Μία ακόμη χαμένη ευκαιρία;
Γιώργου Χ. Σωτηρέλη, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-06-18
Αν υπήρχε ένας σοβαρός λόγος για να ξαναγίνει τόσο σύντομα συνταγματική αναθεώρηση, αυτός ήταν αναμφίβολα η ανάγκη για μια νέα ρύθμιση των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας. Θα ανέμενε, λοιπόν, κανείς ότι ο πρωθυπουργός, ο οποίος τόσο αρέσκεται σε μεγαλοστομίες για «ρήξη με κατεστημένα», θα αποτολμούσε επιτέλους το μεγάλο βήμα που δείλιασε να κάνει ο θείος του το 1975. Οχι, βέβαια, πως είχε δείξει στο παρελθόν τέτοια δείγματα γραφής, καθώς είχε σπεύσει στο θέμα των ταυτοτήτων να υπογράψει δήλωση «θρησκευτικής νομιμοφροσύνης» στην εκκλησιαστική ηγεσία.
**Ωστόσο, η τελευταία περίοδος, των εκκλησιαστικών σκανδάλων και της φαρισαϊκής αντιμετώπισής τους, υπήρξε τόσο αποκαλυπτική, που δικαιολογούσε την προσδοκία ότι ο επικεφαλής ενός κόμματος που δηλώνει «φιλελεύθερο» θα μπορούσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αρθρώσει έναν πολιτικό λόγο που θα ξεφεύγει, έστω και εν μέρει, από τα κελεύσματα της επίσημης Εκκλησίας...
**Το ζήτημα, πάντως, παραμένει ανοικτό. Είναι δε παρήγορο ότι πέρα από το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ, που έχουν δείξει, μαζί με τους Μάνο, Ανδριανόπουλο, την πλέον συνεπή στάση, και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, με την πρότασή της, φαίνεται να έχει πλέον αποστασιοποιηθεί -αν και άτολμα...- από τις υπεκφυγές και τα προσχήματα με τα οποία σπαταλήθηκε η μεγάλη ευκαιρία της προηγούμενης αναθεώρησης...
**Ποια είναι όμως η επιβαλλόμενη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: είναι το σύστημα της σαφούς και αυστηρής διάκρισης των ρόλων, που ιστορικά συνδέθηκε με τη φιλελεύθερη και δημοκρατική ωρίμανση του σύγχρονου Κράτους και συνήθως αποδίδεται με τον όρο «χωρισμός Κράτους - Εκκλησίας». Επειδή, δε, συχνά το σύστημα αυτό προβάλλεται σαν φόβητρο, σπεύδουμε να επισημάνουμε ότι το έχουν υιοθετήσει, με ποικίλες παραλλαγές, όλα τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη και σημαίνει, πολύ απλά, ότι η κάθε πλευρά ασχολείται με τα του οίκου της, χωρίς να παρεμβαίνει εξουσιαστικά στις υποθέσεις της άλλης.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας θεώρησης, το μεν Κράτος επιβάλλεται να είναι «κοσμικό», δηλαδή θρησκευτικά ουδέτερο, ώστε να παρέχει τα εχέγγυα για μια αξιόπιστη προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, η δε επίσημη Εκκλησία οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια που την εμφανίζει, είτε άμεσα είτε έμμεσα και διαμεσολαβημένα, σαν προέκταση της κρατικής εξουσίας.
**Με άλλα λόγια, ο περίφημος χωρισμός Κράτους - Εκκλησίας επιβάλλει, ταυτόχρονα, την αποεκκλησιαστικοποίηση του Κράτους και την αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας, που προσλαμβάνουν, για κάθε χώρα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κλιμακούμενες από το καθεστώς αυστηρού χωρισμού (π.χ. ΗΠΑ, Γαλλία) μέχρι το καθεστώς «ευμενούς ουδετερότητας» (το οποίο ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες).
Είναι προφανές ότι το καθεστώς που προσιδιάζει περισσότερο στη χώρα μας είναι το τελευταίο, που μπορεί πράγματι να επιτευχθεί με «βελούδινο διαζύγιο», αρκεί όμως να είναι πραγματικό διαζύγιο και όχι «στάχτη στα μάτια», όπως αυτό που εξήγγειλε ο αρχιεπίσκοπος, σε συμπαιγνία προφανώς με την κυβέρνηση...
