Χωρίς συγκεκριμένες αποφάσεις...
Σύνοδος κορυφής του FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας) στη Ρώμη
Κάκη Μπαλλή, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2008-06-08
Με μια δραματική έκκληση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν να "κηρύξουμε τον πόλεμο στην πείνα" ξεκίνησε την Τρίτη η σύνοδος κορυφής του FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας) στη Ρώμη, με ένα γενικόλογο κοινό ανακοινωθέν τελείωσε την Πέμπτη. Βέβαια, πολλοί προσφέρθηκαν να δώσουν χρήματα -από τους διεθνείς οργανισμούς και τις δυτικές κυβερνήσεις μέχρι την Ισλαμική Αναπτυξιακή Τράπεζα- για να απαλυνθούν άμεσα οι επιπτώσεις από την κρίση των τροφίμων που απειλεί 862 εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη. Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν ωρίμασαν ακόμη οι συνθήκες για ένα παγκόσμιο πλαίσιο δράσης που θα λύσει μακροπρόθεσμα το πρόβλημα της πείνας.
Προφανώς είναι ντροπή να ζούμε σε έναν πλανήτη της αφθονίας και να απειλούνται εκατομμύρια άνθρωποι από την πείνα. Αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερη ντροπή να μην μπορούν οι πολιτικές -και οικονομικές- ηγεσίες του πλανήτη να αντιμετωπίσουν οριστικά το πρόβλημα. Αν πιστέψει κανείς τον -αποτυχημένο- γενικό γραμματέα του FAO, Ζακ Ντιουφ, απαιτούνται μόλις 30 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για να εξαφανιστεί από προσώπου γης η πείνα, την ώρα που ξοδεύονται 1.200 δισεκατομμύρια ετησίως για εξοπλισμούς.
Η σύνοδος της Ρώμης μπορεί να έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους ηγέτες κρατών να κάνουν εντυπωσιακές εμφανίσεις -εντός και εκτός θέματος, από τον "πονόψυχο", αποφασιστικό Γάλλο Σαρκοζί μέχρι τον "εβραιοφάγο" Ιρανό Αχμαντινεντζάντ- αλλά δεν είχε τελικά το κουράγιο να καταλήξει σε συγκεκριμένες αποφάσεις για την ανάπτυξη της γεωργίας, ώστε οι αγρότες να παράγουν περισσότερα και ποιοτικότερα τρόφιμα, ώστε η τιμή τους να είναι αφενός ικανοποιητική για τον παραγωγό, αφετέρου προσιτή για τον καταναλωτή.
Η ναρκοθέτηση του εμπορίου
Στο παγκόσμιο πλαίσιο δράσης του ο FAO ποντάρει στην πτώση των τιμών των σπόρων και των λιπασμάτων, αλλά αφήνει απ’ έξω την εκπαίδευση των γεωργών, τις επενδύσεις σε υποδομές, τους ελέγχους για την ποιότητα των τροφίμων. Επιπλέον, δεν καταφέρνει να πείσει τις πλούσιες χώρες του πλανήτη να ρίξουν τα εμπόδια στο εμπόριο των φτωχών. Μέχρι στιγμής το παγκόσμιο εμπόριο λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Οι ισχυρές χώρες πιέζουν τις ανίσχυρες να ανοίξουν τις αγορές τους στα προϊόντα τους και την ίδια ώρα βάζουν εμπόδια στις εισαγωγές, ενώ επιδοτούν τη δική τους γεωργία και τις δικές τους εξαγωγές.
Επειδή, βέβαια, στις πλούσιες χώρες δεν είναι όλοι πλούσιοι, και στις φτωχές δεν είναι όλοι φτωχοί- παίζεται παντού το παιχνίδι "ο θάνατός σου η ζωή μου". Ένα παράδειγμα: Οι μικροί γαλακτοπαραγωγοί ανήκουν στα φτωχά στρώματα της πλούσιας Γερμανίας ή της Ελβετίας, κυρίως επειδή στις δύο αυτές χώρες παράγεται περισσότερο γάλα απ’ όσο καταναλώνεται, άρα η τιμή του μετά βίας καλύπτει τα έξοδα των παραγωγών. Για να τους στηρίξουν οι κυβερνήσεις του Βερολίνου και της Βέρνης επιδοτούν την εξαγωγή σκόνης γάλακτος. Φτάνει, λοιπόν, το κουτί με τη σκόνη γάλακτος στα σούπερ μάρκετ της Μπουρκίνα Φάσο με τιμή ας πούμε ένα ευρώ. Μ’ αυτό το ένα ευρώ μπορεί μια οικογένεια να καλύψει τις ανάγκες της σε γάλα επί τέσσερις μέρες. Γιατί λοιπόν να δώσει ένα ευρώ την ημέρα στην αγρότισσα με τις τρεις αγελάδες, που ζει την οικογένειά της πουλώντας φρέσκο γάλα; Μόνο οι πλούσιοι έχουν αυτή την πολυτέλεια και στην Μπουρκίνα Φάσο αυτό το είδος είναι δυσεύρετο. Και η αγρότισσα είναι καταδικασμένη να λιμοκτονήσει.
