Η κρίση των τραπεζών βαθαίνει την ύφεση
Νέα σωστικά πακέτα αναζητούνται στην Ευρώπη
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2009-01-25
Ακόμα χειρότερη από όσο διαγράφεται στις τελευταίες προβλέψεις της Επιτροπής κινδυνεύει να είναι η ύφεση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αιτία: η συνεχιζόμενη χρηματοοικονομική επιδείνωση. Για την Ελλάδα οι προβλέψεις, χωρίς να είναι θέσφατα, συνιστούν πάντως ανησυχητική προειδοποίηση, που ενισχύεται από τα ανερχόμενα επιτόκια του δημόσιου δανεισμού. Αγνοείται όμως πλήρως από την κυβέρνηση.
Η ανάγκη νέων παρεμβάσεων για να στηριχθεί το τραπεζικό σύστημα κυριάρχησε στις συζητήσεις μεταξύ των οικονομικών υπουργών της Ευρώπης την περασμένη εβδομάδα. Παρά τους τεράστιους δημόσιους πόρους που έχουν διατεθεί για το σκοπό αυτό ήδη από τον προηγούμενο χρόνο, μεγάλες τράπεζες εξακολουθούν να αδυνατούν να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους από τους «τοξικούς» τίτλους που διαθέτουν, και να αντλήσουν πόρους από την αγορά για να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους. Στα όρια της χρεοκοπίας έχουν φτάσει ήδη άλλωστε οι αμερικανικές τράπεζες κατά τον καθηγητή Νούριελ Ρουμπίνι, ο οποίος εκτιμά τις απώλειες των τραπεζών από την κρίση παγκοσμίως σε 3,6 τρις δολάρια έναντι του ενός τρις που προκύπτει από τις δικές τους παραδοχές.
Παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις του κεντρικού επιτοκίου του ευρώ, οι ευρωπαϊκές τράπεζες παραμένουν έτσι εξαιρετικά φειδωλές στη χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την προοπτική της ύφεσης. Οι επίμονες εκκλήσεις πολιτικού χαρακτήρα να αυξήσουν τα δάνεια που δίνουν, από κάθε κυβέρνηση χωριστά, την Τρίτη πλέον και από το Συμβούλιο Ecofin, πέφτουν στο κενό. Και δεν διαφαίνεται άλλη λύση από την εκπόνηση νέων «πακέτων διάσωσης».
Προηγήθηκε ξανά η βρετανική κυβέρνηση, αναγγέλλοντας τη Δευτέρα ένα δεύτερο σχέδιο κρατικών εγγυήσεων το ύψος του οποίου δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί. Το θέμα συζητείται έντονα στη Γερμανία, αλλά και στο Βέλγιο, την Ιταλία, τη Δανία και αλλού.
Δύο εκδοχές έχουν προταθεί: Η πρώτη είναι να εθνικοποιηθούν όλες οι τράπεζες, όπως εισηγείται προσωρινά, για όσο διάστημα απαιτήσει η κρίση, ο καθηγητής Βίλεμ Μπούιτερ (στο LSE, την Οικονομική Σχολή του Λονδίνου, κάθε άλλο παρά αριστερών, ριζοσπαστικών πεποιθήσεων). Ενώ συμφωνούν και άλλοι, π.χ. η γερμανική εποπτική αρχή (BaFin, το αντίστοιχο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) οι κυβερνήσεις μάλλον την θεωρούν ακραία για την ώρα. Τη δεύτερη προτιμούν οι τραπεζίτες, και φάνηκε να υποστηρίζει ο Ιταλός υπουργός Τζούλιο Τρεμόντι: Να συσταθεί μία κρατική «κακή τράπεζα» (bad bank), χωματερή για να ξεφορτωθούν οι τράπεζες τους αμφίβολους τίτλους τους, και να προχωρήσουν κατόπιν χωρίς άλλες δημόσιες παρεμβάσεις. Αλλά εδώ επανέρχεται το ερώτημα που είχε τεθεί με το αρχικό σχέδιο Πόλσον στις ΗΠΑ: Με ποιο τίμημα θα πάρει η «κακή τράπεζα» τους τίτλους; Και απέναντι σε ένα τέτοιο σχέδιο, που κινδυνεύει να έχει τεράστιο κόστος για τους φορολογούμενους, οι περισσότερες κυβερνήσεις είναι εξαιρετικά επιφυλακτικές. Μιαν ενδιάμεση λύση επεξεργάζονται στη Γερμανία, το κράτος να πάρει μεν τους τίτλους, αλλά χωρίς να τους πληρώσει άμεσα, μόνον όταν θα λήγουν, και έναντι οι τράπεζες να δίνουν μερίδιο των κερδών τους στο κράτος τα επόμενα 40-50 χρόνια.
