Συντάγματα του Αγώνα: ποια παρακαταθήκη;
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-03-27
Τον Γενάρη του 1822, δηλαδή λιγότερο από έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στην Πελοπόννησο, ίσχυαν στις απελευθερωμένες περιοχές της Ελλάδας, ούτε λίγο ούτε πολύ, τέσσερα Συντάγματα: τα τρία «τοπικά» - δηλαδή της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, της Ανατολικής και ο Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας - και το εθνικό πάνω από αυτά, το «Προσωρινό Πολίτευμα» της Επιδαύρου. Το τελευταίο το είχαν ψηφίσει οι 59 πληρεξούσιοι της Αʼ Εθνοσυνέλευσης, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί, υπό την προεδρία του Αλ. Μαυροκορδάτου, στην Πιάδα, τη σημερινή Νέα Επίδαυρο, ένα κεφαλοχώρι της Ανατολικής Αργολίδας. Ηταν το πρώτο Σύνταγμα που υιοθετούνταν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλα τα Βαλκάνια, κάτι που, εμένα τουλάχιστον, με συγκινεί, όταν βλέπω να το αναφέρουν οι ιστοσελίδες πολλών πανεπιστημίων των βόρειων γειτόνων μας.
Εως την άφιξη του Οθωνα στο Ναύπλιο, τον Φεβρουάριο του 1833, ψηφίσθηκαν άλλα τρία Συντάγματα, του Αστρους (1822), της Τροιζήνας (1827) και το λεγόμενο «ηγεμονικό» (1832). Εκτός από το τελευταίο - που προέβλεπε βασιλιά («ηγεμόνα») αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ - τα τρία Συντάγματα του Αγώνα καθιέρωναν πολίτευμα αβασίλευτης δημοκρατίας. Ολα είχαν ψηφισθεί από εκλεγμένες Εθνοσυνελεύσεις, τη Βʼ, την Γʼ και την Εʼ αντίστοιχα, κάτι που σημείωναν εντυπωσιασμένοι ξένοι παρατηρητές, όπως ο Φίνλεϊ, που διερωτάτο αν δεν είχαμε καλύτερη δουλειά να κάνουμε, την ώρα που καιγόταν το σπίτι μας. Πώς εξηγείται η απίθανη αυτή αλληλουχία Συνταγμάτων και εκλογών, ακόμη και την ώρα που κινδύνευε η ίδια η τύχη της επανάστασης μετά την απόβαση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ;
Με έντονα ρομαντικούς τόνους, η κρατούσα ιστοριογραφία αποδίδει τη δημοτικότητα των Συνταγμάτων του Αγώνα καθώς και τη ροπή μας προς τις εκλογές, στον ατίθασο χαρακτήρα των προγόνων μας και την αγάπη τους για την ελευθερία. Σε συνδυασμό προς την προσπάθειά τους να δείξουν στους «αδελφούς μας Ευρωπαίους» ότι επιδιώκουν να «εξομοιωθούν» προς αυτούς και να μη ζουν πια ως δούλοι (Διακήρυξη της 15.1.1822), οι επαναστατημένοι Ελληνες ήταν φυσικό να στραφούν προς ό,τι πιο προχωρημένο είχε ισχύσει έως τότε σε Ευρώπη και Αμερική.
