Τι έμαθα κατά το 2021 για το 1821
Κωστής Κώστας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2022-01-08
Φαίνεται πως στην Ελλάδα οι σχέσεις μας με την Ιστορία δεν είναι τόσο αγαθές, όσο συχνά θέλουμε να πιστεύουμε. Το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) πραγματοποίησε μέσα στο 2020 μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση σχετικά με το τι γνωρίζουν οι Ελληνες για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Κατά την διακοσιοστή επέτειο από την έναρξή του, οι Ελληνες παραδέχονται ότι γνωρίζουν ελάχιστα για το γενεσιουργό γεγονός της ύπαρξής τους και αυτά τα λίγα που ξέρουν τα έχουν μάθει από το σχολείο τους, όπου, όπως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους παραδέχεται, η διδασκαλία ήταν στην καλύτερη περίπτωση ελλιπής. Ωστόσο, και εδώ νομίζω ότι βρίσκεται το ενδιαφέρον σημείο της έρευνας, οι Ελληνες παρά την παραδοχή ότι λίγα γνωρίζουν για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, διατηρούν εξαιρετικά ισχυρή άποψη για το τι ακριβώς ήταν αυτό το γεγονός και ποιοι ήσαν οι «καλοί και οι κακοί».
Ετσι, αν και αρχικά μπορεί να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πληθώρα εκδόσεων, ήρθε μέσα στο 2021, να εμπλουτίσει μία μάλλον πεπαλαιωμένη βιβλιογραφία για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η ποιότητά τους βρίσκεται σε ελάχιστη συνάφεια με την ποσότητά τους. Σε μία χώρα, μάλιστα, όπου κανείς δεν τολμάει να διατυπώσει δημόσια την άποψή του και όπου στον Τύπο δεν εμφανίζονται ποτέ αρνητικές κριτικές, όλα αυτά τα δημοσιεύματα γέμισαν τα Ενθετα των βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, χωρίς να υπάρχει καμία στοιχειώδης ιεράρχηση της ποιότητάς τους, της προσφοράς τους στην κατανόηση του Αγώνα, της αξιολόγησης του καινοτόμου ή μη κάθε αφηγηματικής προσπάθειας.
Το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την πλήρη ισοπέδωση, με αποτέλεσμα τα καλά βιβλία, αυτά για τα οποία οι συγγραφείς τους κοπιάσανε και έχουν κάτι καινούργιο να πουν, να εξισώνονται, στην καλύτερη περίπτωση, με εκείνα που γραφτήκανε στο πόδι και τα οποία μιλούν με βάση τους κοινούς τόπους, αν όχι τις προκαταλήψεις και την άγνοια. Εχουμε υποβαθμίσει την ιστοριογραφία μας στην αναζήτηση απάντησης στο ερώτημα Κολοκοτρώνης ή Μαυροκορδάτος; Προφανώς δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά.
Γνωρίζοντας την ελληνική πιάτσα δεν με εκπλήσσει το γεγονός, χωρίς ωστόσο να παύει να με θυμώνει η ακρισία και η ανευθυνότητα με την οποία γίνονται οι επιλογές για τις βιβλιοπαρουσιάσεις από τους δημοσιογράφους, αλλά και, ακόμη χειρότερα, τους δημοσιογραφούντες ιστορικούς, που δεν έχουν κάνει καν τον κόπο να διαβάσουν τα βιβλία για τα οποία γράφουν.
Γνωρίζω, επίσης, καλά ότι πολλοί δυσανασχετούν με οποιαδήποτε κριτική αντίληψη περί βιβλιοπαραγωγής διατυπώνεται δημόσια. Λογικό και αυτό καθώς ενδέχεται να φοβούνται ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και στους ίδιους. Λησμονούν ωστόσο ότι διεκδικώντας το δικαίωμα να γράφουν ό,τι θέλουν, δεν μπορούν να απαγορεύσουν σε όσους το επιθυμούν να κάνουν το ίδιο, δηλαδή να ασκήσουν την κριτική τους. Πρόσφατα μάλιστα γνωστός «διανοούμενος» μού έκανε δριμύτατα σχόλια για παρατηρήσεις που έκανα δημόσια ως προς τις ελλείψεις της ιστοριογραφίας μας στο πεδίο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Και τούτο όχι γιατί πίστευε ότι είχα άδικο, αλλά γιατί πίστευε, έτσι τουλάχιστον μού είπε, ότι η προηγούμενη γενιά ιστορικών που ασχολήθηκε με τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας ήταν «καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης», και συνεπώς, συμπεραίνω εγώ, η πρόοδος που έχουμε κάνει είναι σημαντική. Προφανώς στους «καθηγητές» της προηγούμενης γενιάς συμπεριλαμβάνει τους Κ.Θ. Δημαρά, Ν. Σβορώνο και Σπ. Ασδραχά.
