Χαρίζοντας συμμάχους
Αντώνης Αντωνιάδης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-08-28
Μπορεί η πενταετής στρατιωτική συμφωνία Βόρειας Μακεδονίας - Τουρκίας να πέρασε στα ψιλά των περισσότερων ελληνικών ΜΜΕ, εντούτοις είναι, για τη χώρα μας, μια αρνητική γεωπολιτική κίνηση, η προοπτική της οποίας αναμφίβολα δεν θα είναι προς όφελός μας. Πέραν αυτού, η συμφωνία αυτή καταδεικνύει τόσο τις πάγιες ελλείψεις της εξωτερικής πολιτικής μας όσο και την ιστορική ανικανότητά μας να παίξουμε κάποιον γενικότερα ουσιαστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η συμφωνία αυτή υπεγράφη ως αντίδραση της Βόρειας Μακεδονίας στην πολιτική ανευθυνότητά μας και ατολμία να επικυρώσουμε τη Συμφωνία των Πρεσπών. Και φυσικά, τι καλύτερο δώρο θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στη διπλωματικά επιτήδεια και διαρκώς καιροφυλακτούσα Τουρκία, από τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί και να διευρύνει την πολιτικο-στρατιωτική της επιρροή στα βόρεια σύνορά μας;
Η Ελλάδα, ως παλαιό μέλος της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ και πρόσφατα της ΟΝΕ, αλλά και ως η σχετικά οικονομικά πιο εύρωστη χώρα, είχε κάθε ευκαιρία να αναπτύξει δεσπόζουσα πολιτική, οικονομική, γιατί όχι και στρατιωτική, οντότητα, υπόσταση και παρουσία στη Βαλκανική χερσόνησο. Μια οντότητα η οποία, εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων, θα μας επέτρεπε να αντιμετωπίζουμε και με κάποια μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τις θεωρούμενες τουρκικές προκλήσεις. Και όμως, τα ιστορικά μας συμπλέγματα, οι στείροι εθνικισμοί και πάνω από όλα η κοντόφθαλμη εξωτερική μας και η στρουθοκαμηλική εσωτερική μας μικροπολιτική μάς έχουν καθηλώσει στον ρόλο του θεατή πολλών εκ των όσων διακυβεύονται στην περιοχή μας. Εγκλωβισμένοι προς Ανατολάς, αναλωνόμαστε σε ανούσιες λεκτικές κοκορομαχίες με την Τουρκία, διαρκώς αιφνιδιαζόμενοι και αναγκασμένοι να τρέχουμε μονίμως πίσω από τα γεγονότα.
Το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, δημοσίως τουλάχιστον, δεν φαίνεται να προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στην πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία. Περίεργη αντιμετώπιση, δεδομένου ότι ουσιαστικά δρομολογεί μια επίσημη διείσδυση της Τουρκίας στις ένοπλες δυνάμεις της Βόρειας Μακεδονίας. Είναι σίγουρο ότι, μέσω αυτής της συμφωνίας, η Τουρκία θα προσπαθήσει να δημιουργήσει μια οικονομικο-εξοπλιστική εξάρτηση των βορειομακεδονικών ενόπλων δυνάμεων, με όλες τις συνεπακόλουθες ευρύτερες πολιτικο-κοινωνικές επιρροές και συνέπειες. Ασφαλώς και ποτέ δεν θα κινδυνεύσουμε από τις ένοπλες δυνάμεις της Βόρειας Μακεδονίας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται να αφήνουμε τους ήδη αρνητικά προκατειλημμένους γείτονές μας εκτεθειμένους σε ανθελληνικές επιρροές, θέσεις και προπαγανδισμούς. Εφόσον αδιαφορούμε για τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσουμε στην περιοχή μας, τουλάχιστον ας μη δημιουργούμε αναίτιες εχθρότητες. Είναι πολιτική ανοησία να χαρίζουμε δυνητικούς συμμάχους, και μάλιστα σε μια χώρα την οποία θεωρούμε πατροπαράδοτο εχθρό μας.
