«Από-Σκοπιανοποίηση» τώρα!
Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, Αγγελιοφόρος, Δημοσιευμένο: 2008-03-03
Αντιγράφω από τη σελ. 164 του βιβλίου Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου τις παρακάτω επικριτικές διαπιστώσεις για την επίσημη περί το «εθνικό θέμα των Σκοπίων» πολιτική μας και απορώ και εξίσταμαι πώς διέλαθαν της προσοχής των ημετέρων «ιστοριοφυλάκων»:
«Η διένεξη περί το «Σκοπιανό»-όπως εξορκιστικά μεταλλάχθηκε το παραδοσιακό «Μακεδονικό»-κυριάρχησε στις διεθνείς σχέσεις και, σε σημαντικό βαθμό και στην εσωτερική πολιτική της χώρας, κατά την κρίσιμη πενταετία 1991-1995. Επικριτές της μονομέρειας αυτής ομιλούν, όχι άδικα, για «σκοπιανοποίηση» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Γιατί η εμμονή σε μαξιμαλιστικές θέσεις και η επιλογή μεθόδων εξαναγκασμού ενός αδύναμου γείτονα, με την επιβολή του εμπάργκο, εξάντλησαν τα αποθέματα καλής διάθεσης που έχαιρε η Ελλάδα μέσα στις συμμαχίες της και έστρεψαν εναντίον της τη διεθνή κοινή γνώμη, τις ποικιλόμορφες μη κυβερνητικές οργανώσεις και, τελικά, τις κυβερνήσεις των εταίρων και συμμάχων. Έτσι, καθώς μαίνονταν η μία μετά την άλλη οι κρίσεις στα Βαλκάνια, η Ελλάδα αντί να διαδραματίζει τον ρόλο του σταθεροποιητικού παράγοντα στην περιοχή κινδύνευε να καταστεί μέρος του προβλήματος».
Πρόκειται για απόσπασμα από το άρθρο «Ελλάδα και Βαλκάνια», του τέως πρεσβευτή και «μέντορα» περί τα Βαλκανικά του Υπουργείου Εξωτερικών κ. Ευ. Κωφού, το οποίο περιέχεται στον ΙΣΤ΄ τόμο της έγκυρης «Ιστορίας του ελληνικού έθνους» της «Εκδοτικής Αθηνών».
Αυτή η «εκ των έσω» κριτική, αν και αναφέρεται στους διπλωματικούς χειρισμούς και όχι στην ουσία του προβλήματος, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική για τις «μαξιμαλιστικές»-μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις των ελληνικών κυβερνήσεων που εξόρμησαν στα «μετακομμουνιστικά Βαλκάνια», για να ρυθμίσουν από θέση ισχύος προβλήματα που είχαν ταλανίσει τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις πάνω από σαράντα χρόνια. Έτσι, η απαίτηση να μην χρησιμοποιεί η FYROM τον όρο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είτε ως παράγωγο είτε ως συστατικό της κρατικής της ονομασίας – από διαπραγματευτικός όρος μετατράπηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής πολιτικής και ποτίζει με το δηλητήριο του εθνικισμού την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Νεκρανασταίνοντας, ως φάρσα πλέον, το φάντασμα της «από βορρά απειλής», η νέα «εθνικοφροσύνη» ζώστηκε πάλι στα άρματα και οργανώνει «λαοσυνάξεις» για να υπερασπίσει την «εθνική μας ταυτότητα» από τις εθνικιστικές φαντασιώσεις ορισμένων γειτόνων μας.
Δέσμιες του πολιτικού κόστους κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, έσπευσαν να καρπωθούν πολιτικά οφέλη από την εθνικιστική παραζάλη, «με αποτέλεσμα να μην έχουν περιθώρια να ελιχθούν πέρα από τις αρχικές μαξιμαλιστικές τους θέσεις», σημειώνει ο Ευ. Κωφός.
Το «Βατερλώ» αυτής της πολιτικής πρέπει να μετατραπεί σε «καθαρτήριο πυρ» για τη χειραφέτηση των εργαζόμενων και της νεολαίας από «τα ανιστόρητα στερεότυπα...τα παραχαραγμένα ιστορικά στοιχεία και τις μισές αλήθειες»-σύμφωνα και με τη διατύπωση του μακεδονολόγου κ. Ευ. Κωφού. Η αμοιβαία εκκαθάριση των σχολικών βιβλίων, από διακρατικές επιτροπές ιστορικών-εκπαιδευτικών, από σοβινιστικές κορώνες και κηρύγματα αλυτρωτισμού μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα στον αλληλοσεβασμό των Βαλκανικών λαών.
