Γυναικοκτονίες: το «αόρατο» έγκλημα βγαίνει στο φως
Ιφιγένεια Καμτσίδου, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-08-21
Οι δολοφονίες των γυναικών επικαθορίζονται πλήρως από την κοινωνική τους κατάσταση, από την πατριαρχική ιεραρχία που προσαρμόζεται στα διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα και αναπαράγει τις ανισότητες σε βάρος των γυναικών και την υποταγή τους ακόμη και με τη μορφή της πιο ακραίας έμφυλης βίας
Η Καρολάιν ασφυκτιούσε στο κλουβί της, η 46χρονη στην Κρήτη γύρισε την πλάτη της σε μια τελειωμένη σχέση, η Γαρυφαλλιά φώναξε απλώς «βοήθεια» όταν η οργή του συντρόφου της ξεχείλισε απειλητικά. Από την αρχή της χρονιάς, 8 γυναίκες έχασαν τη ζωή τους στη χώρα μας, επειδή με κάποιο τρόπο αμφισβήτησαν την εξουσία του άντρα που πρωταγωνιστούσε στη ζωή τους. Επειδή, συνειδητά ή ασυνείδητα, επεδίωξαν να είναι ο εαυτός τους.
Οι φόνοι των γυναικών από τους συντρόφους τους φαίνεται να πληθαίνουν και να προβάλλουν ως φυσικό επακόλουθο της έμφυλης βίας που πρόσφατα αποτέλεσε αντικείμενο έντονης δημόσιας προβολής. Ενώ, όμως, οι γυναικοκτονίες βρίσκονται στο προσκήνιο και συζητείται ακόμη και η θεσμοθέτηση ειδικής εγκληματικής περίπτωσης γι’ αυτές, η αντιμετώπισή τους αφήνει πρακτικά αλώβητη τη συνθήκη που υποδέχεται τη διάπραξή τους: παρά τις προσπάθειες κινημάτων και γυναικείων συλλογικοτήτων, η πατριαρχία, οι σύγχρονοι όροι της και οι προϋποθέσεις αμφισβήτησής της δεν αποτελούν αντικείμενο της συζήτησης. Η γυναικοκτονία αποσπάται από τον χώρο και τον χρόνο και γίνεται αντιληπτή ως πρόβλημα της γυναικείας ευαλωτότητας, μιας ευαλωτότητας φυσικής, που μπορεί και πρέπει να αρθεί με τη θέσπιση ειδικού κανόνα για να την προστατεύει.
Ετσι, ξεχνιούνται η ιστορία και τα κύρια χαρακτηριστικά της γυναικοκτονίας. Γιατί, ούτε οι φόνοι των γυναικών ούτε η αναπαράσταση και η αξιοποίησή τους από τον κυρίαρχο λόγο είναι καινούργιο φαινόμενο (1). Η δολοφονία της γυναίκας από τον πατέρα, τον σύζυγο ή τον αδελφό υπήρξε, σε κάποιες δε περιπτώσεις παραμένει, δικαίωμα, καθήκον και τεράστια κοινωνική ευθύνη. Μπορεί η Γαλλική Επανάσταση και ο Βοναπάρτης να «άνοιξαν τα μάτια των ανθρώπων», όπως συνήθιζε να λέει ο Κολοκοτρώνης, όμως στον γαλλικό ποινικό κώδικα του 1810 συναντάται ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία ο σύζυγος που δολοφονεί τη γυναίκα του, όταν την καταλαμβάνει επ’ αυτοφώρω να μοιχεύεται στο σπίτι τους, απαλλάσσεται από το δικαστήριο.
Το παράδειγμα φαντάζει μακρινό, δείχνει όμως καθαρά ότι και στη νεωτερικότητα η αξία της γυναίκας είναι μέγεθος σχετικό, που αποτιμάται σταθερά σε αναφορά με άλλα κοινωνικά ή έννομα αγαθά που θεωρούνται τόσο σημαντικά, ώστε η διαφύλαξή τους να δικαιολογεί τη στέρηση της γυναικείας ζωής. Πραγματικά, το γυναικείο φύλο δεν βαραίνει μόνο στους φόνους των μοιχαλίδων. Εμπρόθετες ανθρωποκτονίες επειδή το θύμα είναι γυναίκα αποτελούν οι επιλεκτικές παιδοκτονίες, τα «εγκλήματα πάθους» όπου η δολοφονία της συζύγου ή πρώην συζύγου ή συντρόφου εξηγείται από την ένταση των συναισθημάτων του δράστη για το θύμα, οι φόνοι των λεσβιών, οι γυναικολογικά βίαιες πράξεις που οδηγούν στον θάνατο, ο υποσιτισμός των γυναικών ανάλογα με την κοινωνική τάξη τους, ο θανατηφόρος βιασμός, τα εγκλήματα σχετικά με την προίκα και βέβαια τα εγκλήματα τιμής.