Διογκώνεται ο δημόσιος δανεισμός
Το πρόβλημα περιπλέκεται από τις διογκούμενες σε συνθήκες ύφεσης δανειακές ανάγκες των κρατών: Αθροιστικά το δημόσιο έλλειμμα της Ευρωζώνης από 1,7% του ΑΕΠ πέρυσι θα φτάσει 4% φέτος και 4,4% το 2010, αντίστοιχα το δημόσιο χρέος από 68,7% του ΑΕΠ σε 72,7% και σε 75,8%, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Επιτροπής. Αλλά διαφοροποιείται έντονα μεταξύ των χωρών, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται και το κόστος του δανεισμού τους. Στο διεθνή τύπο έχει ανοίξει μια συζήτηση για τον κίνδυνο χρεοκοπίας και κρατών, που δεν περιορίζεται στην Ελλάδα ή άλλες περιφερειακές χώρες, γίνεται λόγος ακόμα και για τη Βρετανία (ακόμα και προχθές π.χ. στη σοβαρή γερμανική Handelsblatt).
Στην αγορά ομολόγων η διαφορά απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς από το γερμανικό ανεβαίνει αδιάκοπα. Προχθές έφτασε τις 297 μονάδες βάσης, που μεταφράζονται σε 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο επιτόκιο. Πενταετές ομόλογο εκδόθηκε την Τρίτη με επιτόκιο 5,5%, οπωσδήποτε πολύ υψηλό. Αλλά με το κόστος του δημόσιου δανεισμού σε αυτά τα επίπεδα, ούτε οι τράπεζες μπορούν για την ώρα να μειώσουν τα δικά τους επιτόκια, διατείνονται οι τραπεζίτες.
Υποστηρικτικές δηλώσεις για τη χώρα μας απέναντι στα δημοσιεύματα που την έβλεπαν να βγαίνει από το ευρώ – και την ίδια την Ευρωζώνη να διαλύεται – έκαναν ο πρόεδρος της Ευρωομάδας Ζαν-Κλοντ Γουνκέρ και ο επίτροπος Χοακίν Αλμούνια μετά το Ecofin, όπως και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ προηγούμενα, επιμένοντας πάντως όλοι στην ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η ιδέα του δημόσιου δανεισμού κάτω από ευρωπαϊκή ομπρέλα, με ενιαίο κόστος, που θα συνέφερε την Ελλάδα και όχι μόνο, αποκρούστηκε ωστόσο κυρίως από τη Γερμανία, η οποία δεν θέλει το δικό της χαμηλό κόστος να ανέβει στο μέσο όρο.
Κάποια φιλελληνική απόχρωση είχε και άρθρο του καθηγητή Πολ ντε Γκράουε στους Financial Times προχθές, όπου επέκρινε με δριμύτητα τους οίκους αξιολόγησης, και ειδικότερα την Standard & Poors: όπως υπερέβαλλε σε αισιοδοξία πριν, αγνοώντας τις χρεοκοπίες μεγάλων ιδιωτικών εταιριών που έρχονταν, έτσι τώρα υπερβάλλει στους κινδύνους και επιδεινώνει την ύφεση, γράφει. Επιπλέον είναι επιλεκτική, αξιολογώντας αρνητικά μόνο χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία, το χρέος των οποίων μεταξύ 2000 και 2007 μειωνόταν ταχύτερα από της Ευρωζώνης συνολικά, των δύο τελευταίων μάλιστα βρισκόταν στο μισό της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Το ιδανικό θα ήταν να κλείσουμε αυτούς τους οίκους, υποστηρίζει (!), και επειδή αυτό φαίνεται απίθανο, πρέπει να τους υποχρεώσουμε να γράφουν, όπως στα πακέτα των τσιγάρων, ότι οι αξιολογήσεις τους βλάπτουν!