Αυτού του τύπου οι αντιλήψεις, που δεν είναι καινοφανείς, το αντίθετο, λησμονούν ότι δουλειά και υποχρέωσή μας ως πανεπιστημιακών δασκάλων είναι να ασκούμε κριτική, να φέρνουμε στην Ελλάδα νέες απόψεις και αντιλήψεις, να ενσωματώνουμε την ελληνική ιστοριογραφική παραγωγή στα διεθνή ρεύματα. Στην αντίθετη περίπτωση, αν σεβαστούμε τις απόψεις των εφησυχαστών «διανοουμένων» δεν κάνουμε καλά τη δουλειά μας. Και δεν θα αποτελούσε παρά απόδειξη της εσωστρέφειάς μας η αδυναμία μας να κάνουμε κριτική εκεί όπου οφείλουμε να την κάνουμε. Στο κάτω κάτω μόνο έτσι αποκτά σημασία μία επιστημονική εργασία.
Ασφαλώς δεν είναι εύκολο να γράψεις για ένα βιβλίο, να το χαρακτηρίσεις ως καλό ή κακό, ή έστω να επισημάνεις τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα και ενδεχομένως τα σφάλματά του. Μία απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσεις να το αξιολογήσεις είναι να έχεις ασχοληθεί έστω και στοιχειωδώς με το σχετικό θέμα και να μπορείς να το εντάξεις σε ένα ευρύτερο βιβλιογραφικό πλαίσιο τόσο εθνικό όσο και διεθνές. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να σταθμιστεί η προσφορά ενός συγγραφέα, ενός ερευνητή. Το να εκθειάζεις δε ένα βιβλίο, το οποίο δεν συγκεντρώνει ούτε τα στοιχειώδη προαπαιτούμενα για κάτι τέτοιο, όπως συχνά συμβαίνει, το βρίσκω εγκληματικό απέναντι σε ένα κοινό που τα τελευταία χρόνια έχει δείξει ιδιαίτερη διάθεση να μάθει πράγματα, να συζητήσει σε άλλες βάσεις από ό,τι στο παρελθόν και να ανοίξει τους ορίζοντές του. Και το κοινό αυτό θα στηριχτεί στις προτάσεις, πιο πολύ στις εντυπώσεις που διαμορφώνονται από τον τύπο κάθε είδους. Επομένως το ζητούμενο πάντοτε είναι να αποσαφηνίσουμε ποια είναι η προστιθέμενη αξία κάθε βιβλίου ή γενικότερα κάθε εργασίας, δηλαδή, τι το καινούργιο μάς φέρνει. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί, ενδεχομένως, να μη φέρνει μία καινούργια ανάγνωση της ιστορίας του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, αλλά να αποτελεί ένα καλό βιβλίο για το ευρύ κοινό. Και αυτό είναι πολύτιμο για τα γράμματά μας γιατί ακριβώς δεν έχουμε καλά βιβλία αυτής της κατηγορίας. Σκέφτομαι εδώ τον Ενδοξο Αγώνα του Αριστείδη Χατζή και την Ελληνική Επανάσταση του Mark Mazower. Δεν συμμερίζομαι όλες τις απόψεις τους, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει και οπωσδήποτε θα τα συνιστούσα ενθέρμως ως γενικά εισαγωγικά αναγνώσματα, έντιμα, ευχάριστα όσο και πλούσια, από συγγραφείς που αγαπάνε αυτό που κάνουνε.
