Ρόδινη για τις επιχειρήσεις, μαύρη για τους καταναλωτές
Ελίζα Παπαδάκη, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2006-06-18
Τη συνεχή βελτίωση των εκτιμήσεων και των προβλέψεων των ελληνικών επιχειρήσεων τους τελευταίους εννέα μήνες καταγράφει η τελευταία τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα. Τόσο στη βιομηχανία, όσο και στο λιανικό εμπόριο, τις υπηρεσίες, αλλά ακόμα και τις κατασκευές, που είχαν υποστεί σοβαρό πλήγμα μετά την περάτωση των Ολυμπιακών έργων και την κατακόρυφη πτώση των δημοσίων επενδύσεων πέρυσι, το επιχειρηματικό κλίμα ανακάμπτει, προσεγγίζοντας ξανά τα προ των Ολυμπιακών Αγώνων επίπεδα.
Ο δείκτης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, αντίθετα, παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, κατώτερα και από τα περυσινά. Μόνο το Μάιο φάνηκαν κάπως να περιορίζονται οι αρνητικές τάσεις. Αλλά αυτό, παρατηρεί το ΙΟΒΕ, οφείλεται κατά βάση στον περιορισμό των απαισιόδοξων προβλέψεων για την ανεργία, καθώς οι καταναλωτές εξακολουθούν να περιμένουν ότι θα αυξηθεί, αλλά με μικρότερη ένταση απ’ ότι προέβλεπαν τον προηγούμενο μήνα, καθώς και στις κάπως λιγότερο αρνητικές προβλέψεις για τις αποταμιεύσεις. Τόσο για τη δική τους οικονομική κατάσταση όμως, όσο και για την οικονομική κατάσταση της χώρας τους προσεχείς 12 μήνες, οι καταναλωτές παραμένουν σε προβλέψεις το ίδιο απαισιόδοξες, όπως τους προηγούμενους μήνες.
Η επίμονη αυτή διάσταση ανάμεσα στην ολοένα πιο ρόδινη εικόνα για την οικονομία που βλέπουν οι επιχειρήσεις και στην διαρκώς μαύρη εικόνα που βλέπουν οι καταναλωτές, δηλαδή όλοι οι πολίτες της χώρας, όπως την αποτυπώνουν επί μακρύ διάστημα οι απαντήσεις στα ερωτηματολόγια της έρευνας, επιβεβαιώνει μιαν απλή εκτίμηση: Ότι η κυβερνητική πολιτική διαμορφώνει ολοένα πιο ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις, αλλά προκαλεί εντεινόμενη ανασφάλεια στους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους συνταξιούχους, τους αγρότες και άλλους αυταπασχολούμενους, στα νοικοκυριά ενγένει.
Εδώ φαίνεται πάντως να ανακύπτει ένα παράδοξο που δεν έχουν ερμηνεύσει ούτε το ΙΟΒΕ, ούτε άλλοι οικονομικοί αναλυτές: Παρά την εμπεδωμένη μεγάλη απαισιοδοξία που καταγράφεται σε όλες τις έρευνες, η ιδιωτική κατανάλωση εξακολουθεί να αυξάνεται με ισχυρούς ρυθμούς: κατά 3,5% το 2005, κατά 3,4% το πρώτο τρίμηνο του 2006, σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, τα οποία διασταυρώνονται με την άνοδο που καταγράφει η στατιστική του όγκου των λιανικών πωλήσεων. Καθώς το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων αυξήθηκε συνολικά λιγότερο από 1% το 2005, των αγροτών μειώθηκε, ενώ για τους μικρούς επαγγελματίες, εμπόρους και βιοτέχνες έχουμε πολλές ενδείξεις κρίσης, η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών είναι φανερό ότι κατά μεγάλο μέρος χρηματοδοτείται με την αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών. Η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών έφθανε τον Απρίλιο το 39,7% του ΑΕΠ, από 32,9% του ΑΕΠ δώδεκα μήνες νωρίτερα, αυξήθηκε δηλαδή κατά 6,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσα σε ένα χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης οφείλεται στα στεγαστικά δάνεια, αλλά και η καταναλωτική πίστη αυξήθηκε κατά δύο μονάδες σχεδόν, από 11,6% σε 13,5% του ΑΕΠ. Μάλιστα η καταναλωτική πίστη προσεγγίζει πλέον το μέσο επίπεδο της Ευρωζώνης 16% του ΑΕΠ, ενώ η συνολική δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών ακόμα απέχει από την ευρωπαϊκή 57,8% του ΑΕΠ.
