Λονδίνο - Αθήνα
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2009-04-04
Θα μπορούσε να συντάξει κανείς έναν μακρύ κατάλογο με επιφυλάξεις, ενστάσεις και αντιρρήσεις απέναντι στο πανηγυρικό κλίμα που συνόδευσε τον ιστορικό συμβιβασμό του Λονδίνου.
Θα μπορούσε, εύλογα, να αναρωτηθεί κανείς: Μήπως τα μέτρα ελέγχου και ρύθμισης των αχαλίνωτων αγορών, των άπληστων hedge funds και των φορολογικών παραδείσων έρχονται πολύ αργά; Μήπως το πακέτο οικονομικής αιμοδοσίας που αναγγέλθηκε είναι σταγόνα σε ανθρώπινους ωκεανούς που αιμορραγούν; Και μήπως τα μέτρα για το διεθνές εμπόριο είναι πολύ ασθενικά για να προστατεύσουν τους πιο αδύναμους της γης από τους φοβερούς κινδύνους που τους απειλούν;
Θα μπορούσε, τέλος, να αντιπαραθέσει κανείς τα ευφρόσυνα χαμόγελα των εντός με τη βίαιη οργή των εκτός, των διαδηλωτών που τους περικύκλωναν, και να αναρωτηθεί κατά πόσον οι ηγέτες του κόσμου (και οι δημοκρατικοί θεσμοί οι ίδιοι) είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές (πέρα από τις οικονομικές) συνέπειες της κρίσης, που εκρήγνυνται ήδη στους δρόμους των δυτικών μητροπόλεων- της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης.
Μα, με όλες αυτές τις ενστάσεις κατά νου είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσει κανείς ότι η Σύνοδος της G20 οριοθετεί ένα τέλος μιας εποχής, που διήρκεσε τριάντα χρόνια, διαφέντεψε τις ζωές μας, οδήγησε στην ψευδαίσθηση του τέλους της Ιστορίας και ναυάγησε στα ανοιχτά της Wall Street στις 15 του περασμένου Σεπτεμβρίου.
Στα συντρίμμια αυτής της εποχής, η Σύνοδος του Λονδίνου- αν θέλει κανείς να τη δει με αισιόδοξο βλέμμα- θα μπορούσε να δίνει μια πρόγευση του κόσμου που έρχεται.
Είναι, πρώτον, ένας κόσμος αυθεντικά πολυ-πολικός, στον οποίο η ατλαντική αυθεντία είναι υποχρεωμένη να διαβουλεύεται και να διαπραγματεύεται με τους οικουμενικούς της εταίρους. Η εποχή Μπους μοιάζει ήδη πολύ μακρινή. Είναι, δεύτερον, ένας κόσμος το κέντρο βάρους του οποίου μετακινείται, από τα ταμπλό των χρηματιστηρίων στις συναθροίσεις των πολιτικών, από τις υπεράνω νόμου αγορές (που θεωρούνταν ευφυέστερες των πολιτικών που θα έπρεπε να τις εποπτεύουν) στους νομοθέτες που καλούνται τώρα, κατόπιν εορτής, να τις τιθασεύσουν. Κι είναι, τρίτον, ένας κόσμος το ιδεολογικό πρόσημο του οποίου μετακινείται, επίσης. Ύστερα από μια τριακονταετία, που πίστεψε ακράδαντα στις ωφέλιμες συνέπειες της απληστίας, ο κόσμος μας, δειλά-δειλά, επιστρέφει στη ρουζβελτιανή πεποίθηση πως η υπερβολική διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στους ανθρώπους δεν είναι μόνον ηθικά απαράδεκτη αλλά και οικονομικά επιβλαβής.
