Οι απέναντι
Γιώργος Μπράμος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-12-17
Μακάρι τα γεγονότα στην Αθήνα να είναι κατορθώματα μόνο των περίφημων «γνωστών-αγνώστων» των Εξαρχείων. Μακάρι να είναι καρποί μόνον ενός μικρού αριθμού «αντιεξουσιαστών». Αλλά η πραγματικότητα δείχνει πως όλη αυτή η φιλολογία έχει ήδη εξαντληθεί. Υπάρχει πλέον ένα άλλο, διαφορετικό τοπίο και δεν μπορούμε να ταυτίζουμε πια το πολιτικό περιθώριο της συγκεκριμένης αθηναϊκής γειτονιάς με την τυφλή έκρηξη που σάρωσε τις ελληνικές πόλεις.
Διατυπώθηκαν διάφορες ερμηνείες γι’ αυτή την έκρηξη. Αλλοι μίλησαν για τα άγρια νιάτα που δεν τα προσέξαμε, ορισμένοι ανακάλυψαν σενάρια συνωμοσίας, κάποιοι περίμεναν να εκτονωθεί η κατάσταση.
Γιατί, όμως, όλες οι ερμηνείες, όλες οι εξηγήσεις, όλες οι αναλύσεις φάνηκαν παρωχημένες και κολοβές; Γιατί ο νέος θυμός, έμοιαζε τόσο αρχαίος; Ποια ήταν η καταγωγή του; Και ποια η κατάληξή του; Οι συγκρούσεις ήταν εφήμερες; Η μοιρολατρική ανάγνωσή τους, το έτσι συμβαίνει πάντα, η νεολαία είναι διαρκώς διαμαρτυρόμενη αλλά στο τέλος υποκύπτει, συμβιβάζεται και εντάσσεται, επαρκεί για να επανέλθουν τα πράγματα στη χθεσινή μέρα;
Ο πιο ειλικρινής είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί διατύπωσε, όσο κι αν δεν το ομολόγησε, τη συνολική αμηχανία και αδυναμία του πολιτικού συστήματος να κατανοήσει το εύρος της εξέγερσης. Η προτροπή του Αλέκου Αλαβάνου στο «να ακούσουμε τους νέους», μπορεί να μην καλύπτει τον συνηθισμένο ρόλο των πολιτικών κομμάτων, ιδιαίτερα των αριστερών, που δίνουν διέξοδο και ανοίγουν νέους δρόμους. Αφησε ανοιχτό όμως το ζήτημα μιας συνολικής αναθεώρησης στη λειτουργία και την προοπτική του πολιτικού συστήματος, που χρόνια τώρα ζει μέσα στην αυταρέσκεια και την αυτοκατανάλωση. Από την άλλη πλευρά, οι επιθέσεις που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ από το ΚΚΕ, τη Ν.Δ. και τον ΛΑΟΣ δείχνει ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας, στο μεγαλύτερο μέρος του, εξακολουθεί να παραμένει μοιραίο και αφασικό. Είναι πολύ ρηχό να τα αποδίδουμε όλα στους «γνωστούς-άγνωστους», στο «πλιάτσικο» κάποιων απελπισμένων, στο «Τζουράσικ Παρκ» των Εξαρχείων, στη νεανική επιπολαιότητα, στην αστυνομική ανεπάρκεια ή στη θεσμική της στρέβλωση. Υπάρχει ένα μεγάλο βάθος στα πρόσφατα γεγονότα, που η τηλεοπτική φλυαρία και η πολιτική κοινοτοπία δεν μπορούν ακόμα να συλλάβουν.
