Η τιμή ρεύματος και η ενεργειακή κρίση
Γιώργος Σταθάκης, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2021-09-19
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015 - 2019 επικεντρώθηκε στη διατήρηση σταθερών τιμών στην ενέργεια με τάση μείωσης 12%
Η ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης της Ν.Δ. και ο τρόπος που διαμόρφωσε την αγορά ενέργειας βρίσκονται στην καρδιά του προβλήματος της ενεργειακής κρίσης σήμερα. Τέσσερα ήταν τα θέματα που διαμόρφωσαν το πλαίσιο που οδήγησε στην αδυναμία διαχείρισης της σημερινής κρίσης.
Τα αίτια της κρίσης
Πρώτον, η «διάσωση» της ΔΕΗ, που είχε στο επίκεντρό της τη χρηματιστηριακή τιμή της, έγινε με μια στρατηγική τεσσάρων σημείων: της μεταφοράς πόρων από το σύστημα πληρωμών των παραγωγών ΑΠΕ, τη μετατροπή τής μείωσης του ΦΠΑ σε 6%, που είχε γίνει από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σε αύξηση τιμής, την αύξηση του δανεισμού ξανά και την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ.
Δεύτερον, τη «βίαιη απολιγνιτοποίηση», η οποία δημιουργεί ενεργειακό «κενό» και αναμένεται να καλυφθεί από την ίδρυση νέων μονάδων φυσικού αερίου από ιδιώτες (υπολογίζονται σε περίπου τέσσερις). Αυτό από στρατηγικής απόψεως ζημιώνει τη ΔΕΗ εφόσον βρίσκεται με μια νέα πολυδάπανη επένδυση, της τάξης των 1,5 δισ. ευρώ, την Πτολεμαΐδα 5, να «καίγεται», και ταυτόχρονα ενθαρρύνει έναν νέο κύκλο ιδιωτικών επενδύσεων, περίπου 2,5 δισ., σε μονάδες φυσικού αερίου, με αβέβαιο ορίζοντα απόσβεσης και πιθανή χρέωση των μελλοντικών ζημιών σε καταναλωτές και φορολογούμενους.
Τρίτον, η ΔΕΗ εξομοιώθηκε πλήρως με τις άλλες εταιρείες, με τη μετατροπή τής ρήτρας αναπροσαρμογής των τιμών της από ρύπους στην τιμή της χονδρικής αγοράς. Η ΔΕΗ είχε παλιότερα καθοριστικό ρόλο στον προσδιορισμό της τιμής της χονδρικής, κάτι που με τις συνολικές αλλαγές έχει χάσει, και πρόθεση της κυβέρνησης ήταν να τον χάσει.
Τέταρτον, η δημιουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και η διασύνδεση με τις αγορές των γειτονικών χωρών (target model) απέβλεπε σε μια πιο ανταγωνιστική αγορά. Αυτό όμως προϋπέθετε πως δίπλα στην ημερήσια (και προ-ημερήσια) αγορά θα δημιουργείτο η προθεσμιακή αγορά, που θα άνοιγε τον δρόμο στη σύναψη μεσοπρόσθεσμων συμβολαίων, καταναλωτών και επιχειρήσεων, με δυνατότητα επιλογής του μείγματος ενέργειας, τη διάρκεια και τις τιμές. Στην Ε.Ε. στα Χρηματιστήρια Ενέργειας οι προθεσμιακές αγορές είναι το 50% της αγοράς ενέργειας.
Με αυτά τα δεδομένα, η αγορά ενέργειας στην Ελλάδα έδωσε ώθηση στην επιλογή ολιγοπωλιακών πρακτικών σε σχέση με τις τιμές στη χονδρική αγορά και μεταφορά όλου του ρίσκου που φέρουν οι επιχειρήσεις ενέργειας από τις διακυμάνσεις των διεθνών αγορών στους καταναλωτές. Με την έκρηξη της κρίσης στις διεθνείς αγορές ενέργειας, η Ελλάδα, με τιμές ρεύματος στον μέσο όρο της Ευρώπης, ξαφνικά βρέθηκε με τις πιο ακριβές τιμές. Το 2020 η τιμή στη χονδρική ήταν 46 ευρώ η μεγαβατώρα και το 2021 ξεκίνησε με 55 τον Ιανουάριο, για να φθάσει τις 103 τον Ιούλιο και τα 128 ευρώ των Αύγουστο και τις 165 πρόσφατα. Στην Ευρώπη την ίδια περίοδο η συμπεριφορά των τιμών ήταν ανοδική, αλλά κατά κανόνα 30% χαμηλότερες.
Κρατικοδίαιτο ολιγοπώλιο
Οι εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης έχουν δύο στοιχεία. Πρώτον, το Δημόσιο, αντί να παρέμβει στην αγορά ενέργειας και να αποτρέψει τις ολιγοπωλιακές πρακτικές ή να επιβάλει έκτακτα διοικητικά (και φορολογικά) μέτρα, επιλέγει να χρηματοδοτήσει την υπάρχουσα κατάσταση με δημόσιο χρήμα μετατρέποντας το Δημόσιο σε χρηματοδότη μιας ολιγοπωλιακής αγοράς. Η ενεργειακή αγορά είναι 5,5 δισ. ετησίως και η επιδότηση των ανατιμήσεων θα κοστίσει περίπου 1 με 1,5 δισ. σε ετήσια βάση (τα 150 εκατομμύρια για το τρίμηνο είναι πυροτέχνημα).
Δεύτερον, ενεργοποιεί τη ΔΕΗ σε έναν ρόλο που είχε αποποιηθεί μέσω των εκπτώσεων του 30%: να ρυθμίσει τις αγορές. Οι ιδιώτες φυσικά αντέδρασαν στην πρόσφατη σύσκεψη του υπουργού. Ήδη από την προηγούμενη περίοδο ανόδου των τιμών, καθώς οι ιδιώτες μεταφέρουν με τη ρήτρα της χονδρικής τις αναπροσαρμογές στους καταναλωτές, η ΔΕΗ βρέθηκε να ανακτά πελάτες από τους ιδιώτες. Με μια λέξη, ο στρατηγικός ρόλος της ΔΕΗ είναι αδιαπραγμάτευτος και η προσπάθεια της κυβέρνησης να την αποδυναμώσει έχει τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Οι επιλογές της Ν.Δ. έχουν ήδη διαμορφώσει ένα τοπίο όπου στην πρώτη διεθνή κρίση ο ενεργειακός τομέας της χώρας μετατράπηκε στο κατεξοχήν πεδίο ακραίων πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία και με σημαντικές απειλές απέναντι στην κοινωνία που έχει το 17% των νοικοκυριών στα όρια της «ενεργειακής φτώχειας». Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015 - 2019 επικεντρώθηκε στη διατήρηση σταθερών τιμών στην ενέργεια με τάση μείωσης (12%) και επεδίωκε να διευκολύνει έτσι την ανάκαμψη της οικονομίας και με την ισχυροποίηση του κοινωνικού τιμολογίου να περιορίσει σημαντικά την ενεργειακή φτώχεια. Η κεντρική ιδέα τής ενεργειακής στρατηγικής ήταν η σταδιακή απόσυρση του λιγνίτη με την αντικατάστασή του με ΑΠΕ και όχι με φυσικό αέριο. Και η λειτουργία θεσμών και εποπτείας με μέριμνα για την προστασία των καταναλωτών και των επιχειρήσεων. Η αποτυχία των αλλαγών και των επιλογών της Ν.Δ. γίνεται σήμερα απόλυτα εμφανής.