«Το μέλλον της εργασίας απαιτεί προγραμματικό συνδικαλισμό»
Αντώνης Ρουπακιώτης, Συνέντευξη στη Χ.Κοψίνη, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-04-29
Αποδυναμώνουν στην πράξη και στον τομέα των εργασιακών σχέσεων βασικά στοιχεία του κοινωνικού κράτους, πρόκειται δε για κεντρικού χαρακτήρα αποφάσεις της κυβέρνησης και ειδικότερα του κατ’ ουσίαν πολιτικού αλλά και προνομοθετικού κέντρου του Μαξίμου.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αιτιολόγηση το γιατί είναι κρίσιμη για την Αριστερά και τα συνδικάτα η άποψη του Αντώνη Ρουπακιώτη αυτή τη χρονική στιγμή. Ο εμβληματικός πρόεδρος, επί δυο θητείες, του ΔΣΑ, μάχιμος νομικός υπερασπιστής των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, γέννημα θρέμμα «των αριστερών δυνάμεων», ο άνθρωπος που βρέθηκε και στην άλλη όχθη της πολιτικής αντιπαράθεσης ως υπουργός Δικαιοσύνης και υπηρεσιακός υπουργός Εσωτερικών και Εργασίας την τελευταία ταραχώδη δεκαετία των μνημονίων, παίρνει θέση για τα μεγάλα θέματα.
• Δικαιολογούν οι έκτακτες συνθήκες της πανδημίας τη συνέχιση της νομοθετική διαδικασίας με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και με ρυθμούς fast truck, ανάλογους με αυτούς που βίωσε η ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια των μνημονίων;
Πιστεύω ότι όχι μόνο δεν δικαιολογείται η τακτική αυτή της κυβέρνησης αλλά, αντιθέτως, είναι φανερό ότι αυτή άδραξε την ευκαιρία και στις ειδικές κοινωνικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας του κορoνoϊού, «περνάει» από τη Βουλή ό,τι είχε σχεδιάσει ως κόμμα να αλλάξει προς συντηρητική κατεύθυνση, πριν αυτό αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Τις πιο πολλές φορές αξιοποιεί τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, με την προσχηματική επίκληση νομοθετικής κάλυψης έκτακτων αναγκών, ή την κανονική μεν διαδικασία, σε ασφυκτικά όμως ελάχιστο χρόνο, εξ εφόδου θα έλεγα, χωρίς ουσιαστικό διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και έγκαιρη ενημέρωση των πολιτών.
Ετσι η κυβέρνηση αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο το κύρος του Κοινοβουλίου σε μια εποχή μάλιστα που οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί έχουν χάσει σημαντικό μέρος της αξιοπιστίας τους προς την κοινωνία.
Τα παραδείγματα των από καιρού προετοιμασμένων από το κυβερνητικό κόμμα συντηρητικών παρεμβάσεων είναι πολλά, με ενδεικτική την αναφορά του νόμου για τους περιορισμούς των δημοσίων συναθροίσεων, τις αλλαγές προς την πλέον συντηρητική μορφή ρυθμίσεων για τη δημόσια εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία, τις ανατροπές στην εργατική νομοθεσία κ.ά.
• Ποια είναι η γνώμη σας για τη νομοθέτηση του ακαταδίωκτου της εθνικής επιτροπής προστασίας της δημόσιας υγείας, της επιτροπής αντιμετώπισης έκτακτων συμβάντων δημόσιας υγείας και της εθνικής επιτροπής εμβολιασμών;
Χωρίς κάποιος να είναι νομικός, γνωρίζει ότι δεν μπορεί καν να γίνεται λόγος για ποινική ευθύνη των μελών των επιστημονικών αυτών επιτροπών, εφόσον αυτά μόνον εισηγούνται και μάλιστα σε επιστημονικό πεδίο ανεξερεύνητο, με την παγκόσμια ερευνητική κοινότητα να αναζητεί τις αιτίες που προκαλούν τη θανατηφόρο νόσο, τα δομικά συστατικά της και τα φαρμακευτικά ή και άλλα μέτρα αντιμετώπισής της.
Απλούστατα η κυβέρνηση, θέλοντας να καλύψει τα κυβερνητικά ή πολιτικά στελέχη της, που έχουν αναλάβει αρμοδιότητες στον προγραμματισμό ενεργειών για την αντιμετώπιση της πανδημικής υγειονομικής κρίσης, από κάθε ενδεχόμενο ένδικης διεκδίκησης πολιτών, δεν δυσκολεύτηκε -διακηρύσσοντας κατά τα άλλα ανά πάσα στιγμή πίστη στους θεσμούς και τους συνταγματικούς κανόνες– να ιδρύσει ένα ιδιότυπο «καθεστώς ιδιαιτερότητας», παραβιάζοντας έτσι -πέραν των άλλων- τη συνταγματική αρχή της ισότητας ή ισονομίας μεταξύ των πολιτών και προκαλώντας το δημόσιο αίσθημα.
