Δύο εν σειρά παράδοξα
Κώστας Καλλίτσης, KReport, Δημοσιευμένο: 2024-04-07
Με ποια κριτήρια διαμορφώνεται η ευρωπαϊκή στρατηγική της χώρας; Το ερώτημα τίθεται εκ των πραγμάτων, από την όλως παράδοξη στάση της χώρας μας σε δύο μείζονα θέματα: Την Ενιαία Αγορά πρώτο, το ευρωομόλογο για την πολεμική βιομηχανία και την άμυνα, δεύτερο.
Το πρώτο θέμα είναι ο κατακερματισμός της ενιαίας εσωτερικής αγοράς –του κορυφαίου επιτεύγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την πανδημία και μετά, τα πιο ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη ενισχύουν τις εθνικές επιχειρήσεις τους σε βάρος των επιχειρήσεων των πιο αδύναμων χωρών, δίνοντάς τους κρατικές ενισχύσεις που παραβιάζουν τις αρχές της Ενιαίας Αγοράς και στρεβλώνουν τους κανόνες ανταγωνισμού. Κάνοντας -με έναν πολύ δικό τους τρόπο…- την κρίση ευκαιρία, επιδοτούν τις επιχειρήσεις τους για να διευρύνουν τα μερίδιά τους, να εκτοπίζουν τους ανταγωνιστές τους των φτωχότερων χωρών και, ίσως, σε επόμενη φάση, κάποιους εξ αυτών να τους εξαγοράσουν –ώστε να έχουμε και ωραίες «ξένες επενδύσεις».
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, οι οικονομικοί υπουργοί 11 κρατών της Ε.Ε. (Δανίας, Φινλανδίας, Ιρλανδίας, Πολωνίας, Σουηδίας, Ολλανδίας, Ουγγαρίας, Λετονίας, Τσεχίας, Σλοβακίας και Βελγίου), συνέταξαν μια κοινή επιστολή στην οποία καταγγέλλουν τις πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού και υπονόμευσης της Ενιαίας Αγοράς και, στις 10 Φεβρουαρίου, την ταχυδρόμησαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ουσία της: Ένα έκτακτο, προσωρινό μέτρο (οι ενισχύσεις για την πανδημία και, μετά, για την ενεργειακή κρίση) αξιοποιείται για να στηριχτούν προνομιακά οι επιχειρήσεις των ισχυρών χωρών, παραβιάζονται οι κανόνες, πρέπει να τεθεί φραγμός σε αυτές τις πρακτικές, να σταματήσει η κούρσα κρατικών ενισχύσεων στην οποία ηγείται –ποιος άλλος;- η Γερμανία.
Το παράδοξο: Παρότι η Ελλάδα και οι ελληνικές επιχειρήσεις πλήττονται από αυτόν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, στην κοινή επιστολή των 11 δεν υπήρχε ελληνική υπογραφή. Η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση.
Το δεύτερο θέμα είναι η έκδοση ευρωομολόγου για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας και της πολεμικής βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέθηκε στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής των 27. Μάλιστα, ο Έλληνας πρωθυπουργός λίγο πριν την έναρξη της συνόδου, στις 20 Μαρτίου, είχε δημόσια υποστηρίξει την έκδοση ενός τέτοιου ευρωομολόγου. Το οποίο, αφενός θα ενίσχυε την πολεμική βιομηχανία της Ευρώπης (ίσως θα ήταν μια τελευταία ελπίδα για την ελληνική…), αλλά θα άνοιγε και τον δρόμο για την αντικατάσταση των εθνικών ενισχύσεων από ευρωπαϊκές, κι έτσι θα συνέτεινε στην αποκατάσταση της Ενιαίας Αγοράς –όπως παρατήρησε και ανέλυσε ο εξαίρετος γνώστης των ευρωπαϊκών θεμάτων, Αλέκος Κρητικός. Ποιος διαφώνησε με το ευρωομόλογο, είναι γνωστό. Η Γερμανία πάλι, και κάποιοι από τους «φειδωλούς». Και τί έγινε;
Το δεύτερο παράδοξο: Παρά τις δημόσιες δηλώσεις της, τελικά η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε αιδημόνως να υπογράψει την πρόταση υπέρ του ευρωομολόγου. Όπως φαίνεται σε έγγραφο που αποκάλυψε το Politico, την πρόταση της Γαλλίας συνυπέγραψαν μόνο η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Ρουμανία και η Πορτογαλία. Από εκείνους που δεν υπέγραψαν την πρόταση, άλλοι είπαν ότι δεν τη γνώριζαν. Άλλοι δήλωσαν διαφωνίες σε λεπτομέρειές της. Άλλοι επικαλέστηκαν γραφειοκρατικά εμπόδια. Κι άλλοι, λίγοι, παραδέχτηκαν ότι δεν υπέγραψαν γιατί δεν θέλουν να αντιταχθούν στο Βερολίνο. Σε ποια κατηγορία είναι η Ελλάδα; Ζητήσαμε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο μια εξήγηση. Επιφυλάχτηκε να μας απαντήσει. Τελικά, απάντησε δια της σιωπής του.
Τα ερωτήματα, λοιπόν, είναι εύλογα: Με ποια κριτήρια, άραγε, διαμορφώνεται η ελληνική ευρωπαϊκή στρατηγική; Υπάρχουν κάποιοι εθνικοί λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα εμφανίζεται παρακολούθημα του Βερολίνου; Κερδίζει κάτι η χώρα μας όταν δείχνει να έχει πάρει διαζύγιο από το Παρίσι, να ταυτίζεται με τον καγκελάριο Σολτς σε στρατηγικά θέματα, όπως κρατικές ενισχύσεις και ευρωομόλογο για την άμυνα, και να αποστασιοποιείται από τον ευρωπαϊκό Νότο, αντί να θέλει να πρωταγωνιστήσει σε αυτόν; Μήπως διακινδυνεύουμε μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας κυνηγώντας κάποια πρόσκαιρα οφέλη; Χρειάζεται κάποια απάντηση. Ίσως και να ξανασκεφτούμε κατά πού βαδίζουμε μέσα στην Ευρώπη. Είναι μια ευκαιρία οι ευρωεκλογές.