Στην Ιστορία, σε καμιά εποχή, καμιά γενιά, καμιά νεολαία δεν τα βρήκαν έτοιμα και εύκολα. Το αντίθετο. Ομως ο αντιφασισμός, η αντίσταση, τα εργατικά δικαιώματα, η θέση της γυναίκας, η πτώση της χούντας στην Ελλάδα κι άλλα, κι άλλα είχαν ένα συλλογικό περιεχόμενο. Πολλά χρόνια τώρα αρκετοί έχουν διαπιστώσει πως το σημερινό συλλογικό περιεχόμενο έχει στρεβλές πλευρές, δεν διαθέτει το αξιακό στοιχείο του παρελθόντος. Στηρίχθηκε σε μια σχηματική και κυνική απάρνηση των υποτίθεται παρωχημένων αξιών, σε ένα νέο πραγματισμό που εκφράστηκε μέσα από το lifestyle -πασπαλισμένα όλα με τη ζαχαρόσκονη της ανυπακοής στην εξουσία. Η κοινωνική πολυδιάσπαση δημιούργησε ένα ιδιότυπο μίσος, που είναι περισσότερο φθόνος και λιγότερο διεκδίκηση συλλογικών δικαιωμάτων. Οι σπασμένες βιτρίνες δεν είναι ένα αντικαταναλωτικό μήνυμα, όπως θα ήθελαν να ερμηνεύσουν διάφοροι βολονταριστές, αλλά περισσότερο το σκληρό παράπονο των αποκλεισμένων από την πλαστή, έστω και με δανεικά, κοινωνία της ευμάρειας.
Αν πρέπει να αναζητήσουμε μια καταγωγή της σημερινής νεανικής απειθαρχίας, νομίζω πως θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την Παιδεία. Από τα πιο τρυφερά τους χρόνια τα παιδιά μας πάνε στο σχολείο με προκαθορισμένο έναν ιδιοτελή στόχο. Οχι να μάθουν γράμματα για να χειραφετηθούν απέναντι στην ευτέλεια, όχι να μάθουν γράμματα για να είναι επαρκείς πολίτες, αλλά περνάνε τα καλύτερά τους χρόνια μες στην αγωνία για την εξασφάλιση της οικονομικής ανέλιξης, να βγάλουν περισσότερα χρήματα από τον πατέρα. Οταν έρχονται σε επαφή με την παραγωγική διαδικασία, όλα καταρρέουν. Οι κλειστοί επαγγελματικοί δρόμοι ταυτίζονται με την υπαρξιακή τους απελπισία.
Το χειρότερο, αυτή την εποχή, είναι να παριστάνουμε τους ενθουσιασμένους για το «κάτι που κινείται»· ή τους μακάριους, πως «κι αυτό θα περάσει». Ακόμα χειρότερο είναι, να αντιμετωπίσουμε όλη αυτή την οργή σαν να πρόκειται για τους απέναντι.
Διατυπώθηκαν διάφορες ερμηνείες γι’ αυτή την έκρηξη. Αλλοι μίλησαν για τα άγρια νιάτα που δεν τα προσέξαμε, ορισμένοι ανακάλυψαν σενάρια συνωμοσίας, κάποιοι περίμεναν να εκτονωθεί η κατάσταση.
Γιατί, όμως, όλες οι ερμηνείες, όλες οι εξηγήσεις, όλες οι αναλύσεις φάνηκαν παρωχημένες και κολοβές; Γιατί ο νέος θυμός, έμοιαζε τόσο αρχαίος; Ποια ήταν η καταγωγή του; Και ποια η κατάληξή του; Οι συγκρούσεις ήταν εφήμερες; Η μοιρολατρική ανάγνωσή τους, το έτσι συμβαίνει πάντα, η νεολαία είναι διαρκώς διαμαρτυρόμενη αλλά στο τέλος υποκύπτει, συμβιβάζεται και εντάσσεται, επαρκεί για να επανέλθουν τα πράγματα στη χθεσινή μέρα;
Ο πιο ειλικρινής είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί διατύπωσε, όσο κι αν δεν το ομολόγησε, τη συνολική αμηχανία και αδυναμία του πολιτικού συστήματος να κατανοήσει το εύρος της εξέγερσης. Η προτροπή του Αλέκου Αλαβάνου στο «να ακούσουμε τους νέους», μπορεί να μην καλύπτει τον συνηθισμένο ρόλο των πολιτικών κομμάτων, ιδιαίτερα των αριστερών, που δίνουν διέξοδο και ανοίγουν νέους δρόμους. Αφησε ανοιχτό όμως το ζήτημα μιας συνολικής αναθεώρησης στη λειτουργία και την προοπτική του πολιτικού συστήματος, που χρόνια τώρα ζει μέσα στην αυταρέσκεια και την αυτοκατανάλωση. Από την άλλη πλευρά, οι επιθέσεις που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ από το ΚΚΕ, τη Ν.Δ. και τον ΛΑΟΣ δείχνει ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας, στο μεγαλύτερο μέρος του, εξακολουθεί να παραμένει μοιραίο και αφασικό. Είναι πολύ ρηχό να τα αποδίδουμε όλα στους «γνωστούς-άγνωστους», στο «πλιάτσικο» κάποιων απελπισμένων, στο «Τζουράσικ Παρκ» των Εξαρχείων, στη νεανική επιπολαιότητα, στην αστυνομική ανεπάρκεια ή στη θεσμική της στρέβλωση. Υπάρχει ένα μεγάλο βάθος στα πρόσφατα γεγονότα, που η τηλεοπτική φλυαρία και η πολιτική κοινοτοπία δεν μπορούν ακόμα να συλλάβουν.
