Για τη διαφθορά στη Δημόσια Διοίκηση και ...γενικότερα
( Με αφορμή μια έκθεση του Σώματος Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης)
Σταύρος Λιβαδάς, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2006-05-21
Πριν λίγες μέρες δόθηκε στη δημοσιότητα περίληψη της ετήσιας έκθεσης του Σώματος Επιθεωρητών- Ελεγκτών της Δημόσιας Διοίκησης για τις δραστηριότητές της κατά το 2005. Στην ανακοίνωση αυτή, περιγράφεται μια ιδιαιτέρως αποκαλυπτική εικόνα της διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, με πολλά παραδείγματα βεβαιωμένων αδικημάτων σε διάφορους δημόσιους φορείς, τα οποία παραπέμφθηκαν για άσκηση περαιτέρω ποινικών διώξεων και διοικητικών κυρώσεων.
Ολίγα για την έκθεση
Εταιρείες του δημοσίου και δημόσιοι οργανισμοί (Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ, Οργανισμός Ασφάλισης και Περίθαλψης Δημοσίου-ΟΠΑΔ, Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσηλευτικών Μονάδων-ΔΕΠΑΝΟΜ, ασφαλιστικά ταμεία (Ταμείο Νομικών, Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων-ΤΣΜΕΔΕ , ερευνητικά κέντρα (Δημόκριτος) , φορείς και οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Περιφέρειες, Νομαρχίες, Δήμοι, Κοινότητες και Δημοτικές Επιχειρήσεις, Πολεοδομίες (πολλές Πολεοδομίες, 23 τον αριθμό από τις 35 που ελέγχθηκαν), φιγουράρουν σ’ αυτό τον κατάλογο.
Οι περιγραφόμενες πράξεις αποκαλύπτουν μιαν εντελώς διαφορετική εικόνα δημόσιας διοίκησης, απ’ αυτήν που έχουμε όλοι συνηθίσει ν’ αντικρύζουμε στις συναλλαγές μας με το δημόσιο. Το αντίθετο της τυπικής εικόνας, μιας υπνώτουσας, εν ληθάργω, δημόσιας διοίκησης, όταν (δεν) ασκεί τον επίσημο θεσμικό της ρόλο. Σωρεία παρανόμων συμβάσεων αναθέσεων έργων και προμηθειών, πάμπολες πολεοδομικές παραβάσεις, παράνομες χορηγήσεις επιδοτήσεων, εγγυητικών, δανείων, νοσηλειών , φαρμάκων, αδικαιολόγητες ή υπέρογκες δαπάνες, σπατάλη, καταχρήσεις και εν γένει κακή διαχείριση δημοσίου χρήματος και δημόσιας περιουσίας αναφέρονται ως εξακριβωμένα αδικήματα παραπεμφθέντα δια τα περαιτέρω.
Όλοι οι ελεγχθέντες φορείς παρουσιάζουν σ’ αυτούς τους τομείς δραστηριότητάς τους, έντονη κινητικότητα, μεγάλη εργατικότητα, μαζική και ενεργό συμμετοχή στελεχών και υπαλλήλων τους. Επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα μεθόδων και μέσων δράσης, υψηλή παραγωγικότητα και επιτυγχάνουν θαυμάσια αποτελέσματα ως προς τους «δις...πρόσιτους» στόχους που θέτουν, δηλαδή του λαδώματος, της προμήθειας, του «κολόκουρου», της μίζας, της κομπίνας και της αρπαχτής (κυρίως αυτής) , για τους οποίους έδειξαν να ενδιαφέρονται και ν’ αγωνίζονται.
Ο αριθμός, το εύρος και το οικονομικό και ποινικό μέγεθος των περιγραφομένων φαινομένων, δείχνει εμμέσως πλην σαφώς πως σ’ αυτό το πεδίο επιτυγχάνονται επίσης σημαντικά αποτελέσματα ως προς την ευκταία, αλλά ανέφικτη, στους πλείστους τομείς της δημόσιας ζωής, προσέγγιση κράτους-πολίτη και την εν γένει συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Μοιάζει σ’ αυτό το θέμα, κράτος και κοινωνία, να παραμερίζουν καχυποψίες και αλληλοϋποβλέψεις, να απαρνούνται την υποκρισία , να απαλλάσσονται από ενοχές, να αίρονται πάνω από μιζέριες, να εξοικειώνονται εύκολα, να συμπεριφέρονται με άνεση, να συντονίζονται αρμονικά και συγχρωτίζονται ταιριαστά, να συναλλάσσονται με προθυμία και καλή πίστη,. Πολίτες και υπαλληλία, κινούνται, εκεί, λες και βρίσκονται στο στοιχείο τους , σαν το ψάρι στο νερό. Κι όλοι γνωρίζουμε πως αυτή η ώσμωση κρατικής νομενκλατούρας και κοινωνίας των πολιτών είναι προϋπόθεση και συνάμα εγγύηση για την όποια ... πρόοδο.
Και ολίγα για όσα δεν πιάνει η έκθεση
Φαίνεται μάλιστα πως η εικόνα αυτή, αν και αυθεντική ως προς την προέλευσή της και εναργής στην περιγραφή της, αδικεί κατά πολύ την πραγματικότητα, σμικρύνοντας τις διαστάσεις και περιορίζοντας το βάρος που έχει το ζήτημα αυτό στο σήμερα και το αυριο της ελληνικής κοινωνικοπολιτικής ζωής.
Η έκθεση συντάσσεται και δημοσιοποιείται από μια σχετικά πρόσφατα ιδρυθείσα και υποτυπωδώς στελεχωμένη δημόσια υπηρεσία, (αφού το κράτος δεν τη στελέχωσε επαρκώς και κυρίως δεν θέλησε να δώσει στο υπόψη Σώμα ούτε καν τη σχετική ανεξαρτησία και το θεσμικό κύρος μιας Ανεξάρτητης Αρχής, αλλά τη θέσπισε ως δική του υπηρεσία, δέσμια των πολιτικών επιδράσεων και σκοπιμοτήτων στις οποίες υπόκειται κάθε τομέας του δημοσίου).
Η έκθεση αφορά μικρό και σχετικά περιθωριακό, ως προς τον αριθμό των συναλλασσομένων και το μέγεθος της διαχειριζόμενης κρατικής περιουσίας, ή του διακινούμενου χρήματος, τμήμα του δημόσιου τομέα. Απουσιάζουν οι ...εθνικοί πρωταθλητές αυτού του σπορ, οι εφορίες και τα τελωνεία, οι μεγάλοι δημόσιοι και ημιδημόσιοι οργανισμοί, το ΙΚΑ, ο ΟΓΑ και οι άλλοι μεγάλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί, τα υπουργεία και οι υπηρεσίες που διαχειρίζονται δημόσια έργα, κρατικές προμήθειες, καύσιμα, επιχορηγήσεις ιδιωτικών επενδύσεων, ακτοπλοία και εν γένει ναυτιλιακές δραστηριότητες, αγροτικές επιδοτήσεις, προγράμματα (δήθεν) κατάρτισης και ενίσχυσης των ανέργων, αθλητικές επιχορηγήσεις. Λείπουν και άλλοι παρόμοιων χαρακτηριστικών δημόσιοι φορείς, ων ουκ έστιν αριθμός.
Απουσιάζουν επίσης από τη λίστα εθνικά «ευαίσθητοι» τομείς, που διαχειρίζονται πολύ σημαντικά κονδύλια του δημοσίου χρήματος και όπου η επίκληση εθνικών λόγων, ισοδυναμεί με (σχεδόν) θεσμική αποδοχή μιας ανεξέλεγκτης διαχειριστικής αδιαφάνειας, λειτουργεί ως γενικό άλλοθι και διαρκές απαλλακτικό ευθυνών των εκάστοτε διαχειριστών. Δεν ελέγχθηκαν και δεν γίνεται καμιά αναφορά σε υπουργεία και υπηρεσίες περί την εθνική άμυνα, τα σώματα ασφαλείας, το υπουργείο εξωτερικών, το διπλωματικό σώμα, τα γραφεία τύπου και τις κάθε είδους υπηρεσίες αντι(και)κατασκοπείας, «υποδοχής» παλινοστούντων ομογενών κλπ.