**Τι πρέπει να αλλάξει στο σύνταγμα;
* Πρώτον, πρέπει να απαλειφθεί η προμετωπίδα του και να τροποποιηθούν οι διατάξεις του άρθρ. 33 παρ. 2, περί ορκωμοσίας του προέδρου της Δημοκρατίας, και του άρθρ. 59 παρ. 1, περί ορκωμοσίας των βουλευτών, ώστε να παύσει να εμφανίζεται το πολίτευμα σαν ισχύον «ελέω Θεού»...
* Δεύτερον, πρέπει να καταργηθεί η όζουσα μισαλλοδοξίας διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 περί προσηλυτισμού.
* Τρίτον, πρέπει να καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 περί «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης» ώστε να παύσει να αποτελεί το άλλοθι του υποχρεωτικού κατηχητισμού.
* Τέταρτον, και σπουδαιότερον, πρέπει να καταργηθεί -ή έστω να τροποποιηθεί ριζικά- η ρύθμιση του άρθρου 3, περί «επικρατούσας θρησκείας», ώστε να καταστεί ανεπίδεκτο οποιασδήποτε αμφισβήτησης το αυτονόητο: ότι ένα δημοκρατικό σύνταγμα δεν είναι δυνατόν να ευνοεί, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, τον θρησκευτικό χρωματισμό του Κράτους και των θεσμών του.
**Η ανωτέρω προοπτική βέβαια δεν είναι καθόλου ευχάριστη στην ηγεσία της επίσημης Εκκλησίας, που μάχεται με νύχια και με δόντια -θυμίζοντας κρατικοδίαιτη προβληματική ΔΕΚΟ...- να κρατήσει τα προνόμια που της εξασφαλίζει το σημερινό ερμαφρόδιτο καθεστώς.
Στην προσπάθειά της αυτή επικαλείται με έμφαση αλλά ερήμην της ευρωπαϊκής ιστορίας, τη μοναδικότητα των δεσμών της με το ελληνικό Κράτος και εντέλει οχυρώνεται πίσω από θεοκρατικές αντιλήψεις, που υπερβαίνουν τα όρια ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς αποτελούν, στην ουσία, μια παραλλαγή του αλήστου μνήμης «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»...
**Με την εκκλησιαστική ηγεσία, ωστόσο, πέρα από τους ποικίλους «απολογητές» της έχει συστρατευθεί και μια άλλη πλευρά, ενίοτε με ιδεολογικά αλλά συνήθως με μικροπολιτικά (ψηφοθηρικά) κίνητρα, που ναι μεν υπεραμύνεται του σημερινού status quo, αλλά προσπαθεί, ταυτόχρονα, να τηρήσει και κάποια προσχήματα, με το επιχείρημα, ιδίως, ότι όλα τα ζητήματα των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας μπορούν να επιλυθούν από τον κοινό νομοθέτη.
**Αφηρημένα, το επιχείρημα αυτό φαίνεται εύλογο. Για τα συγκεκριμένα όμως δεδομένα της χώρας είναι συνήθως υπεκφυγή, καθώς οι εν λόγω συνταγματικές διατάξεις, και ιδίως το άρθρο 3, χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, τόσο από τον νομοθέτη όσο και από τη διοίκηση και τα δικαστήρια, σαν περιορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας. Δεν είναι συμπτωματικό, άλλωστε, ότι πέρασαν 30 χρόνια από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και η επίσημη Εκκλησία κατάφερε, διαχειριζόμενη επιτήδεια τις εθνικοθρησκευτικές ψυχώσεις αλλά και τις ψήφους των πιστών, να μην υπάρξει σχεδόν καμία πρόοδος (πλην του θέματος των ταυτοτήτων).