Από κει και πέρα δημοσιεύματα ελλήνων λογοτεχνών, αλλά και άγγλων φιλολόγων που μετατρέπονται σε ιστορικούς χωρίς να έχουν τα προσόντα και τις γνώσεις ή και βρετανών φιλιστόρων που προσπαθούν, ευκαιρίας δοθείσης με την Επέτειο, να κερδίσουν δημοσιότητα, μόνο θλίψη προκαλούν από την προβολή που αδικαιολόγητα τους δόθηκε, την ίδια στιγμή που «θάβονταν» άλλα άξια για έπαινο δημοσιεύματα. Εδώ έχω στο μυαλό μου τα σπουδαία βιβλία του Β. Γούναρη, της Σ. Λαΐου και του Μ. Σαρηγιάννη που δημοσιεύθηκαν σε μία σειρά του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών ή ακόμη του Λ. Μοίρα και του Σωτήρη Ριζά και φυσικά του Δημήτρη Αρβανιτάκη με τη σπουδαία Αγωγή του Πολίτη του. Κανένα από τα βιβλία αυτά δεν γνώρισε την προβολή που δικαιωματικά του ανήκε και που δόθηκε αφειδώς σε συγγραφείς και βιβλία που δεν το αξίζανε.
Η πραγματικότητα αυτή δεν μπορούσε παρά να έχει ως αποτέλεσμα μία αμετροέπεια ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Θα αναφέρω τρία παραδείγματα. Πρώτα ένα παράδειγμα που αποδεικνύει την αδυναμία μας να κουβεντιάσουμε με διεθνείς όρους το θεμελιώδες γεγονός της ύπαρξής μας: από τις αρχές του 2021 ή ίσως και νωρίτερα εμφανίστηκαν ορισμένοι συγγραφείς που συμπεριέλαβαν τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας στις Μεγάλες Επαναστάσεις, την τοποθέτησαν δηλαδή δίπλα στη Γαλλική, τη Ρωσική και την Κινεζική Επανάσταση. Δεν μπορώ να βρω με ποια λογική συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά πιθανολογώ ότι φαντάστηκαν πως έτσι θα ενισχυόταν το εθνικό μας εγώ, πληγωμένο τα τελευταία χρόνια από τα όσα έχουμε ακούσει για τις αδυναμίες μας. Ωστόσο όταν στη διεθνή βιβλιογραφία χρησιμοποιείται αυτός ο όρος τότε εννοείται κάτι το συγκεκριμένο στο οποίο δεν περιλαμβάνεται η ελληνική περίπτωση. Και τις έννοιες φυσικά δεν τις παρασκευάζουμε, όσο και αν το θέλουμε, κατά τις προτιμήσεις και επιθυμίες μας. Ετσι, όσο φιλότιμα και αν το προσπαθήσουμε ο Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας δεν θα μπορούσε να εξομοιωθεί ως προς τη σημασία του με τις πραγματικά Μεγάλες Επαναστάσεις και το να το λέμε μεταξύ μας το πολύ-πολύ να μας κάνει γραφικούς.
Κατά τον ίδιο τρόπο μία σειρά ξένων συγγραφέων υποστηρίζουν την εξαιρετική σημασία που είχε ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας για την Παγκόσμια Ιστορία. Πρόκειται για εθνικό θρίαμβο που γίνεται άμεσα αποδεκτός μιας και το λένε ξένοι. Δυσκολεύομαι να δω πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο και κυρίως βρίσκω ελάχιστα πειστικά τα επιχειρήματα που προτάσσονται για να στηρίξουν αυτή την άποψη. Ο συλλογισμός μου είναι απλός. Η διεθνής φιλολογία για την περίοδο 1760-1830 είναι εξαιρετικά πλούσια και φυσικά περιλαμβάνει αριστουργήματα της παγκόσμιας ιστοριογραφίας. Πώς ξαφνικά προκύπτει ότι ο Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, στον οποίο ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί μέχρι σήμερα, έχει επηρεάσει τόσο αποφασιστικά το διεθνές περιβάλλον. Το γεγονός ότι ο Enzo Traverso στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Revolution. An Intellectual History δεν μνημονεύει την Ελλάδα, ενώ το κάνει επανειλημμένως για την Αϊτή, μήπως σημαίνει κάτι; Αλλά επίσης και το γεγονός ότι στο πλέον διαδεδομένο πανεπιστημιακό σύγγραμμα για την ιστορία των Επαναστάσεων που επιμελήθηκε ο Jack Goldstone μνημονεύεται ένας μεγάλος αριθμός «επαναστάσεων», όχι όμως και η Ελληνική, μήπως θα έπρεπε να μας κάνει πιο σεμνούς;
