Ο Λάσετ, ο Ντράγκι και η δική μας δουλειά
Κώστας Καλλίτσης, Η Καθημερινή, Δημοσιευμένο: 2021-06-27
Τη Δευτέρα, ο διάδοχος της Αγκελα Μέρκελ στην ηγεσία των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών και εκ των διεκδικητών της γερμανικής καγκελαρίας στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, Αρμιν Λάσετ, μίλησε στους Financial Times με τη φωνή του Σόιμπλε: «Ναι» στην περαιτέρω ενοποίηση της Ευρώπης, αλλά «ναι» και στα κριτήρια του Μάαστριχτ (ποια χώρα, άραγε, τα πληροί σήμερα;..) και, το σοβαρότερο, «όχι» στην αμοιβαιοποίηση χρέους. Αυτή έγινε άπαξ, εκτάκτως, λόγω πανδημίας, δεν πρέπει να ξαναγίνει ποτέ – υποστήριξε. Την επομένη, την Τρίτη, του απάντησε ο Ιταλός πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι: Είμαι βέβαιος, είπε, ότι η επιτυχής υλοποίηση του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα έχει ως αποτέλεσμα να μονιμοποιηθούν ως δομικά ορισμένα στοιχεία αμοιβαιοποίησης του χρέους. Πόσο μας αφορά η συζήτηση;
Ασφαλώς μας αφορά. Δύο επισημάνσεις για να δούμε πώς και πόσο:
(α) Στο πεδίο της οικονομίας έχουμε αδυναμίες που δεν έχουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα μας είναι δραματικά υπερχρεωμένη, πρώτο. Δεύτερο, υστερεί πολύ όσον αφορά την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας – δανείζεται λόγω Φρανκφούρτης, όσοι προμηθεύονται ελληνικά κρατικά ομόλογα το κάνουν γνωρίζοντας ότι όποτε θέλουν μπορούν να τα μεταπωλήσουν στην πρόθυμη να τα αγοράσει ΕΚΤ. Τρίτο, δεν διαθέτουμε το ίδιο ευρώ με την υπόλοιπη Ευρωζώνη – επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα πληρώνουμε πανάκριβα, 5-7% ή και ακριβότερα, για να το προμηθευτούμε ενώ σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης είναι πάμφθηνο. Και, τέταρτο, οι ελληνικές τράπεζες είναι φορτωμένες με 10πλάσιο βάρος κόκκινων δανείων και αναλογικά πολύ περισσότερα virtual κεφάλαια συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
(β) Με την πανδημία προστέθηκαν ή επιδεινώθηκαν ορισμένα ακόμη προβλήματα. Οι πιο πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες, χάρη στην αναστολή των περιορισμών στις κρατικές ενισχύσεις, ενίσχυσαν και ενισχύουν κεφαλαιακά τις επιχειρήσεις τους, που αποκτούν μεγαλύτερα πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστριών τους σε άλλες, λιγότερο πλούσιες χώρες (στην Ευρώπη, με τα παγκόσμια κριτήρια, φτωχές χώρες δεν υπάρχουν). Τη μετά-την-πανδημία-ημέρα, οι επιχειρήσεις των πλουσιότερων χωρών δεν θα είναι απλώς ισχυρές, θα είναι ισχυρότερες από αρκετές επιχειρήσεις άλλων χωρών συγκριτικά με τις διαφορές ισχύος που είχαν προ πανδημίας. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα. Εκτός από τα δημοσιονομικά, αθόρυβα οξύνονται και προβλήματα της πραγματικής οικονομίας.
Ο διάλογος, λοιπόν, μας αφορά κατά τούτο: Η έκβασή του θα διευκολύνει ή θα δυσχεράνει την προσπάθεια που, ούτως ή άλλως, οφείλουμε να κάνουμε για την οικοδόμηση ενός νέου, βιώσιμου οικονομικού μοντέλου. Δεν θα μας λύσει το πρόβλημα η ελαστικοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης (δεν θα παράγουμε χρέη που θα τα μοιραζόμαστε με τους άλλους ούτε η Φρανκφούρτη θα συνεχίσει επ’ άπειρον την ποσοτική χαλάρωση ούτε θα κάνει ειδικές παραχωρήσεις για ομόλογα «σκουπίδια»…) αλλά θα μας διευκολύνει να το λύσουμε: να κτίσουμε μια οικονομία που θα είναι ανταγωνιστική (δεν θα παράγει δίδυμα ελλείμματα…), θα μπορεί να επιβιώνει και να διεκδικεί μερίδιο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Στον βαθμό που υπηρετούμε με επιτυχία αυτόν τον στόχο, ίσως μπορέσουμε να συμμετάσχουμε με όρους αξιοπρέπειας και στο νέο ευρωπαϊκό διάλογο. Να πούμε τη γνώμη μας και να μην κλείσουν όλων των άλλων τα αυτιά.