Η ιδιωτικοποίηση της κρατικής επιχείρησης «Εκκλησία της Ελλάδας» επείγει
Δημήτρης Χριστόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-11-17
«Αν έρθει η ώρα, ύστερα από κατάλληλη ενημέρωση θα το αποφασίσει ο λαός με δημοψήφισμα. Είμαστε σίγουροι ότι ο καθένας θα πάρει το μάθημα που του χρειάζεται. Δεν μπορεί κανείς να αποφασίσει γι’ αυτό το θέμα, από ενδιαφέρον δήθεν για το λαό χωρίς το λαό».
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, 4 Νοεμβρίου 2008 για το ζήτημα του «χωρισμού εκκλησίας και κράτους»
Κατά κοινή ομολογία, από τη στιγμή που ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα προέβαλλε έναν λόγο διαφορετικό από του προκατόχου του. Ο λόγος αυτός, μακριά από τους καθιερωμένους λαϊκισμούς του Χριστόδουλου, είχε ως στόχο να αναδείξει ένα νέο πρόσωπο της Εκκλησίας στην ελληνική δημόσια ζωή. Οι πρώτοι μήνες που πέρασαν από τις εκλογές αυτές ήταν αρκετοί για να δημιουργήσουν ουκ ολίγες αντιπάθειες στο πρόσωπο του νέου Αρχιεπισκόπου, από ανθρώπους και μηχανισμούς εντός ή παρά της Εκκλησίας της Ελλάδας, οι οποίοι αναπαρήγαγαν το (όποιο) κύρος τους -είτε απλώς είχαν βολευθεί- μέσω της δημαγωγικής ρητορείας.
Φαίνεται, όμως, ότι η αναμέτρηση με αυτή τη φονταμενταλιστική εκδοχή του εκκλησιαστικού λόγου στην Ελλάδα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στις μέρες μας, το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου αναδεικνύει εναργώς τις υπόγειες διαδρομές στις σχέσεις εκκλησίας και ελληνικής πολιτείας ενώ, για μία ακόμη φορά, ποινικά κολάσιμες πράξεις φέρονται να έχουν τελεσθεί, εξαιτίας της αδιαφάνειας και της παντελούς έλλειψης λογοδοσίας που διέπει το νομικό πλαίσιο των σχέσεων αυτών.
Το καθεστώς φορολογικού παραδείσου που απολαμβάνουν η Εκκλησία και οι Μονές, νομικά όμοιο με αυτό off-shore εταιριών στη Λιβερία ή τον Παναμά, έχει εμφανώς προκαλέσει το κοινό αίσθημα του ελληνικού λαού. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε πρόσφατη συνέντευξή του (Ελευθεροτυπία, 5/11/08) τίθεται με σαφήνεια υπέρ μιας «συνολικής αναθεώρησης των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας έτσι ώστε να κατοχυρωθεί πλήρως η ανεξαρτησία του ενός απέναντι στον άλλο», στο πλαίσιο της οποίας «θα επανεξεταστούν όλες οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις που αφορούν την Εκκλησία», ενώ ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εσχάτως καταθέτει πάλι το σχέδιο νόμου για τη νέα ρύθμιση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας που είχε προ διετίας κατατεθεί από τα κόμματα της Αριστεράς, ύστερα από πρόταση της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Με δύο λόγια, φαίνεται πως σφίγγει ο κλοιός. Οι περιστάσεις όσο και οι συμπεριφορές των συναλλασσόμενων αξιωματούχων της εκκλησίας με το κράτος καθιστούν μια νέα ρύθμιση πολλαπλώς επιβεβλημένη.
Και εδώ λοιπόν, φαίνεται πως ο λόγος του νέου Αρχιεπισκόπου αγγίζει τα όριά του. Φαίνεται δυστυχώς πως είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό στην ηγεσία της ελληνικής Εκκλησίας ότι οι διακριτοί ρόλοι και η διαφάνεια στις σχέσεις της με το κράτος μπορούν ακόμη και να την ωφελήσουν. Αντί, λοιπόν, ο αρχιεπίσκοπος να επενδύσει στην ενίσχυση του ηθικού κύρους της Εκκλησίας μέσω μιας νέας συμφωνίας της με το κράτος, επαναπαύεται στην προφύλαξη των λογιστικών και συμβολικών προνομίων της που συνεπάγεται ο ασφυκτικός εναγκαλισμός της με αυτό.