Η εύγλωτη σιωπή των ΜΜΕ της σκανδαλολογίας
Η δημοσιότητα και το βάρος που δόθηκε από πλευράς εφημερίδων και λοιπών ΜΜΕ στην εν λόγω ανακοίνωση υπήρξε δυσανάλογα μικρή προς τη σοβαρότητα, το μέγεθος, την έκταση των αποκαλύψεων, αλλά και το θεσμικό βάρος του φορέα της αποκάλυψης. Με μια μικρή αναφορά στην πρώτη σελίδα, ορισμένα τρίστηλα στις μέσα σελίδες και κάποια «σχόλια του εκδότη» σε ορισμένες εφημερίδες, μόνο την ημέρα έκδοσης της σχετικής ανακοίνωσης, εξαντλήθηκε το θέμα στο γραπτό τύπο. Σε μικρούς σχολιασμούς αρκέστηκαν τα ραδιόφωνα.
Καμία είδηση ή άλλη αναφορά, ρεπορτάζ ή σχετικό talk-show δεν παρουσιάστηκε στην τηλεόραση, αν και σχεδόν όλοι οι ιδιωτικοί σταθμοί διαθέτουν πληθώρα δαιμόνιων ρεπόρτερς ή «έγκυρων» σχολιαστών σε ρόλο Ζορό, Ρομπέν των Δασών, Αδιάφθορων ή Σούπερμαν, αν και οι περισσότερες τηλεοράσεις μεταδίδουν σε μόνιμη βάση, ως σίριαλ, για να μην πούμε πως οργανώνουν το «κοινωνικοπολιτικό» πρόγραμμά τους με κύριο άξονα, εκπομπές «αποκαλύψεων», «καταγγελιών σκανδάλων» ή τηλεδικών, ή έχουν μετατρέψει ακόμη και τα δελτία ειδήσεων σε έναν νέο ιδιότυπο θεσμό «τηλεαυτοφώρου».
Τα ΜΜΕ, λοιπόν, δεν βρήκαν λέξη να πουν επί του θέματος, ο Τύπος το αντιπαρήλθε, τα κόμματα και οι θεσμοθετημένοι ή άτυποι φορείς της «κοινωνίας των πολιτών» ελάχιστα ασχολήθηκαν μαζί του. Περίεργο για έναν τόπο που το σκάνδαλο και η σκανδαλολογία διανθίζουν μόνιμα την καθημερινότητά μας. Εδώ, όπου οι καταγγελίες «σκανδάλων» αποτελούν το συνηθέστερο δημόσιο προπέτασμα πίσω από το οποίο υποκρύπτονται και οργανώνονται οι εκάστοτε αλλαγές συσχετισμών και οι νέες συμμαχίες μεταξύ «διαπλεκομένων», εξυφαίνονται τα νέα ακόμα μεγαλύτερα σκάνδαλα. Εδώ, όπου οι εκστρατείες «κάθαρσης» συνιστούν στις μέρες μας τον πλέον αποτελεσματικό μηχανισμό εκμαίευσης κοινωνικής συναίνεσης ή απόσπασης ανοχής, ακόμη και υποκλοπής της λαϊκής ψήφου.
Υπάρχει και κοινωνική συναίνεση όμως...
Πολλές θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι αιτίες αυτής της μικρής επίδρασης και της περιθωριακής-περιφρονητικής αντιμετώπισης του θέματος, αν και εντάσσεται στη γενική-σκανδαλοθηρική- θεματική περί την οποία υποχρεώνεται συχνά από τα ΜΜΕ ή (και) αρέσκεται ν’ ασχολείται ο δημόσιος χώρος. Η διαφορετική θεματολογία, που (δήθεν) επιβάλλεται από τη συγκυρία, όπως και οι περιορισμένες και εντοπισμένες ως επί το πλείστον σε «λιανοπούλια», αναφορές της έκθεσης, (υπαρκτοί λόγοι και οι δύο) συνιστούν τους ασθενέστερους λόγους.
Προσωπικά πιστεύω πως ο τρόπος που τίθεται το ζήτημα, οι εμπλεκόμενοι, καθώς και το ίδιο το περιεχόμενο των περιγραφομένων πράξεων, συνιστούν τις κυριότερες αιτίες αυτής της έλλειψης ευρείας δημοσιότητας. Το πρόβλημα παρουσιάζει εγγενή ελαττώματα. Είναι δύσκολα διαχειρίσιμο και απρόσφορο για λαϊκή κατανάλωση. Αφενός ο φορέας και η διαδικασία με την οποία το θέτει, καθιστά εκ των πραγμάτων αρμόδιο τον εισαγγελέα και τις διοικητικές αρχές και όχι τον Τριανταφυλόπουλο, για να επιληφθεί του θέματος. Αφετέρου το περιεχόμενο περιγράφει ζητήματα καθημερινότητας, ιστορίες της «διπλανής πόρτας», γεγονότα που κατά κόρο αναφέρονται και συζητούνται ιδιωτικώς και συχνά συνοδεύουν φιλικές νουθεσίες, ως παραδείγματα -υποδείξεις τρόπων διεκπεραίωσης συναλλαγών και αποτελεσματικής προώθησης υποθέσεων με το Δημόσιο.
Αυτά βέβαια σχολιάζονται ιδιωτικώς συνήθως και πίσω από την πόρτα...
Ωστόσο δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως πρόκειται για μια σπάνια δημόσια ομολογία-αυτοκριτική, μια πρωτόγνωρη θεσμική διαδικασία, όπου το δημόσιο αποκαλύπτει, καταγγέλλει και παραπέμπει στη δικαιοσύνη τον... εαυτό του.
Χωρίς να πάσχω από καμιά θεσμολαγνία, ή να τρέφω μεγάλες λεγκαλιστικές αυταπάτες,(αν και χωρίς μια ισορροπημένη δόση λεγκαλισμού δεν βλέπω πως μπορεί να δοθεί στις μέρες μας, η μάχη της δημοκρατίας και της κοινωνικής χειραφέτησης), θεωρώ πως και μόνο αυτό το γεγονός συνιστά την καταλληλότερη αφορμή για τη διεξαγωγή ενός δημόσιου διαλόγου, περί αυτή την πλευρά των κρατικών μηχανισμών, μια πρόσφορη αφετηρία για την εκ νέου διεκδίκηση εξυγίανσης-εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης.
Δεν προσφέρεται ο χώρος και ο χρόνος για μια ευρύτερη αναφορά, ωστόσο ορισμένες σκέψεις για μια προσεχή συζήτηση, μπορεί να γίνουν.
Ολίγα στα σοβαρά
Ιστορικοί, κυρίως, λόγοι, συνέτειναν ώστε η καπιταλιστική ανάπτυξη στη νεότερη Έλλάδα να έχει ως βασικό εμβρυουλκό και καταλύτη το κράτος και τους μηχανισμούς του. Σε αντίθεση με ότι συνέβαινε σε άλλες δυτικές χώρες, το νεοελληνικό κράτος δεν παρέμεινε μόνο στο ρόλο του οργάνου εξασφάλισης της (αστικής) ταξικής κυριαρχίας και δεν αρκούνταν, από κει και πέρα, σ’ έναν ρόλο ρυθμιστικό- διαιτητικό στη διαδικασία συσσώρευσης.
Σχεδόν από γεννέσεώς του, το νεοελληνικό κράτος, υπήρξε και οργανωτής, καθοδηγητής, επενδυτής, διαχειριστής και ελεγκτής, στη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτός ο «κρατισμός» συνέτεινε στον (πέραν των εκάστοτε αναγκών που δικαιολογούσε η φάση ανάπτυξης σ’ όλη αυτή την ιστορική διαδρομή) υπέρμετρο υδροκεφαλισμό και τη διόγκωση του κράτους, στη διαρκή ανάγκη στενότατων δεσμών όλων των τύπων (πρώτου, δεύτερου, τρίτου ή όποιου βολικού συνδυασμού τους) μεταξύ οικονομίας και πολιτικής.
