Το παιδί, η σφαίρα και οι φωτιές
Νίκος Παρασκευόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-12-10
Την ώρα του πανελλήνιου πένθους για το παιδί που κηδεύεται ενοχλούν τα αυτονόητα. Γράφω τα παρακάτω πιστεύοντας ότι ούτε οι καταγγελίες ούτε βέβαια τα ανακλαστικά γενικευμένης οργής βοηθούν για μια αλλαγή πορείας. Η αντίδραση στη φθορά και στον αυταρχισμό είναι αποτελεσματική μόνο ως αγώνας καθημερινός, χωρίς στιγμή εφησυχασμού, χωρίς ιδιοτέλειες και άσκοπες θυσίες.
Οταν οι όροι της δυσλειτουργίας είναι προγραμματισμένοι και ενεργοί, η τραγωδία μπορεί να προκύψει από απλή σύμπτωση. Η πρόληψη της βαρβαρότητας προϋποθέτει αντιπαράθεση και δουλειά ακριβώς με τις συνθήκες, ενώ τα τυχαία και τα μεμονωμένα περιστατικά είναι εξ ορισμού απρόβλεπτα.
Απομένει λοιπόν να ασχοληθούμε με ό,τι μπορεί κάπως να αλλάξει. Και, ίσως, την επαύριο να προληφθεί. Πρώτα με τον κίνδυνο να κυριαρχήσει οριστικά η εχθρότητα ανάμεσα σε ενταγμένες και σε αποκλεισμένες ομάδες, καθώς ο διάλογος έγινε αδύνατος, καθώς οι μεν είναι τελείως αμέτοχοι ή ξένοι προς τα αγαθά και τις αξίες των δε. Οταν το κράτος πρόνοιας απορρυθμίζεται, η δημόσια εκπαίδευση και η περίθαλψη υποβαθμίζονται, όταν η φτώχεια γίνεται ανυπέρβλητη, ενώ οι εκτός νιώθουν να μη μοιράζονται τίποτε κοινό με τους εντός των τειχών, τότε η αντίδραση μοιάζει πιο φυσική από την αυτοσυγκράτηση.
Κρίσιμη είναι επίσης η παράμετρος της ποινικής καταστολής. Η προληπτική πολιτική ναυαγεί, όταν οι «πλάτες» για τον προηγούμενο δίνουν το ελευθέρας στον επόμενο. Αν ο φορέας εξουσίας βρίσκει ενδοϋπηρεσιακή κατανόηση για την παρεκτροπή του, εισπράττει το μήνυμα ότι μπορεί να συνεχίσει. Το ίδιο μήνυμα παρέχει η ποινική δικαιοσύνη, όταν δείχνει φθηνή στις σφαίρες και ακριβή στα πράσινα παπούτσια.
«Καμία επιείκεια κατά την απόδοση ευθυνών», υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός. Ισως δεν θυμάται ότι ζητούμενο του κράτους δικαίου δεν είναι η έλλειψη επιείκειας, αλλά επιτέλους η δίκαια ποινή. Τώρα πάντως, η απόδοση ποινικών ευθυνών είναι και κοινωνικά επείγουσα. Οταν για ένα αποκρουστικό έγκλημα δεν επιβάλλεται η ανάλογη ποινή, απειλούνται αυτοδικίες: με μορφή βεντέτας, βόμβας μολότοφ, τυφλής βίας, αντιδράσεων που και οι ίδιες είναι εγκληματικές.
Ποιος ωστόσο πείθεται ή παρηγορείται με την εξαγγελία της μελλοντικής τιμωρίας των ενόχων; Ο κατάλογος των εγκλημάτων εξουσιαστικής βίας που τιμωρήθηκαν ανώδυνα είναι ατελείωτος. Πολλοί θυμούνται τον Σέρβο μαθητή στη Θεσσαλονίκη που πυροβολήθηκε ενώ χάζευε μια βιτρίνα και την τιμωρία του αστυνομικού δράστη μόνο για αμέλεια. Αρκετές είναι οι περιπτώσεις θανατηφόρων πληγμάτων σε μετανάστες, οι κακομεταχειρίσεις από λιμενικές αρχές. Ολοι θυμούνται το πιο πρόσφατο επεισόδιο της ζαρντινιέρας και τη «στοργή» για τους δράστες. Σε αξιοσημείωτες περιπτώσεις το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ασχολήθηκε με το φαινόμενο της ανεπάρκειας στη διερεύνηση και στον δικαστικό έλεγχο πράξεων βίας εκ μέρους υπηρεσιακών οργάνων της χώρας μας.
