχικός στόχος οποιουδήποτε εκλογικού συστήματος θα πρέπει να είναι η επιδίωξη της όσο γίνεται πιστότερης έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Στις σημερινές συνθήκες κρίσης της πολιτικής εμπιστοσύνης, η όσο γίνεται μεγαλύτερη αναλογία μεταξύ του κοινοβουλίου και της κοινωνίας, καθώς και ο πλουραλισμός εντός της Βουλής, μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει. Αλλωστε, το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής λειτουργεί και «παιδευτικά» για τους πολίτες, αφού ενισχύει τη θετική επιλογή προς συγκεκριμένο κόμμα και συγκεκριμένο πρόγραμμα, έναντι μιας στην ουσία αντιπολιτικής ψήφου «από αντίδραση».
Δεύτερον, προφανώς η εξασφάλιση κυβερνητικής σταθερότητας είναι ένας κάθε άλλο παρά αδιάφορος στόχος. Ανάλογα με την ωριμότητα και τη σταθερότητα κάθε πολιτικού συστήματος, ανάλογα με το αν ένα κομματικό σύστημα είναι κατά βάση δικομματικό ή πολυκομματικό, αν είναι συναινετικό ή πολωμένο, ο βαθμός και τα μέσα με τα οποία μπορεί αυτός ο στόχος να επιτευχθεί ποικίλλουν. Σε κάθε περίπτωση πάντως όλοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι όριο στη θεμιτή επιδίωξη μιας σχετικής σταθερότητας είναι σε κάθε περίπτωση ο σεβασμός στον πλουραλιστικό χαρακτήρα της δημοκρατίας και η αποφυγή εκτρωματικών και προφανώς δυσανάλογα ευνοϊκών για το πρώτο ή για τα δύο μεγάλα κόμματα ρυθμίσεων.
Τρίτον, η απλή αναλογική ενισχύει τη διαφάνεια και συμβάλλει στην καταπολέμηση της διαπλοκής, αφού το κράτος και η κυβέρνηση παύει να είναι ένα «λάφυρο» το οποίο διαχειρίζονται κατά το δοκούν και κατʼ αποκλειστικότητα τα δύο μεγάλα κόμματα εναλλάξ.
Τέταρτον, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι μέχρι το 2010 είχαμε μονοκομματικές και «σταθερές» κυβερνήσεις ως αποτέλεσμα και των ευνοϊκών για τον δικομματισμό εκλογικών συστημάτων, αλλά το πολιτικό αποτέλεσμα ήταν η χρεοκοπία της χώρας μας και η εποπτεία από την τρόικα. Συνεπώς, η κυβερνητική σταθερότητα δεν είναι από μόνη της εγγύηση της ορθής πορείας της χώρας.
Πέμπτον, η δεκαετής κρίση απέδειξε ότι - παρόλο που το εκλογικό σύστημα παρέμενε σταθερό ενισχύοντας το πρώτο κόμμα με bonus 50 εδρών - οι πολίτες με την ψήφο τους έστελναν μηνύματα για κυβερνήσεις συνεργασίας. Αλλωστε, ήταν κυβέρνηση συνεργασίας, με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτή που μας έβγαλε από τον φαύλο κύκλο των μνημονίων.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι τελευταίες έρευνες από τρεις γνωστές εταιρείες ανέδειξαν για πρώτη φορά υπεροχή στις προτιμήσεις των πολιτών υπέρ της απλής αναλογικής και των κυβερνήσεων συνεργασίας.
Βάσει των ανωτέρω, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η ψήφιση της απλής αναλογικής είναι ένα από τα σημαντικότερα προοδευτικά και δημοκρατικά αποτυπώματα που άφησε η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύοντας μάλιστα την πολιτική συνέπεια του ΣΥΡΙΖΑ και την εντιμότητα των προθέσεών του, με την έννοια ότι η άποψη του κόμματος για την απλή αναλογική, ως στοιχείο δικαιοσύνης, δεν άλλαξε με την άνοδο των εκλογικών του ποσοστών.
Τελευταία σκέψη σε σχέση με τη συγκυρία. Η κυβέρνηση συνδέει την αλλαγή του εκλογικού νόμου με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και με τις δεσμεύσεις της προς την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Την ίδια στιγμή ωστόσο είναι δεδομένο ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με την απλή αναλογική και το αποτέλεσμά τους θα είναι τέτοιο που θα ανοίξει τον δρόμο για προοδευτική κυβέρνηση στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων. Πρόταση που ακουμπάει την κοινωνία των προοδευτικών πολιτών, ανεξάρτητα από το τι ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές, και η οποία ξεπερνάει τους οποιουσδήποτε σχεδιασμούς ηγεσιών που δεν αφουγκράζονται την κοινωνία. Με αυτή την έννοια, η απλή αναλογική ήρθε για να μείνει.