Συνακόλουθα το πελατειακό πολιτικό σύστημα απετέλεσε τον πλέον πρόσφορο μηχανισμό εξασφάλισης της απαραίτητης νομιμοποίησης και συναίνεσης, υπήρξε μόνιμη πολιτική σταθερά σ’ όλες τις περιόδους της ομαλής (κοινοβουλευτικής) αυτής πορείας. Για τις ανώμαλες περιόδους αυτής της ιστορικής διαδρομής δεν ετίθετο καν θέμα, αφού οι εκάστοτε λόγοι εθνικής επιβίωσης, η ανάγκη προστασίας από τις επιβουλές εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών, παρείχαν επαρκή νομιμοποιητική βάση για τις -από πλευράς κράτους- πλέον μεροληπτικές, , επιλεκτικές, δηλαδή ταξικές, επιλογές και διακρίσεις.
Η δημόσια διοίκηση, ως βασικός κρατικός μηχανισμός, έπρεπε να είναι στενά εξαρτημένη, ( και υπήρξε πάντα, μέχρις ασφυξίας θα έλεγα) από την πολιτική εξουσία. Πολύ περισσότερο εξαρτημένη, επίσης, απ’ ότι σε άλλα δυτικά κράτη, αφού εδώ κατά καιρούς διαχειρίστηκε, επί πλέον, τα εξωτερικά δάνεια, τις «βοήθειες ανασυγκρότησης», τα μεσογειακά προγράμματα, τις κοινοτικές επιδοτήσεις, τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης.
Ο έλεγχος αυτού του μηχανισμού παρείχε στον εκάστοτε διαχειριστή του ένα πολύ ισχυρό όπλο για την άσκηση αλλά και την αναπαραγωγή της εξουσίας του, ενώ συνάμα οι άμεσες ή έμμεσες οικονομικές δοσοληψίες με το δημόσιο και τη διαχείριση των κονδυλίων του των εκάστοτε «ημετέρων», απετέλεσαν πάντα σημαντική πηγή πλουτισμού και κατασκευής «τζακιών».
Χρωματικές κρατικές παραλλαγές: μαύρο, μπλέ, πράσινο
Σ’ αυτή τη βάση, όταν οι δοσίλογοι της κατοχής απετέλεσαν τη βασική μαγιά του κράτους της μετεμφυλιακής ανασυγκρότησης, η δημόσια διοίκηση «ανασυγκροτήθηκε» με τη σειρά της εκ βάθρων, αποκαθάρθηκε από τα κάθε είδους μιάσματα, και θεσπίστηκε η εθνικοφροσύνη και το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, ως τα εκ των ών ουκ άνευ κριτήρια, πρόσληψης, ή της όποιας δοσοληψίας με το δημόσιο.
Έτσι φτιάχτηκε το κράτος της Δεξιάς.
Οι ανάγκες περαιτέρω ανάπτυξης αυτού του (νεοελληνικού) ρόλου του κράτους, οι μεγάλοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης και η αναπόφευκτη, στα πλαίσια μιας γενικότερης παγκόσμιας τάσης, διεύρυνση και εμπλουτισμός του με χαρακτηριστικά κοινωνικού κράτους, επέφεραν την υπέρμετρη και με εκρηκτικούς ρυθμούς διόγκωση του αριθμού των υπαλλήλων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Η περίοδος συμπίπτει με τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ήταν η περίοδος της «σοσιαλμανίας», υπό ακραιφνή νεοδεξιά- νεοδημοκρατική- καθοδήγηση.
Είναι προφανές πως η διαδικασία επιλογής του νέου προσωπικού, με βάση τα συνήθη ως τότε και «ασφαλή» κριτήρια της εθνικοφροσύνης και των κοινωνικών φρονημάτων, ήταν πλέον ανώφελη, ανέφικτη, αλλά και πολιτικά μη επιθυμητή, στο νέο μεταπολιτευτικό πολιτικό πλαίσιο.
Νέες τεχνικές δημοσίας διοικήσεως
Ωστόσο η ανάγκη του ασφυκτικού πολιτικού ελέγχου παρέμενε και αυξάνονταν, δεδομένου μάλιστα του μεγαλύτερου βάρους της δημόσιας διοίκησης στις νέες συνθήκες.
Απάντηση στο πρόβλημα απετέλεσε μια σύνθετη τακτική ενσωμάτωσης και ελέγχου, ο προσεταιρισμός ως στρώματος, πλέον, των κρατικών υπαλλήλων, ταυτόχρονα με έναν ασφυκτικό έλεγχο και μια σχετικοποίηση της εξουσίας που απέρρεε από το αξίωμά τους.
Ο προσεταιρισμός πραγματοποιήθηκε με παραχωρήσεις μισθολογικών, ασφαλιστικών κλπ, αλλά και θεσμικών προνομίων, ταυτόχρονα με τον «κουτσογιωργικής» εμπνεύσεως και εκτελέσεως αποκεφαλισμό της ανώτερης και ανώτατης κρατικής υπαλληλίας, δηλαδή των «στρατηγών» και βασικών «επιτελών» του κράτους της δεξιάς.
Ορισμένα παραδείγματα επί των νέων ρυθμίσεων, (ή επί διατάξεων που προϋπήρχαν και των οποίων, επί ΠΑΣΟΚ, γενικεύτηκε η εφαρμογή) ίσως άξιζαν αναφοράς.
Πρώτον, κάποιες θεσμικές ρυθμίσεις, που σε πρώτη ανάγνωση στόχευαν είτε στον περιορισμό της εξουσίας της γραφειοκρατίας και επομένως της ασυδοσίας, είτε στην υπέρβαση της αδράνειας της γραφειοκρατίας.
Οι «συναρμοδιότητες» μεταξύ δημοσίων φορέων, και η εμπλοκή πολλών βαθμίδων ιεραρχίας περί ένα θέμα, αντί να περιορίσουν την κρατική αυθαιρεσία, λειτούργησαν ως λίπασμα και τροφή για να θεριέψει το «τέρας» της γραφειοκρατίας, να διαχυθεί και τελικώς να χαθεί η έννοια της ατομικής ευθύνης. Αυτός ο ιδιότυπος «εκδημοκρατισμός», αυτή η «κοινωνικοποίηση» της εξουσίας της δημόσιας διοίκησης, ήγειρε με τη σειρά του τα «δημοκρατικά αιτήματα» της ισοτιμίας και αυτονομίας της κάθε επί μέρους εξουσίας να την αναγνωριστούν και αποδοθούν τα «δικαιώματά» της.
Η περίφημη «υπεύθυνη δήλωση περί ατομικής ευθύνης του πολίτη» (είχε ψηφιστεί επί χούντας) για την επιτάχυνση των διαδικασιών συναλλαγών με το δημόσιο και την παράκαψη της γραφειοκρατίας Ωστόσο γενικεύτηκε η χρήση της και έδωσε άλλον «αέρα» στο δημόσιο, όταν έγινε κοινή συνείδηση πως ισοδυναμεί με ex oficio απαλλαγή του δημοσίου υπαλλήλου από κάθε ευθύνη εφαρμογής του νόμου, αφού, δι’ αυτού ακριβώς του νόμου, μετατίθεται η ευθύνη της αλήθειας και της νομιμότητας των όποιων συναλλακτικών με το δημόσιο πράξεων στον πολίτη. Κατόπιν τούτου ο δημόσιος υπάλληλος, apriori και εσαεί αθώος δια πάσα σχετική πράξη του, μπορούσε ν’ ασχοληθεί απερίσπαστος με το έργο του..
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε σωρεία τέτοιων παραδειγμάτων όπως την πολυνομία , τη λερναία ύδρα των προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων , την ανθούσα βιομηχανία τροπολογιών, το υπερβατικό τερατούργημα των εγκυκλίων...
