Πού έχει δίκιο ο Αντώνης Σαμαράς
Σωτήρης Βαλντέν, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2024-12-16

Ακούγοντας την τελευταία ομιλία του Αντώνη Σαμαρά (12/12), αναλογίζεται κανείς με τρόμο ποιος άνθρωπος υπήρξε πρωθυπουργός της χώρας για δυόμισι χρόνια και υπουργός Εξωτερικών για άλλα τόσα. Η πλατφόρμα που ξεδίπλωσε για τα Ελληνοτουρκικά, την Κύπρο, το Μακεδονικό, αποτελεί έκφραση ενός ακραίου ελληνικού εθνικισμού. Ψευτοδίλημμα το «πόλεμος ή ειρήνη», μας είπε. «Κατευνασμό» χαρακτήρισε τον διάλογο με την Τουρκία. Εθνική επιτυχία την απόρριψη του σχεδίου Ανάν. Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική, προσέθεσε, για να μην ξεχνιόμαστε. Μπροστά του, η εθνικιστική πλατφόρμα του Κώστα Καραμανλή, που ακούσαμε προ εβδομάδας, φαντάζει σεμνή, έως και σοβαρή. Διερωτάται κανείς αν τα όσα είπε ο κ. Σαμαράς αποτελούν αποθέωση δημαγωγίας και λαϊκισμού ή τα πιστεύει κιόλας, οπότε είναι διπλά επικίνδυνος. Και, βέβαια, είναι να απορεί κανείς πώς κάποιοι δηλώνουν ουδέτεροι στη διαμάχη Σαμαρά - Μητσοτάκη, εκτιμώντας πως αφορά μόνο τη Δεξιά.
Ωστόσο, σε ένα πράγμα ο Σαμαράς φαίνεται να έχει δίκιο: εφόσον με την Τουρκία υπάρχει μόνο η διαφορά για τις θαλάσσιες ζώνες, τι συζητούν επί ώρες κάθε τόσο ο Γεραπετρίτης με τον Φιντάν, ερωτά. Η απορία δεν είναι αβάσιμη. Αν πράγματι το μόνο προς συζήτηση θέμα είναι η ΑΟΖ, ενώ είναι γνωστό πως οι δύο χώρες έχουν επ’ αυτού εντελώς αντίθετες απόψεις, η Ελλάδα θα έπρεπε απλά να ζητήσει την παραπομπή αυτής της διαφοράς στη Χάγη και, καθώς η Τουρκία είναι βέβαιο πως θα διαφωνούσε, ο διάλογος θα έληγε εκεί. Και η Αθήνα θα δήλωνε πως δεν συζητά με κάποιον που αποδεικνύεται -κατά Σαμαρά- «πειρατής».
Είναι, βέβαια, προφανές πως οι δύο υπουργοί (αλλά και οι Μητσοτάκης και Ερντογάν, όποτε συναντώνται) δεν συζητούν μόνο την ΑΟΖ -και καλώς. Διάλογος δεν γίνεται με την ατζέντα που θέτει μόνο η μία πλευρά και, εξάλλου, και εμείς γνωρίζουμε πως έχουμε κι άλλες διαφορές. Ομως, στη χώρα μας, αυτή η «αποκάλυψη» του επικεφαλής των τουρκοφάγων θεωρείται πως στριμώχνει την κυβέρνηση. Γιατί; Μα επειδή το όλο οικοδόμημα της «εθνικής γραμμής» με τα συναφή του δόγματα, στα οποία ομνύουν εμμονικά κυβέρνηση και αντιπολίτευση, είναι κατασκευασμένο (κυρίως επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου) ακριβώς για να μην υπάρξει και πάντως να μην οδηγήσει πουθενά ο διάλογος με την Τουρκία. Πρόκειται για εθνικιστική, όχι για εθνική γραμμή.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Αν προσερχόμαστε με ειλικρίνεια στον διάλογο, αν επιδιώκουμε στ’ αλήθεια την εξεύρεση λύσεων, που σημαίνει πως έχουμε κατά νου και αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, τότε τα δόγματα περί της «μίας και μοναδικής» διαφοράς και οι δηλώσεις πως δεν θα κάνουμε ούτε σπιθαμή πίσω στα κυριαρχικά μας δικαιώματα αποκλείεται να τηρηθούν. Ούτε και τηρήθηκαν στο παρελθόν, όποτε συζητήσαμε στα σοβαρά με τους γείτονες, είτε επί Κωνσταντίνου Καραμανλή είτε επί Κώστα Σημίτη είτε επί άλλων κυβερνήσεων.