Εντελώς ανεύθυνα αντιδρά η κυβέρνηση
Καθώς η διεθνής επιδείνωση θα επηρεάσει άσχημα και την ελληνική οικονομία, η οποία επιπλέον αντιμετωπίζει σοβαρά εγγενή προβλήματα, θα περίμενε κανείς από την κυβέρνηση να παρουσιάσει μια πλήρη εικόνα της κατάστασης όπως διαμορφώνεται, και να προτείνει πολιτικές που θα αποβλέπουν ταυτόχρονα σε τρεις στόχους: Να προστατεύσει από τις χειρότερες συνέπειες της κρίσης τους οικονομικά ασθενέστερους, που θα σήμαινε να κατονομάσει τις κατηγορίες και να περιγράψει όλα τα μέτρα που θα πάρει υπέρ τους, κοστολογώντας τα και δηλώνοντας από πού θα τα εξοικονομήσει, ώστε να δώσει μιαν αίσθηση δίκαιης κατανομής του κόστους στην κοινωνία. Να στηρίξει τις παραγωγικές δραστηριότητες με απώτερο σκοπό να τις ενισχύσει, και πάλι κοστολογώντας αντίστοιχα. Και να ξεκινήσει μιαν αξιόπιστη προσπάθεια εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση για να ανακοπεί η απειλητική αύξηση του κόστους δανεισμού.
Αντ’ αυτού η κυβέρνηση ποντάρει στη δραματική επιδείνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά, καθώς και σε κάποια συμπαθητικά σχόλια που ακούγονται εξ αποστάσεως για τη χώρα μας, για να αγνοήσει τους πολύ πραγματικούς ειδικούς κινδύνους που μας αφορούν. Μοιράζει απλώς παροχές με τα πιο κοντόφθαλμα πολιτικά κριτήρια, 500 εκατομμύρια στους αγρότες που κλείνουν τους δρόμους, ένα εφ’ άπαξ επίδομα 100-200 ευρώ σε χαμηλοσυνταξιούχους και ανέργους επειδή είχε τάξει επίδομα θέρμανσης κ.λπ., χωρίς να πείθει κανέναν για το πόσα διαθέτει, από πού θα τα βρει, γιατί τα κατανέμει έτσι και όχι διαφορετικά. Αν όμως η γενική οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη όντως απομακρύνει το ενδεχόμενο πολιτικών κυρώσεων στην Ελλάδα (υπαγωγή ξανά στην επιτήρηση), δεν συμβαίνει το ίδιο με τις οικονομικές συνέπειες.
Αυτήν την ανεύθυνη πρακτική υποθάλπει άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις προβλέψεις της: Αν η ελληνική οικονομία θα έχει φέτος πράγματι στασιμότητα (αύξηση ΑΕΠ μόλις 0,2%), αλλά ακόμα και αν έχουμε μια μεγέθυνση 1% ή λίγο παραπάνω που υποστηρίζουν εγχώριοι αναλυτές, πώς είναι δυνατόν το δημόσιο έλλειμμα να περιοριστεί στο 3,7% του ΑΕΠ, όσο περίπου βεβαιώθηκε το 2007 με μεγέθυνση 4% (οριστικοποιήθηκε στο 3,5% του ΑΕΠ); Μετά μάλιστα την κατάρρευση των εσόδων που σημειώθηκε ήδη πέρυσι, όπου και πάλι η Επιτροπή υποτιμά το έλλειμμα στο 3,4% μόλις; Με ένα πολύ υψηλότερο έλλειμμα όμως, χωρίς να καταβάλλεται καμία προσπάθεια να περιοριστεί, πώς θα ανακοπεί η ραγδαία άνοδος του κόστους δανεισμού; Εδώ που έχουμε φτάσει κανείς δεν μπορεί πια να βασίζεται ότι η αποπληρωμή του παραπέμπεται στο απώτερο μέλλον. Η απειλή πραγματικής ύφεσης, που θα σήμαινε και εκρηκτική αύξηση των ήδη μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων είναι μπροστά μας.