Οση αλήθεια και αν περιέχει η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, δεν εξηγεί κατά τη γνώμη μου την αλληλοδιαδοχή ανόμοιων και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων ρυθμίσεων στα Συντάγματα του Αγώνα. Δεν εξηγεί προπάντων τις βαθιές συγκρούσεις μεταξύ των ξεσηκωμένων προγόνων μας, οι οποίες όχι μόνο δεν απορροφήθηκαν από τις πέντε Εθνοσυνελεύσεις της επαναστατικής περιόδου, αλλά οδήγησαν σε τρεις αιματηρούς εμφυλίους. Πάνω απʼ όλα, η εξιδανικευμένη αυτή προσέγγιση του Εικοσιένα δεν βοηθά την εθνική αυτογνωσία. Μήπως είναι καιρός, με την ευκαιρία της φετινής επετείου, να την αναθεωρήσουμε;
Κατά τη γνώμη μου, πίσω από τις έντονες αντιπαραθέσεις για τα Συντάγματα του Αγώνα υπήρχε ένα κυρίως διακύβευμα, το οποίο συνήθως αποσιωπούμε: Ποιος θα διηύθυνε τον Αγώνα και ποιος θα είχε την εξουσία στο υπό ίδρυση κράτος; Οι πανίσχυροι τοπικοί παράγοντες της περιόδου της τουρκοκρατίας, δηλαδή οι προεστοί, που με επικεφαλής τις πολύ γνωστές οικογένειες των Μαυρομιχαλαίων, των Κουντουριώτηδων και τόσων άλλων διεκδικούσαν την ηγεσία; Οι στρατιωτικοί που, με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη, είχαν βέβαια επωμισθεί το κύριο βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων και, κατά τούτο, ο ρόλος τους ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό τους; Ή μήπως μια μερίδα δυτικόστροφων διανοουμένων, με καλή παιδεία και συγκροτημένο πολιτικό λόγο, που επιχειρούσε να παρασύρει τους υπόλοιπους προς το θεσμικό πρότυπο του ενιαίου συγκεντρωτικού κράτους (Μαυροκορδάτος, Νέγρης, Σπ. Τρικούπης κ.ά.);
Με τη μια ή με την άλλη μορφή, οι ανωτέρω πρωταγωνίστησαν σε όλες τις εμφύλιες συγκρούσεις της επαναστατικής περιόδου, η έκβαση των οποίων ήταν συνάρτηση των συμμαχιών που κάθε φορά αυτοί συγκροτούσαν. Αν έπρεπε πάντως κανείς να αναδείξει ποιο ήταν τελικά το θεσμικό ζητούμενο αυτών των συγκρούσεων, νομίζω ότι η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μία: το πόσο ισχυρή έπρεπε να είναι η κεντρική εξουσία στο υπό εκκόλαψη κράτος. Υποστηρικτές του ισχυρού κεντρικού κράτους οι «εκσυγχρονιστές», όπως τους αποκαλεί ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, είχαν σε αυτό συμμάχους τούς στρατιωτικούς. Απέναντί τους, οι προεστοί που, μπροστά στην ισχυρή κεντρική εξουσία, έβλεπαν την ισχύ και τα πατροπαράδοτα προνόμιά τους μοιραία να περιορίζονται.
Η κατάργηση των τοπικών πολιτευμάτων από τη Βʼ Εθνοσυνέλευση στο Αστρος ήταν νίκη των δεύτερων. Η διατήρηση του πενταμελούς Εκτελεστικού και η πρόβλεψη της διεξαγωγής εκλογών κάθε χρόνο για την ανάδειξη του Βουλευτικού ήταν νίκη των πρώτων. Το ίδιο και το μονοπρόσωπο εκτελεστικό, δηλαδή ο κυβερνήτης στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, τον οποίο, ωστόσο, ισοστάθμιζε σε μεγάλο βαθμό η Βουλή, με την κεντρική θέση που κατείχε στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας. Επρόκειτο για μια δυναμική και συνεχώς εξελισσόμενη διαμάχη, με αβέβαιη έκβαση, στην οποία έθεσε προσωρινό τέλος ο παραμερισμός του Συντάγματος της Τροιζήνας από τον Καποδίστρια, αμέσως μετά την άφιξή του στην Αίγινα, τον Γενάρη του 1828, και η επιβολή, το 1832, της απόλυτης μοναρχίας του Οθωνα από τις προστάτιδες δυνάμεις, ερήμην βέβαια των άμεσα ενδιαφερομένων, δηλαδή του ελληνικού λαού.