Η αλλαγή είναι προφανής και η σημασία της κυριολεκτικά ιστορική. Έστω κι αν συνοδεύεται από τον φόβο πως, στο πρώτο ριμπάουντ των αγορών, όποτε κι αν έρθει, οι πρώην εραστές τους στον κόσμο της πολιτικής θα επιστρέψουν τρέχοντας στους παλιούς καλούς τρόπους. Έστω κι αν σκιάζεται από τις ομίχλες της αβεβαιότητας για το μέλλον- κι όχι μόνον το μέλλον των αγορών. Κι εμείς; Πώς στεκόμαστε εμείς σ΄ αυτό το ιστορικό, για τον πλανήτη ολόκληρο, σταυροδρόμι; Πώς ζει και πώς παρακολουθεί η μικρή και απόμακρη Ελλάδα αυτήν τη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει και φιλοδοξεί να αναθεωρήσει την αρχιτεκτονική του κόσμου;
Μένει κανείς με την εντύπωση πως η Ελλάδα, αφού για κάποια χρόνια (τα χρόνια του αυθεντικού Καραμανλή, του Ανδρέα και, βεβαίως, του Σημίτη) διεκδίκησε το δικαίωμα να είναι παρούσα, να είναι ενεργός εταίρος της διεθνούς ζωής και να ρίχνει μια σκιά λίγο μακρύτερη από το οικονομικό ή γεωγραφικό της ύψος, παραιτήθηκε πλήρως από τις φιλοδοξίες αυτές. Αναδιπλώθηκε σε έναν εκτός εποχής επαρχιωτισμό. Και η πολιτική της ηγεσία στάθηκε αδιάφορη απέναντι σε κάθε μέγεθος που δεν καταγράφεται στις ιθαγενείς δημοσκοπήσεις. Γι΄ αυτό και κατέγραψε τη μόνη κερδισμένη διεθνή της μάχη στο μέτωπο του βέτο για το όνομα της FΥRΟΜ. Γι΄ αυτό και διεκδίκησε την εγγραφή της στη διεθνή ατζέντα των ημερών μόνον με μια συνάντηση Ομπάμα- Καραμανλή λίγες ώρες πριν ο Αμερικανός πρόεδρος συναντήσει τον προαιώνιο κουμπάρο. Ίσως, ώς χθες, η στάση αυτή να ήταν απλώς γραφική. Στο σκηνικό ενός κόσμου που αλλάζει μπορεί και να αποδειχθεί επιζήμια για τα στοιχειώδη συμφέροντα της χώρας.
Θα μπορούσε, εύλογα, να αναρωτηθεί κανείς: Μήπως τα μέτρα ελέγχου και ρύθμισης των αχαλίνωτων αγορών, των άπληστων hedge funds και των φορολογικών παραδείσων έρχονται πολύ αργά; Μήπως το πακέτο οικονομικής αιμοδοσίας που αναγγέλθηκε είναι σταγόνα σε ανθρώπινους ωκεανούς που αιμορραγούν; Και μήπως τα μέτρα για το διεθνές εμπόριο είναι πολύ ασθενικά για να προστατεύσουν τους πιο αδύναμους της γης από τους φοβερούς κινδύνους που τους απειλούν;
Θα μπορούσε, τέλος, να αντιπαραθέσει κανείς τα ευφρόσυνα χαμόγελα των εντός με τη βίαιη οργή των εκτός, των διαδηλωτών που τους περικύκλωναν, και να αναρωτηθεί κατά πόσον οι ηγέτες του κόσμου (και οι δημοκρατικοί θεσμοί οι ίδιοι) είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές (πέρα από τις οικονομικές) συνέπειες της κρίσης, που εκρήγνυνται ήδη στους δρόμους των δυτικών μητροπόλεων- της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης.
Μα, με όλες αυτές τις ενστάσεις κατά νου είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσει κανείς ότι η Σύνοδος της G20 οριοθετεί ένα τέλος μιας εποχής, που διήρκεσε τριάντα χρόνια, διαφέντεψε τις ζωές μας, οδήγησε στην ψευδαίσθηση του τέλους της Ιστορίας και ναυάγησε στα ανοιχτά της Wall Street στις 15 του περασμένου Σεπτεμβρίου.