Καθοριστικότερη από πλευράς αποτελέσματος και μετέπειτα επιπτώσεων στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, υπήρξε η αναγνώριση από τον τότε πρωθυπουργό της χώρας ( Α Παπανδρέου) του δικαιώματος να μπορούν να κάνουν οι κρατικοί λειτουργοί λελογισμένης αξίας «δωράκια» στον εαυτό τους, κατά τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Η φράση αυτή λειτούργησε ως άτυπη μεν, με ισχύ εθιμικού δικαίου δε, ρύθμιση στην κατεύθυνση της «κοινωνικοποίησης» -κοινωνικοποίηση της «μίζας» εν προκειμένω, Απετέλεσε δε σημείο αφετηρίας-σταθμό για διεύρυνση του «ρόλου» της δημόσιας διοίκησης και ένα νέο «περιεχόμενο» στο αξίωμα του κρατικού λειτουργού. Από τότε αναπτύσσονται και πληθαίνουν οι νέοι «θεσμοί» των κομματικών και ιδιωτικών «ταμείων», θεωρείται ο μηχανισμός της διοίκησης ως «μαγαζί» του κάθε διευθυντή ή διοικητή του, εκλαμβάνεται το κάθε κρατικό αξίωμα ως δικαίωμα και ευκαιρία «επιχειρείν».
Αν οι προηγηθείσες αναφορές αποτελούν παραδείγματα αυτού που λέμε «καρότο» για τον προσεταιρισμό της δημόσιας διοίκησης, αυτές δεν θα’ χαν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα χωρίς να υπάρχει και το «μαστίγιο», ο ασφυκτικότερος έλεγχος από πλευράς πολιτικής εξουσίας. Παραθέτουμε συνοπτικά παραδείγματα σχετικών πολιτικών, λειτουργικών και θεσμικών ρυθμίσεων, χωρίς απαιτήσεις πληρότητας ή αξιολογικής καταγραφής τους.
Αναφέραμε ήδη τη μείζονα πολιτική ρύθμιση του Κουτσόγιωργα, που παρέδωσε ακέφαλο-άρα υποτάξιμο και αξιοποιήσιμο υπό νέα, πράσινη, διεύθυνση- το μηχανισμό που δομήθηκε επί δεξιάς.
Λειτουργική ρύθμιση ελέγχου και σχετικοποίησης της δημοσιοϋπαλληλικής εξουσίας απετέλεσαν οι πολλαπλές, ως επί το πλείστον άτυπες επιτροπές, προερχόμενες από τα φυτώρια του πρασινοφρουρισμού, που άνθισαν ξαφνικά και πλαισίωσαν τις νέες διοικήσεις.
Σημαντικότερες όμως υπήρξαν οι σχετικές θεσμικές ρυθμίσεις. Η θέσπιση του θεσμού των «συμβούλων» των υπουργών, διοικητών οργανισμών κλπ., νομιμοποίησε και μονιμοποίησε ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς «θεσμικής ανομίας» Οι σύμβουλοι, (των οποίων ο αριθμός αυξάνεται και πληθύνεται και κατεκυριεύσατο το κράτος και σήμερα, παρόλο που η ΝΔ κατήγγειλε το θεσμό όσο ήταν στην αντιπολίτευση), συνιστά θεσμοθετημένο ανευθυνοϋπεύθυνο κρατικό λειτουργό πολλαπλών ρόλων, μπαλαντέρ στη χαρτοπαικτική ορολογία, αναλόγως των εκάστοτε αναγκών: κομματικός γκαουλάιτερ-τα πρώτα χρόνια της πασοκοκρατίας-, βεληγκέκας της κεντρικής εξουσίας, ή μπαρμπαγιώργος του τοπικού «καραγκιόζη» που παριστάνει την εξουσία, τσοπάνος για τη διασφάλιση της συναίνεσης ή της σιωπής των απείθαρχων υπαλλήλων-αμνών, το άτυπο alter ego του εκεί -όπου της κρατικής διοικήσεως- θεσμικού επικεφαλής, ή το παιδί για τις «βρώμικες δουλειές»...
Ρύθμιση με σαφέστερα χαρακτηριστικά αντιλήψεων καθυποταγής της κρατικής διοίκησης στην πολιτική εξουσία, συνιστά ο (παλαιόθεν ισχύων) διορισμός των γενικών γραμματέων υπουργείων και περιφερειών από την κυβέρνηση (σ.σ. ο γενικός γραμματέας είναι ο κατά νόμον επί κεφαλής της σχετικής κρατικής υπαλληλίας ), αλλά και η θέσπιση πληθώρας πολιτικών θέσεων ειδικών γραμματέων, αναλόγων αρμοδιοτήτων.
Κορπορατισμός, συντεχνιασμός, λαϊκισμός
Η στενή και μακρά σχέση, το πολύχρονο σφιχταγκάλιασμα πολιτικής εξουσίας και κρατικών μηχανισμών, η διαρκής ιδιοτέλεια που διέκρινε ο καθένας στη συμπεριφορά και τις πράξεις του άμεσα ορατού, του «καθημερινού», προσώπου της εξουσίας, που συνιστά η δημόσια διοίκηση, συνέβαλαν στην ανάπτυξη του κορπορατισμού, της ιδεολογίας της «πάρτης» μας ή καλύτερα της «πάρτης» μου, ως βασικού μηχανισμού όχι μόνον επιβίωσης, αλλά και κοινωνικής ανέλιξης, δεδομένου του υπέρμετρα μεγάλου βάρους του κράτους στην κοινωνικοοικονομική μας ζωή.
Ανάλογοι λόγοι, καλλιέργησαν μεταξύ των κοινωνικών ομάδων το συντεχνιασμό και τον ανήγαγαν, δυστυχώς, στο απόλυτο κριτήριο πολιτεύεσθαι κοινωνικών στρωμάτων, τάξεων, κομμάτων , τον δε εργατοπατερισμό σε σίγουρη συνταγή πολιτικής καριέρας ή πλουτισμού.
Ο λαϊκισμός, η συναφής του κορπορατισμού και του συντεχνιασμού πρακτική ιδεολογία στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, δεν συνιστά μόνο την τροφή, το λίπασμα και τον καταλύτη τους, αλλά συνθέτει μαζί τους ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύνολο.και διαμορφώνει μια υπερβατική σχέση , που αλλοιώνει βασικά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών σχέσεων. Φτιάχνει μια σχέση έρωτα και μίσους του νεοέλληνα πολίτη με το κράτος,., επηρεάζει σημαντικά από τις ατομικές πολιτικές συμπεριφορές ώς τις αποφάσεις κυβέρνησης και δημόσιας διοίκησης, διαμορφώνει ακόμα τους στόχους πολιτικών και κοινωνικών αγώνων.
Μικρό επιμύθιο
Με τον καιρό διαμορφώθηκε μια δυναμική ισορροπία, μια σχέση συνύπαρξης, πολιτικής εξουσίας και δημόσιας διοίκησης.
Η πολιτική εξουσία ελέγχει και εξουσιάζει τη διοίκηση, ώς εκεί που εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή της. Η τελευταία εκτελεί από τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της, εκείνα μόνο που εξασφαλίζουν αυτή την αναπαραγωγή και δεν πράττει τίποτε άλλο, ακριβώς για να μην διαταράξει την διαμορφούμενη ισορροπία... Σε αντάλλαγμα της παρέχεται το δικαίωμα να ασχολείται με «αλλότρια», όσο δεν θίγουν την πολιτική εξουσία και τη μεταξύ τους σχέση, γιατί κάπως πρέπει και αυτή να «ανταμειφθεί» για το δύσκολο και σύνθετο έργο που επιτελεί.
Η κατάσταση «βολεύει» όσους ολιγαρκείς ή επιδερμικά συναλλασσόμενους με το δημόσιο, έχουν μάθει να... σέβονται αυτή τη σχέση. Κυρίως όμως εξυπηρετεί και επιφυλάσσει λαμπρό παρόν και μέλλον σ’ όσους έχουν μάθει να δολιχοδρομούν και να ελίσσονται στα πολλά επίπεδα «διαπλοκής» αυτής της σχέσης.
Όλο το σκηνικό μοιάζει δίκαιο και δημοκρατικό, μέσα στα πλαίσια των καλών συναλλακτικών σχέσεων και κυρίως έχει απήχηση στον κόσμο.