Ωστόσο, αλήθεια, για ποια θέματα θα αποφασίσει ο λαός σε αυτό το δημοψήφισμα; Ενα νέο καθεστώς στις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα συνεπάγεται σειρά επί μέρους ρυθμίσεων, σε πολλαπλά επίπεδα, μεταξύ των οποίων και σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας, για τα οποία εξ ορισμού το δημοψήφισμα δεν είναι λύση, καθώς η πλειοψηφία δεν δύναται να αποφασίζει για τα ατομικά δικαιώματα των μειοψηφιών. Εξάλλου, ακόμη και οι οργανωτικού χαρακτήρα ρυθμίσεις είναι, όπως όλοι ξέρουν, τόσο σύνθετες, που η συμπερίληψή τους σε δημοψήφισμα τεχνικώς είναι μάλλον δύσκολη υπόθεση.
Για ποιο λόγο ζητά λοιπόν δημοψήφισμα ο Αρχιεπίσκοπος ενώ τα προηγούμενα είναι αυτονόητα, σίγουρος μάλιστα « ότι ο καθένας θα πάρει το μάθημα που του χρειάζεται»; Διότι, απλά ο «χωρισμός» Εκκλησίας και κράτους προβάλλεται σαν το απόλυτο σκιάχτρο στη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων. Για ακόμη μία φορά, η ελληνική εκκλησία παραπέμπει στους αδιαφιλονίκητους δεσμούς της με το ελληνικό έθνος για να διαφυλάξει τις οργανωτικές της σχέσεις με το ελληνικό κράτος. Για δεύτερη φορά σε λίγα χρόνια ζητά δημοψήφισμα, όταν διαισθάνεται πως η περίοπτη θέση της στο ελληνικό πολίτευμα απειλείται. Την προηγούμενη φορά, όμως, καταλήξαμε στις λαοσυνάξεις. Και στις λαοσυνάξεις, οι πιστοί προτιμούν Ανθιμο παρά Ιερώνυμο.
Η ιδιωτικοποίηση της προβληματικής ΔΕΚΟ «Εκκλησία της Ελλάδας» -πριν από πολλές άλλες- επείγει.
* Πρόεδρος της Ελλ. Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (www.hlhr.gr)
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, 4 Νοεμβρίου 2008 για το ζήτημα του «χωρισμού εκκλησίας και κράτους»
Κατά κοινή ομολογία, από τη στιγμή που ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα προέβαλλε έναν λόγο διαφορετικό από του προκατόχου του. Ο λόγος αυτός, μακριά από τους καθιερωμένους λαϊκισμούς του Χριστόδουλου, είχε ως στόχο να αναδείξει ένα νέο πρόσωπο της Εκκλησίας στην ελληνική δημόσια ζωή. Οι πρώτοι μήνες που πέρασαν από τις εκλογές αυτές ήταν αρκετοί για να δημιουργήσουν ουκ ολίγες αντιπάθειες στο πρόσωπο του νέου Αρχιεπισκόπου, από ανθρώπους και μηχανισμούς εντός ή παρά της Εκκλησίας της Ελλάδας, οι οποίοι αναπαρήγαγαν το (όποιο) κύρος τους -είτε απλώς είχαν βολευθεί- μέσω της δημαγωγικής ρητορείας.
Φαίνεται, όμως, ότι η αναμέτρηση με αυτή τη φονταμενταλιστική εκδοχή του εκκλησιαστικού λόγου στην Ελλάδα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στις μέρες μας, το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου αναδεικνύει εναργώς τις υπόγειες διαδρομές στις σχέσεις εκκλησίας και ελληνικής πολιτείας ενώ, για μία ακόμη φορά, ποινικά κολάσιμες πράξεις φέρονται να έχουν τελεσθεί, εξαιτίας της αδιαφάνειας και της παντελούς έλλειψης λογοδοσίας που διέπει το νομικό πλαίσιο των σχέσεων αυτών.