Για όσους από εμάς το «πόλεμος ή ειρήνη» δεν είναι ψευτοδίλημμα, για όλους όσοι δεν έχουμε ως εθνικό όραμα τον ατέλειωτο ανταγωνισμό εξοπλισμών που θα υπονομεύει στο διηνεκές την ευημερία μας, για όσους δεν αυταπατόμαστε πως μόνο εμείς έχουμε παντού και πάντα δίκιο, όχι μόνο δεν ανησυχούμε μήπως ο Γεραπετρίτης ξεφεύγει από την εθνικιστική γραμμή, αλλά ελπίζουμε και τον καλούμε να το κάνει. Δυστυχώς, όμως, αυτός αμύνεται πως δεν είναι «ενδοτικός»: «Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ καμία απολύτως υποχώρηση», απαντά στον Σαμαρά, πριν προσθέσει ορθά πως «με ανέξοδες πολεμικές ιαχές ή με μία δογματική ακινησία» δεν θα λυθούν ως δια μαγείας τα προβλήματα που δεν λύθηκαν για πενήντα χρόνια. Μόνο που ποιος είπε πως οι υπερπατριώτες ενδιαφέρονται να λυθούν τα προβλήματα;
Σήμερα, στη χώρα μας έχει αναβιώσει για πολλοστή φορά η διαμάχη ανάμεσα στον εθνικισμό και τη λογική στην εξωτερική πολιτική. Η διαμάχη αφορά, περισσότερο ίσως από τις ίδιες τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τη δική μας κοινή γνώμη. Χωρίς τη συναίνεσή της, αποκλείεται κάθε πρόοδος και λύση. Δυστυχώς, όμως, η κοινή μας γνώμη είναι εγκλωβισμένη στα εθνικιστικά δόγματα. Πρόκειται, βέβαια, για μια ιστορική κληρονομιά, που συνεχώς αναπαράγεται από την παιδεία, την Εκκλησία, τον Στρατό και τα ΜΜΕ. Την αναπαρήγαγε και ο κ. Μητσοτάκης με την πρόσφατη στάση του στη Συμφωνία των Πρεσπών, την καλλιεργεί σήμερα και ολόκληρη η αντιπολίτευση, Ακροδεξιά, εσωτερική της Ν.Δ. και προοδευτική, που αναμασά τα δόγματα αυτά, εκτιμώντας πως ο εθνικισμός αποτελεί γι’ αυτήν ευνοϊκό πεδίο.
Τη μάχη της κοινής γνώμης οι δυνάμεις της λογικής δεν την κερδίζουν αμυνόμενες πως δεν είναι ενδοτικές και προδότες. Θα την κερδίσουν καταγγέλλοντας τους υπερπατριώτες που μας οδήγησαν επανειλημμένα σε εθνικές καταστροφές. Ξεσκεπάζοντας τον γυμνό βασιλιά της «μίας και μοναδικής διαφοράς» και της ανυπαρξίας Τούρκων στη Θράκη. Ξυπνώντας από τις φαντασιώσεις του Αιγαίου ως ελληνικής λίμνης και μιας Τουρκίας αποκλεισμένης από τη Μεσόγειο. Απορρίπτοντας τους τυχοδιωκτισμούς περί μονομερούς επέκτασης των χωρικών μας υδάτων και «κόκκινων γραμμών» στα διεθνή ύδατα. Εξηγώντας πως η ισχυρή άμυνα είναι αναγκαία, ως «ασφάλεια» στην προσπάθεια συνεννόησης με την Τουρκία, όχι ως υποκατάστατο αυτής της προσπάθειας. Επισημαίνοντας τους κινδύνους από την εμπλοκή μας στους πολέμους στη Μέση Ανατολή και μάλιστα στο πλευρό των σφαγέων των Παλαιστινίων. Και βέβαια υποστηρίζοντας τα οφέλη από την ειρηνική συμβίωση και συνεργασία με όλους μας τους γείτονες. Ιδιαίτερα σε αυτούς τους δύσκολους καιρο