Οι εκρηκτικές αντιδράσεις
Τους τελευταίους μήνες η πείνα έχει επιστρέψει απειλητική στον πλανήτη- με τη βοήθεια του ράλι στις τιμές των καυσίμων και των τροφίμων. Κι επειδή η απόγνωση των άδειων στομαχιών στον Τρίτο Κόσμο είναι εκρηκτική- οι εξεγέρσεις είναι πια καθημερινό φαινόμενο-, και η οργή των άδειων πορτοφολιών στον Πρώτο Κόσμο απειλητική- δυναμικά έχουν βγει στους δρόμους οι ψαράδες και οι γαλακτοπαραγωγοί της Ευρώπης-, κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί προσπαθούν πρώτα απ’ όλα να καταλάβουν τα αίτια της κρίσης, μήπως και καταφέρουν να τα αντιμετωπίσουν.
Για όλα φταίνε οι Κινέζοι, λένε κάποιοι, που έχουν βάλει πια δυο φράγκα στην τσέπη και θέλουν να κάνουν το ένα γεύμα την ημέρα δύο, να πιουν γάλα, να φάνε κρεατάκι. Γι’ αυτό και χρειάζονται περισσότερες ζωοτροφές- το καλαμπόκι το τρώνε τα ζώα αντί να γίνεται ψωμί.
Για όλα φταίει η κλιματική αλλαγή, λένε άλλοι, που προκαλεί ακραία καιρικά φαινόμενα με αποτέλεσμα να χάνονται σοδειές. Αν δεν επικρατούσε ξηρασία στην Αυστραλία δεν θα είχε μειωθεί η παραγωγή δημητριακών.
Για όλα φταίει η αύξηση του πληθυσμού, λένε κάποιοι άλλοι, πώς να παραχθούν τρόφιμα για να χορτάσουν όλοι;
Για όλα φταίνε τα βιοκαύσιμα, η δίψα μας για "καθαρή" ενέργεια υποστηρίζουν κάποιοι τρίτοι. Τεράστιες αγροτικές εκτάσεις δεν σπέρνονται πια για να βγάζουν ψωμί για τους ανθρώπους αλλά "βιοπετρέλαιο" για τα αυτοκίνητα.
Τέλος, για όλα φταίνε οι σπεκουλαδόροι στα χρηματιστήρια που δεν αγοράζουν τόνους ρύζι, αλλά προθεσμιακά συμβόλαια, τζογάροντας με την τιμή των ειδών πρώτης ανάγκης στο μέλλον.
Οι δύσκολες αποφάσεις
Όλες αυτές οι κατηγορίες έχουν μια -μικρή ή μεγάλη- δόση αλήθειας. Αλλά δεν αρκεί η διαπίστωση, χρειάζεται και αντιμετώπιση. Στο μόνο που θα συμφωνούσαν αμέσως οι κοινοί θνητοί του πλανήτη θα ήταν στο να απαγορευτεί ο τζόγος με τα τρόφιμα στα χρηματιστήρια. Το αν θα το αποδέχονταν οι κερδοσκόποι είναι μια άλλη κουβέντα, αλλά ας υποθέσουμε ότι μπορεί και να υπάρξει κάποτε πολιτική βούληση- και πυγμή- σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Όλα τα υπόλοιπα, όμως, δεν έχουν εύκολες και κοινά αποδεκτές λύσεις- απαιτούν φυγή προς τα μπρος. Προφανώς και έχουν κάθε δικαίωμα οι Κινέζοι- και οι Ινδοί και οι Βραζιλιάνοι και οι Νιγηριανοί- να τρώνε κοτόπουλο και κρέας και γαλακτοκομικά. Δεν θα ζουν επ’ άπειρον με μια κούπα ρύζι. Όπως όμως η ανθρωπότητα κατάφερε από το 1970 μέχρι το 2000 να διπλασιάσει την ανά στρέμμα παραγωγή, μπορεί να καταφέρει και να την τριπλασιάσει. Εξαρτάται από το πού πάνε τα λεφτά για την έρευνα και για τις επενδύσεις.