«Η διένεξη περί το «Σκοπιανό»-όπως εξορκιστικά μεταλλάχθηκε το παραδοσιακό «Μακεδονικό»-κυριάρχησε στις διεθνείς σχέσεις και, σε σημαντικό βαθμό και στην εσωτερική πολιτική της χώρας, κατά την κρίσιμη πενταετία 1991-1995. Επικριτές της μονομέρειας αυτής ομιλούν, όχι άδικα, για «σκοπιανοποίηση» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Γιατί η εμμονή σε μαξιμαλιστικές θέσεις και η επιλογή μεθόδων εξαναγκασμού ενός αδύναμου γείτονα, με την επιβολή του εμπάργκο, εξάντλησαν τα αποθέματα καλής διάθεσης που έχαιρε η Ελλάδα μέσα στις συμμαχίες της και έστρεψαν εναντίον της τη διεθνή κοινή γνώμη, τις ποικιλόμορφες μη κυβερνητικές οργανώσεις και, τελικά, τις κυβερνήσεις των εταίρων και συμμάχων. Έτσι, καθώς μαίνονταν η μία μετά την άλλη οι κρίσεις στα Βαλκάνια, η Ελλάδα αντί να διαδραματίζει τον ρόλο του σταθεροποιητικού παράγοντα στην περιοχή κινδύνευε να καταστεί μέρος του προβλήματος».
Πρόκειται για απόσπασμα από το άρθρο «Ελλάδα και Βαλκάνια», του τέως πρεσβευτή και «μέντορα» περί τα Βαλκανικά του Υπουργείου Εξωτερικών κ. Ευ. Κωφού, το οποίο περιέχεται στον ΙΣΤ΄ τόμο της έγκυρης «Ιστορίας του ελληνικού έθνους» της «Εκδοτικής Αθηνών».
Αυτή η «εκ των έσω» κριτική, αν και αναφέρεται στους διπλωματικούς χειρισμούς και όχι στην ουσία του προβλήματος, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική για τις «μαξιμαλιστικές»-μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις των ελληνικών κυβερνήσεων που εξόρμησαν στα «μετακομμουνιστικά Βαλκάνια», για να ρυθμίσουν από θέση ισχύος προβλήματα που είχαν ταλανίσει τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις πάνω από σαράντα χρόνια. Έτσι, η απαίτηση να μην χρησιμοποιεί η FYROM τον όρο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είτε ως παράγωγο είτε ως συστατικό της κρατικής της ονομασίας – από διαπραγματευτικός όρος μετατράπηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής πολιτικής και ποτίζει με το δηλητήριο του εθνικισμού την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Νεκρανασταίνοντας, ως φάρσα πλέον, το φάντασμα της «από βορρά απειλής», η νέα «εθνικοφροσύνη» ζώστηκε πάλι στα άρματα και οργανώνει «λαοσυνάξεις» για να υπερασπίσει την «εθνική μας ταυτότητα» από τις εθνικιστικές φαντασιώσεις ορισμένων γειτόνων μας.
Δέσμιες του πολιτικού κόστους κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, έσπευσαν να καρπωθούν πολιτικά οφέλη από την εθνικιστική παραζάλη, «με αποτέλεσμα να μην έχουν περιθώρια να ελιχθούν πέρα από τις αρχικές μαξιμαλιστικές τους θέσεις», σημειώνει ο Ευ. Κωφός.
Το «Βατερλώ» αυτής της πολιτικής πρέπει να μετατραπεί σε «καθαρτήριο πυρ» για τη χειραφέτηση των εργαζόμενων και της νεολαίας από «τα ανιστόρητα στερεότυπα...τα παραχαραγμένα ιστορικά στοιχεία και τις μισές αλήθειες»-σύμφωνα και με τη διατύπωση του μακεδονολόγου κ. Ευ. Κωφού. Η αμοιβαία εκκαθάριση των σχολικών βιβλίων, από διακρατικές επιτροπές ιστορικών-εκπαιδευτικών, από σοβινιστικές κορώνες και κηρύγματα αλυτρωτισμού μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα στον αλληλοσεβασμό των Βαλκανικών λαών.