Η πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης: Ισχυρή ανάπτυξη – Δίκαιη κοινωνία
Γιώργος Σταθάκης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-05-22
Το αναπτυξιακό ζήτημα είναι το μείζον πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Το εθνικό εισόδημα, οι μισθοί και τα εισοδήματα, έχουν μειωθεί σε προ εικοσαετίας επίπεδα. Η οικονομία παραμένει σχετικά «κλειστή», - με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές (μαζί με τον τουρισμό και τη ναυτιλία) να βρίσκονται στο 33% του ΑΕΠ (με μέσο όρο το 47% στην ΕΕ), έχει μικρό ρυθμό επενδύσεων γύρω στο 15% του ΑΕΠ (με μέσο όρο το 23% στην ΕΕ ) και απαράδεκτα υψηλή μόνιμη ανεργία.
Το αναπτυξιακό ζήτημα καλείται να αντιμετωπιστεί εν μέσω των ριζικών αλλαγών που θα επιφέρουν στην οικονομία η πράσινη μετάβαση, η ψηφιακή επανάσταση και η αυτοματοποίηση της παραγωγής.
Η απάντηση που δίνεται στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ότι η οικονομία πρέπει να ενισχύσει τους παραγωγικούς και τεχνολογικούς τομείς της οικονομίας και να αυξήσει σημαντικά την εγχώρια προστιθέμενη αξία. Η αγροτική οικονομία, η μεταποίηση, οι πράσινες τεχνολογίες, οι ψηφιακές τεχνολογίες, αποτελούν την απάντηση στο αναπτυξιακό ζήτημα. Η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, είναι συμβατή με την Πράσινη Μετάβαση. Για να συμβεί αυτό υπάρχουν τρία πεδία κρίσιμων πολιτικών.
α. Δημόσιες πολιτικές. Οπως ο ενεργειακός τομέας διαμορφώθηκε μέσω ενός εθνικού σχεδίου, το οποίο λέει με ποια βήματα και με ποιες πολιτικές θα επιτευχθεί αυτό σε βάθος δεκαετίας (ΑΠΕ, εξηλεκτρισμός μεταφορών, κατοικίες, κ.λπ.), έτσι και το παραγωγικό - τεχνολογικό σύστημα της οικονομίας απαιτεί σχέδιο και δραστικές παρεμβάσεις. Με μια λέξη απαιτείται σαφής αγροτική, βιομηχανική και τεχνολογική πολιτική.
β. Η χρηματοδότηση. Το Ταμείο, το ΕΣΠΑ, ο Αναπτυξιακός Νόμος δεν πρέπει να διέπονται από οριζόντια κριτήρια για τις επενδύσεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, (με το 80% των πόρων να επιδοτεί 5στερα ξενοδοχεία), αλλά πρέπει να είναι επιλεκτική και γενναιόδωρη απέναντι στο παραγωγικό-τεχνολογικό δίκτυο και στις υποδομές που αυτό χρειάζεται.
γ. Οι χρονίζουσες μεταρρυθμίσεις. Η έλλειψη κτηματολογίου, δασικών χαρτών, χρήσεων γης, διακριτών ζωνών τουριστικής, μεταποιητικής και αγροτικής ανάπτυξης, πολεοδομικών σχεδίων και ένα περίπλοκο φορολογικό σύστημα που οδηγεί το Δημόσιο και τις επιχειρήσεις σε ατέρμονες δικαστικές διαμάχες, μαζί με την υπερβολικά χρονοβόρα δικαιοσύνη, και αυτονόητες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση είναι οι προϋποθέσεις της τόνωσης των επενδύσεων.
Παράλληλα το Ταμείο καλείται να αντιμετωπίσει τις μεγάλες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Και αυτές αντιμετωπίζονται με τρεις τρόπους.
Ισχυρή εργασία με συλλογικές συμβάσεις και αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο διασφαλίζει ότι οι μισθοί αυξάνονται ανάλογα με την αύξηση του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας της εργασίας. Το φαινόμενο των οικονομιών που αναπτύσσονταν με «παγωμένους» μισθούς και τα οφέλη να συσσωρεύονται στο πάνω 5% του πληθυσμού με γενναίες ταυτόχρονα μειώσεις της «φορολογίας των πλουσίων», αποτελεί μία μελανή εμπειρία των νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων της περιόδου 1990-2020.
Ο δεύτερος τρόπος αποκλιμάκωσης των ανισοτήτων είναι η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, του δημόσιου καθολικού συστήματος παιδείας, υγείας, ασφάλισης, συντάξεων που διασφαλίζει την αναδιανομή, την κοινωνική συνοχή και τις ίσες ευκαιρίες.
Και η τρίτη τομή είναι η ανασυγκρότηση των περιφερειών και των τοπικών οικονομιών που πρέπει να συνοδευτεί από γενναία μέτρα διοικητικής αποκέντρωσης και μεταφοράς αρμοδιοτήτων σε περιφέρειες και δήμους. Η περιφερειακή κατανομή των πόρων είναι επιβεβλημένη.
Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση πρέπει να διαχέει «τα οφέλη της στην κοινωνία» και να «μη μένει κανείς πίσω». Συνεπώς προέχει να υπάρχει προτεραιοποίηση στην αυτοπαραγωγή ενέργειας (από νοικοκυριά, ενεργειακές κοινότητες και μμε επιχειρήσεις), στην καταπολέμηση της «ενεργειακής φτώχειας» και των «ψηφιακών αποκλεισμών». Η ανάπτυξη καλείται να είναι ισχυρή και ταυτόχρονα δίκαιη.