Γιατί άραγε το κράτος ,τα ΜΜΕ, η κοινωνία να δώσει βάση και συνέχεια , σήμερα, σ’ όσα μια δράκα αχάριστων κρατικών υπαλλήλων, που το κράτος τους έδωσε οφίτσια και εξουσία , τους έκανε Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης και αυτοί το καταγγέλλουν ;
Ολίγα για την έκθεση
Εταιρείες του δημοσίου και δημόσιοι οργανισμοί (Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ, Οργανισμός Ασφάλισης και Περίθαλψης Δημοσίου-ΟΠΑΔ, Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσηλευτικών Μονάδων-ΔΕΠΑΝΟΜ, ασφαλιστικά ταμεία (Ταμείο Νομικών, Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων-ΤΣΜΕΔΕ , ερευνητικά κέντρα (Δημόκριτος) , φορείς και οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης (Περιφέρειες, Νομαρχίες, Δήμοι, Κοινότητες και Δημοτικές Επιχειρήσεις, Πολεοδομίες (πολλές Πολεοδομίες, 23 τον αριθμό από τις 35 που ελέγχθηκαν), φιγουράρουν σ’ αυτό τον κατάλογο.
Οι περιγραφόμενες πράξεις αποκαλύπτουν μιαν εντελώς διαφορετική εικόνα δημόσιας διοίκησης, απ’ αυτήν που έχουμε όλοι συνηθίσει ν’ αντικρύζουμε στις συναλλαγές μας με το δημόσιο. Το αντίθετο της τυπικής εικόνας, μιας υπνώτουσας, εν ληθάργω, δημόσιας διοίκησης, όταν (δεν) ασκεί τον επίσημο θεσμικό της ρόλο. Σωρεία παρανόμων συμβάσεων αναθέσεων έργων και προμηθειών, πάμπολες πολεοδομικές παραβάσεις, παράνομες χορηγήσεις επιδοτήσεων, εγγυητικών, δανείων, νοσηλειών , φαρμάκων, αδικαιολόγητες ή υπέρογκες δαπάνες, σπατάλη, καταχρήσεις και εν γένει κακή διαχείριση δημοσίου χρήματος και δημόσιας περιουσίας αναφέρονται ως εξακριβωμένα αδικήματα παραπεμφθέντα δια τα περαιτέρω.
Όλοι οι ελεγχθέντες φορείς παρουσιάζουν σ’ αυτούς τους τομείς δραστηριότητάς τους, έντονη κινητικότητα, μεγάλη εργατικότητα, μαζική και ενεργό συμμετοχή στελεχών και υπαλλήλων τους. Επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα μεθόδων και μέσων δράσης, υψηλή παραγωγικότητα και επιτυγχάνουν θαυμάσια αποτελέσματα ως προς τους «δις...πρόσιτους» στόχους που θέτουν, δηλαδή του λαδώματος, της προμήθειας, του «κολόκουρου», της μίζας, της κομπίνας και της αρπαχτής (κυρίως αυτής) , για τους οποίους έδειξαν να ενδιαφέρονται και ν’ αγωνίζονται.
Ο αριθμός, το εύρος και το οικονομικό και ποινικό μέγεθος των περιγραφομένων φαινομένων, δείχνει εμμέσως πλην σαφώς πως σ’ αυτό το πεδίο επιτυγχάνονται επίσης σημαντικά αποτελέσματα ως προς την ευκταία, αλλά ανέφικτη, στους πλείστους τομείς της δημόσιας ζωής, προσέγγιση κράτους-πολίτη και την εν γένει συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Μοιάζει σ’ αυτό το θέμα, κράτος και κοινωνία, να παραμερίζουν καχυποψίες και αλληλοϋποβλέψεις, να απαρνούνται την υποκρισία , να απαλλάσσονται από ενοχές, να αίρονται πάνω από μιζέριες, να εξοικειώνονται εύκολα, να συμπεριφέρονται με άνεση, να συντονίζονται αρμονικά και συγχρωτίζονται ταιριαστά, να συναλλάσσονται με προθυμία και καλή πίστη,. Πολίτες και υπαλληλία, κινούνται, εκεί, λες και βρίσκονται στο στοιχείο τους , σαν το ψάρι στο νερό. Κι όλοι γνωρίζουμε πως αυτή η ώσμωση κρατικής νομενκλατούρας και κοινωνίας των πολιτών είναι προϋπόθεση και συνάμα εγγύηση για την όποια ... πρόοδο.
Και ολίγα για όσα δεν πιάνει η έκθεση
Φαίνεται μάλιστα πως η εικόνα αυτή, αν και αυθεντική ως προς την προέλευσή της και εναργής στην περιγραφή της, αδικεί κατά πολύ την πραγματικότητα, σμικρύνοντας τις διαστάσεις και περιορίζοντας το βάρος που έχει το ζήτημα αυτό στο σήμερα και το αυριο της ελληνικής κοινωνικοπολιτικής ζωής.
Η έκθεση συντάσσεται και δημοσιοποιείται από μια σχετικά πρόσφατα ιδρυθείσα και υποτυπωδώς στελεχωμένη δημόσια υπηρεσία, (αφού το κράτος δεν τη στελέχωσε επαρκώς και κυρίως δεν θέλησε να δώσει στο υπόψη Σώμα ούτε καν τη σχετική ανεξαρτησία και το θεσμικό κύρος μιας Ανεξάρτητης Αρχής, αλλά τη θέσπισε ως δική του υπηρεσία, δέσμια των πολιτικών επιδράσεων και σκοπιμοτήτων στις οποίες υπόκειται κάθε τομέας του δημοσίου).
Η έκθεση αφορά μικρό και σχετικά περιθωριακό, ως προς τον αριθμό των συναλλασσομένων και το μέγεθος της διαχειριζόμενης κρατικής περιουσίας, ή του διακινούμενου χρήματος, τμήμα του δημόσιου τομέα. Απουσιάζουν οι ...εθνικοί πρωταθλητές αυτού του σπορ, οι εφορίες και τα τελωνεία, οι μεγάλοι δημόσιοι και ημιδημόσιοι οργανισμοί, το ΙΚΑ, ο ΟΓΑ και οι άλλοι μεγάλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί, τα υπουργεία και οι υπηρεσίες που διαχειρίζονται δημόσια έργα, κρατικές προμήθειες, καύσιμα, επιχορηγήσεις ιδιωτικών επενδύσεων, ακτοπλοία και εν γένει ναυτιλιακές δραστηριότητες, αγροτικές επιδοτήσεις, προγράμματα (δήθεν) κατάρτισης και ενίσχυσης των ανέργων, αθλητικές επιχορηγήσεις. Λείπουν και άλλοι παρόμοιων χαρακτηριστικών δημόσιοι φορείς, ων ουκ έστιν αριθμός.
Απουσιάζουν επίσης από τη λίστα εθνικά «ευαίσθητοι» τομείς, που διαχειρίζονται πολύ σημαντικά κονδύλια του δημοσίου χρήματος και όπου η επίκληση εθνικών λόγων, ισοδυναμεί με (σχεδόν) θεσμική αποδοχή μιας ανεξέλεγκτης διαχειριστικής αδιαφάνειας, λειτουργεί ως γενικό άλλοθι και διαρκές απαλλακτικό ευθυνών των εκάστοτε διαχειριστών. Δεν ελέγχθηκαν και δεν γίνεται καμιά αναφορά σε υπουργεία και υπηρεσίες περί την εθνική άμυνα, τα σώματα ασφαλείας, το υπουργείο εξωτερικών, το διπλωματικό σώμα, τα γραφεία τύπου και τις κάθε είδους υπηρεσίες αντι(και)κατασκοπείας, «υποδοχής» παλινοστούντων ομογενών κλπ.
