Υπουργοί και δημοσιογράφοι μετατρέπονται σε διαφημιστές πολεμικών βιομηχανιών
Σωτήρης Βαλντέν, Συνέντευξη στη Ν.Λειβαδάρη, Δημοσιευμένο: 2021-09-30
Η θέση της Ελλάδας στην κούρσα των εξοπλισμών, η πραγματική σημασία – και αξία – της ρήτρας αμυντικής συμφωνίας με την Γαλλία, το γεωπολιτικό της αντίκρυσμα αλλά και το δημοσιονομικό της τίμημα, είναι ανάμεσα στα βασικά ζητήματα που εγείρει η στρατηγική συμφωνία που υπέγραψαν Κυριάκος Μητσοτάκης και Εμμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι. Γι αυτά τα ζητήματα, όπως και για το εάν, και ποια επίδραση, μπορεί να έχει η συμφωνία στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας μιλά στο tvxs ο καθηγητής και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ Σωτήρης Βαλντέν.
Τι σηματοδοτεί η συμφωνία για την αγορά των γαλλικών φρεγατών – είναι αναγκαία και χρήσιμη; Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που προβάλλονται είναι πως, παρά τις νέες επιβαρύνσεις με αμυντικές δαπάνες, αλλάζουν οι συσχετισμοί ισχύος στο Αιγαίο υπέρ της Ελλάδας.
Η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρή άμυνα. Το επιβάλλει δυστυχώς η γεωγραφική της θέση και η ύπαρξη του μεγάλου, απρόβλεπτου και συχνά επιθετικού ανατολικού γείτονα. Στόχος, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι η «επαρκής άμυνα», όχι μια –εξάλλου ανέφικτη- υπεροπλία ή πλήρης ισοπλία με την Τουρκία.
Στο πλαίσιο αυτό είναι ασφαλώς αναγκαίος και ο εκσυγχρονισμός των οπλικών μας συστημάτων. Δεν έχω επαρκή πληροφόρηση για να κρίνω αν το υπέρογκο πρόγραμμα που έχει υιοθετηθεί -και που φυσικά αφαιρεί τεράστιους πόρους από άλλους τομείς, όπως π.χ.την υγεία και την παιδεία- εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο. Έχω όμως αρκετούς λόγους να αμφιβάλλω:
Οι αμυντικές μας δαπάνες είναι ήδη πολύ υψηλές, οι υψηλότερες αναλογικά σε όλη την Ευρώπη. Οι εισηγήσεις των στρατηγών και ναυάρχων που επικαλούνται κυβέρνηση και αντιπολίτευση για να δικαιολογήσουν τη ραγδαία αύξησή τους δεν μπορεί να είναι το κύριο κριτήριο για τέτοιες αποφάσεις.
Πέρα από τη φυσιολογική επαγγελματική «διαστροφή», είναι γνωστό πως στους κύκλους αυτούς έχει μεγάλη επιρροή το πανίσχυρο λόμπι των πολεμικών βιομηχανιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την αξιολόγηση αλλά και την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς έχουμε πικρά πείρα πώς τα προγράμματα αυτά συχνά εξυπηρετούν σκοπούς κάθε άλλο παρά εθνικούς.
Κυρίως όμως ο σκεπτικισμός μου οφείλεται στο ότι οι αγορές φαίνεται να εντάσσονται σε μια συγκρουσιακή λογική και όχι σε μια στρατηγική που αποβλέπει στον διάλογο και σε λύσεις με την Τουρκία (και στο πλαίσιο αυτό βλέπει τους εξοπλισμούς ως δικλείδα ασφαλείας). Είναι χαρακτηριστικό πως οι υπερεξοπλισμοί εξαγγέλλονται την ώρα που, υπό την πίεση του διακομματικού εθνικιστικού λόμπι, οι ελληνικές θέσεις παραμένουν άκαμπτες, οι διάλογοι καρκινοβατούν και με δική μας ευθύνη («θέλουν να μας σύρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων») και οι λύσεις παραπέμπονται στο μακρινό μέλλον.
Από επίσημα χείλη και από τα καθοδηγούμενα ΜΜΕ ακούμε για «αλλαγές συσχετισμών» και για ελληνική υπεροπλία στο Αιγαίο. Υπουργοί και δημοσιογράφοι μετατρέπονται σε διαφημιστές πολεμικών βιομηχανιών. Γενικά διαχέεται μια πολεμική ατμόσφαιρα, με προβολή στρατιωτικών γυμνασίων και συνεχείς καταγγελίες υπαρκτών και ανύπαρκτων τουρκικών προκλήσεων.
Όλα αυτά προκαλούν βέβαια αντιδράσεις της άλλης πλευράς και η ένταση κλιμακώνεται. Λειτουργούν δε αποπροσανατολιστικά στην ελληνική κοινή γνώμη αφού, αντί να ωθούν στην αναζήτηση ειρηνικών διαδικασιών με τους συμβιβασμούς που αυτές συνεπάγονται, «ντοπάρουν» σε αδιαλλαξία και σε όνειρα απατηλά για νικηφόρες συγκρούσεις.