Η ανάγκη νέων παρεμβάσεων για να στηριχθεί το τραπεζικό σύστημα κυριάρχησε στις συζητήσεις μεταξύ των οικονομικών υπουργών της Ευρώπης την περασμένη εβδομάδα. Παρά τους τεράστιους δημόσιους πόρους που έχουν διατεθεί για το σκοπό αυτό ήδη από τον προηγούμενο χρόνο, μεγάλες τράπεζες εξακολουθούν να αδυνατούν να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους από τους «τοξικούς» τίτλους που διαθέτουν, και να αντλήσουν πόρους από την αγορά για να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους. Στα όρια της χρεοκοπίας έχουν φτάσει ήδη άλλωστε οι αμερικανικές τράπεζες κατά τον καθηγητή Νούριελ Ρουμπίνι, ο οποίος εκτιμά τις απώλειες των τραπεζών από την κρίση παγκοσμίως σε 3,6 τρις δολάρια έναντι του ενός τρις που προκύπτει από τις δικές τους παραδοχές.
Παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις του κεντρικού επιτοκίου του ευρώ, οι ευρωπαϊκές τράπεζες παραμένουν έτσι εξαιρετικά φειδωλές στη χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την προοπτική της ύφεσης. Οι επίμονες εκκλήσεις πολιτικού χαρακτήρα να αυξήσουν τα δάνεια που δίνουν, από κάθε κυβέρνηση χωριστά, την Τρίτη πλέον και από το Συμβούλιο Ecofin, πέφτουν στο κενό. Και δεν διαφαίνεται άλλη λύση από την εκπόνηση νέων «πακέτων διάσωσης».
Προηγήθηκε ξανά η βρετανική κυβέρνηση, αναγγέλλοντας τη Δευτέρα ένα δεύτερο σχέδιο κρατικών εγγυήσεων το ύψος του οποίου δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί. Το θέμα συζητείται έντονα στη Γερμανία, αλλά και στο Βέλγιο, την Ιταλία, τη Δανία και αλλού.
Δύο εκδοχές έχουν προταθεί: Η πρώτη είναι να εθνικοποιηθούν όλες οι τράπεζες, όπως εισηγείται προσωρινά, για όσο διάστημα απαιτήσει η κρίση, ο καθηγητής Βίλεμ Μπούιτερ (στο LSE, την Οικονομική Σχολή του Λονδίνου, κάθε άλλο παρά αριστερών, ριζοσπαστικών πεποιθήσεων). Ενώ συμφωνούν και άλλοι, π.χ. η γερμανική εποπτική αρχή (BaFin, το αντίστοιχο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) οι κυβερνήσεις μάλλον την θεωρούν ακραία για την ώρα. Τη δεύτερη προτιμούν οι τραπεζίτες, και φάνηκε να υποστηρίζει ο Ιταλός υπουργός Τζούλιο Τρεμόντι: Να συσταθεί μία κρατική «κακή τράπεζα» (bad bank), χωματερή για να ξεφορτωθούν οι τράπεζες τους αμφίβολους τίτλους τους, και να προχωρήσουν κατόπιν χωρίς άλλες δημόσιες παρεμβάσεις. Αλλά εδώ επανέρχεται το ερώτημα που είχε τεθεί με το αρχικό σχέδιο Πόλσον στις ΗΠΑ: Με ποιο τίμημα θα πάρει η «κακή τράπεζα» τους τίτλους; Και απέναντι σε ένα τέτοιο σχέδιο, που κινδυνεύει να έχει τεράστιο κόστος για τους φορολογούμενους, οι περισσότερες κυβερνήσεις είναι εξαιρετικά επιφυλακτικές. Μιαν ενδιάμεση λύση επεξεργάζονται στη Γερμανία, το κράτος να πάρει μεν τους τίτλους, αλλά χωρίς να τους πληρώσει άμεσα, μόνον όταν θα λήγουν, και έναντι οι τράπεζες να δίνουν μερίδιο των κερδών τους στο κράτος τα επόμενα 40-50 χρόνια.