Εξάλλου, νομοτελειακά, όλες οι γειτονικές μας χώρες θα γίνουν κάποτε δεκτές στην Ε.Ε. και είναι ήδη στο ΝΑΤΟ. Εφόσον όμως εξακολουθήσουμε να παραμένουμε ανάδελφοι, αποκομμένοι από το φυσικό μας περιβάλλον, θεωρώντας την κάθε γειτονική χώρα ως εν δυνάμει απειλή για την εδαφική μας ακεραιότητα, είναι σίγουρο ότι και μελλοντικά θα περιθωριοποιηθούμε και θα υπάρξουν ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες στην αναζήτηση ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες να κατανοούν και να αντιμετωπίζουν χωρίς σκεπτικισμό και δυσπιστία τα διάφορα ερείσματά μας.
Η κρατούσα αντίληψη ότι η Ελλάδα προασπίζεται τα δικαιώματα και συμφέροντά της με δαπανηρούς εξοπλισμούς και οχυρωματικά φράγματα είναι σήμερα μια ξεπερασμένη τριτοκοσμική πρακτική, η οποία, σε χώρες όπως η Ελλάδα, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να συσσωρεύει οικονομικά αδιέξοδα, τα οποία και τελικά πληρώνει ο Ελληνας φορολογούμενος. Αντίθετα, η Ελλάδα θα έπρεπε να επενδύει τα χρήματα αυτά στην ανάπτυξη γενικότερα και συγκεκριμένα στην παρακμασμένη πολεμική μας βιομηχανία. Εχουμε έμπρακτα στο παρελθόν αποδείξει ότι δεν είναι καθόλου αμελητέες οι δυνατότητές μας στον τομέα αυτόν. Δυνατότητες οι οποίες, εάν η πολιτική βούληση το επιδιώξει, μπορούν, με τεράστια ανταποδοτικά εργασιακά οφέλη, να υποκαταστήσουν ένα σεβαστό κομμάτι των εξοπλιστικών δαπανών και παράλληλα να εξάγουν πολεμικό υλικό και τεχνογνωσία στις γειτονικές μας χώρες. Ισως μάλιστα και κάποτε μπορέσουν να γίνουν ανταγωνιστικές σε ευρωπαϊκό –και όχι μόνο– επίπεδο.
Με τέτοιας μορφής πολιτικές προοπτικές και μεθοδεύσεις οι χώρες επιβάλλονται και διευρύνουν τις επιρροές στο περιβάλλον τους, αποκτούν κύρος, αυτοπεποίθηση και διεθνή υπόσταση: θεμελιακοί παράγοντες που διασφαλίζουν στα κράτη με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τα όποια κυρίαρχα δικαιώματά τους.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η συμφωνία αυτή υπεγράφη ως αντίδραση της Βόρειας Μακεδονίας στην πολιτική ανευθυνότητά μας και ατολμία να επικυρώσουμε τη Συμφωνία των Πρεσπών. Και φυσικά, τι καλύτερο δώρο θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στη διπλωματικά επιτήδεια και διαρκώς καιροφυλακτούσα Τουρκία, από τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί και να διευρύνει την πολιτικο-στρατιωτική της επιρροή στα βόρεια σύνορά μας;
Η Ελλάδα, ως παλαιό μέλος της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ και πρόσφατα της ΟΝΕ, αλλά και ως η σχετικά οικονομικά πιο εύρωστη χώρα, είχε κάθε ευκαιρία να αναπτύξει δεσπόζουσα πολιτική, οικονομική, γιατί όχι και στρατιωτική, οντότητα, υπόσταση και παρουσία στη Βαλκανική χερσόνησο. Μια οντότητα η οποία, εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων, θα μας επέτρεπε να αντιμετωπίζουμε και με κάποια μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τις θεωρούμενες τουρκικές προκλήσεις. Και όμως, τα ιστορικά μας συμπλέγματα, οι στείροι εθνικισμοί και πάνω από όλα η κοντόφθαλμη εξωτερική μας και η στρουθοκαμηλική εσωτερική μας μικροπολιτική μάς έχουν καθηλώσει στον ρόλο του θεατή πολλών εκ των όσων διακυβεύονται στην περιοχή μας. Εγκλωβισμένοι προς Ανατολάς, αναλωνόμαστε σε ανούσιες λεκτικές κοκορομαχίες με την Τουρκία, διαρκώς αιφνιδιαζόμενοι και αναγκασμένοι να τρέχουμε μονίμως πίσω από τα γεγονότα.