Ο εκσυγχρονισμός των ενόπλων δυνάμεων θα έπαιρνε εντελώς άλλο χαρακτήρα αν εξεταζόταν πιο διακριτικά, χωρίς φανφαρονισμούς και κλαγγές όπλων και σε ένα κλίμα όπου η κυβέρνηση θα έπειθε πως πρώτη της προτεραιότητα είναι η ειρηνική επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία.
Η αγορά των Belharra συνοδεύεται και από ρήτρα αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας-Γαλλίας. Γεωπολιτικά και στρατηγικά αυτή η συμφωνία ενισχύει τη θέση της χώρας μας;
Μια αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, οπωσδήποτε ενισχύει πολιτικά τη θέση της Ελλάδας. Επί της ουσίας βέβαια, παρά τους περί του αντιθέτου επίσημους ισχυρισμούς, η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης δεν προσθέτει τίποτε στην ήδη ισχύουσα σχεδόν πανομοιότυπη αντίστοιχη ρήτρα της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 42, §7). Η τελευταία θεσπίζει την υποχρέωση όλων των κρατών μελών να παράσχουν τέτοια συνδρομή «με όλα τα μέσα [άρα και στρατιωτικά] που έχουν στη διάθεσή τους».
Για την ακρίβεια, η ελληνογαλλική συμφωνία είναι και κάπως πιο περιοριστική, γιατί, σε αντίθεση με τη Συνθήκη, προβλέπει ρητά πως η ένοπλη επίθεση θα πρέπει να «διαπιστωθεί από κοινού». Με άλλα λόγια, δεν αρκεί η Ελλάδα να αποφανθεί πως υφίσταται ένοπλη επίθεση (και μάλιστα «στην επικράτειά της», όχι δηλαδή π.χ. στην ΑΟΖ της). Θα πρέπει και η Γαλλία να συμφωνήσει με τη διαπίστωση αυτή.
Πέρα όμως από το περιεχόμενο της συμφωνίας, ισχύει και εδώ ότι η κυβερνητική προπαγάνδα την εντάσσει σε μια λογική σύγκρουσης με την Τουρκία. Στην κοινή γνώμη καλλιεργείται η εσφαλμένη εντύπωση πως μπορούμε απερίσπαστοι να εμμένουμε στην αδιάλλακτη στάση μας, γιατί θα μας προστατεύει στρατιωτικά η Γαλλία. Ας μην έχουμε αυταπάτες: ούτε η Γαλλία, ούτε κανείς άλλος δεν θα στείλουν τα παιδιά τους να σκοτωθούν για τα 12 μίλια ή για βραχονησίδες της Ελλάδας, ό,τι και να προβλέπουν οι ρήτρες αμοιβαίας συνδρομής.
Η κυβέρνηση διακηρύσσει πως η νέα ελληνο-γαλλική συμμαχία αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης που επιδιώκει ο πρόεδρος Μακρόν και που τώρα στηρίζει και ο κ. Μητσοτάκης. Συμφωνείτε;
Η στρατηγική αυτονομία είναι συστατικό στοιχείο μιας Ενωμένης Ευρώπης. Γίνεται δε ιδιαίτερα επίκαιρη και επείγουσα με τις εξελίξεις της αμερικανικής πολιτικής. Οι θέσεις Μακρόν επ’ αυτού είναι εξαιρετικά θετικές.
Όμως, ως γνωστόν, η ιδέα αυτή συναντά ισχυρές αντιστάσεις σε αρκετά κράτη μέλη. Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία πώς θα μεθοδευτεί. Συγκεκριμένα,η Γαλλία θα πρέπει να πείσει πως προτείνει ένα ευρωπαϊκό σχέδιο, όχι ένα σχέδιο καμουφλαρισμένης προώθησης των εθνικών της συμφερόντων. «Άγαρμπες» κινήσεις κινδυνεύουν να έχουν το αντίθετο από το διακηρυσσόμενο αποτέλεσμα. Πολύ φοβάμαι πως η σημερινή γαλλική πολιτική στη Μεσόγειο (στην οποία εντάσσεται και η «ελληνική» της πολιτική) είναι «ευρωπαϊκά» προβληματική.
Έχει μια έντονη νεοαποικιακή οσμή (π.χ. τα περί της Μεσογείου ως marenostrum) το δε αντιτουρκικό μένος του γάλλου προέδρου έχει και κίνητρα εσωτερικής πολιτικής που πολλοί στην Ευρώπη δεν συμμερίζονται. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται τη «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης ως στρεφόμενη πρώτιστα κατά της Τουρκίας. Και βέβαια το Παρίσι προχώρησε στη συμφωνία με την Αθήνα χωρίς ευρωπαϊκές διαβουλεύσεις.