Με την ίδια άνεση προσφέρθηκε, εξάλλου, προστασία στα στελέχη τραπεζών, όσο και στο ΤΧΣ και υποθέτω ότι έχουν κατά περίπτωση σειρά και άλλοι. Γι’ αυτό συμμερίζομαι την επιστημονική άποψη του εκλεκτού πανεπιστημιακού Γ. Γεραπετρίτη, όπως τη διατύπωσε στη Βουλή τον Απρίλιο 2017, ότι δεν μπορεί να ισχύει το ακαταδίωκτο ακόμη και για βουλευτές και ότι πρέπει να τηρούνται «κανόνες κοινοβουλευτικής ηθικής».
• Δεδομένου ότι έχετε χειριστεί ως νομικός χιλιάδες -χωρίς υπερβολή- εργατικές υποθέσεις και λαμβάνοντας υπόψη τις διαρροές από τον ίδιο τον υπουργό Εργασίας, μεταξύ των οποίων και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική σύμβαση, πώς αποτιμάτε την επίπτωση του επικείμενου σχεδίου νόμου στις εργασιακές σχέσεις;
Νομοσχέδιο δεν υπάρχει. Στοιχεία που έγιναν γνωστά δεν αφήνουν αμφιβολία ότι επιχειρείται η ανατροπή θεσμοθετημένων-κατακτημένων ρυθμίσεων δεκαετιών, με ελαστικοποίηση του ωραρίου εργασίας (8ωρο), αύξηση των υπερωριών και μείωση αμοιβής τους, περιορισμό στην άσκηση του απεργιακού δικαιώματος και του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, με επιπλέον πρόβλεψη την απόλυση εργαζομένων χωρίς υποχρέωση επαναπρόσληψής τους, αν δικαιωθούν, κ.ά.
Ετσι, αποδυναμώνουν στην πράξη και στον τομέα των εργασιακών σχέσεων βασικά στοιχεία του κοινωνικού κράτους, πρόκειται δε για κεντρικού χαρακτήρα αποφάσεις της κυβέρνησης και ειδικότερα του κατ’ ουσίαν πολιτικού αλλά και προνομοθετικού κέντρου του Μαξίμου.
Εξάλλου, η κυβέρνηση αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας έσπευσε να καταργήσει θεσμοθετήσεις της προηγούμενης κυβέρνησης, όπως την ανάγκη συνδρομής βάσιμου λόγου για την εγκυρότητα καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, τις θετικές παρεμβάσεις στον Ν. 1876/1990 για τις Συλλογικές Συμβάσεις ή την ανάδειξη του ΣΕΠΕ ή την προστασία των εργολαβικών εργαζόμενων.
• Mπορούν οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα να ανακόψουν αυτή τη συνεχή αποδυνάμωση που παίρνει τη μορφή επικίνδυνης κατηφόρας;
Οσο αυτό είναι αναγκαίο τόσο δυσκολεύομαι να πω ότι οι εργαζόμενοι και το συνδικαλιστικό τους κίνημα έχουν, σήμερα τουλάχιστον, τη μαζικότητα, την αντίληψη ενότητας και τη μαχητικότητα για την αντιμετώπιση των κατά συρροήν ανατροπών στα δικαιώματά τους. Οι αιτίες πολλές και η ευθύνη πολλών.
Ετσι, μεταξύ άλλων και πριν από τη ραγδαία αλλαγή σε παγκόσμια σφαίρα των οικονομικών-κοινωνικών συνθηκών και τον άμεσο επηρεασμό της στη διαμόρφωση νέων συνθηκών εργασίας, ήταν άγνωστος στα συνδικάτα ο προγραμματικός συνδικαλισμός για το μέλλον της εργασίας και της ασφάλισης· εξαντλούνταν δε αυτά κατά κανόνα σε δράσεις για την αντιμετώπιση, ωφέλιμες κατά τα άλλα, επίκαιρων διαχειριστικών αναγκών. Μόνο τα τελευταία χρόνια, με τις έρευνες ινστιτούτων π.χ. ΙΝΕ - ΓΣΕΕ κ.ά., προβάλλεται, αδύναμος έστω, ο προγραμματικός συνδικαλιστικός λόγος.