Στα συντρίμμια αυτής της εποχής, η Σύνοδος του Λονδίνου- αν θέλει κανείς να τη δει με αισιόδοξο βλέμμα- θα μπορούσε να δίνει μια πρόγευση του κόσμου που έρχεται.
Είναι, πρώτον, ένας κόσμος αυθεντικά πολυ-πολικός, στον οποίο η ατλαντική αυθεντία είναι υποχρεωμένη να διαβουλεύεται και να διαπραγματεύεται με τους οικουμενικούς της εταίρους. Η εποχή Μπους μοιάζει ήδη πολύ μακρινή. Είναι, δεύτερον, ένας κόσμος το κέντρο βάρους του οποίου μετακινείται, από τα ταμπλό των χρηματιστηρίων στις συναθροίσεις των πολιτικών, από τις υπεράνω νόμου αγορές (που θεωρούνταν ευφυέστερες των πολιτικών που θα έπρεπε να τις εποπτεύουν) στους νομοθέτες που καλούνται τώρα, κατόπιν εορτής, να τις τιθασεύσουν. Κι είναι, τρίτον, ένας κόσμος το ιδεολογικό πρόσημο του οποίου μετακινείται, επίσης. Ύστερα από μια τριακονταετία, που πίστεψε ακράδαντα στις ωφέλιμες συνέπειες της απληστίας, ο κόσμος μας, δειλά-δειλά, επιστρέφει στη ρουζβελτιανή πεποίθηση πως η υπερβολική διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στους ανθρώπους δεν είναι μόνον ηθικά απαράδεκτη αλλά και οικονομικά επιβλαβής.
Η αλλαγή είναι προφανής και η σημασία της κυριολεκτικά ιστορική. Έστω κι αν συνοδεύεται από τον φόβο πως, στο πρώτο ριμπάουντ των αγορών, όποτε κι αν έρθει, οι πρώην εραστές τους στον κόσμο της πολιτικής θα επιστρέψουν τρέχοντας στους παλιούς καλούς τρόπους. Έστω κι αν σκιάζεται από τις ομίχλες της αβεβαιότητας για το μέλλον- κι όχι μόνον το μέλλον των αγορών. Κι εμείς; Πώς στεκόμαστε εμείς σ΄ αυτό το ιστορικό, για τον πλανήτη ολόκληρο, σταυροδρόμι; Πώς ζει και πώς παρακολουθεί η μικρή και απόμακρη Ελλάδα αυτήν τη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει και φιλοδοξεί να αναθεωρήσει την αρχιτεκτονική του κόσμου;
Μένει κανείς με την εντύπωση πως η Ελλάδα, αφού για κάποια χρόνια (τα χρόνια του αυθεντικού Καραμανλή, του Ανδρέα και, βεβαίως, του Σημίτη) διεκδίκησε το δικαίωμα να είναι παρούσα, να είναι ενεργός εταίρος της διεθνούς ζωής και να ρίχνει μια σκιά λίγο μακρύτερη από το οικονομικό ή γεωγραφικό της ύψος, παραιτήθηκε πλήρως από τις φιλοδοξίες αυτές. Αναδιπλώθηκε σε έναν εκτός εποχής επαρχιωτισμό. Και η πολιτική της ηγεσία στάθηκε αδιάφορη απέναντι σε κάθε μέγεθος που δεν καταγράφεται στις ιθαγενείς δημοσκοπήσεις. Γι΄ αυτό και κατέγραψε τη μόνη κερδισμένη διεθνή της μάχη στο μέτωπο του βέτο για το όνομα της FΥRΟΜ. Γι΄ αυτό και διεκδίκησε την εγγραφή της στη διεθνή ατζέντα των ημερών μόνον με μια συνάντηση Ομπάμα- Καραμανλή λίγες ώρες πριν ο Αμερικανός πρόεδρος συναντήσει τον προαιώνιο κουμπάρο. Ίσως, ώς χθες, η στάση αυτή να ήταν απλώς γραφική. Στο σκηνικό ενός κόσμου που αλλάζει μπορεί και να αποδειχθεί επιζήμια για τα στοιχειώδη συμφέροντα της χώρας.