Εκατοντάδες χιλιάδες θύματα σε όλο τον κόσμο, για πολλές δεκαετίες, μαρτυρούν ότι η ζωή της γυναίκας είναι πρωταρχική εφόσον είναι ταγμένη στην εκπλήρωση της κοινωνικής αποστολής της: είναι αμέμπτου ηθικής, καλή μητέρα, αφοσιωμένη και χρήσιμη σύντροφος, που συμβάλλει αγόγγυστα στην ανάπτυξη της οικογένειας και της κοινότητας. Δεν είναι αμελητέο ότι στην Ελλάδα, διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ισχύ ποινικές διατάξεις που αναπαράγουν την αντίληψη ότι η γυναικεία απιστία δεν είναι απλώς συμπεριφορά που κλονίζει τη συζυγική σχέση, αλλά στον βαθμό που νοθεύει την πατριαρχική γενιά, αποτελεί λόγο στέρησης της ελευθερίας (2).
Οι δολοφονίες των γυναικών επικαθορίζονται πλήρως από την κοινωνική τους κατάσταση, από την πατριαρχική ιεραρχία που προσαρμόζεται στα διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα και αναπαράγει τις ανισότητες σε βάρος των γυναικών και την υποταγή τους ακόμη και με τη μορφή της πιο ακραίας έμφυλης βίας. Για τον λόγο αυτό, στο πρώτο Διεθνές Δικαστήριο για τα εγκλήματα κατά των γυναικών (Βρυξέλλες 4-8 Μάρτη 1976), η Σιμόν ντε Μποβουάρ διακήρυξε ότι η θέση της γυναίκας στον καπιταλισμό αποτελεί πηγή απαράδεκτων επιθέσεων σε βάρος του ανθρώπινου είδους. Στην ίδια κατεύθυνση, με αφορμή την τραγική υπόθεση των φόνων στο Πολυτεχνείο του Μόντρεαλ (1989), όπου 14 γυναίκες στοχοποιήθηκαν λόγω του φύλου τους, οι Caputi και Russell (3) πρότειναν την εννοιολόγηση της γυναικοκτονίας ως εκείνης της κατηγορίας των ανθρωποκτονιών που έχουν κοινό χαρακτηριστικό ότι διατηρούν μια σεξιστική τρομοκρατία σε βάρος των γυναικών.
Οι φεμινιστικές αυτές προσπάθειες στόχευαν στην ανατροπή των συνθηκών που απαξιώνουν τη γυναικεία ζωή και διεκδικούσαν το αυτονόητο, να αναγνωρίζεται δηλαδή η ανθρώπινη ιδιότητα των γυναικών χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Δεν διακατέχονταν από λεγκαλισμό ούτε απέκοπταν το γυναικείο ζήτημα από τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Αντίθετα, ήταν ένα βήμα στον σχεδιασμό του αγώνα ανατροπής των κοινωνικών στερεοτύπων, που σήμερα δύσκολα μπορεί να δικαιωθεί: η επικοινωνιακή διαχείριση των γυναικοκτονιών απομακρύνει τη συζήτηση από τα αίτια, γεννά απογοήτευση και απάθεια στα μελλοντικά θύματα, ενώ επίσης ευνοεί τον μιμητισμό. Αντί να προβάλλονται η ύπαρξη των υποστηρικτικών δομών και τα εργαλεία που η έννομη τάξη, ιδίως μετά την κύρωση της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, παρέχει στα θύματα της έμφυλης βίας, ώστε να αποτρέπεται η κορύφωσή της και να μη μετατρέπεται σε ατομική υπόθεση, δομείται αθέατα μια νέα κανονικότητα της γυναικοκτονίας.
Είναι η εικόνα του μέσου, συνηθισμένου άντρα που σε μια δύσκολη στιγμή «ξεφεύγει» και φτάνει στο μοιραίο και της μόνης, αδύναμης γυναίκας που δεν είχε τα μέσα να αντιδράσει. Τα πάντα μοιάζουν φυσικά και αναπότρεπτα. Σε μια περίοδο όπου οι διαδοχικές κρίσεις, οικονομική και πανδημική, έχουν διαταράξει τους κοινωνικούς ρόλους, που ούτως ή άλλως ήταν σε μετάβαση, όπου η γενικευμένη ανασφάλεια γεννά επιθετικότητα και οργή, ο φόνος των γυναικών γίνεται κομμάτι μιας «δικαιολογημένης» αναταραχής και επιθετικότητας. Θύμα και θύτης εξισώνονται με έναν αδιόρατο τρόπο και οι διεκδικήσεις για χειραφέτηση και ισότητα περνούν στο περιθώριο. Η ορατότητα των φόνων των γυναικών δεν δίνει φωνή στα θύματα, ούτε αγγίζει τη συνθήκη που τους γεννά. Ισως η επιστροφή των μαγισσών να είναι μια λύση.