Η Λοζάνη, η αμοιβαιότητα κι ο μουφτής
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-06-04
Τον τελευταίο μήνα η μειονότητα της Θράκης επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο. Δυστυχώς, κακής ποιότητας πληροφορίες και αναλύσεις έσπευσαν να υπηρετήσουν την «εθνική ορθότητα» κατά το δοκούν. Από τα πολλά, θα σχολιάσω τα εξής:
1. Η Συνθήκη της Λοζάνης, ο θεωρούμενος από την Ελλάδα, την Τουρκία και την ίδια τη μειονότητα ακρογωνιαίος λίθος νομικής προστασίας, δεν είναι παρά ένα κείμενο διεθνούς δικαίου «παλαιάς κοπής», το οποίο κάποτε -ως συνήθως- θα τροποποιηθεί. Ηδη ορισμένες διατάξεις έχουν τροποποιηθεί σιωπηρά, χωρίς κανείς να το μνημονεύει.
Ωστόσο, κάθε αναφορά για τα κακώς κείμενα στον χώρο της μειονότητας επιβάλλει στους εκπροσώπους των κομμάτων και της κυβέρνησης αυτοματικά να μας υπενθυμίζουν ότι πάνω απ’ όλα «οφείλουμε τυφλή υπακοή στη Συνθήκη της Λοζάνης».
Από πότε, όμως, η αμφισβήτηση της καταλληλότητας του ισχύοντος δικαίου αποτελεί πολιτικό ολίσθημα για το οποίο κάποιος πρέπει να απολογείται; Η διατήρηση του ίδιου νομικού πλαισίου επί 80 χρόνια συντήρησε βολικά τη λογική των «ευαίσθητων θεμάτων εθνικής σημασίας», η οποία άνοιξε την πόρτα στην επιβολή «ειδικών πολιτικών» με τη μορφή της «εξαίρεσης». Αποτέλεσμα αυτού, η συντήρηση μια ρητής ή λανθάνουσας υποψίας ότι ο «εθνικά άλλος» δεν μπορεί να είναι καθ’ όλα ισότιμος, ως μη «γνήσιος Ελληνας». Ετσι υπονομεύεται η οικοδόμηση κοινωνικών σχηματισμών αλληλεγγύης, που προϋποθέτει η κοινότητα των πολιτών.
Ο αντίστοιχα «ευρηματικός» τουρκικός εθνικισμός δημιουργεί τις δικές του βολικές διαστάσεις του μειονοτικού φαινομένου και επιβάλλεται ηγεμονικά στη μειονότητα της Θράκης.
2. Η διαπίστωση του χαρακτήρα μιας μειονότητας (εθνικός, θρησκευτικός, γλωσσικός) δεν μπορεί να υποδεικνύεται για αποκλειστική χρήση από νομικά κείμενα, καθώς αποτελεί κοινή γνώση ότι η ύπαρξη μιας μειονότητας είναι πραγματικό γεγονός και όχι νομικό (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, 1930). Επίσης διότι οι μειονότητες συγκροτούνται μέσα από πολλαπλές επάλληλες ταυτότητες, εθνικές, εθνοτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές και μάλιστα μεταβαλλόμενες στον χρόνο.
Η Συνθήκη της Λοζάνης αποδίδει δικαιώματα στα άτομα που ανήκουν στη μειονότητα μέσω της θρησκείας τους, σύμφωνα με τη λογική του μιλέτ (ο οθωμανικός πρόδρομος του έθνους, θεμελιωμένος σε θρησκευτικές κατηγορίες), και δεν αναγνωρίζει υποχρεωτικά έναν συγκεκριμένο τύπο μειονότητας.
Αν αποδεχόμασταν τον ακραίο φορμαλισμό του επιχειρήματος, έπρεπε να αποκαλούμε και τους Ελληνες της Τουρκίας «μη μουσουλμάνους», σύμφωνα με το γράμμα της συνθήκης.
Η τρέχουσα συζήτηση αγνοεί παντελώς την ιστορικότητα των φαινομένων και την πολυπλοκότητά της. Ασφαλώς, όταν ο Βενιζέλος (όπως και πολλοί έλληνες αξιωματούχοι) αποκαλούσε τη μειονότητα «τουρκική», κατά τις δεκαετίες του 1920 και του ’30, δεν θα φανταζόταν ότι εάν ζούσε στις αρχές του 21ου αιώνα θα χρειαζόταν να απολογηθεί για τον χαρακτηρισμό αυτό. Ούτε θα φανταζόταν ότι η Τουρκική Ενωση Ξάνθης, που ιδρύθηκε νομότυπα το 1927/1936, σήμερα θα χαρακτηριζόταν δημόσια «παράνομη» και ότι τα μέλη της θα έπρεπε να καταθέτουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης και προσδιορισμού της «καταγωγής» τους.
