Τα όρια της Ευρώπης α λα καρτ
Γιώργος Καπόπουλος, Ημερησία, Δημοσιευμένο: 2009-03-03
Τα πενιχρά έως ανύπαρκτα αποτελέσματα της Έκτακτης Συνόδου Κορυφής των Βρυξελλών ήσαν αναμενόμενα. Αυτή η ίδια η Σύνοδος συνεκλήθη από την Τσεχική Προεδρία όχι τόσο με την προσδοκία υπέρβασης των εθνικών περιχαρακώσεων, αλλά κυρίως για να δυσχερανθούν οι εξωθεσμικές πρωτοβουλίες του Σαρκοζί και να αποσείσει η Πράγα την κριτική για κενό συντονισμού της Ε.Ε.
Από την επαύριον της απόρριψης της Συνταγματικής Συνθήκης στη Γαλλία και στην Ολλανδία την άνοιξη του 2005 η Ε.Ε δεν έχει γραμμή πλεύσης, δεν έχει δυναμική ενίσχυσης της ολοκλήρωσης. Η Συνθήκη της Λισαβόνας της οποίας η επικύρωση εκκρεμεί μόλις και καλύπτει μέρος των λειτουργικών προκλήσεων που δημιούργησε η διεύρυνση του 2004.
Για τους παραπάνω λόγους είναι δύσκολο να υπάρξει συντονισμός των πολιτικών για αντιμετώπιση της κρίσης και της ύφεσης: Γερμανία και Γαλλία περιχαρακώνονται η πρώτη πιο προσεκτικά και η δεύτερη με λιγότερα προσχήματα στον προστατευτισμό-οικονομικό πατριωτισμό.
Αναμονή στο θέμα της έκδοσης Ευρωομολόγων για την ενίσχυση των προβληματικών μελών της Ευρωζώνης, αόριστες εγγυήσεις ότι δεν θα θιγούν οι παραγωγικές δραστηριότητες στην Ανατολική Ευρώπη στο όνομα της περιφρούρησης θέσεων εργασίας στην Παλαιά Ευρώπη, άρνηση χορήγησης πακέτου επείγουσας βοήθειας στα Νέα Μέλη, εμμονή στους αυστηρούς όρους προσχώρησης στην ΟΝΕ με αόριστες αναφορές για συντόμευση του χρονοδιαγράμματος?
Στην καρδιά του προβλήματος η διάσταση απόψεων Παρισιού-Βερολίνου για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: Επί του παρόντος η Μέρκελ περιχαρακώνεται στην ακινησία όχι μόνον λόγω του εσωτερικού πολιτικού κόστους που θα είχε εν μέσω προεκλογικής περιόδου η στήριξη των αδυνάτων της Ευρωζώνης και της Ανατολικής Ευρώπης αλλά κυρίως γιατί κάθε πρωτοβουλία του Σαρκοζί ενισχύει την καχυποψία ότι η Γαλλία αξιοποιεί την κρίση για να επιβάλει τη διακρατική-διακυβερνητική εκδοχή της συνέχισης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα τι μπορούμε να αναμένουμε από την επόμενη, την εαρινή Σύνοδο Κορυφής περίπου σε τρεις εβδομάδες στην οποία υποτίθεται ότι πρέπει να διαμορφωθεί η κοινή γραμμή πλεύσης των 27 εν όψει της Συνόδου Κορυφής των G20 στο Λονδίνο στις αρχές Απριλίου.
Ούτε η Σύνοδος στη βρετανική πρωτεύουσα, ούτε οι ευρωεκλογές του Ιουνίου, ούτε οι βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία στα τέλη του Σεπτεμβρίου, ούτε καν το πιθανό δημοψήφισμα στην Ιρλανδία τον Οκτώβριο για τη Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελούν ορόσημα που μπορούν με τα σημερινά δεδομένα να μας δώσουν έναν χρονικό ορίζοντα για την υπέρβαση των εθνικών περιχαρακώσεων στην Ε.Ε.
Μόνον η ακύρωση της όποιας αποτελεσματικότητας του οικονομικού πατριωτισμού-προστατευτισμού στη Γερμανία και τη Γαλλία με την επιδείνωση της οικονομικής συγκυρίας και με εκρήξεις κοινωνικής αναταραχής και πολιτικής αποσταθεροποίησης μπορούν να επιβάλουν στις ηγεσίες των δύο χωρών την αναζήτηση ενός συνολικού ευρωπαϊκού συμβιβασμού.