Πολλά θα μπορούσαν εδώ να προστεθούν. Ο ποινικός έλεγχος εγγράφεται στην ιστορία, συνήθως χωρίς να αποτελεί την κρίσιμη παράμετρο. Η δίκη μπορεί να έχει ως αντικείμενό της πράξεις δόλιες ή αμελείς, καθόλου τυχαίες, που ωστόσο από μακροκοινωνική άποψη να είναι συγκυριακές. Αν μια αστυνομική υπηρεσία λειτουργεί εύρυθμα, αλλά κάποιος αστυνομικός συμβεί να παρεκτραπεί, αναφερόμαστε απλώς σε μια κακή στιγμή. Αν τα δικαστήρια αποφεύγουν τις διακρίνουσες μεταχειρίσεις, τότε μια δυνανάλογη ή μια χαριστική απόφασή τους χαρακτηρίζεται επίσης κακή παρένθεση. Κανείς δεν διαφωνεί.
Η συνθήκη της όξυνσης αναγνωρίζεται επίσης όταν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί προσανατολίζονται μονόπλευρα. Αστυνόμευση δεν σημαίνει μόνο καταπολέμηση του εγκλήματος. Αντίρροπος αλλά ισοδύναμος στόχος είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων του πολίτη -αθώου, υπόπτου ή ενόχου- ενώπιον των οργάνων της τάξης. Η ισορροπία αυτών των λειτουργιών προϋποθέτει αντίστοιχη εκπαίδευση. Ενδιαφέρει όχι μόνο πότε επιβάλλεται, αλλά και πότε δεν επιτρέπεται η σωματική έρευνα, πότε χρειάζεται ως έσχατη ανάγκη και άμυνα η κατασταλτική επέμβαση, αλλά και πότε θεσμικά αποκλείεται. Πολλοί αστυνομικοί, έχοντας την κατάλληλη βασική παιδεία και επιμόρφωση, είναι ευγενείς, προσεκτικοί και αποτελεσματικοί, ενώ στιγματίζονται άδικα εξαιτίας της συμπεριφοράς των «ράμπο» συναδέλφων τους.
Το ζητούμενο άλλωστε δεν αφορά μόνο την εκπαίδευση, αλλά και τα προσόντα επιλογής και διορισμού. Δεν αρκεί να αποδείξει ο υποψήφιος (και μάλιστα για τις ειδικές δυνάμεις) ότι είναι ικανός να χειρίζεται όπλα και λαβές ώστε να εξουδετερώνει τον στόχο. Τότε την εκπαίδευση των Ελλήνων αστυνομικών θα μπορούσαν να αναλαμβάνουν διάφορες σχολές πολεμικών τεχνών, μπόντι-μπίλντινγκ και σκοποβολής. Η επιλογή προϋποθέτει δοκιμασία στον σεβασμό των ελευθεριών. Στο κράτος δικαίου ο αστυνομικός γνωρίζει το Σύνταγμα απ’ έξω.
Τηλεγραφικά, αφού δεν είναι ώρα για αυτονόητα, σημειώνω τη βαριά ενοχή όσων παράγουν την τυφλή βία πλήττοντας οποιονδήποτε σαν να μην έχει ψυχή. Αλλο η ψυχολογική εξήγηση, άλλο η δικαιολογία των κοινωνικών ομάδων. Ο εντασσόμενος σε μια παρέα-δομή που επιδίδεται στη βία, θα φθάσει να απέχει από το σοβαρό έγκλημα μόνο χάρη σε συμπτώσεις. Αν εμπλακεί, η ευθύνη του δεν είναι συγκυριακή, αλλά προκαθορισμένη.
Αναμφίβολα δεν είναι οι ταυτότητες, αλλά οι πράξεις που γεννούν την ευθύνη. Κανείς δεν είναι εκ προοιμίου ένοχος ή μόνο ανεύθυνος και κατήγορος. Οι γενικεύσεις (γνωστοί-άγνωστοι, ράμπο κ.λπ.) εκτός από ρατσισμό και ψυχικές ταραχές αποκαλύπτουν τον αυταρχισμό. Ο γονιός εκείνος που παρακολουθεί στην τηλεόραση τα βίαια επεισόδια με το παιδί του και του ψιθυρίζει «αυτά κάνει η πολλή δημοκρατία» εκτρέφει τη βαρβαρότητα του μέλλοντος. Ο υπουργός που απαξιώνει τις εκπαιδευτικές δομές με λιτότητες και ψευδομεταρρυθμίσεις, το ίδιο. Στην πραγματικότητα, η κοινωνική ειρήνη θεμελιώνεται όχι στην έλλειψη, αλλά στην κραταίωση της δημοκρατίας, στον διάλογο και στην κοινωνική αλληλεγγύη.
*Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ
Οταν οι όροι της δυσλειτουργίας είναι προγραμματισμένοι και ενεργοί, η τραγωδία μπορεί να προκύψει από απλή σύμπτωση. Η πρόληψη της βαρβαρότητας προϋποθέτει αντιπαράθεση και δουλειά ακριβώς με τις συνθήκες, ενώ τα τυχαία και τα μεμονωμένα περιστατικά είναι εξ ορισμού απρόβλεπτα.
Απομένει λοιπόν να ασχοληθούμε με ό,τι μπορεί κάπως να αλλάξει. Και, ίσως, την επαύριο να προληφθεί. Πρώτα με τον κίνδυνο να κυριαρχήσει οριστικά η εχθρότητα ανάμεσα σε ενταγμένες και σε αποκλεισμένες ομάδες, καθώς ο διάλογος έγινε αδύνατος, καθώς οι μεν είναι τελείως αμέτοχοι ή ξένοι προς τα αγαθά και τις αξίες των δε. Οταν το κράτος πρόνοιας απορρυθμίζεται, η δημόσια εκπαίδευση και η περίθαλψη υποβαθμίζονται, όταν η φτώχεια γίνεται ανυπέρβλητη, ενώ οι εκτός νιώθουν να μη μοιράζονται τίποτε κοινό με τους εντός των τειχών, τότε η αντίδραση μοιάζει πιο φυσική από την αυτοσυγκράτηση.
Κρίσιμη είναι επίσης η παράμετρος της ποινικής καταστολής. Η προληπτική πολιτική ναυαγεί, όταν οι «πλάτες» για τον προηγούμενο δίνουν το ελευθέρας στον επόμενο. Αν ο φορέας εξουσίας βρίσκει ενδοϋπηρεσιακή κατανόηση για την παρεκτροπή του, εισπράττει το μήνυμα ότι μπορεί να συνεχίσει. Το ίδιο μήνυμα παρέχει η ποινική δικαιοσύνη, όταν δείχνει φθηνή στις σφαίρες και ακριβή στα πράσινα παπούτσια.
«Καμία επιείκεια κατά την απόδοση ευθυνών», υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός. Ισως δεν θυμάται ότι ζητούμενο του κράτους δικαίου δεν είναι η έλλειψη επιείκειας, αλλά επιτέλους η δίκαια ποινή. Τώρα πάντως, η απόδοση ποινικών ευθυνών είναι και κοινωνικά επείγουσα. Οταν για ένα αποκρουστικό έγκλημα δεν επιβάλλεται η ανάλογη ποινή, απειλούνται αυτοδικίες: με μορφή βεντέτας, βόμβας μολότοφ, τυφλής βίας, αντιδράσεων που και οι ίδιες είναι εγκληματικές.
Ποιος ωστόσο πείθεται ή παρηγορείται με την εξαγγελία της μελλοντικής τιμωρίας των ενόχων; Ο κατάλογος των εγκλημάτων εξουσιαστικής βίας που τιμωρήθηκαν ανώδυνα είναι ατελείωτος. Πολλοί θυμούνται τον Σέρβο μαθητή στη Θεσσαλονίκη που πυροβολήθηκε ενώ χάζευε μια βιτρίνα και την τιμωρία του αστυνομικού δράστη μόνο για αμέλεια. Αρκετές είναι οι περιπτώσεις θανατηφόρων πληγμάτων σε μετανάστες, οι κακομεταχειρίσεις από λιμενικές αρχές. Ολοι θυμούνται το πιο πρόσφατο επεισόδιο της ζαρντινιέρας και τη «στοργή» για τους δράστες. Σε αξιοσημείωτες περιπτώσεις το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ασχολήθηκε με το φαινόμενο της ανεπάρκειας στη διερεύνηση και στον δικαστικό έλεγχο πράξεων βίας εκ μέρους υπηρεσιακών οργάνων της χώρας μας.