Μήπως τα ίδια δεν έπαθαν και οι ελληνικοί σύλλογοι στην Τουρκία παλαιότερα; Η επιβολή του όρου «θρησκευτική μειονότητα» με αποκλειστική χρήση επιβλήθηκε τα τελευταία 30 χρόνια για «εθνικούς λόγους» και έκτοτε άρχισε το κυνήγι μαγισσών, δηλαδή όσων δήλωναν Τούρκοι.
3. Η ρήτρα της αμοιβαιότητας, την οποία τόσο συχνά επικαλούνται Ελλάδα και Τουρκία, ρητά απαγορεύεται από το σχετικό διεθνές δίκαιο. Η αμοιβαιότητα είναι μια πολιτικού χαρακτήρα τεχνική απενοχοποίησης και αυτο-νομιμοποίησης, μέτρων που αποβλέπουν στον πέραν των ορίων έλεγχο και τη χειραγώγηση των μειονοτήτων.
Συχνά η αμοιβαιότητα συνδράμει σε ηθικού τύπου επιχειρήματα αντεκδίκησης ή τήρησης (ακόμη και πληθυσμιακών) ισορροπιών. Ετσι, η πρακτική άσκησης αμοιβαίας πολιτικής με την Τουρκία (ενίοτε με τη μορφή αντιποίνων) εδραιώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν άρχισε να ενεργοποιείται το τρίγωνο Θράκη-Κωνσταντινούπολη-Κύπρος, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Δυστυχώς και σήμερα ακόμη η εφαρμογή της αμοιβαιότητας (σε θέματα διαχείρισης των βακουφίων, σχολείων κ.λπ.) αποτρέπει την «κανονικοποίηση» των μειονοτικών ζητημάτων και τη ρύθμισή τους με γνώμονα τις βασικές αρχές δικαίου που αυτονόητα ισχύουν για κάθε έλληνα πολίτη μετά τη μεταπολίτευση.
4. Τέλος, ένα σύντομο σχόλιο για τον «εξωτικό» θεσμό του μουφτή: Δύο είναι τα καίρια ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν: ο τρόπος ανάδειξης (εκλογή από τους πιστούς ή διορισμός από την κυβέρνηση) και η ιδιότητα του ιεροδίκη (εφαρμογή του Ιερού Δικαίου σε διαφορές οικογενειακού χαρακτήρα). Η διατήρηση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων αποτελεί απολίθωμα από την εποχή του μιλέτ, το οποίο δύσκολα αντέχει σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό αξιακό και δικαιικό σύστημα.
Η διαιώνιση του θεσμού ασφαλώς δεν έχει να κάνει με τη γενναιοδωρία των ελληνικών κυβερνήσεων προς τη μειονότητα, αλλά αποτελεί μια μορφή θεσμικού αποκλεισμού από τους ευρύτερους μηχανισμούς κοινωνικής εξέλιξης.
Η διατήρηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στο πρόσωπο του μουφτή, καθώς ο δικαστής δεν είναι δυνατόν να εκλέγεται, καθιστά το δίλημμα «διορισμός ή εκλογή» του μουφτή-δικαστή έναν εύσχημο τρόπο αποφυγής της δυνατότητας, ή μάλλον του δικαιώματος, της μειονότητας να επιλέγει τους θρησκευτικούς της αρχηγούς στο πλαίσιο της νόμιμης αυτοδιαχείρισης των θεσμών της. Οι σημερινοί περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό δύσκολα θα άντεχαν στον δικαιοδοτικό έλεγχο του δικαστηρίου του Στρασβούργου, ως προς το περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Από το 1923, οι θρησκευτικοί θεσμοί της μειονότητας αποτελούν γόνιμο έδαφος για πολιτικούς ανταγωνισμούς και σύγκρουση εθνικών ιδεολογιών, μέσα από ένα παντοδύναμο πελατειακό σύστημα, και από τις δύο πλευρές. Η παράλληλη ύπαρξη δύο «αντίπαλων» μουφτήδων στην Ξάνθη και την Κομοτηνή αντανακλά παραδειγματικά την αντιπαράθεση των «εθνικών πολιτικών» Ελλάδας και Τουρκίας.