Τρομακτικές είναι οι αντιστάσεις και για συγκεκριμένες δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Όχι μόνο από τη βιομηχανία ή τις διάφορες κυβερνήσεις αλλά και από πολλούς κοινούς θνητούς. Τέτοιες δράσεις απαιτούν θυσίες από όλους -για τον καθένα ανάλογα με το μερίδιό του στην υπερθέρμανση του περιβάλλοντος- και η αυτοθυσία για να παραδώσουμε έναν κατοικήσιμο πλανήτη στα εγγόνια μας είναι αγαθό εν ανεπαρκεία.
Προφανώς είναι ντροπή να ζούμε σε έναν πλανήτη της αφθονίας και να απειλούνται εκατομμύρια άνθρωποι από την πείνα. Αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερη ντροπή να μην μπορούν οι πολιτικές -και οικονομικές- ηγεσίες του πλανήτη να αντιμετωπίσουν οριστικά το πρόβλημα. Αν πιστέψει κανείς τον -αποτυχημένο- γενικό γραμματέα του FAO, Ζακ Ντιουφ, απαιτούνται μόλις 30 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για να εξαφανιστεί από προσώπου γης η πείνα, την ώρα που ξοδεύονται 1.200 δισεκατομμύρια ετησίως για εξοπλισμούς.
Η σύνοδος της Ρώμης μπορεί να έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους ηγέτες κρατών να κάνουν εντυπωσιακές εμφανίσεις -εντός και εκτός θέματος, από τον "πονόψυχο", αποφασιστικό Γάλλο Σαρκοζί μέχρι τον "εβραιοφάγο" Ιρανό Αχμαντινεντζάντ- αλλά δεν είχε τελικά το κουράγιο να καταλήξει σε συγκεκριμένες αποφάσεις για την ανάπτυξη της γεωργίας, ώστε οι αγρότες να παράγουν περισσότερα και ποιοτικότερα τρόφιμα, ώστε η τιμή τους να είναι αφενός ικανοποιητική για τον παραγωγό, αφετέρου προσιτή για τον καταναλωτή.
Η ναρκοθέτηση του εμπορίου
Στο παγκόσμιο πλαίσιο δράσης του ο FAO ποντάρει στην πτώση των τιμών των σπόρων και των λιπασμάτων, αλλά αφήνει απ’ έξω την εκπαίδευση των γεωργών, τις επενδύσεις σε υποδομές, τους ελέγχους για την ποιότητα των τροφίμων. Επιπλέον, δεν καταφέρνει να πείσει τις πλούσιες χώρες του πλανήτη να ρίξουν τα εμπόδια στο εμπόριο των φτωχών. Μέχρι στιγμής το παγκόσμιο εμπόριο λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Οι ισχυρές χώρες πιέζουν τις ανίσχυρες να ανοίξουν τις αγορές τους στα προϊόντα τους και την ίδια ώρα βάζουν εμπόδια στις εισαγωγές, ενώ επιδοτούν τη δική τους γεωργία και τις δικές τους εξαγωγές.
Επειδή, βέβαια, στις πλούσιες χώρες δεν είναι όλοι πλούσιοι, και στις φτωχές δεν είναι όλοι φτωχοί- παίζεται παντού το παιχνίδι "ο θάνατός σου η ζωή μου". Ένα παράδειγμα: Οι μικροί γαλακτοπαραγωγοί ανήκουν στα φτωχά στρώματα της πλούσιας Γερμανίας ή της Ελβετίας, κυρίως επειδή στις δύο αυτές χώρες παράγεται περισσότερο γάλα απ’ όσο καταναλώνεται, άρα η τιμή του μετά βίας καλύπτει τα έξοδα των παραγωγών. Για να τους στηρίξουν οι κυβερνήσεις του Βερολίνου και της Βέρνης επιδοτούν την εξαγωγή σκόνης γάλακτος. Φτάνει, λοιπόν, το κουτί με τη σκόνη γάλακτος στα σούπερ μάρκετ της Μπουρκίνα Φάσο με τιμή ας πούμε ένα ευρώ. Μ’ αυτό το ένα ευρώ μπορεί μια οικογένεια να καλύψει τις ανάγκες της σε γάλα επί τέσσερις μέρες. Γιατί λοιπόν να δώσει ένα ευρώ την ημέρα στην αγρότισσα με τις τρεις αγελάδες, που ζει την οικογένειά της πουλώντας φρέσκο γάλα; Μόνο οι πλούσιοι έχουν αυτή την πολυτέλεια και στην Μπουρκίνα Φάσο αυτό το είδος είναι δυσεύρετο. Και η αγρότισσα είναι καταδικασμένη να λιμοκτονήσει.