Στην Ιστορία, σε καμιά εποχή, καμιά γενιά, καμιά νεολαία δεν τα βρήκαν έτοιμα και εύκολα. Το αντίθετο. Ομως ο αντιφασισμός, η αντίσταση, τα εργατικά δικαιώματα, η θέση της γυναίκας, η πτώση της χούντας στην Ελλάδα κι άλλα, κι άλλα είχαν ένα συλλογικό περιεχόμενο. Πολλά χρόνια τώρα αρκετοί έχουν διαπιστώσει πως το σημερινό συλλογικό περιεχόμενο έχει στρεβλές πλευρές, δεν διαθέτει το αξιακό στοιχείο του παρελθόντος. Στηρίχθηκε σε μια σχηματική και κυνική απάρνηση των υποτίθεται παρωχημένων αξιών, σε ένα νέο πραγματισμό που εκφράστηκε μέσα από το lifestyle -πασπαλισμένα όλα με τη ζαχαρόσκονη της ανυπακοής στην εξουσία. Η κοινωνική πολυδιάσπαση δημιούργησε ένα ιδιότυπο μίσος, που είναι περισσότερο φθόνος και λιγότερο διεκδίκηση συλλογικών δικαιωμάτων. Οι σπασμένες βιτρίνες δεν είναι ένα αντικαταναλωτικό μήνυμα, όπως θα ήθελαν να ερμηνεύσουν διάφοροι βολονταριστές, αλλά περισσότερο το σκληρό παράπονο των αποκλεισμένων από την πλαστή, έστω και με δανεικά, κοινωνία της ευμάρειας.
Αν πρέπει να αναζητήσουμε μια καταγωγή της σημερινής νεανικής απειθαρχίας, νομίζω πως θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την Παιδεία. Από τα πιο τρυφερά τους χρόνια τα παιδιά μας πάνε στο σχολείο με προκαθορισμένο έναν ιδιοτελή στόχο. Οχι να μάθουν γράμματα για να χειραφετηθούν απέναντι στην ευτέλεια, όχι να μάθουν γράμματα για να είναι επαρκείς πολίτες, αλλά περνάνε τα καλύτερά τους χρόνια μες στην αγωνία για την εξασφάλιση της οικονομικής ανέλιξης, να βγάλουν περισσότερα χρήματα από τον πατέρα. Οταν έρχονται σε επαφή με την παραγωγική διαδικασία, όλα καταρρέουν. Οι κλειστοί επαγγελματικοί δρόμοι ταυτίζονται με την υπαρξιακή τους απελπισία.
Το χειρότερο, αυτή την εποχή, είναι να παριστάνουμε τους ενθουσιασμένους για το «κάτι που κινείται»· ή τους μακάριους, πως «κι αυτό θα περάσει». Ακόμα χειρότερο είναι, να αντιμετωπίσουμε όλη αυτή την οργή σαν να πρόκειται για τους απέναντι.