Εν κατακλείδι, η συζήτηση που διεξάγεται τις ημέρες αυτές έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι οι συγκρούσεις που αφορούν την τουρκο-μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης δεν είναι θρησκευτικές, αλλά κυρίως εθνικές και ιδεολογικές, οι οποίες διεξάγονται με πολιτικούς όρους.
* Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
1. Η Συνθήκη της Λοζάνης, ο θεωρούμενος από την Ελλάδα, την Τουρκία και την ίδια τη μειονότητα ακρογωνιαίος λίθος νομικής προστασίας, δεν είναι παρά ένα κείμενο διεθνούς δικαίου «παλαιάς κοπής», το οποίο κάποτε -ως συνήθως- θα τροποποιηθεί. Ηδη ορισμένες διατάξεις έχουν τροποποιηθεί σιωπηρά, χωρίς κανείς να το μνημονεύει.
Ωστόσο, κάθε αναφορά για τα κακώς κείμενα στον χώρο της μειονότητας επιβάλλει στους εκπροσώπους των κομμάτων και της κυβέρνησης αυτοματικά να μας υπενθυμίζουν ότι πάνω απ’ όλα «οφείλουμε τυφλή υπακοή στη Συνθήκη της Λοζάνης».
Από πότε, όμως, η αμφισβήτηση της καταλληλότητας του ισχύοντος δικαίου αποτελεί πολιτικό ολίσθημα για το οποίο κάποιος πρέπει να απολογείται; Η διατήρηση του ίδιου νομικού πλαισίου επί 80 χρόνια συντήρησε βολικά τη λογική των «ευαίσθητων θεμάτων εθνικής σημασίας», η οποία άνοιξε την πόρτα στην επιβολή «ειδικών πολιτικών» με τη μορφή της «εξαίρεσης». Αποτέλεσμα αυτού, η συντήρηση μια ρητής ή λανθάνουσας υποψίας ότι ο «εθνικά άλλος» δεν μπορεί να είναι καθ’ όλα ισότιμος, ως μη «γνήσιος Ελληνας». Ετσι υπονομεύεται η οικοδόμηση κοινωνικών σχηματισμών αλληλεγγύης, που προϋποθέτει η κοινότητα των πολιτών.
Ο αντίστοιχα «ευρηματικός» τουρκικός εθνικισμός δημιουργεί τις δικές του βολικές διαστάσεις του μειονοτικού φαινομένου και επιβάλλεται ηγεμονικά στη μειονότητα της Θράκης.
2. Η διαπίστωση του χαρακτήρα μιας μειονότητας (εθνικός, θρησκευτικός, γλωσσικός) δεν μπορεί να υποδεικνύεται για αποκλειστική χρήση από νομικά κείμενα, καθώς αποτελεί κοινή γνώση ότι η ύπαρξη μιας μειονότητας είναι πραγματικό γεγονός και όχι νομικό (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, 1930). Επίσης διότι οι μειονότητες συγκροτούνται μέσα από πολλαπλές επάλληλες ταυτότητες, εθνικές, εθνοτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές και μάλιστα μεταβαλλόμενες στον χρόνο.
Η Συνθήκη της Λοζάνης αποδίδει δικαιώματα στα άτομα που ανήκουν στη μειονότητα μέσω της θρησκείας τους, σύμφωνα με τη λογική του μιλέτ (ο οθωμανικός πρόδρομος του έθνους, θεμελιωμένος σε θρησκευτικές κατηγορίες), και δεν αναγνωρίζει υποχρεωτικά έναν συγκεκριμένο τύπο μειονότητας.
Αν αποδεχόμασταν τον ακραίο φορμαλισμό του επιχειρήματος, έπρεπε να αποκαλούμε και τους Ελληνες της Τουρκίας «μη μουσουλμάνους», σύμφωνα με το γράμμα της συνθήκης.
Η τρέχουσα συζήτηση αγνοεί παντελώς την ιστορικότητα των φαινομένων και την πολυπλοκότητά της. Ασφαλώς, όταν ο Βενιζέλος (όπως και πολλοί έλληνες αξιωματούχοι) αποκαλούσε τη μειονότητα «τουρκική», κατά τις δεκαετίες του 1920 και του ’30, δεν θα φανταζόταν ότι εάν ζούσε στις αρχές του 21ου αιώνα θα χρειαζόταν να απολογηθεί για τον χαρακτηρισμό αυτό. Ούτε θα φανταζόταν ότι η Τουρκική Ενωση Ξάνθης, που ιδρύθηκε νομότυπα το 1927/1936, σήμερα θα χαρακτηριζόταν δημόσια «παράνομη» και ότι τα μέλη της θα έπρεπε να καταθέτουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης και προσδιορισμού της «καταγωγής» τους.