Οι εκρηκτικές αντιδράσεις
Τους τελευταίους μήνες η πείνα έχει επιστρέψει απειλητική στον πλανήτη- με τη βοήθεια του ράλι στις τιμές των καυσίμων και των τροφίμων. Κι επειδή η απόγνωση των άδειων στομαχιών στον Τρίτο Κόσμο είναι εκρηκτική- οι εξεγέρσεις είναι πια καθημερινό φαινόμενο-, και η οργή των άδειων πορτοφολιών στον Πρώτο Κόσμο απειλητική- δυναμικά έχουν βγει στους δρόμους οι ψαράδες και οι γαλακτοπαραγωγοί της Ευρώπης-, κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί προσπαθούν πρώτα απ’ όλα να καταλάβουν τα αίτια της κρίσης, μήπως και καταφέρουν να τα αντιμετωπίσουν.
Για όλα φταίνε οι Κινέζοι, λένε κάποιοι, που έχουν βάλει πια δυο φράγκα στην τσέπη και θέλουν να κάνουν το ένα γεύμα την ημέρα δύο, να πιουν γάλα, να φάνε κρεατάκι. Γι’ αυτό και χρειάζονται περισσότερες ζωοτροφές- το καλαμπόκι το τρώνε τα ζώα αντί να γίνεται ψωμί.
Για όλα φταίει η κλιματική αλλαγή, λένε άλλοι, που προκαλεί ακραία καιρικά φαινόμενα με αποτέλεσμα να χάνονται σοδειές. Αν δεν επικρατούσε ξηρασία στην Αυστραλία δεν θα είχε μειωθεί η παραγωγή δημητριακών.
Για όλα φταίει η αύξηση του πληθυσμού, λένε κάποιοι άλλοι, πώς να παραχθούν τρόφιμα για να χορτάσουν όλοι;
Για όλα φταίνε τα βιοκαύσιμα, η δίψα μας για "καθαρή" ενέργεια υποστηρίζουν κάποιοι τρίτοι. Τεράστιες αγροτικές εκτάσεις δεν σπέρνονται πια για να βγάζουν ψωμί για τους ανθρώπους αλλά "βιοπετρέλαιο" για τα αυτοκίνητα.
Τέλος, για όλα φταίνε οι σπεκουλαδόροι στα χρηματιστήρια που δεν αγοράζουν τόνους ρύζι, αλλά προθεσμιακά συμβόλαια, τζογάροντας με την τιμή των ειδών πρώτης ανάγκης στο μέλλον.
Οι δύσκολες αποφάσεις
Όλες αυτές οι κατηγορίες έχουν μια -μικρή ή μεγάλη- δόση αλήθειας. Αλλά δεν αρκεί η διαπίστωση, χρειάζεται και αντιμετώπιση. Στο μόνο που θα συμφωνούσαν αμέσως οι κοινοί θνητοί του πλανήτη θα ήταν στο να απαγορευτεί ο τζόγος με τα τρόφιμα στα χρηματιστήρια. Το αν θα το αποδέχονταν οι κερδοσκόποι είναι μια άλλη κουβέντα, αλλά ας υποθέσουμε ότι μπορεί και να υπάρξει κάποτε πολιτική βούληση- και πυγμή- σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Όλα τα υπόλοιπα, όμως, δεν έχουν εύκολες και κοινά αποδεκτές λύσεις- απαιτούν φυγή προς τα μπρος. Προφανώς και έχουν κάθε δικαίωμα οι Κινέζοι- και οι Ινδοί και οι Βραζιλιάνοι και οι Νιγηριανοί- να τρώνε κοτόπουλο και κρέας και γαλακτοκομικά. Δεν θα ζουν επ’ άπειρον με μια κούπα ρύζι. Όπως όμως η ανθρωπότητα κατάφερε από το 1970 μέχρι το 2000 να διπλασιάσει την ανά στρέμμα παραγωγή, μπορεί να καταφέρει και να την τριπλασιάσει. Εξαρτάται από το πού πάνε τα λεφτά για την έρευνα και για τις επενδύσεις.
Τρομακτικές είναι οι αντιστάσεις και για συγκεκριμένες δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Όχι μόνο από τη βιομηχανία ή τις διάφορες κυβερνήσεις αλλά και από πολλούς κοινούς θνητούς. Τέτοιες δράσεις απαιτούν θυσίες από όλους -για τον καθένα ανάλογα με το μερίδιό του στην υπερθέρμανση του περιβάλλοντος- και η αυτοθυσία για να παραδώσουμε έναν κατοικήσιμο πλανήτη στα εγγόνια μας είναι αγαθό εν ανεπαρκεία.