Για να κάνουμε λόγο για την παγκόσμια σημασία της Επανάστασης δεν αρκεί να το αναφέρει ένας συγγραφέα, αλλά απαιτούνται εμπειρικά ευρήματα και όχι συναισθηματικές - στην καλύτερη περίπτωση - ακροβασίες. Και αυτά τα εμπειρικά θεμέλια απουσιάζουν, δυστυχώς για τον εθνικό εγωισμό μας. Αλλά, θα μου πείτε, ποιος δίνει σημασία σε αυτές τις λεπτομέρειες;
Στις προσεγγίσεις στις οποίες μόλις αναφέρθηκα επανέρχεται το μοτίβο του ελληνικού εξαιρετισμού. Αυτός ο εξαιρετισμός υπάρχει - δεν έχω πρόθεση να τον αμφισβητήσω - με τον ίδιο τρόπο που κάθε εθνική περίπτωση αποτελεί μοναδικότητα. Ετσι κι αλλιώς οι ιστορικοί με τη μοναδικότητα, το ειδικό ασχολούνται, αλλά ο γενικός εξαιρετισμός (όρος αντιφατικός εξ ορισμού) οδηγεί τελικά στην εξάλειψή του. Το ζητούμενο είναι να μπορέσουμε, λαμβάνοντας υπόψη τα θεωρητικά υποδείγματα που διεθνώς αναπτύσσονται για τις επαναστάσεις, αλλά και άλλες εθνικές εμπειρίες να κατανοήσουμε σε βάθος τη δική μας περίπτωση. Και δεν το έχουμε πετύχει ακόμη, ή μάλλον βρισκόμαστε μακριά από το να το πετύχουμε γιατί δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα όλων, ή έστω των περισσότερων, εθνικών ιστοριογραφιών.
Αν επιμείνουμε στην αναζήτηση του εξαιρετισμού, αν το προσπαθήσουμε πολύ, αν εξειδικεύσουμε σε μεγάλο βαθμό, τότε είναι σίγουρο ότι θα βρούμε κάποια πρωτοπορία που να αντιστοιχεί στην Ελλάδα, αλλά δεν νομίζω ότι θα έχει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μία πρωτοπορία θα είχε νόημα μόνο όταν μπορεί να ενταχθεί σε παγκόσμια κλίμακα και ταυτόχρονα να διαθέτουμε τα απαραίτητα θεωρητικά εργαλεία για να την κατανοήσουμε. Μέχρις ότου οικειοποιηθούμε και τις δύο προϋποθέσεις, φοβάμαι ότι ματαιοπονούμε προσπαθώντας να τονώσουμε τον εγωισμό μας. Ο Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας δεν μπορεί παρά να μελετηθεί στο πλαίσιο ενός Επαναστατικού Κύματος (Revolutionary Wave) για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Μark N. Katz. Στην αντίθετη περίπτωση ματαιοπονούμε.
Το τρίτο παράδειγμα της αδυναμίας μας να κατανοήσουμε τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας έχει έναν καθαρό πολιτικό - για να μην πω κομματικό - χρωματισμό. Το κομμάτι εκείνο των ιστορικών που αυτοπροσδιορίζονται ως ιστορικοί της Αριστεράς υποστηρίζει ότι η κατάκτηση της φετινής χρονιάς δεν ήταν άλλη από την ένταξη της Επανάστασης στον «αιώνα των Επαναστάσεων». Σε πρώτη εντύπωση η διαπίστωση αυτή μού ακούγεται ως δήλωση πολιτικής «υπακοής» ή ένταξης. Αν τώρα αυτό είναι επίτευγμα τότε δεν ξέρω αν πρέπει κανείς να κλάψει ή να γελάσει με την αφέλεια και την κοινοτοπία της διαπίστωσης. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η συγκεκριμένη μερίδα ιστορικών. Αν η Αριστερά μέχρι πριν από όχι πολλά χρόνια πρωτοστατούσε στις ιστορικές σπουδές, τώρα δείχνει μία εκπληκτική αδυναμία να διαμορφώσει τον δικό της λόγο και να προτείνει κάτι ευφυές, ζωντανό και δημιουργικό. Αλλά κάτι τέτοιο είναι συνέπεια της πολιτικής της αδυναμίας και δεν θα ξεπεραστεί παρά μόνο όταν αποκτήσει έναν λόγο που να ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες.