Το αβασάνιστο συμπέρασμα από τη συνοπτική αυτή ανασκόπηση είναι ότι, τελικά, η παρακαταθήκη των Συνταγμάτων του Αγώνα ήταν ασήμαντη. Στην πράξη αυτά δεν εφαρμόστηκαν, ούτε βέβαια μπορούσαν να εφαρμοστούν υπό τις τότε συνθήκες. Πολύ περισσότερο που ως κατάληξη είχαν την επιβολή ενός απολυταρχικού καθεστώτος, χωρίς Σύνταγμα και χωρίς νόμους δεσμευτικούς.
Ομως, ούτε η «απαισιόδοξη» αυτή ανάγνωση της ιστορίας είναι κατά τη γνώμη μου ορθή. Διότι τα Συντάγματα του Αγώνα έθεσαν τα θεμέλια μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής παράδοσης, η οποία, στα χρόνια που ακολούθησαν αποτέλεσε τον πυλώνα του ελληνικού συνταγματισμού. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι, σε σύγκριση με άλλες χώρες, που θεωρούνται συνήθως συνταγματικά πιο προηγμένες, όπως η Ιταλία και η Γερμανία (για να μην αναφερθώ στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τους βαλκάνιους γείτονές μας) από το 1844, που ψηφίστηκε το Σύνταγμα της συνταγματικής μοναρχίας, έως τις μέρες μας, τα χρονικά διαστήματα που η χώρα μας κυβερνήθηκε χωρίς Σύνταγμα ήταν ελάχιστα και σχετικά βραχέα. Παράλληλα, από το 1843, όταν αναδείχθηκε η Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου, έως το 2019 έχουν διεξαχθεί στη χώρα μας 67 εκλογές για την ανάδειξη Βουλών και Εθνοσυνελεύσεων, από τις οποίες διαβλητές ή ελάχιστα αντιπροσωπευτικές λόγω ηθελημένης αποχής ήταν μόνο 12-13. Ελάχιστες είναι οι χώρες με τόσο θετικό απολογισμό.
Κοντολογίς, αρχίσαμε πολύ νωρίς να μαθαίνουμε πως, στη νεωτερικότητα, η μάχη για την εξουσία δίνεται στις εκλογές και με Σύνταγμα και όχι στις ρεματιές με τουφέκια. Ποιος θα τολμούσε να ισχυριστεί ότι σε αυτό δεν συνέτεινε και η παρακαταθήκη των Συνταγμάτων του Αγώνα;
Εως την άφιξη του Οθωνα στο Ναύπλιο, τον Φεβρουάριο του 1833, ψηφίσθηκαν άλλα τρία Συντάγματα, του Αστρους (1822), της Τροιζήνας (1827) και το λεγόμενο «ηγεμονικό» (1832). Εκτός από το τελευταίο - που προέβλεπε βασιλιά («ηγεμόνα») αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ - τα τρία Συντάγματα του Αγώνα καθιέρωναν πολίτευμα αβασίλευτης δημοκρατίας. Ολα είχαν ψηφισθεί από εκλεγμένες Εθνοσυνελεύσεις, τη Βʼ, την Γʼ και την Εʼ αντίστοιχα, κάτι που σημείωναν εντυπωσιασμένοι ξένοι παρατηρητές, όπως ο Φίνλεϊ, που διερωτάτο αν δεν είχαμε καλύτερη δουλειά να κάνουμε, την ώρα που καιγόταν το σπίτι μας. Πώς εξηγείται η απίθανη αυτή αλληλουχία Συνταγμάτων και εκλογών, ακόμη και την ώρα που κινδύνευε η ίδια η τύχη της επανάστασης μετά την απόβαση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ;
Με έντονα ρομαντικούς τόνους, η κρατούσα ιστοριογραφία αποδίδει τη δημοτικότητα των Συνταγμάτων του Αγώνα καθώς και τη ροπή μας προς τις εκλογές, στον ατίθασο χαρακτήρα των προγόνων μας και την αγάπη τους για την ελευθερία. Σε συνδυασμό προς την προσπάθειά τους να δείξουν στους «αδελφούς μας Ευρωπαίους» ότι επιδιώκουν να «εξομοιωθούν» προς αυτούς και να μη ζουν πια ως δούλοι (Διακήρυξη της 15.1.1822), οι επαναστατημένοι Ελληνες ήταν φυσικό να στραφούν προς ό,τι πιο προχωρημένο είχε ισχύσει έως τότε σε Ευρώπη και Αμερική.