Το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, δημοσίως τουλάχιστον, δεν φαίνεται να προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στην πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία. Περίεργη αντιμετώπιση, δεδομένου ότι ουσιαστικά δρομολογεί μια επίσημη διείσδυση της Τουρκίας στις ένοπλες δυνάμεις της Βόρειας Μακεδονίας. Είναι σίγουρο ότι, μέσω αυτής της συμφωνίας, η Τουρκία θα προσπαθήσει να δημιουργήσει μια οικονομικο-εξοπλιστική εξάρτηση των βορειομακεδονικών ενόπλων δυνάμεων, με όλες τις συνεπακόλουθες ευρύτερες πολιτικο-κοινωνικές επιρροές και συνέπειες. Ασφαλώς και ποτέ δεν θα κινδυνεύσουμε από τις ένοπλες δυνάμεις της Βόρειας Μακεδονίας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται να αφήνουμε τους ήδη αρνητικά προκατειλημμένους γείτονές μας εκτεθειμένους σε ανθελληνικές επιρροές, θέσεις και προπαγανδισμούς. Εφόσον αδιαφορούμε για τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσουμε στην περιοχή μας, τουλάχιστον ας μη δημιουργούμε αναίτιες εχθρότητες. Είναι πολιτική ανοησία να χαρίζουμε δυνητικούς συμμάχους, και μάλιστα σε μια χώρα την οποία θεωρούμε πατροπαράδοτο εχθρό μας.
Εξάλλου, νομοτελειακά, όλες οι γειτονικές μας χώρες θα γίνουν κάποτε δεκτές στην Ε.Ε. και είναι ήδη στο ΝΑΤΟ. Εφόσον όμως εξακολουθήσουμε να παραμένουμε ανάδελφοι, αποκομμένοι από το φυσικό μας περιβάλλον, θεωρώντας την κάθε γειτονική χώρα ως εν δυνάμει απειλή για την εδαφική μας ακεραιότητα, είναι σίγουρο ότι και μελλοντικά θα περιθωριοποιηθούμε και θα υπάρξουν ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες στην αναζήτηση ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες να κατανοούν και να αντιμετωπίζουν χωρίς σκεπτικισμό και δυσπιστία τα διάφορα ερείσματά μας.
Η κρατούσα αντίληψη ότι η Ελλάδα προασπίζεται τα δικαιώματα και συμφέροντά της με δαπανηρούς εξοπλισμούς και οχυρωματικά φράγματα είναι σήμερα μια ξεπερασμένη τριτοκοσμική πρακτική, η οποία, σε χώρες όπως η Ελλάδα, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να συσσωρεύει οικονομικά αδιέξοδα, τα οποία και τελικά πληρώνει ο Ελληνας φορολογούμενος. Αντίθετα, η Ελλάδα θα έπρεπε να επενδύει τα χρήματα αυτά στην ανάπτυξη γενικότερα και συγκεκριμένα στην παρακμασμένη πολεμική μας βιομηχανία. Εχουμε έμπρακτα στο παρελθόν αποδείξει ότι δεν είναι καθόλου αμελητέες οι δυνατότητές μας στον τομέα αυτόν. Δυνατότητες οι οποίες, εάν η πολιτική βούληση το επιδιώξει, μπορούν, με τεράστια ανταποδοτικά εργασιακά οφέλη, να υποκαταστήσουν ένα σεβαστό κομμάτι των εξοπλιστικών δαπανών και παράλληλα να εξάγουν πολεμικό υλικό και τεχνογνωσία στις γειτονικές μας χώρες. Ισως μάλιστα και κάποτε μπορέσουν να γίνουν ανταγωνιστικές σε ευρωπαϊκό –και όχι μόνο– επίπεδο.
Με τέτοιας μορφής πολιτικές προοπτικές και μεθοδεύσεις οι χώρες επιβάλλονται και διευρύνουν τις επιρροές στο περιβάλλον τους, αποκτούν κύρος, αυτοπεποίθηση και διεθνή υπόσταση: θεμελιακοί παράγοντες που διασφαλίζουν στα κράτη με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τα όποια κυρίαρχα δικαιώματά τους.