Διογκώνεται ο δημόσιος δανεισμός
Το πρόβλημα περιπλέκεται από τις διογκούμενες σε συνθήκες ύφεσης δανειακές ανάγκες των κρατών: Αθροιστικά το δημόσιο έλλειμμα της Ευρωζώνης από 1,7% του ΑΕΠ πέρυσι θα φτάσει 4% φέτος και 4,4% το 2010, αντίστοιχα το δημόσιο χρέος από 68,7% του ΑΕΠ σε 72,7% και σε 75,8%, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Επιτροπής. Αλλά διαφοροποιείται έντονα μεταξύ των χωρών, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται και το κόστος του δανεισμού τους. Στο διεθνή τύπο έχει ανοίξει μια συζήτηση για τον κίνδυνο χρεοκοπίας και κρατών, που δεν περιορίζεται στην Ελλάδα ή άλλες περιφερειακές χώρες, γίνεται λόγος ακόμα και για τη Βρετανία (ακόμα και προχθές π.χ. στη σοβαρή γερμανική Handelsblatt).
Στην αγορά ομολόγων η διαφορά απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς από το γερμανικό ανεβαίνει αδιάκοπα. Προχθές έφτασε τις 297 μονάδες βάσης, που μεταφράζονται σε 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο επιτόκιο. Πενταετές ομόλογο εκδόθηκε την Τρίτη με επιτόκιο 5,5%, οπωσδήποτε πολύ υψηλό. Αλλά με το κόστος του δημόσιου δανεισμού σε αυτά τα επίπεδα, ούτε οι τράπεζες μπορούν για την ώρα να μειώσουν τα δικά τους επιτόκια, διατείνονται οι τραπεζίτες.
Υποστηρικτικές δηλώσεις για τη χώρα μας απέναντι στα δημοσιεύματα που την έβλεπαν να βγαίνει από το ευρώ – και την ίδια την Ευρωζώνη να διαλύεται – έκαναν ο πρόεδρος της Ευρωομάδας Ζαν-Κλοντ Γουνκέρ και ο επίτροπος Χοακίν Αλμούνια μετά το Ecofin, όπως και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ προηγούμενα, επιμένοντας πάντως όλοι στην ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η ιδέα του δημόσιου δανεισμού κάτω από ευρωπαϊκή ομπρέλα, με ενιαίο κόστος, που θα συνέφερε την Ελλάδα και όχι μόνο, αποκρούστηκε ωστόσο κυρίως από τη Γερμανία, η οποία δεν θέλει το δικό της χαμηλό κόστος να ανέβει στο μέσο όρο.
Κάποια φιλελληνική απόχρωση είχε και άρθρο του καθηγητή Πολ ντε Γκράουε στους Financial Times προχθές, όπου επέκρινε με δριμύτητα τους οίκους αξιολόγησης, και ειδικότερα την Standard & Poors: όπως υπερέβαλλε σε αισιοδοξία πριν, αγνοώντας τις χρεοκοπίες μεγάλων ιδιωτικών εταιριών που έρχονταν, έτσι τώρα υπερβάλλει στους κινδύνους και επιδεινώνει την ύφεση, γράφει. Επιπλέον είναι επιλεκτική, αξιολογώντας αρνητικά μόνο χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία, το χρέος των οποίων μεταξύ 2000 και 2007 μειωνόταν ταχύτερα από της Ευρωζώνης συνολικά, των δύο τελευταίων μάλιστα βρισκόταν στο μισό της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Το ιδανικό θα ήταν να κλείσουμε αυτούς τους οίκους, υποστηρίζει (!), και επειδή αυτό φαίνεται απίθανο, πρέπει να τους υποχρεώσουμε να γράφουν, όπως στα πακέτα των τσιγάρων, ότι οι αξιολογήσεις τους βλάπτουν!