Δεδομένου ότι οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί της αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα (3,7% το 2005, 4% το πρώτο τρίμηνο του 2006) στηρίζονται κατά πρώτο λόγο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι για πόσον καιρό θα μπορεί να συνεχίζεται το "παράδοξο" της αυξανόμενης κατανάλωσης με ταυτόχρονη μεγάλη απαισιοδοξία των καταναλωτών. Αν και διατηρείται πολύ υψηλός, ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δανείων έχει πάντως αρχίσει να υποχωρεί: από 32,7% τον Απρίλιο του 2005 σε 26,8% το Δεκέμβριο και σε 24,5% τον Απρίλιο του 2006. Και η έκθεση του ΙΟΒΕ, ενώ προβλέπει για φέτος αύξηση του ΑΕΠ 3,5%, πρόβλεψη ελαφρά πιο συγκρατημένη από της κυβέρνησης, αλλά ανάλογη με της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των άλλων διεθνών οργανισμών (που έχουν αναθεωρήσει τις προβλέψεις τους προς το ευνοϊκότερο), διατυπώνει κάποιες επιφυλάξεις για ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις αν αυξηθούν κι άλλο τα επιτόκια, ή σημειωθεί νέα άνοδος στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου.
Προς ανάκαμψη των βιομηχανικών επενδύσεων;
Πιθανή θεωρεί το ΙΟΒΕ και μιαν αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα μετά την περυσινή τους μείωση. Στη βιομηχανία ειδικότερα διαβλέπει μιαν ανάκαμψη, την οποία συνδέει με τη γενικότερη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος.
Η τελευταία εξαμηνιαία έρευνα για τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις των βιομηχανικών επιχειρήσεων που διεξήχθη τον Μάρτιο-Απρίλιο, περιορίζει τη μείωση των επενδύσεων το 2005 σε 9,6% (από 18,4% τον Οκτώβριο). Και για το 2006 προβλέπεται τώρα αύξηση 14,8%, που περιλαμβάνει όλους τους κλάδους εκτός από την κλωστοϋφαντουργία, όπου συνεχίζεται η κατάρρευση: μείωση 39,9%.
Την αισιοδοξία των βιομηχανικών επιχειρήσεων για τη ζήτηση αντανακλά η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων που γίνονται για επέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας από 40,7% το 2004 σε 44,3% το 2005, ποσοστό που διατηρείται και το 2006. Και τις συνεχιζόμενες αναδιαρθρώσεις το αυξανόμενο μερίδιο των επενδύσεων εκσυγχρονισμού: 21%, 24%, 26% κατ’ έτος αντίστοιχα.
Όσον αφορά τους παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις, οι επιχειρήσεις προτάσσουν τη ζήτηση και τις τεχνολογικές εξελίξεις, σε μικρότερο βαθμό τα προσδοκώμενα κέρδη και τα επενδυτικά κίνητρα, ενώ ουδέτερη εκτιμούν την επίδραση της φορολογίας των κερδών και της συνολικής οικονομικής πολιτικής.
Ενώ το 2005 η συνολική απασχόληση στη βιομηχανία μειώθηκε ελαφρά (0,3%), και τους πρώτους μήνες του 2006 οι προβλέψεις των επιχειρήσεων για την απασχόληση διαγράφονταν σταθερές, το Μάιο το ποσοστό των επιχειρήσεων που προέβλεπε μεσοπρόθεσμα αύξηση ξεπέρασε το αντίστοιχο αυτών που προσδοκούσαν μείωση.
Ο δείκτης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, αντίθετα, παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, κατώτερα και από τα περυσινά. Μόνο το Μάιο φάνηκαν κάπως να περιορίζονται οι αρνητικές τάσεις. Αλλά αυτό, παρατηρεί το ΙΟΒΕ, οφείλεται κατά βάση στον περιορισμό των απαισιόδοξων προβλέψεων για την ανεργία, καθώς οι καταναλωτές εξακολουθούν να περιμένουν ότι θα αυξηθεί, αλλά με μικρότερη ένταση απ’ ότι προέβλεπαν τον προηγούμενο μήνα, καθώς και στις κάπως λιγότερο αρνητικές προβλέψεις για τις αποταμιεύσεις. Τόσο για τη δική τους οικονομική κατάσταση όμως, όσο και για την οικονομική κατάσταση της χώρας τους προσεχείς 12 μήνες, οι καταναλωτές παραμένουν σε προβλέψεις το ίδιο απαισιόδοξες, όπως τους προηγούμενους μήνες.
Η επίμονη αυτή διάσταση ανάμεσα στην ολοένα πιο ρόδινη εικόνα για την οικονομία που βλέπουν οι επιχειρήσεις και στην διαρκώς μαύρη εικόνα που βλέπουν οι καταναλωτές, δηλαδή όλοι οι πολίτες της χώρας, όπως την αποτυπώνουν επί μακρύ διάστημα οι απαντήσεις στα ερωτηματολόγια της έρευνας, επιβεβαιώνει μιαν απλή εκτίμηση: Ότι η κυβερνητική πολιτική διαμορφώνει ολοένα πιο ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις, αλλά προκαλεί εντεινόμενη ανασφάλεια στους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους συνταξιούχους, τους αγρότες και άλλους αυταπασχολούμενους, στα νοικοκυριά ενγένει.