Πάντως ένα κομμάτι της ιστοριογραφίας εξακολουθεί να λειτουργεί με παρωχημένους όρους, δηλαδή κάνοντας λόγο για μία αστική επανάσταση ή ακόμη για μία επανάσταση η οποία είχε ως ερέθισμα την κρίση που ακολούθησε την αποκατάσταση του εμπορίου μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους - αντίληψη που έχει τις ρίζες της στον Ernest Labrousse. Δεν υποστηρίζω ότι δεν έγιναν προσπάθειες να βελτιωθεί αυτή η κατηγορία ερμηνείας, αλλά το μόνο που πετυχαίνει είναι να οδηγεί σε άλλα αδιέξοδα. Η άποψη δηλαδή ότι ναι μεν δεν υπήρχαν αστοί στις περιοχές που θα επαναστατούσαν, αλλά υπάρχει η διασπορά είναι μάλλον ευάλωτη. Κάτι ανάλογο ως επιχείρημα θα ήταν να υποστηρίξουμε ότι η ελληνική ομογένεια σήμερα αποτελεί την ελληνική αστική τάξη. Αυτό όμως δεν νομίζω ότι το υποστήριξε κανείς και θα ήταν παράλογο να το υποστηρίξει καθώς μία αστική τάξη προσδιορίζεται με βάση έναν εθνικό χώρο πρώτα απʼ όλα. Ο Σπύρος Ασδραχάς έχει μιλήσει για αυτά τα θέματα με μεγάλη ευστοχία.
Η αδυναμία μας να μιλήσουμε για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας έχει δύο κατά τη γνώμη μου αφετηρίες. Πρώτα την παραγνώριση όλων των σπουδών για τις Επαναστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόσφατος τόμος για τις Επαναστάσεις που κυκλοφόρησε ο Μνήμων δεν περιλαμβάνει κανένα κείμενο γραμμένο από τα σημαντικά ονόματα της διεθνούς βιβλιογραφίας (και σπεύδω να υποστηρίξω ότι ο Μ. Vovelle δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία). Και δεύτερο η ελάχιστη γνώση που έχουν οι έλληνες ιστορικοί της νεότερης και σύγχρονης περιόδου για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους μετασχηματισμούς που γνωρίζει. Ποιος άραγε έχει αξιοποιήσει τις διατριβές των Sukru Ilicak, Bayraktar Telan και Karabicak; Και όμως μάς προσφέρουν μία πολύ ξεχωριστή εικόνα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη θέση των Ρωμιών στις δεκαετίες που προηγούνται του Πολέμου της Ανεξαρτησίας.
Αναζητώντας τις ρίζες του Πολέμου της Ανεξαρτησίας δεν μπορούμε παρά να τις βρούμε στους τρόπους που μετασχηματίζεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η λογική, που πρώτος διακήρυξε ο Κοραής και ακολούθησαν όλοι οι ιστορικοί της Επανάστασης, ότι δηλαδή οι Ελληνες ανέρχονται μέσω του εμπορίου και του διαφωτισμού τη στιγμή που οι Οθωμανοί παρακμάζουν, είναι εξαιρετικά φτωχή και αδύναμη και δεν ανταποκρίνεται στις γνώσεις μας για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή τη στιγμή διαθέτουμε μια πολύ καλή ομάδα οθωμανολόγων που μας φέρνει σε επαφή με έγγραφα που ήταν απρόσιτα πριν από λίγα μόλις χρόνια, αλλά και μία αγγλόφωνη βιβλιογραφία για την Οθωμανική Αυτοκρατορία που αδικαιολόγητα παραγνωρίζεται.
Για να συνοψίσω. Αυτά που έμαθα μέσα στη χρονιά που πέρασε για τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας δεν ανταποκρίνονται ασφαλώς στον όγκο της παραγωγής και των εκδηλώσεων που έγιναν. Η ελληνική ιστοριογραφία, για τα νεότερα και σύγχρονα χρόνια, εξακολουθεί να παραμένει μία ιστοριογραφία της παρέας, εσωστρεφής και με περιορισμένες επαφές με τις διεθνείς τάσεις. Αντιθέτως από την πλευρά της οθωμανικής ιστορίας έρχονται πολλά νέα πράγματα για να κατανοήσουμε καλύτερα την Επανάσταση και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά: Αν δεν κατανοήσουμε την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα κατανοήσουμε και τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Τα περί global history τα ακούω ως εκ του περισσού.