Η εύγλωτη σιωπή των ΜΜΕ της σκανδαλολογίας
Η δημοσιότητα και το βάρος που δόθηκε από πλευράς εφημερίδων και λοιπών ΜΜΕ στην εν λόγω ανακοίνωση υπήρξε δυσανάλογα μικρή προς τη σοβαρότητα, το μέγεθος, την έκταση των αποκαλύψεων, αλλά και το θεσμικό βάρος του φορέα της αποκάλυψης. Με μια μικρή αναφορά στην πρώτη σελίδα, ορισμένα τρίστηλα στις μέσα σελίδες και κάποια «σχόλια του εκδότη» σε ορισμένες εφημερίδες, μόνο την ημέρα έκδοσης της σχετικής ανακοίνωσης, εξαντλήθηκε το θέμα στο γραπτό τύπο. Σε μικρούς σχολιασμούς αρκέστηκαν τα ραδιόφωνα.
Καμία είδηση ή άλλη αναφορά, ρεπορτάζ ή σχετικό talk-show δεν παρουσιάστηκε στην τηλεόραση, αν και σχεδόν όλοι οι ιδιωτικοί σταθμοί διαθέτουν πληθώρα δαιμόνιων ρεπόρτερς ή «έγκυρων» σχολιαστών σε ρόλο Ζορό, Ρομπέν των Δασών, Αδιάφθορων ή Σούπερμαν, αν και οι περισσότερες τηλεοράσεις μεταδίδουν σε μόνιμη βάση, ως σίριαλ, για να μην πούμε πως οργανώνουν το «κοινωνικοπολιτικό» πρόγραμμά τους με κύριο άξονα, εκπομπές «αποκαλύψεων», «καταγγελιών σκανδάλων» ή τηλεδικών, ή έχουν μετατρέψει ακόμη και τα δελτία ειδήσεων σε έναν νέο ιδιότυπο θεσμό «τηλεαυτοφώρου».
Τα ΜΜΕ, λοιπόν, δεν βρήκαν λέξη να πουν επί του θέματος, ο Τύπος το αντιπαρήλθε, τα κόμματα και οι θεσμοθετημένοι ή άτυποι φορείς της «κοινωνίας των πολιτών» ελάχιστα ασχολήθηκαν μαζί του. Περίεργο για έναν τόπο που το σκάνδαλο και η σκανδαλολογία διανθίζουν μόνιμα την καθημερινότητά μας. Εδώ, όπου οι καταγγελίες «σκανδάλων» αποτελούν το συνηθέστερο δημόσιο προπέτασμα πίσω από το οποίο υποκρύπτονται και οργανώνονται οι εκάστοτε αλλαγές συσχετισμών και οι νέες συμμαχίες μεταξύ «διαπλεκομένων», εξυφαίνονται τα νέα ακόμα μεγαλύτερα σκάνδαλα. Εδώ, όπου οι εκστρατείες «κάθαρσης» συνιστούν στις μέρες μας τον πλέον αποτελεσματικό μηχανισμό εκμαίευσης κοινωνικής συναίνεσης ή απόσπασης ανοχής, ακόμη και υποκλοπής της λαϊκής ψήφου.
Υπάρχει και κοινωνική συναίνεση όμως...
Πολλές θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι αιτίες αυτής της μικρής επίδρασης και της περιθωριακής-περιφρονητικής αντιμετώπισης του θέματος, αν και εντάσσεται στη γενική-σκανδαλοθηρική- θεματική περί την οποία υποχρεώνεται συχνά από τα ΜΜΕ ή (και) αρέσκεται ν’ ασχολείται ο δημόσιος χώρος. Η διαφορετική θεματολογία, που (δήθεν) επιβάλλεται από τη συγκυρία, όπως και οι περιορισμένες και εντοπισμένες ως επί το πλείστον σε «λιανοπούλια», αναφορές της έκθεσης, (υπαρκτοί λόγοι και οι δύο) συνιστούν τους ασθενέστερους λόγους.
Προσωπικά πιστεύω πως ο τρόπος που τίθεται το ζήτημα, οι εμπλεκόμενοι, καθώς και το ίδιο το περιεχόμενο των περιγραφομένων πράξεων, συνιστούν τις κυριότερες αιτίες αυτής της έλλειψης ευρείας δημοσιότητας. Το πρόβλημα παρουσιάζει εγγενή ελαττώματα. Είναι δύσκολα διαχειρίσιμο και απρόσφορο για λαϊκή κατανάλωση. Αφενός ο φορέας και η διαδικασία με την οποία το θέτει, καθιστά εκ των πραγμάτων αρμόδιο τον εισαγγελέα και τις διοικητικές αρχές και όχι τον Τριανταφυλόπουλο, για να επιληφθεί του θέματος. Αφετέρου το περιεχόμενο περιγράφει ζητήματα καθημερινότητας, ιστορίες της «διπλανής πόρτας», γεγονότα που κατά κόρο αναφέρονται και συζητούνται ιδιωτικώς και συχνά συνοδεύουν φιλικές νουθεσίες, ως παραδείγματα -υποδείξεις τρόπων διεκπεραίωσης συναλλαγών και αποτελεσματικής προώθησης υποθέσεων με το Δημόσιο.
Αυτά βέβαια σχολιάζονται ιδιωτικώς συνήθως και πίσω από την πόρτα...
Ωστόσο δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως πρόκειται για μια σπάνια δημόσια ομολογία-αυτοκριτική, μια πρωτόγνωρη θεσμική διαδικασία, όπου το δημόσιο αποκαλύπτει, καταγγέλλει και παραπέμπει στη δικαιοσύνη τον... εαυτό του.
Χωρίς να πάσχω από καμιά θεσμολαγνία, ή να τρέφω μεγάλες λεγκαλιστικές αυταπάτες,(αν και χωρίς μια ισορροπημένη δόση λεγκαλισμού δεν βλέπω πως μπορεί να δοθεί στις μέρες μας, η μάχη της δημοκρατίας και της κοινωνικής χειραφέτησης), θεωρώ πως και μόνο αυτό το γεγονός συνιστά την καταλληλότερη αφορμή για τη διεξαγωγή ενός δημόσιου διαλόγου, περί αυτή την πλευρά των κρατικών μηχανισμών, μια πρόσφορη αφετηρία για την εκ νέου διεκδίκηση εξυγίανσης-εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης.
Δεν προσφέρεται ο χώρος και ο χρόνος για μια ευρύτερη αναφορά, ωστόσο ορισμένες σκέψεις για μια προσεχή συζήτηση, μπορεί να γίνουν.
Ολίγα στα σοβαρά
Ιστορικοί, κυρίως, λόγοι, συνέτειναν ώστε η καπιταλιστική ανάπτυξη στη νεότερη Έλλάδα να έχει ως βασικό εμβρυουλκό και καταλύτη το κράτος και τους μηχανισμούς του. Σε αντίθεση με ότι συνέβαινε σε άλλες δυτικές χώρες, το νεοελληνικό κράτος δεν παρέμεινε μόνο στο ρόλο του οργάνου εξασφάλισης της (αστικής) ταξικής κυριαρχίας και δεν αρκούνταν, από κει και πέρα, σ’ έναν ρόλο ρυθμιστικό- διαιτητικό στη διαδικασία συσσώρευσης.
Σχεδόν από γεννέσεώς του, το νεοελληνικό κράτος, υπήρξε και οργανωτής, καθοδηγητής, επενδυτής, διαχειριστής και ελεγκτής, στη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτός ο «κρατισμός» συνέτεινε στον (πέραν των εκάστοτε αναγκών που δικαιολογούσε η φάση ανάπτυξης σ’ όλη αυτή την ιστορική διαδρομή) υπέρμετρο υδροκεφαλισμό και τη διόγκωση του κράτους, στη διαρκή ανάγκη στενότατων δεσμών όλων των τύπων (πρώτου, δεύτερου, τρίτου ή όποιου βολικού συνδυασμού τους) μεταξύ οικονομίας και πολιτικής.