Το καθεστώς φορολογικού παραδείσου που απολαμβάνουν η Εκκλησία και οι Μονές, νομικά όμοιο με αυτό off-shore εταιριών στη Λιβερία ή τον Παναμά, έχει εμφανώς προκαλέσει το κοινό αίσθημα του ελληνικού λαού. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε πρόσφατη συνέντευξή του (Ελευθεροτυπία, 5/11/08) τίθεται με σαφήνεια υπέρ μιας «συνολικής αναθεώρησης των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας έτσι ώστε να κατοχυρωθεί πλήρως η ανεξαρτησία του ενός απέναντι στον άλλο», στο πλαίσιο της οποίας «θα επανεξεταστούν όλες οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις που αφορούν την Εκκλησία», ενώ ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εσχάτως καταθέτει πάλι το σχέδιο νόμου για τη νέα ρύθμιση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας που είχε προ διετίας κατατεθεί από τα κόμματα της Αριστεράς, ύστερα από πρόταση της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Με δύο λόγια, φαίνεται πως σφίγγει ο κλοιός. Οι περιστάσεις όσο και οι συμπεριφορές των συναλλασσόμενων αξιωματούχων της εκκλησίας με το κράτος καθιστούν μια νέα ρύθμιση πολλαπλώς επιβεβλημένη.
Και εδώ λοιπόν, φαίνεται πως ο λόγος του νέου Αρχιεπισκόπου αγγίζει τα όριά του. Φαίνεται δυστυχώς πως είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό στην ηγεσία της ελληνικής Εκκλησίας ότι οι διακριτοί ρόλοι και η διαφάνεια στις σχέσεις της με το κράτος μπορούν ακόμη και να την ωφελήσουν. Αντί, λοιπόν, ο αρχιεπίσκοπος να επενδύσει στην ενίσχυση του ηθικού κύρους της Εκκλησίας μέσω μιας νέας συμφωνίας της με το κράτος, επαναπαύεται στην προφύλαξη των λογιστικών και συμβολικών προνομίων της που συνεπάγεται ο ασφυκτικός εναγκαλισμός της με αυτό.
Ωστόσο, αλήθεια, για ποια θέματα θα αποφασίσει ο λαός σε αυτό το δημοψήφισμα; Ενα νέο καθεστώς στις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα συνεπάγεται σειρά επί μέρους ρυθμίσεων, σε πολλαπλά επίπεδα, μεταξύ των οποίων και σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας, για τα οποία εξ ορισμού το δημοψήφισμα δεν είναι λύση, καθώς η πλειοψηφία δεν δύναται να αποφασίζει για τα ατομικά δικαιώματα των μειοψηφιών. Εξάλλου, ακόμη και οι οργανωτικού χαρακτήρα ρυθμίσεις είναι, όπως όλοι ξέρουν, τόσο σύνθετες, που η συμπερίληψή τους σε δημοψήφισμα τεχνικώς είναι μάλλον δύσκολη υπόθεση.
Για ποιο λόγο ζητά λοιπόν δημοψήφισμα ο Αρχιεπίσκοπος ενώ τα προηγούμενα είναι αυτονόητα, σίγουρος μάλιστα « ότι ο καθένας θα πάρει το μάθημα που του χρειάζεται»; Διότι, απλά ο «χωρισμός» Εκκλησίας και κράτους προβάλλεται σαν το απόλυτο σκιάχτρο στη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων. Για ακόμη μία φορά, η ελληνική εκκλησία παραπέμπει στους αδιαφιλονίκητους δεσμούς της με το ελληνικό έθνος για να διαφυλάξει τις οργανωτικές της σχέσεις με το ελληνικό κράτος. Για δεύτερη φορά σε λίγα χρόνια ζητά δημοψήφισμα, όταν διαισθάνεται πως η περίοπτη θέση της στο ελληνικό πολίτευμα απειλείται. Την προηγούμενη φορά, όμως, καταλήξαμε στις λαοσυνάξεις. Και στις λαοσυνάξεις, οι πιστοί προτιμούν Ανθιμο παρά Ιερώνυμο.
Η ιδιωτικοποίηση της προβληματικής ΔΕΚΟ «Εκκλησία της Ελλάδας» -πριν από πολλές άλλες- επείγει.
* Πρόεδρος της Ελλ. Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (www.hlhr.gr)