Επιπλέον δεν έχει αποκτήσει ακόμη υπόσταση η ενότητα του κοινωνικού χώρου, που θεωρήθηκε μάλιστα από μέρος της παραδοσιακής Αριστεράς ως απολιτική. Αγνοείται, δηλαδή, ότι η συνδικαλιστική δράση από τη φύση της εδραιώνεται ως χώρος συνάντησης και ενότητας των πολλών, που τους συνδέουν οι ίδιες ανάγκες και προσδοκίες, σ’ αυτόν δε τον χώρο δοκιμάζονται οι πολιτικές επιλογές και αυτές χάνουν ή κερδίζουν.
Ακόμη και στις πιο δεινές κοινωνικές συνθήκες της εποχής μας, υπάρχουν δυνάμεις της Αριστεράς που αρνούνται την αναζήτηση της συνδικαλιστικής ενότητας στους εργασιακούς χώρους, και διασπασμένες οι οργανώσεις επιβεβαιώνουν απλώς την κομματική εξάρτησή τους, χωρίς τη δυνατότητα επίτευξης συγκλίσεων μεταξύ των παρατάξεων για αλλαγές, όπου οι νέες οικονομοτεχνικές συνθήκες καθιστούν μάλιστα αναγκαίες ως προς την οργάνωση των συνδικάτων (π.χ. μείωση ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων) θετικές τροποποιήσεις των Ν. 1264/1982 και 1876/1990 κ.ά.
Ετσι πολυδιασπασμένο το συνδικαλιστικό κίνημα, είναι ανήμπορο να αντιπαλέψει τις όποιες ανατροπές στα εργασιακά συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων –όπως αυτές φαίνονται και στο υπό κατάρτιση νομοσχέδιο.
Κατά τα άλλα, στις συνθήκες κομματικών εξαρτήσεων μακροημερεύουν και αναξιόπιστες ηγεσίες στις ανώτερες βαθμίδες των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
• Γιατί τα συνδικάτα δεν κατορθώνουν να κερδίσουν τους νέους και να χτίσουν τείχος προστασίας στα εργασιακά δικαιώματα;
Γιατί υπάρχει ομολογημένη κρίση στο σύστημα αντιπροσώπευσης, γενικότερα δε στη θεσμική οργάνωση της κοινωνίας και έτσι, οι πολίτες μένουν μουδιασμένοι και αμήχανοι ή δύσπιστοι στις όποιες αλλαγές επέρχονται στη ζωή τους, ειδικότερα δε οι νέοι άνθρωποι σε μεγάλο βαθμό δεν εμπνέονται και δεν πείθονται να συμμετάσχουν σε συλλογικές δράσεις απομαζικοποιημένων και χωρίς προγραμματική προοπτική οργανώσεων.
• Και η ευθύνη της Αριστεράς και των αριστερών πού βρίσκεται;
Θα προτιμούσα να λέγαμε για «αριστερές» παρά για «Αριστερά», στην οποία δεν συναιρούνται οι διαφορετικού προγραμματικού λόγου δυνάμεις της Αριστεράς. Ωστόσο αναφέρομαι ειδικότερα στο κόμμα της ανανεωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, το οποίο μέσα από τις πολλές δυσκολίες και αντιφάσεις για τη διαμόρφωση του ιδεολογικού στίγματος και της πολιτικής πλατφόρμας του, αλλά και της αγωνίας του να βγάλει την οικονομία της χώρας από τη μνημονιακή μέγγενη, δεν ανέδειξε έντονη την παρουσία του στον χώρο των συνδικάτων ή των επαγγελματικών οργανώσεων γενικότερα, παρ’ ότι έλαβε, τουλάχιστον μετά το 2018, σειρά πολύ σημαντικών μέτρων υποστήριξης των στόχων τους, όσο και μέτρων στον ευρύτερο κοινωνικό τομέα (υγεία, πρόνοια κ.α.)
Γι’ αυτό εκτιμώ ότι το κόμμα αυτό -θα ’λεγα δε και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς- οφείλει να αναδείξει την ευθύνη του, όχι μόνον στο Κοινοβούλιο και σε άλλα θεσμικά όργανα, για την παρεμπόδιση της κυβέρνησης στην άσκηση των αντικοινωνικών πολιτικών της, αλλά να στραφεί ανοιχτά προς την κοινωνία και εν προκειμένω στον χώρο της εργασίας και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, των ελεύθερων επαγγελματιών και του πολιτισμού, αναδεικνύοντας έτσι την ταυτότητά του ως κόμμα της Αριστεράς με βαθιές λαϊκές ρίζες, αλλά υπερασπιζόμενο την αυτονομία των οργανώσεων, τον αυτοπροσδιορισμό τους μέσα από αντιπαλότητες ή συμμαχίες και όχι με την αντίληψη της κηδεμόνευσης, την οποία θέλω να πιστεύω ότι αυτό έχει εγκαταλείψει.