Συνακόλουθα το πελατειακό πολιτικό σύστημα απετέλεσε τον πλέον πρόσφορο μηχανισμό εξασφάλισης της απαραίτητης νομιμοποίησης και συναίνεσης, υπήρξε μόνιμη πολιτική σταθερά σ’ όλες τις περιόδους της ομαλής (κοινοβουλευτικής) αυτής πορείας. Για τις ανώμαλες περιόδους αυτής της ιστορικής διαδρομής δεν ετίθετο καν θέμα, αφού οι εκάστοτε λόγοι εθνικής επιβίωσης, η ανάγκη προστασίας από τις επιβουλές εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών, παρείχαν επαρκή νομιμοποιητική βάση για τις -από πλευράς κράτους- πλέον μεροληπτικές, , επιλεκτικές, δηλαδή ταξικές, επιλογές και διακρίσεις.
Η δημόσια διοίκηση, ως βασικός κρατικός μηχανισμός, έπρεπε να είναι στενά εξαρτημένη, ( και υπήρξε πάντα, μέχρις ασφυξίας θα έλεγα) από την πολιτική εξουσία. Πολύ περισσότερο εξαρτημένη, επίσης, απ’ ότι σε άλλα δυτικά κράτη, αφού εδώ κατά καιρούς διαχειρίστηκε, επί πλέον, τα εξωτερικά δάνεια, τις «βοήθειες ανασυγκρότησης», τα μεσογειακά προγράμματα, τις κοινοτικές επιδοτήσεις, τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης.
Ο έλεγχος αυτού του μηχανισμού παρείχε στον εκάστοτε διαχειριστή του ένα πολύ ισχυρό όπλο για την άσκηση αλλά και την αναπαραγωγή της εξουσίας του, ενώ συνάμα οι άμεσες ή έμμεσες οικονομικές δοσοληψίες με το δημόσιο και τη διαχείριση των κονδυλίων του των εκάστοτε «ημετέρων», απετέλεσαν πάντα σημαντική πηγή πλουτισμού και κατασκευής «τζακιών».
Χρωματικές κρατικές παραλλαγές: μαύρο, μπλέ, πράσινο
Σ’ αυτή τη βάση, όταν οι δοσίλογοι της κατοχής απετέλεσαν τη βασική μαγιά του κράτους της μετεμφυλιακής ανασυγκρότησης, η δημόσια διοίκηση «ανασυγκροτήθηκε» με τη σειρά της εκ βάθρων, αποκαθάρθηκε από τα κάθε είδους μιάσματα, και θεσπίστηκε η εθνικοφροσύνη και το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, ως τα εκ των ών ουκ άνευ κριτήρια, πρόσληψης, ή της όποιας δοσοληψίας με το δημόσιο.
Έτσι φτιάχτηκε το κράτος της Δεξιάς.
Οι ανάγκες περαιτέρω ανάπτυξης αυτού του (νεοελληνικού) ρόλου του κράτους, οι μεγάλοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης και η αναπόφευκτη, στα πλαίσια μιας γενικότερης παγκόσμιας τάσης, διεύρυνση και εμπλουτισμός του με χαρακτηριστικά κοινωνικού κράτους, επέφεραν την υπέρμετρη και με εκρηκτικούς ρυθμούς διόγκωση του αριθμού των υπαλλήλων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Η περίοδος συμπίπτει με τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ήταν η περίοδος της «σοσιαλμανίας», υπό ακραιφνή νεοδεξιά- νεοδημοκρατική- καθοδήγηση.
Είναι προφανές πως η διαδικασία επιλογής του νέου προσωπικού, με βάση τα συνήθη ως τότε και «ασφαλή» κριτήρια της εθνικοφροσύνης και των κοινωνικών φρονημάτων, ήταν πλέον ανώφελη, ανέφικτη, αλλά και πολιτικά μη επιθυμητή, στο νέο μεταπολιτευτικό πολιτικό πλαίσιο.
Νέες τεχνικές δημοσίας διοικήσεως
Ωστόσο η ανάγκη του ασφυκτικού πολιτικού ελέγχου παρέμενε και αυξάνονταν, δεδομένου μάλιστα του μεγαλύτερου βάρους της δημόσιας διοίκησης στις νέες συνθήκες.
Απάντηση στο πρόβλημα απετέλεσε μια σύνθετη τακτική ενσωμάτωσης και ελέγχου, ο προσεταιρισμός ως στρώματος, πλέον, των κρατικών υπαλλήλων, ταυτόχρονα με έναν ασφυκτικό έλεγχο και μια σχετικοποίηση της εξουσίας που απέρρεε από το αξίωμά τους.
Ο προσεταιρισμός πραγματοποιήθηκε με παραχωρήσεις μισθολογικών, ασφαλιστικών κλπ, αλλά και θεσμικών προνομίων, ταυτόχρονα με τον «κουτσογιωργικής» εμπνεύσεως και εκτελέσεως αποκεφαλισμό της ανώτερης και ανώτατης κρατικής υπαλληλίας, δηλαδή των «στρατηγών» και βασικών «επιτελών» του κράτους της δεξιάς.
Ορισμένα παραδείγματα επί των νέων ρυθμίσεων, (ή επί διατάξεων που προϋπήρχαν και των οποίων, επί ΠΑΣΟΚ, γενικεύτηκε η εφαρμογή) ίσως άξιζαν αναφοράς.
Πρώτον, κάποιες θεσμικές ρυθμίσεις, που σε πρώτη ανάγνωση στόχευαν είτε στον περιορισμό της εξουσίας της γραφειοκρατίας και επομένως της ασυδοσίας, είτε στην υπέρβαση της αδράνειας της γραφειοκρατίας.
Οι «συναρμοδιότητες» μεταξύ δημοσίων φορέων, και η εμπλοκή πολλών βαθμίδων ιεραρχίας περί ένα θέμα, αντί να περιορίσουν την κρατική αυθαιρεσία, λειτούργησαν ως λίπασμα και τροφή για να θεριέψει το «τέρας» της γραφειοκρατίας, να διαχυθεί και τελικώς να χαθεί η έννοια της ατομικής ευθύνης. Αυτός ο ιδιότυπος «εκδημοκρατισμός», αυτή η «κοινωνικοποίηση» της εξουσίας της δημόσιας διοίκησης, ήγειρε με τη σειρά του τα «δημοκρατικά αιτήματα» της ισοτιμίας και αυτονομίας της κάθε επί μέρους εξουσίας να την αναγνωριστούν και αποδοθούν τα «δικαιώματά» της.
Η περίφημη «υπεύθυνη δήλωση περί ατομικής ευθύνης του πολίτη» (είχε ψηφιστεί επί χούντας) για την επιτάχυνση των διαδικασιών συναλλαγών με το δημόσιο και την παράκαψη της γραφειοκρατίας Ωστόσο γενικεύτηκε η χρήση της και έδωσε άλλον «αέρα» στο δημόσιο, όταν έγινε κοινή συνείδηση πως ισοδυναμεί με ex oficio απαλλαγή του δημοσίου υπαλλήλου από κάθε ευθύνη εφαρμογής του νόμου, αφού, δι’ αυτού ακριβώς του νόμου, μετατίθεται η ευθύνη της αλήθειας και της νομιμότητας των όποιων συναλλακτικών με το δημόσιο πράξεων στον πολίτη. Κατόπιν τούτου ο δημόσιος υπάλληλος, apriori και εσαεί αθώος δια πάσα σχετική πράξη του, μπορούσε ν’ ασχοληθεί απερίσπαστος με το έργο του..
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε σωρεία τέτοιων παραδειγμάτων όπως την πολυνομία , τη λερναία ύδρα των προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων , την ανθούσα βιομηχανία τροπολογιών, το υπερβατικό τερατούργημα των εγκυκλίων...