**Τι να πρωτοαναφέρει κανείς: Τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις της εκκλησιαστικής ηγεσίας στην πολιτική ζωή; Τη σκανδαλώδη διαχείριση των χρημάτων των ελλήνων φορολογουμένων; Την ποινικοποίηση της διάδοσης των θρησκευτικών ιδεών; Την -επιτέλους υπό κατάργηση- άδεια του οικείου μητροπολίτη για τους ναούς των άλλων θρησκειών; Την υποκατάσταση του Κράτους από την Εκκλησία στο θέμα του γάμου και της βάφτισης; Το μάθημα των Θρησκευτικών (και τα συμπαρομαρτούντα), που με το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους μετατρέπουν τα δημόσια εκπαιδευτήρια σε κατηχητικά σχολεία;
Το έκτρωμα της ψευδεπίγραφα ανώτατης εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, που κονταροχτυπιέται με κάθε έννοια θρησκευτικής αλλά και ακαδημαϊκής ελευθερίας;
**Εξάλλου, αν το ζήτημα του συντάγματος είναι τόσο επουσιώδες, γιατί αντιδρά με τόσο μένος η εκκλησιαστική ηγεσία; Και τι μας πείθει πως ό,τι δεν έγινε τόσα χρόνια θα γίνει τώρα από τον νομοθέτη; Και, σε κάθε περίπτωση: Ποια σχετική πρωτοβουλία πήραν αυτοί που προβάλλουν αυτά τα επιχειρήματα; Πότε άρθρωσαν κριτική για οποιοδήποτε θέμα που άπτεται της θρησκευτικής ελευθερίας και της αυτονομίας της πολιτικής; Πότε και πώς αντέδρασαν για να τις ύβρεις περί «γραικύλων», «γενιτσάρων» και «Διοκλητιανών»;
**Στο σημείο αυτό θεωρώ κρίσιμη την ακόλουθη επισήμανση. Εχω την πεποίθηση ότι εκείνη η πλευρά που θα ευνοηθεί περισσότερο από μια νέα ρύθμιση των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας είναι η ίδια η Ορθοδοξία, η οποία ως αντίληψη και πρακτική δεν ταυτίζεται βεβαίως -και ευτυχώς- με την «αρχαία σκουριά» της ηγεσίας της.
Αυτή δε η Ορθοδοξία, της μετριοπάθειας, της απλότητας, της αλληλεγγύης και των ανοικτών οριζόντων, όντως αποτελεί δομικό στοιχείο της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας και ως τέτοια δικαιούται και τιμής και σεβασμού. Τίποτε δεν αποκλείει, μάλιστα, τα στοιχεία αυτά να αποτυπωθούν ρητά, με κατάλληλη διατύπωση, και στην επιβαλλόμενη νέα συνταγματική ρύθμιση των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας (κατά το πρότυπο π.χ. του ισπανικού συντάγματος, που υιοθετεί μεν το σύστημα του χωρισμού, αλλά με συνυπολογισμό των θρησκευτικών δεδομένων).
**Επειδή, όμως, ο πρωθυπουργός δείχνει να εμμένει πεισματικά στην άρνηση αναθεώρησης του άρθρου 3, για να μη δυσαρεστήσει την «δεξιά του Κυρίου», θα μπορούσε, έστω, να βρει διέξοδο με τη συμβιβαστική πρόταση του -βασικού υπαιτίου για την χαμένη ευκαιρία της προηγούμενης αναθεώρησης...- Ευάγγ. Βενιζέλου, που υιοθέτησε και το ΠΑΣΟΚ, για απλή προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης.
Μια τέτοια δήλωση, με δεδομένο ότι τα περισσότερα προβλήματα προέρχονται από ερμηνευτικές στρεβλώσεις, θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί μια κάποια λύση, έστω και κατ’ οικονομίαν.
**Με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι θα καταστήσει ανεπίδεκτο αμφισβήτησης πρώτον ότι το άρθρο 3 δεν αποτελεί έναν έμμεσο και οιονεί «παρασυνταγματικό» περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως πρεσβεύουν οι εγχώριοι φονταμενταλιστές, και δεύτερον ότι ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» σημαίνει αποκλειστικά και μόνο αυτό που θέλησε ο συντακτικός νομοθέτης το 1975 -δηλαδή «θρησκείαν ήν ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και συμφώνως προς το τυπικόν της οποίας ενεργούνται αι επίσημαι τελεταί, αι αργίαι κ.λπ.», κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του τότε γενικού εισηγητή της πλειοψηφίας Δ. Παπασπύρου- και όχι θρησκεία που πρέπει να επικρατεί πάση θυσία, μέσω της κρατικής επιβολής...