Μήπως τα ίδια δεν έπαθαν και οι ελληνικοί σύλλογοι στην Τουρκία παλαιότερα; Η επιβολή του όρου «θρησκευτική μειονότητα» με αποκλειστική χρήση επιβλήθηκε τα τελευταία 30 χρόνια για «εθνικούς λόγους» και έκτοτε άρχισε το κυνήγι μαγισσών, δηλαδή όσων δήλωναν Τούρκοι.
3. Η ρήτρα της αμοιβαιότητας, την οποία τόσο συχνά επικαλούνται Ελλάδα και Τουρκία, ρητά απαγορεύεται από το σχετικό διεθνές δίκαιο. Η αμοιβαιότητα είναι μια πολιτικού χαρακτήρα τεχνική απενοχοποίησης και αυτο-νομιμοποίησης, μέτρων που αποβλέπουν στον πέραν των ορίων έλεγχο και τη χειραγώγηση των μειονοτήτων.
Συχνά η αμοιβαιότητα συνδράμει σε ηθικού τύπου επιχειρήματα αντεκδίκησης ή τήρησης (ακόμη και πληθυσμιακών) ισορροπιών. Ετσι, η πρακτική άσκησης αμοιβαίας πολιτικής με την Τουρκία (ενίοτε με τη μορφή αντιποίνων) εδραιώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν άρχισε να ενεργοποιείται το τρίγωνο Θράκη-Κωνσταντινούπολη-Κύπρος, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Δυστυχώς και σήμερα ακόμη η εφαρμογή της αμοιβαιότητας (σε θέματα διαχείρισης των βακουφίων, σχολείων κ.λπ.) αποτρέπει την «κανονικοποίηση» των μειονοτικών ζητημάτων και τη ρύθμισή τους με γνώμονα τις βασικές αρχές δικαίου που αυτονόητα ισχύουν για κάθε έλληνα πολίτη μετά τη μεταπολίτευση.
4. Τέλος, ένα σύντομο σχόλιο για τον «εξωτικό» θεσμό του μουφτή: Δύο είναι τα καίρια ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν: ο τρόπος ανάδειξης (εκλογή από τους πιστούς ή διορισμός από την κυβέρνηση) και η ιδιότητα του ιεροδίκη (εφαρμογή του Ιερού Δικαίου σε διαφορές οικογενειακού χαρακτήρα). Η διατήρηση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων αποτελεί απολίθωμα από την εποχή του μιλέτ, το οποίο δύσκολα αντέχει σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό αξιακό και δικαιικό σύστημα.
Η διαιώνιση του θεσμού ασφαλώς δεν έχει να κάνει με τη γενναιοδωρία των ελληνικών κυβερνήσεων προς τη μειονότητα, αλλά αποτελεί μια μορφή θεσμικού αποκλεισμού από τους ευρύτερους μηχανισμούς κοινωνικής εξέλιξης.
Η διατήρηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στο πρόσωπο του μουφτή, καθώς ο δικαστής δεν είναι δυνατόν να εκλέγεται, καθιστά το δίλημμα «διορισμός ή εκλογή» του μουφτή-δικαστή έναν εύσχημο τρόπο αποφυγής της δυνατότητας, ή μάλλον του δικαιώματος, της μειονότητας να επιλέγει τους θρησκευτικούς της αρχηγούς στο πλαίσιο της νόμιμης αυτοδιαχείρισης των θεσμών της. Οι σημερινοί περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό δύσκολα θα άντεχαν στον δικαιοδοτικό έλεγχο του δικαστηρίου του Στρασβούργου, ως προς το περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Από το 1923, οι θρησκευτικοί θεσμοί της μειονότητας αποτελούν γόνιμο έδαφος για πολιτικούς ανταγωνισμούς και σύγκρουση εθνικών ιδεολογιών, μέσα από ένα παντοδύναμο πελατειακό σύστημα, και από τις δύο πλευρές. Η παράλληλη ύπαρξη δύο «αντίπαλων» μουφτήδων στην Ξάνθη και την Κομοτηνή αντανακλά παραδειγματικά την αντιπαράθεση των «εθνικών πολιτικών» Ελλάδας και Τουρκίας.
Εν κατακλείδι, η συζήτηση που διεξάγεται τις ημέρες αυτές έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι οι συγκρούσεις που αφορούν την τουρκο-μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης δεν είναι θρησκευτικές, αλλά κυρίως εθνικές και ιδεολογικές, οι οποίες διεξάγονται με πολιτικούς όρους.
* Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.