Καθοριστικότερη από πλευράς αποτελέσματος και μετέπειτα επιπτώσεων στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, υπήρξε η αναγνώριση από τον τότε πρωθυπουργό της χώρας ( Α Παπανδρέου) του δικαιώματος να μπορούν να κάνουν οι κρατικοί λειτουργοί λελογισμένης αξίας «δωράκια» στον εαυτό τους, κατά τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Η φράση αυτή λειτούργησε ως άτυπη μεν, με ισχύ εθιμικού δικαίου δε, ρύθμιση στην κατεύθυνση της «κοινωνικοποίησης» -κοινωνικοποίηση της «μίζας» εν προκειμένω, Απετέλεσε δε σημείο αφετηρίας-σταθμό για διεύρυνση του «ρόλου» της δημόσιας διοίκησης και ένα νέο «περιεχόμενο» στο αξίωμα του κρατικού λειτουργού. Από τότε αναπτύσσονται και πληθαίνουν οι νέοι «θεσμοί» των κομματικών και ιδιωτικών «ταμείων», θεωρείται ο μηχανισμός της διοίκησης ως «μαγαζί» του κάθε διευθυντή ή διοικητή του, εκλαμβάνεται το κάθε κρατικό αξίωμα ως δικαίωμα και ευκαιρία «επιχειρείν».
Αν οι προηγηθείσες αναφορές αποτελούν παραδείγματα αυτού που λέμε «καρότο» για τον προσεταιρισμό της δημόσιας διοίκησης, αυτές δεν θα’ χαν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα χωρίς να υπάρχει και το «μαστίγιο», ο ασφυκτικότερος έλεγχος από πλευράς πολιτικής εξουσίας. Παραθέτουμε συνοπτικά παραδείγματα σχετικών πολιτικών, λειτουργικών και θεσμικών ρυθμίσεων, χωρίς απαιτήσεις πληρότητας ή αξιολογικής καταγραφής τους.
Αναφέραμε ήδη τη μείζονα πολιτική ρύθμιση του Κουτσόγιωργα, που παρέδωσε ακέφαλο-άρα υποτάξιμο και αξιοποιήσιμο υπό νέα, πράσινη, διεύθυνση- το μηχανισμό που δομήθηκε επί δεξιάς.
Λειτουργική ρύθμιση ελέγχου και σχετικοποίησης της δημοσιοϋπαλληλικής εξουσίας απετέλεσαν οι πολλαπλές, ως επί το πλείστον άτυπες επιτροπές, προερχόμενες από τα φυτώρια του πρασινοφρουρισμού, που άνθισαν ξαφνικά και πλαισίωσαν τις νέες διοικήσεις.
Σημαντικότερες όμως υπήρξαν οι σχετικές θεσμικές ρυθμίσεις. Η θέσπιση του θεσμού των «συμβούλων» των υπουργών, διοικητών οργανισμών κλπ., νομιμοποίησε και μονιμοποίησε ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς «θεσμικής ανομίας» Οι σύμβουλοι, (των οποίων ο αριθμός αυξάνεται και πληθύνεται και κατεκυριεύσατο το κράτος και σήμερα, παρόλο που η ΝΔ κατήγγειλε το θεσμό όσο ήταν στην αντιπολίτευση), συνιστά θεσμοθετημένο ανευθυνοϋπεύθυνο κρατικό λειτουργό πολλαπλών ρόλων, μπαλαντέρ στη χαρτοπαικτική ορολογία, αναλόγως των εκάστοτε αναγκών: κομματικός γκαουλάιτερ-τα πρώτα χρόνια της πασοκοκρατίας-, βεληγκέκας της κεντρικής εξουσίας, ή μπαρμπαγιώργος του τοπικού «καραγκιόζη» που παριστάνει την εξουσία, τσοπάνος για τη διασφάλιση της συναίνεσης ή της σιωπής των απείθαρχων υπαλλήλων-αμνών, το άτυπο alter ego του εκεί -όπου της κρατικής διοικήσεως- θεσμικού επικεφαλής, ή το παιδί για τις «βρώμικες δουλειές»...
Ρύθμιση με σαφέστερα χαρακτηριστικά αντιλήψεων καθυποταγής της κρατικής διοίκησης στην πολιτική εξουσία, συνιστά ο (παλαιόθεν ισχύων) διορισμός των γενικών γραμματέων υπουργείων και περιφερειών από την κυβέρνηση (σ.σ. ο γενικός γραμματέας είναι ο κατά νόμον επί κεφαλής της σχετικής κρατικής υπαλληλίας ), αλλά και η θέσπιση πληθώρας πολιτικών θέσεων ειδικών γραμματέων, αναλόγων αρμοδιοτήτων.
Κορπορατισμός, συντεχνιασμός, λαϊκισμός
Η στενή και μακρά σχέση, το πολύχρονο σφιχταγκάλιασμα πολιτικής εξουσίας και κρατικών μηχανισμών, η διαρκής ιδιοτέλεια που διέκρινε ο καθένας στη συμπεριφορά και τις πράξεις του άμεσα ορατού, του «καθημερινού», προσώπου της εξουσίας, που συνιστά η δημόσια διοίκηση, συνέβαλαν στην ανάπτυξη του κορπορατισμού, της ιδεολογίας της «πάρτης» μας ή καλύτερα της «πάρτης» μου, ως βασικού μηχανισμού όχι μόνον επιβίωσης, αλλά και κοινωνικής ανέλιξης, δεδομένου του υπέρμετρα μεγάλου βάρους του κράτους στην κοινωνικοοικονομική μας ζωή.
Ανάλογοι λόγοι, καλλιέργησαν μεταξύ των κοινωνικών ομάδων το συντεχνιασμό και τον ανήγαγαν, δυστυχώς, στο απόλυτο κριτήριο πολιτεύεσθαι κοινωνικών στρωμάτων, τάξεων, κομμάτων , τον δε εργατοπατερισμό σε σίγουρη συνταγή πολιτικής καριέρας ή πλουτισμού.
Ο λαϊκισμός, η συναφής του κορπορατισμού και του συντεχνιασμού πρακτική ιδεολογία στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, δεν συνιστά μόνο την τροφή, το λίπασμα και τον καταλύτη τους, αλλά συνθέτει μαζί τους ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύνολο.και διαμορφώνει μια υπερβατική σχέση , που αλλοιώνει βασικά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών σχέσεων. Φτιάχνει μια σχέση έρωτα και μίσους του νεοέλληνα πολίτη με το κράτος,., επηρεάζει σημαντικά από τις ατομικές πολιτικές συμπεριφορές ώς τις αποφάσεις κυβέρνησης και δημόσιας διοίκησης, διαμορφώνει ακόμα τους στόχους πολιτικών και κοινωνικών αγώνων.
Μικρό επιμύθιο
Με τον καιρό διαμορφώθηκε μια δυναμική ισορροπία, μια σχέση συνύπαρξης, πολιτικής εξουσίας και δημόσιας διοίκησης.
Η πολιτική εξουσία ελέγχει και εξουσιάζει τη διοίκηση, ώς εκεί που εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή της. Η τελευταία εκτελεί από τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της, εκείνα μόνο που εξασφαλίζουν αυτή την αναπαραγωγή και δεν πράττει τίποτε άλλο, ακριβώς για να μην διαταράξει την διαμορφούμενη ισορροπία... Σε αντάλλαγμα της παρέχεται το δικαίωμα να ασχολείται με «αλλότρια», όσο δεν θίγουν την πολιτική εξουσία και τη μεταξύ τους σχέση, γιατί κάπως πρέπει και αυτή να «ανταμειφθεί» για το δύσκολο και σύνθετο έργο που επιτελεί.
Η κατάσταση «βολεύει» όσους ολιγαρκείς ή επιδερμικά συναλλασσόμενους με το δημόσιο, έχουν μάθει να... σέβονται αυτή τη σχέση. Κυρίως όμως εξυπηρετεί και επιφυλάσσει λαμπρό παρόν και μέλλον σ’ όσους έχουν μάθει να δολιχοδρομούν και να ελίσσονται στα πολλά επίπεδα «διαπλοκής» αυτής της σχέσης.
Όλο το σκηνικό μοιάζει δίκαιο και δημοκρατικό, μέσα στα πλαίσια των καλών συναλλακτικών σχέσεων και κυρίως έχει απήχηση στον κόσμο.
Γιατί άραγε το κράτος ,τα ΜΜΕ, η κοινωνία να δώσει βάση και συνέχεια , σήμερα, σ’ όσα μια δράκα αχάριστων κρατικών υπαλλήλων, που το κράτος τους έδωσε οφίτσια και εξουσία , τους έκανε Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης και αυτοί το καταγγέλλουν ;