Οση αλήθεια και αν περιέχει η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, δεν εξηγεί κατά τη γνώμη μου την αλληλοδιαδοχή ανόμοιων και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων ρυθμίσεων στα Συντάγματα του Αγώνα. Δεν εξηγεί προπάντων τις βαθιές συγκρούσεις μεταξύ των ξεσηκωμένων προγόνων μας, οι οποίες όχι μόνο δεν απορροφήθηκαν από τις πέντε Εθνοσυνελεύσεις της επαναστατικής περιόδου, αλλά οδήγησαν σε τρεις αιματηρούς εμφυλίους. Πάνω απʼ όλα, η εξιδανικευμένη αυτή προσέγγιση του Εικοσιένα δεν βοηθά την εθνική αυτογνωσία. Μήπως είναι καιρός, με την ευκαιρία της φετινής επετείου, να την αναθεωρήσουμε;
Κατά τη γνώμη μου, πίσω από τις έντονες αντιπαραθέσεις για τα Συντάγματα του Αγώνα υπήρχε ένα κυρίως διακύβευμα, το οποίο συνήθως αποσιωπούμε: Ποιος θα διηύθυνε τον Αγώνα και ποιος θα είχε την εξουσία στο υπό ίδρυση κράτος; Οι πανίσχυροι τοπικοί παράγοντες της περιόδου της τουρκοκρατίας, δηλαδή οι προεστοί, που με επικεφαλής τις πολύ γνωστές οικογένειες των Μαυρομιχαλαίων, των Κουντουριώτηδων και τόσων άλλων διεκδικούσαν την ηγεσία; Οι στρατιωτικοί που, με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη, είχαν βέβαια επωμισθεί το κύριο βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων και, κατά τούτο, ο ρόλος τους ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό τους; Ή μήπως μια μερίδα δυτικόστροφων διανοουμένων, με καλή παιδεία και συγκροτημένο πολιτικό λόγο, που επιχειρούσε να παρασύρει τους υπόλοιπους προς το θεσμικό πρότυπο του ενιαίου συγκεντρωτικού κράτους (Μαυροκορδάτος, Νέγρης, Σπ. Τρικούπης κ.ά.);
Με τη μια ή με την άλλη μορφή, οι ανωτέρω πρωταγωνίστησαν σε όλες τις εμφύλιες συγκρούσεις της επαναστατικής περιόδου, η έκβαση των οποίων ήταν συνάρτηση των συμμαχιών που κάθε φορά αυτοί συγκροτούσαν. Αν έπρεπε πάντως κανείς να αναδείξει ποιο ήταν τελικά το θεσμικό ζητούμενο αυτών των συγκρούσεων, νομίζω ότι η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μία: το πόσο ισχυρή έπρεπε να είναι η κεντρική εξουσία στο υπό εκκόλαψη κράτος. Υποστηρικτές του ισχυρού κεντρικού κράτους οι «εκσυγχρονιστές», όπως τους αποκαλεί ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, είχαν σε αυτό συμμάχους τούς στρατιωτικούς. Απέναντί τους, οι προεστοί που, μπροστά στην ισχυρή κεντρική εξουσία, έβλεπαν την ισχύ και τα πατροπαράδοτα προνόμιά τους μοιραία να περιορίζονται.