Ενός συμβιβασμού στον οποίο ουδείς θα μπορεί να αντιπαρατεθεί: Από τη βαριά πληγωμένη Βρετανία, τη Νότια Ευρώπη που αγωνίζεται να συγκεράσει την πειθαρχία της Ευρωζώνης με την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, την Ανατολική Ευρώπη που προσπαθεί να αποφύγει μια κατάρρευση χειρότερη από αυτήν του 1989 και τον Σκανδιναβικό Βορρά που διαπιστώνει το υψηλό κόστος της επιλεκτικής προσχώρησης στην ολοκλήρωση.
Από την επαύριον της απόρριψης της Συνταγματικής Συνθήκης στη Γαλλία και στην Ολλανδία την άνοιξη του 2005 η Ε.Ε δεν έχει γραμμή πλεύσης, δεν έχει δυναμική ενίσχυσης της ολοκλήρωσης. Η Συνθήκη της Λισαβόνας της οποίας η επικύρωση εκκρεμεί μόλις και καλύπτει μέρος των λειτουργικών προκλήσεων που δημιούργησε η διεύρυνση του 2004.
Για τους παραπάνω λόγους είναι δύσκολο να υπάρξει συντονισμός των πολιτικών για αντιμετώπιση της κρίσης και της ύφεσης: Γερμανία και Γαλλία περιχαρακώνονται η πρώτη πιο προσεκτικά και η δεύτερη με λιγότερα προσχήματα στον προστατευτισμό-οικονομικό πατριωτισμό.
Αναμονή στο θέμα της έκδοσης Ευρωομολόγων για την ενίσχυση των προβληματικών μελών της Ευρωζώνης, αόριστες εγγυήσεις ότι δεν θα θιγούν οι παραγωγικές δραστηριότητες στην Ανατολική Ευρώπη στο όνομα της περιφρούρησης θέσεων εργασίας στην Παλαιά Ευρώπη, άρνηση χορήγησης πακέτου επείγουσας βοήθειας στα Νέα Μέλη, εμμονή στους αυστηρούς όρους προσχώρησης στην ΟΝΕ με αόριστες αναφορές για συντόμευση του χρονοδιαγράμματος?
Στην καρδιά του προβλήματος η διάσταση απόψεων Παρισιού-Βερολίνου για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: Επί του παρόντος η Μέρκελ περιχαρακώνεται στην ακινησία όχι μόνον λόγω του εσωτερικού πολιτικού κόστους που θα είχε εν μέσω προεκλογικής περιόδου η στήριξη των αδυνάτων της Ευρωζώνης και της Ανατολικής Ευρώπης αλλά κυρίως γιατί κάθε πρωτοβουλία του Σαρκοζί ενισχύει την καχυποψία ότι η Γαλλία αξιοποιεί την κρίση για να επιβάλει τη διακρατική-διακυβερνητική εκδοχή της συνέχισης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα τι μπορούμε να αναμένουμε από την επόμενη, την εαρινή Σύνοδο Κορυφής περίπου σε τρεις εβδομάδες στην οποία υποτίθεται ότι πρέπει να διαμορφωθεί η κοινή γραμμή πλεύσης των 27 εν όψει της Συνόδου Κορυφής των G20 στο Λονδίνο στις αρχές Απριλίου.
Ούτε η Σύνοδος στη βρετανική πρωτεύουσα, ούτε οι ευρωεκλογές του Ιουνίου, ούτε οι βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία στα τέλη του Σεπτεμβρίου, ούτε καν το πιθανό δημοψήφισμα στην Ιρλανδία τον Οκτώβριο για τη Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελούν ορόσημα που μπορούν με τα σημερινά δεδομένα να μας δώσουν έναν χρονικό ορίζοντα για την υπέρβαση των εθνικών περιχαρακώσεων στην Ε.Ε.
Μόνον η ακύρωση της όποιας αποτελεσματικότητας του οικονομικού πατριωτισμού-προστατευτισμού στη Γερμανία και τη Γαλλία με την επιδείνωση της οικονομικής συγκυρίας και με εκρήξεις κοινωνικής αναταραχής και πολιτικής αποσταθεροποίησης μπορούν να επιβάλουν στις ηγεσίες των δύο χωρών την αναζήτηση ενός συνολικού ευρωπαϊκού συμβιβασμού.
Ενός συμβιβασμού στον οποίο ουδείς θα μπορεί να αντιπαρατεθεί: Από τη βαριά πληγωμένη Βρετανία, τη Νότια Ευρώπη που αγωνίζεται να συγκεράσει την πειθαρχία της Ευρωζώνης με την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, την Ανατολική Ευρώπη που προσπαθεί να αποφύγει μια κατάρρευση χειρότερη από αυτήν του 1989 και τον Σκανδιναβικό Βορρά που διαπιστώνει το υψηλό κόστος της επιλεκτικής προσχώρησης στην ολοκλήρωση.