**Ιδού λοιπόν η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, τόσο για τον πρόεδρο όσο και για τους βουλευτές της «φιλελεύθερης» Ν.Δ.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΩΤΗΡΕΛΗΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
**Ωστόσο, η τελευταία περίοδος, των εκκλησιαστικών σκανδάλων και της φαρισαϊκής αντιμετώπισής τους, υπήρξε τόσο αποκαλυπτική, που δικαιολογούσε την προσδοκία ότι ο επικεφαλής ενός κόμματος που δηλώνει «φιλελεύθερο» θα μπορούσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αρθρώσει έναν πολιτικό λόγο που θα ξεφεύγει, έστω και εν μέρει, από τα κελεύσματα της επίσημης Εκκλησίας...
**Το ζήτημα, πάντως, παραμένει ανοικτό. Είναι δε παρήγορο ότι πέρα από το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ, που έχουν δείξει, μαζί με τους Μάνο, Ανδριανόπουλο, την πλέον συνεπή στάση, και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, με την πρότασή της, φαίνεται να έχει πλέον αποστασιοποιηθεί -αν και άτολμα...- από τις υπεκφυγές και τα προσχήματα με τα οποία σπαταλήθηκε η μεγάλη ευκαιρία της προηγούμενης αναθεώρησης...
**Ποια είναι όμως η επιβαλλόμενη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: είναι το σύστημα της σαφούς και αυστηρής διάκρισης των ρόλων, που ιστορικά συνδέθηκε με τη φιλελεύθερη και δημοκρατική ωρίμανση του σύγχρονου Κράτους και συνήθως αποδίδεται με τον όρο «χωρισμός Κράτους - Εκκλησίας». Επειδή, δε, συχνά το σύστημα αυτό προβάλλεται σαν φόβητρο, σπεύδουμε να επισημάνουμε ότι το έχουν υιοθετήσει, με ποικίλες παραλλαγές, όλα τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη και σημαίνει, πολύ απλά, ότι η κάθε πλευρά ασχολείται με τα του οίκου της, χωρίς να παρεμβαίνει εξουσιαστικά στις υποθέσεις της άλλης.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας θεώρησης, το μεν Κράτος επιβάλλεται να είναι «κοσμικό», δηλαδή θρησκευτικά ουδέτερο, ώστε να παρέχει τα εχέγγυα για μια αξιόπιστη προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, η δε επίσημη Εκκλησία οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια που την εμφανίζει, είτε άμεσα είτε έμμεσα και διαμεσολαβημένα, σαν προέκταση της κρατικής εξουσίας.
**Με άλλα λόγια, ο περίφημος χωρισμός Κράτους - Εκκλησίας επιβάλλει, ταυτόχρονα, την αποεκκλησιαστικοποίηση του Κράτους και την αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας, που προσλαμβάνουν, για κάθε χώρα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κλιμακούμενες από το καθεστώς αυστηρού χωρισμού (π.χ. ΗΠΑ, Γαλλία) μέχρι το καθεστώς «ευμενούς ουδετερότητας» (το οποίο ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες).
Είναι προφανές ότι το καθεστώς που προσιδιάζει περισσότερο στη χώρα μας είναι το τελευταίο, που μπορεί πράγματι να επιτευχθεί με «βελούδινο διαζύγιο», αρκεί όμως να είναι πραγματικό διαζύγιο και όχι «στάχτη στα μάτια», όπως αυτό που εξήγγειλε ο αρχιεπίσκοπος, σε συμπαιγνία προφανώς με την κυβέρνηση...
**Τι πρέπει να αλλάξει στο σύνταγμα;
* Πρώτον, πρέπει να απαλειφθεί η προμετωπίδα του και να τροποποιηθούν οι διατάξεις του άρθρ. 33 παρ. 2, περί ορκωμοσίας του προέδρου της Δημοκρατίας, και του άρθρ. 59 παρ. 1, περί ορκωμοσίας των βουλευτών, ώστε να παύσει να εμφανίζεται το πολίτευμα σαν ισχύον «ελέω Θεού»...