Εδώ φαίνεται πάντως να ανακύπτει ένα παράδοξο που δεν έχουν ερμηνεύσει ούτε το ΙΟΒΕ, ούτε άλλοι οικονομικοί αναλυτές: Παρά την εμπεδωμένη μεγάλη απαισιοδοξία που καταγράφεται σε όλες τις έρευνες, η ιδιωτική κατανάλωση εξακολουθεί να αυξάνεται με ισχυρούς ρυθμούς: κατά 3,5% το 2005, κατά 3,4% το πρώτο τρίμηνο του 2006, σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, τα οποία διασταυρώνονται με την άνοδο που καταγράφει η στατιστική του όγκου των λιανικών πωλήσεων. Καθώς το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων αυξήθηκε συνολικά λιγότερο από 1% το 2005, των αγροτών μειώθηκε, ενώ για τους μικρούς επαγγελματίες, εμπόρους και βιοτέχνες έχουμε πολλές ενδείξεις κρίσης, η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών είναι φανερό ότι κατά μεγάλο μέρος χρηματοδοτείται με την αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών. Η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών έφθανε τον Απρίλιο το 39,7% του ΑΕΠ, από 32,9% του ΑΕΠ δώδεκα μήνες νωρίτερα, αυξήθηκε δηλαδή κατά 6,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέσα σε ένα χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης οφείλεται στα στεγαστικά δάνεια, αλλά και η καταναλωτική πίστη αυξήθηκε κατά δύο μονάδες σχεδόν, από 11,6% σε 13,5% του ΑΕΠ. Μάλιστα η καταναλωτική πίστη προσεγγίζει πλέον το μέσο επίπεδο της Ευρωζώνης 16% του ΑΕΠ, ενώ η συνολική δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών ακόμα απέχει από την ευρωπαϊκή 57,8% του ΑΕΠ.
Δεδομένου ότι οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί της αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα (3,7% το 2005, 4% το πρώτο τρίμηνο του 2006) στηρίζονται κατά πρώτο λόγο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, το ερώτημα που τίθεται επομένως είναι για πόσον καιρό θα μπορεί να συνεχίζεται το "παράδοξο" της αυξανόμενης κατανάλωσης με ταυτόχρονη μεγάλη απαισιοδοξία των καταναλωτών. Αν και διατηρείται πολύ υψηλός, ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δανείων έχει πάντως αρχίσει να υποχωρεί: από 32,7% τον Απρίλιο του 2005 σε 26,8% το Δεκέμβριο και σε 24,5% τον Απρίλιο του 2006. Και η έκθεση του ΙΟΒΕ, ενώ προβλέπει για φέτος αύξηση του ΑΕΠ 3,5%, πρόβλεψη ελαφρά πιο συγκρατημένη από της κυβέρνησης, αλλά ανάλογη με της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των άλλων διεθνών οργανισμών (που έχουν αναθεωρήσει τις προβλέψεις τους προς το ευνοϊκότερο), διατυπώνει κάποιες επιφυλάξεις για ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις αν αυξηθούν κι άλλο τα επιτόκια, ή σημειωθεί νέα άνοδος στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου.
Προς ανάκαμψη των βιομηχανικών επενδύσεων;
Πιθανή θεωρεί το ΙΟΒΕ και μιαν αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα μετά την περυσινή τους μείωση. Στη βιομηχανία ειδικότερα διαβλέπει μιαν ανάκαμψη, την οποία συνδέει με τη γενικότερη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος.
Η τελευταία εξαμηνιαία έρευνα για τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις των βιομηχανικών επιχειρήσεων που διεξήχθη τον Μάρτιο-Απρίλιο, περιορίζει τη μείωση των επενδύσεων το 2005 σε 9,6% (από 18,4% τον Οκτώβριο). Και για το 2006 προβλέπεται τώρα αύξηση 14,8%, που περιλαμβάνει όλους τους κλάδους εκτός από την κλωστοϋφαντουργία, όπου συνεχίζεται η κατάρρευση: μείωση 39,9%.
Την αισιοδοξία των βιομηχανικών επιχειρήσεων για τη ζήτηση αντανακλά η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων που γίνονται για επέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας από 40,7% το 2004 σε 44,3% το 2005, ποσοστό που διατηρείται και το 2006. Και τις συνεχιζόμενες αναδιαρθρώσεις το αυξανόμενο μερίδιο των επενδύσεων εκσυγχρονισμού: 21%, 24%, 26% κατ’ έτος αντίστοιχα.
Όσον αφορά τους παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις, οι επιχειρήσεις προτάσσουν τη ζήτηση και τις τεχνολογικές εξελίξεις, σε μικρότερο βαθμό τα προσδοκώμενα κέρδη και τα επενδυτικά κίνητρα, ενώ ουδέτερη εκτιμούν την επίδραση της φορολογίας των κερδών και της συνολικής οικονομικής πολιτικής.
Ενώ το 2005 η συνολική απασχόληση στη βιομηχανία μειώθηκε ελαφρά (0,3%), και τους πρώτους μήνες του 2006 οι προβλέψεις των επιχειρήσεων για την απασχόληση διαγράφονταν σταθερές, το Μάιο το ποσοστό των επιχειρήσεων που προέβλεπε μεσοπρόθεσμα αύξηση ξεπέρασε το αντίστοιχο αυτών που προσδοκούσαν μείωση.