Εντελώς ανεύθυνα αντιδρά η κυβέρνηση
Καθώς η διεθνής επιδείνωση θα επηρεάσει άσχημα και την ελληνική οικονομία, η οποία επιπλέον αντιμετωπίζει σοβαρά εγγενή προβλήματα, θα περίμενε κανείς από την κυβέρνηση να παρουσιάσει μια πλήρη εικόνα της κατάστασης όπως διαμορφώνεται, και να προτείνει πολιτικές που θα αποβλέπουν ταυτόχρονα σε τρεις στόχους: Να προστατεύσει από τις χειρότερες συνέπειες της κρίσης τους οικονομικά ασθενέστερους, που θα σήμαινε να κατονομάσει τις κατηγορίες και να περιγράψει όλα τα μέτρα που θα πάρει υπέρ τους, κοστολογώντας τα και δηλώνοντας από πού θα τα εξοικονομήσει, ώστε να δώσει μιαν αίσθηση δίκαιης κατανομής του κόστους στην κοινωνία. Να στηρίξει τις παραγωγικές δραστηριότητες με απώτερο σκοπό να τις ενισχύσει, και πάλι κοστολογώντας αντίστοιχα. Και να ξεκινήσει μιαν αξιόπιστη προσπάθεια εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση για να ανακοπεί η απειλητική αύξηση του κόστους δανεισμού.
Αντ’ αυτού η κυβέρνηση ποντάρει στη δραματική επιδείνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά, καθώς και σε κάποια συμπαθητικά σχόλια που ακούγονται εξ αποστάσεως για τη χώρα μας, για να αγνοήσει τους πολύ πραγματικούς ειδικούς κινδύνους που μας αφορούν. Μοιράζει απλώς παροχές με τα πιο κοντόφθαλμα πολιτικά κριτήρια, 500 εκατομμύρια στους αγρότες που κλείνουν τους δρόμους, ένα εφ’ άπαξ επίδομα 100-200 ευρώ σε χαμηλοσυνταξιούχους και ανέργους επειδή είχε τάξει επίδομα θέρμανσης κ.λπ., χωρίς να πείθει κανέναν για το πόσα διαθέτει, από πού θα τα βρει, γιατί τα κατανέμει έτσι και όχι διαφορετικά. Αν όμως η γενική οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη όντως απομακρύνει το ενδεχόμενο πολιτικών κυρώσεων στην Ελλάδα (υπαγωγή ξανά στην επιτήρηση), δεν συμβαίνει το ίδιο με τις οικονομικές συνέπειες.
Αυτήν την ανεύθυνη πρακτική υποθάλπει άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις προβλέψεις της: Αν η ελληνική οικονομία θα έχει φέτος πράγματι στασιμότητα (αύξηση ΑΕΠ μόλις 0,2%), αλλά ακόμα και αν έχουμε μια μεγέθυνση 1% ή λίγο παραπάνω που υποστηρίζουν εγχώριοι αναλυτές, πώς είναι δυνατόν το δημόσιο έλλειμμα να περιοριστεί στο 3,7% του ΑΕΠ, όσο περίπου βεβαιώθηκε το 2007 με μεγέθυνση 4% (οριστικοποιήθηκε στο 3,5% του ΑΕΠ); Μετά μάλιστα την κατάρρευση των εσόδων που σημειώθηκε ήδη πέρυσι, όπου και πάλι η Επιτροπή υποτιμά το έλλειμμα στο 3,4% μόλις; Με ένα πολύ υψηλότερο έλλειμμα όμως, χωρίς να καταβάλλεται καμία προσπάθεια να περιοριστεί, πώς θα ανακοπεί η ραγδαία άνοδος του κόστους δανεισμού; Εδώ που έχουμε φτάσει κανείς δεν μπορεί πια να βασίζεται ότι η αποπληρωμή του παραπέμπεται στο απώτερο μέλλον. Η απειλή πραγματικής ύφεσης, που θα σήμαινε και εκρηκτική αύξηση των ήδη μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων είναι μπροστά μας.