* Δεύτερον, πρέπει να καταργηθεί η όζουσα μισαλλοδοξίας διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 περί προσηλυτισμού.
* Τρίτον, πρέπει να καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 περί «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης» ώστε να παύσει να αποτελεί το άλλοθι του υποχρεωτικού κατηχητισμού.
* Τέταρτον, και σπουδαιότερον, πρέπει να καταργηθεί -ή έστω να τροποποιηθεί ριζικά- η ρύθμιση του άρθρου 3, περί «επικρατούσας θρησκείας», ώστε να καταστεί ανεπίδεκτο οποιασδήποτε αμφισβήτησης το αυτονόητο: ότι ένα δημοκρατικό σύνταγμα δεν είναι δυνατόν να ευνοεί, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, τον θρησκευτικό χρωματισμό του Κράτους και των θεσμών του.
**Η ανωτέρω προοπτική βέβαια δεν είναι καθόλου ευχάριστη στην ηγεσία της επίσημης Εκκλησίας, που μάχεται με νύχια και με δόντια -θυμίζοντας κρατικοδίαιτη προβληματική ΔΕΚΟ...- να κρατήσει τα προνόμια που της εξασφαλίζει το σημερινό ερμαφρόδιτο καθεστώς.
Στην προσπάθειά της αυτή επικαλείται με έμφαση αλλά ερήμην της ευρωπαϊκής ιστορίας, τη μοναδικότητα των δεσμών της με το ελληνικό Κράτος και εντέλει οχυρώνεται πίσω από θεοκρατικές αντιλήψεις, που υπερβαίνουν τα όρια ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς αποτελούν, στην ουσία, μια παραλλαγή του αλήστου μνήμης «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»...
**Με την εκκλησιαστική ηγεσία, ωστόσο, πέρα από τους ποικίλους «απολογητές» της έχει συστρατευθεί και μια άλλη πλευρά, ενίοτε με ιδεολογικά αλλά συνήθως με μικροπολιτικά (ψηφοθηρικά) κίνητρα, που ναι μεν υπεραμύνεται του σημερινού status quo, αλλά προσπαθεί, ταυτόχρονα, να τηρήσει και κάποια προσχήματα, με το επιχείρημα, ιδίως, ότι όλα τα ζητήματα των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας μπορούν να επιλυθούν από τον κοινό νομοθέτη.
**Αφηρημένα, το επιχείρημα αυτό φαίνεται εύλογο. Για τα συγκεκριμένα όμως δεδομένα της χώρας είναι συνήθως υπεκφυγή, καθώς οι εν λόγω συνταγματικές διατάξεις, και ιδίως το άρθρο 3, χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, τόσο από τον νομοθέτη όσο και από τη διοίκηση και τα δικαστήρια, σαν περιορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας. Δεν είναι συμπτωματικό, άλλωστε, ότι πέρασαν 30 χρόνια από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και η επίσημη Εκκλησία κατάφερε, διαχειριζόμενη επιτήδεια τις εθνικοθρησκευτικές ψυχώσεις αλλά και τις ψήφους των πιστών, να μην υπάρξει σχεδόν καμία πρόοδος (πλην του θέματος των ταυτοτήτων).