Πολλά θα μπορούσαν εδώ να προστεθούν. Ο ποινικός έλεγχος εγγράφεται στην ιστορία, συνήθως χωρίς να αποτελεί την κρίσιμη παράμετρο. Η δίκη μπορεί να έχει ως αντικείμενό της πράξεις δόλιες ή αμελείς, καθόλου τυχαίες, που ωστόσο από μακροκοινωνική άποψη να είναι συγκυριακές. Αν μια αστυνομική υπηρεσία λειτουργεί εύρυθμα, αλλά κάποιος αστυνομικός συμβεί να παρεκτραπεί, αναφερόμαστε απλώς σε μια κακή στιγμή. Αν τα δικαστήρια αποφεύγουν τις διακρίνουσες μεταχειρίσεις, τότε μια δυνανάλογη ή μια χαριστική απόφασή τους χαρακτηρίζεται επίσης κακή παρένθεση. Κανείς δεν διαφωνεί.
Η συνθήκη της όξυνσης αναγνωρίζεται επίσης όταν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί προσανατολίζονται μονόπλευρα. Αστυνόμευση δεν σημαίνει μόνο καταπολέμηση του εγκλήματος. Αντίρροπος αλλά ισοδύναμος στόχος είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων του πολίτη -αθώου, υπόπτου ή ενόχου- ενώπιον των οργάνων της τάξης. Η ισορροπία αυτών των λειτουργιών προϋποθέτει αντίστοιχη εκπαίδευση. Ενδιαφέρει όχι μόνο πότε επιβάλλεται, αλλά και πότε δεν επιτρέπεται η σωματική έρευνα, πότε χρειάζεται ως έσχατη ανάγκη και άμυνα η κατασταλτική επέμβαση, αλλά και πότε θεσμικά αποκλείεται. Πολλοί αστυνομικοί, έχοντας την κατάλληλη βασική παιδεία και επιμόρφωση, είναι ευγενείς, προσεκτικοί και αποτελεσματικοί, ενώ στιγματίζονται άδικα εξαιτίας της συμπεριφοράς των «ράμπο» συναδέλφων τους.
Το ζητούμενο άλλωστε δεν αφορά μόνο την εκπαίδευση, αλλά και τα προσόντα επιλογής και διορισμού. Δεν αρκεί να αποδείξει ο υποψήφιος (και μάλιστα για τις ειδικές δυνάμεις) ότι είναι ικανός να χειρίζεται όπλα και λαβές ώστε να εξουδετερώνει τον στόχο. Τότε την εκπαίδευση των Ελλήνων αστυνομικών θα μπορούσαν να αναλαμβάνουν διάφορες σχολές πολεμικών τεχνών, μπόντι-μπίλντινγκ και σκοποβολής. Η επιλογή προϋποθέτει δοκιμασία στον σεβασμό των ελευθεριών. Στο κράτος δικαίου ο αστυνομικός γνωρίζει το Σύνταγμα απ’ έξω.
Τηλεγραφικά, αφού δεν είναι ώρα για αυτονόητα, σημειώνω τη βαριά ενοχή όσων παράγουν την τυφλή βία πλήττοντας οποιονδήποτε σαν να μην έχει ψυχή. Αλλο η ψυχολογική εξήγηση, άλλο η δικαιολογία των κοινωνικών ομάδων. Ο εντασσόμενος σε μια παρέα-δομή που επιδίδεται στη βία, θα φθάσει να απέχει από το σοβαρό έγκλημα μόνο χάρη σε συμπτώσεις. Αν εμπλακεί, η ευθύνη του δεν είναι συγκυριακή, αλλά προκαθορισμένη.
Αναμφίβολα δεν είναι οι ταυτότητες, αλλά οι πράξεις που γεννούν την ευθύνη. Κανείς δεν είναι εκ προοιμίου ένοχος ή μόνο ανεύθυνος και κατήγορος. Οι γενικεύσεις (γνωστοί-άγνωστοι, ράμπο κ.λπ.) εκτός από ρατσισμό και ψυχικές ταραχές αποκαλύπτουν τον αυταρχισμό. Ο γονιός εκείνος που παρακολουθεί στην τηλεόραση τα βίαια επεισόδια με το παιδί του και του ψιθυρίζει «αυτά κάνει η πολλή δημοκρατία» εκτρέφει τη βαρβαρότητα του μέλλοντος. Ο υπουργός που απαξιώνει τις εκπαιδευτικές δομές με λιτότητες και ψευδομεταρρυθμίσεις, το ίδιο. Στην πραγματικότητα, η κοινωνική ειρήνη θεμελιώνεται όχι στην έλλειψη, αλλά στην κραταίωση της δημοκρατίας, στον διάλογο και στην κοινωνική αλληλεγγύη.
*Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