Η κατάργηση των τοπικών πολιτευμάτων από τη Βʼ Εθνοσυνέλευση στο Αστρος ήταν νίκη των δεύτερων. Η διατήρηση του πενταμελούς Εκτελεστικού και η πρόβλεψη της διεξαγωγής εκλογών κάθε χρόνο για την ανάδειξη του Βουλευτικού ήταν νίκη των πρώτων. Το ίδιο και το μονοπρόσωπο εκτελεστικό, δηλαδή ο κυβερνήτης στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, τον οποίο, ωστόσο, ισοστάθμιζε σε μεγάλο βαθμό η Βουλή, με την κεντρική θέση που κατείχε στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας. Επρόκειτο για μια δυναμική και συνεχώς εξελισσόμενη διαμάχη, με αβέβαιη έκβαση, στην οποία έθεσε προσωρινό τέλος ο παραμερισμός του Συντάγματος της Τροιζήνας από τον Καποδίστρια, αμέσως μετά την άφιξή του στην Αίγινα, τον Γενάρη του 1828, και η επιβολή, το 1832, της απόλυτης μοναρχίας του Οθωνα από τις προστάτιδες δυνάμεις, ερήμην βέβαια των άμεσα ενδιαφερομένων, δηλαδή του ελληνικού λαού.
Το αβασάνιστο συμπέρασμα από τη συνοπτική αυτή ανασκόπηση είναι ότι, τελικά, η παρακαταθήκη των Συνταγμάτων του Αγώνα ήταν ασήμαντη. Στην πράξη αυτά δεν εφαρμόστηκαν, ούτε βέβαια μπορούσαν να εφαρμοστούν υπό τις τότε συνθήκες. Πολύ περισσότερο που ως κατάληξη είχαν την επιβολή ενός απολυταρχικού καθεστώτος, χωρίς Σύνταγμα και χωρίς νόμους δεσμευτικούς.
Ομως, ούτε η «απαισιόδοξη» αυτή ανάγνωση της ιστορίας είναι κατά τη γνώμη μου ορθή. Διότι τα Συντάγματα του Αγώνα έθεσαν τα θεμέλια μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής παράδοσης, η οποία, στα χρόνια που ακολούθησαν αποτέλεσε τον πυλώνα του ελληνικού συνταγματισμού. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι, σε σύγκριση με άλλες χώρες, που θεωρούνται συνήθως συνταγματικά πιο προηγμένες, όπως η Ιταλία και η Γερμανία (για να μην αναφερθώ στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τους βαλκάνιους γείτονές μας) από το 1844, που ψηφίστηκε το Σύνταγμα της συνταγματικής μοναρχίας, έως τις μέρες μας, τα χρονικά διαστήματα που η χώρα μας κυβερνήθηκε χωρίς Σύνταγμα ήταν ελάχιστα και σχετικά βραχέα. Παράλληλα, από το 1843, όταν αναδείχθηκε η Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου, έως το 2019 έχουν διεξαχθεί στη χώρα μας 67 εκλογές για την ανάδειξη Βουλών και Εθνοσυνελεύσεων, από τις οποίες διαβλητές ή ελάχιστα αντιπροσωπευτικές λόγω ηθελημένης αποχής ήταν μόνο 12-13. Ελάχιστες είναι οι χώρες με τόσο θετικό απολογισμό.
Κοντολογίς, αρχίσαμε πολύ νωρίς να μαθαίνουμε πως, στη νεωτερικότητα, η μάχη για την εξουσία δίνεται στις εκλογές και με Σύνταγμα και όχι στις ρεματιές με τουφέκια. Ποιος θα τολμούσε να ισχυριστεί ότι σε αυτό δεν συνέτεινε και η παρακαταθήκη των Συνταγμάτων του Αγώνα;