**Τι να πρωτοαναφέρει κανείς: Τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις της εκκλησιαστικής ηγεσίας στην πολιτική ζωή; Τη σκανδαλώδη διαχείριση των χρημάτων των ελλήνων φορολογουμένων; Την ποινικοποίηση της διάδοσης των θρησκευτικών ιδεών; Την -επιτέλους υπό κατάργηση- άδεια του οικείου μητροπολίτη για τους ναούς των άλλων θρησκειών; Την υποκατάσταση του Κράτους από την Εκκλησία στο θέμα του γάμου και της βάφτισης; Το μάθημα των Θρησκευτικών (και τα συμπαρομαρτούντα), που με το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους μετατρέπουν τα δημόσια εκπαιδευτήρια σε κατηχητικά σχολεία;
Το έκτρωμα της ψευδεπίγραφα ανώτατης εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, που κονταροχτυπιέται με κάθε έννοια θρησκευτικής αλλά και ακαδημαϊκής ελευθερίας;
**Εξάλλου, αν το ζήτημα του συντάγματος είναι τόσο επουσιώδες, γιατί αντιδρά με τόσο μένος η εκκλησιαστική ηγεσία; Και τι μας πείθει πως ό,τι δεν έγινε τόσα χρόνια θα γίνει τώρα από τον νομοθέτη; Και, σε κάθε περίπτωση: Ποια σχετική πρωτοβουλία πήραν αυτοί που προβάλλουν αυτά τα επιχειρήματα; Πότε άρθρωσαν κριτική για οποιοδήποτε θέμα που άπτεται της θρησκευτικής ελευθερίας και της αυτονομίας της πολιτικής; Πότε και πώς αντέδρασαν για να τις ύβρεις περί «γραικύλων», «γενιτσάρων» και «Διοκλητιανών»;
**Στο σημείο αυτό θεωρώ κρίσιμη την ακόλουθη επισήμανση. Εχω την πεποίθηση ότι εκείνη η πλευρά που θα ευνοηθεί περισσότερο από μια νέα ρύθμιση των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας είναι η ίδια η Ορθοδοξία, η οποία ως αντίληψη και πρακτική δεν ταυτίζεται βεβαίως -και ευτυχώς- με την «αρχαία σκουριά» της ηγεσίας της.
Αυτή δε η Ορθοδοξία, της μετριοπάθειας, της απλότητας, της αλληλεγγύης και των ανοικτών οριζόντων, όντως αποτελεί δομικό στοιχείο της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας και ως τέτοια δικαιούται και τιμής και σεβασμού. Τίποτε δεν αποκλείει, μάλιστα, τα στοιχεία αυτά να αποτυπωθούν ρητά, με κατάλληλη διατύπωση, και στην επιβαλλόμενη νέα συνταγματική ρύθμιση των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας (κατά το πρότυπο π.χ. του ισπανικού συντάγματος, που υιοθετεί μεν το σύστημα του χωρισμού, αλλά με συνυπολογισμό των θρησκευτικών δεδομένων).
**Επειδή, όμως, ο πρωθυπουργός δείχνει να εμμένει πεισματικά στην άρνηση αναθεώρησης του άρθρου 3, για να μη δυσαρεστήσει την «δεξιά του Κυρίου», θα μπορούσε, έστω, να βρει διέξοδο με τη συμβιβαστική πρόταση του -βασικού υπαιτίου για την χαμένη ευκαιρία της προηγούμενης αναθεώρησης...- Ευάγγ. Βενιζέλου, που υιοθέτησε και το ΠΑΣΟΚ, για απλή προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης.
Μια τέτοια δήλωση, με δεδομένο ότι τα περισσότερα προβλήματα προέρχονται από ερμηνευτικές στρεβλώσεις, θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί μια κάποια λύση, έστω και κατ’ οικονομίαν.
**Με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι θα καταστήσει ανεπίδεκτο αμφισβήτησης πρώτον ότι το άρθρο 3 δεν αποτελεί έναν έμμεσο και οιονεί «παρασυνταγματικό» περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως πρεσβεύουν οι εγχώριοι φονταμενταλιστές, και δεύτερον ότι ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» σημαίνει αποκλειστικά και μόνο αυτό που θέλησε ο συντακτικός νομοθέτης το 1975 -δηλαδή «θρησκείαν ήν ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και συμφώνως προς το τυπικόν της οποίας ενεργούνται αι επίσημαι τελεταί, αι αργίαι κ.λπ.», κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του τότε γενικού εισηγητή της πλειοψηφίας Δ. Παπασπύρου- και όχι θρησκεία που πρέπει να επικρατεί πάση θυσία, μέσω της κρατικής επιβολής...
**Ιδού λοιπόν η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, τόσο για τον πρόεδρο όσο και για τους βουλευτές της «φιλελεύθερης» Ν.Δ.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΩΤΗΡΕΛΗΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.