Είναι θετικό πως, έστω με κάποια καθυστέρηση, ο κ. Μητσοτάκης στηρίζει την «στρατηγική αυτονομία». Όμως άλλες ενέργειες της χώρας αντιφάσκουν με αυτό. Τέτοια είναι η αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ πέρα από τις συμμαχικές μας υποχρεώσεις και με τις δηλώσεις πως είμαστε οι «πλέον πιστοί σύμμαχοι». Αλλά και ο εναγκαλισμός με το Ισραήλ και με αντιδραστικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής ή η στήριξη του πολέμου της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη με την αποστολή των Πάτριοτ δύσκολα εντάσσονται σε μια ευρωπαϊκή πολιτική. Η Ελλάδα δεν μπορεί να κάθεται επί μακρόν σε δυο καρέκλες.
Παρά τη νέα μεγάλη αγορά στο εξοπλιστικό πεδίο, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι προκειμένου να υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία “θα κάνουμε κάποιες αμοιβαίες υποχωρήσεις”, όπως δήλωσε και πως δεν πρόκειται να μπει σε «ανταγωνισμό εξοπλισμών». Συμβαδίζουν αυτά τα μηνύματα;
Τον επαναλαμβανόμενο ισχυρισμό του πρωθυπουργού πως δεν μπαίνουμε σε ανταγωνισμό εξοπλισμών με την Τουρκία θα τον ζήλευε και ο Πινόκιο. Προφανώς και μπαίνουμε σε ανταγωνισμό εξοπλισμών και καυχόμαστε μάλιστα γι’ αυτό. Και προφανώς μπαίνουμε σε έναν ανταγωνισμό με τεράστιο οικονομικό κόστος και που είναι αδύνατον να κερδίσουμε.
Είναι αυτονόητο πως χρειάζονται αμοιβαίες υποχωρήσεις για να υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία.Μόνο στη χώρα μας ισχυρές φωνές το αμφισβητούν. Οκ. Μητσοτάκης απευθύνεται μάλλον σ’ αυτές, και καλώς. Όμως δυστυχώς δεν αρκεί να εκστομίζεται κατά καιρούς το αυτονόητο. Σημασία έχει τι κάνουμε στην πράξη και εκεί ο πρωθυπουργός φαίνεται να έχει αποδεχθεί την ομηρεία στους εθνικιστές στο κόμμα του και στην κοινωνία, εγκαταλείποντας κάθε σοβαρή προσπάθεια για διάλογο και λύσεις.
Στην παρούσα γεωπολιτική συγκυρία, υπάρχει ρεαλιστικό περιθώριο προσέγγισης με την Τουρκία; Η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών δεν δείχνει μέχρι στιγμής να έχει οδηγήσει σε ουσιαστική πρόοδο.
Κατά τη γνώμη μου, όλες οι διαφορές μας με την Τουρκία μπορούν να επιλυθούν αν το επιθυμούν οι δύο χώρες. Το κατόρθωσαν δεκάδες άλλες χώρες, δεν βλέπω γιατί Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν εξαίρεση. Προϋπόθεση είναι βέβαια να εγκαταλειφθούν οι μαξιμαλιστικές θέσεις και από τις δύο πλευρές. Η άποψη ότι αυτά δεν είναι ρεαλιστικά προβάλλεται κατά κανόνα από όσους, εμμένοντας στους μαξιμαλισμούς, καθιστούν αυτοί μη ρεαλιστική κάθε πρόοδο. Πιστεύω πως μια πιο ανοικτή ελληνική στάση θα έβρισκε ανταπόκριση στην άλλη πλευρά. Αλλά και αν δεν έβρισκε, η θέση της Ελλάδας θα έβγαινε ενισχυμένη.
Είστε σταθερά υπέρμαχος του διαλόγου, και δη με ρεαλιστικούς όρους – ήτοι, ότι αυτός ο διάλογος δεν μπορεί να μην επεκταθεί και σε άλλα πεδία πλην της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Είναι ώριμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αλλά και η ελληνική κοινή γνώμη, για έναν τέτοιο διάλογο;
Είναι ενδεικτικό πως με ρωτάτε αν το πολιτικό σύστημα και η κοινή γνώμη της Ελλάδας και όχι της Τουρκίας είναι ώριμες για διάλογο. Γιατί πράγματι τα εμπόδια στον διάλογο προέρχονται τουλάχιστον εξίσου από τη δική μας πλευρά. Όμως το πολιτικό σύστημα και η κοινή γνώμη δεν είναι παράγοντες εξωγενείς προς τις κυβερνήσεις και τα κόμματα, διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από αυτά.
Αν, όπως πιστεύω, το εθνικό συμφέρον και η υπόθεση της ειρήνης επιβάλλουν τον διάλογο και την εξεύρεση λύσεων, κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα πρέπει να βρουν το θάρρος να οδηγήσουν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση, παραμερίζοντας λαϊκισμούς, μικροκομματικούς υπολογισμούς και τους τουρκοφάγους μέσα και έξω από τις γραμμές τους. Ειδικά η κυβέρνηση έχει τον τρόπο να τερματίσει την ολοκληρωτικού τύπου εθνικιστική προπαγάνδα που εκπέμπουν τα ΜΜΕ.