Το πρόβλημα με τη Δικαιοσύνη
Πάσχος Μανδραβέλης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2009-04-26
Aν μέχρι τώρα το αίτημα ήταν να αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, η περιπέτεια της δικογραφίας του Βατοπεδίου αποδεικνύει ότι πρέπει να προηγηθεί η εφαρμογή του υπάρχοντος. Διότι, σε τι θα είναι χρήσιμες οι νέες διατάξεις αν δεν διασφαλιστεί ότι θα εφαρμοστούν; Τι να κάνουμε ένα νέο και πληρέστερο νόμο, όταν ο νυν και ελλιπής παραβιάζεται με απίθανες δικαιολογίες;
Το Σύνταγμα –το οποίο σημειωτέον αποτελεί τον υπέρτατο νόμο του κράτους– είναι εξαιρετικά σαφές σε ό, τι αφορά τη διερεύνηση πιθανών ποινικών ευθυνών υπουργών. Το άρθρο 86 αναφέρει: «Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση» (παρ. 2). Το «αμελλητί» σημαίνει χωρίς χρονοτριβή και το «από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση» σημαίνει σε απλά Eλληνικά «από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση». Δεν λέει από τον προϊστάμενό του ούτε από εκείνον που διατάσσει την έρευνα ούτε από τον μανάβη της γειτονιάς μας. Πόσο πιο σαφής πρέπει να γίνει η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη για να εφαρμοστεί χωρίς νομικές τζιριτζάντζουλες;
Είναι σίγουρο ότι χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση (και ουχί απλή αλλαγή νόμου, όπως συνήθως αναφέρεται) για να αλλάξει η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου η οποία αναφέρει: «H Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Η παραγραφή πιθανών αδικημάτων (στην καλύτερη περίπτωση) σε έξι χρόνια παραβιάζει τη βασική αρχή του δικαίου που θέλει τους πολίτες ίσους απέναντι στο νόμο. Αλλά αν ο εισαγγελέας δεν μπορεί να ελέγξει τις ευθύνες υπουργών, διότι αυτές ελέγχονται μόνο από τη Βουλή και οι δικογραφίες δεν πάνε στη Βουλή διότι δεν προκύπτουν στοιχεία σε βάρος υπουργών (σ. σ.: πώς να προκύψουν, αφού δεν μπορούν να ψαχτούν;), τότε θα βρεθούμε στον ίδιο φαύλο κύκλο, ακόμη κι αν τα αδικήματα παραγράφονται μετά έναν αιώνα.
Διακινείται η άποψη ότι και οι υπουργοί πρέπει να λογοδοτούν στον φυσικό τους δικαστή. Ορθώς, αλλά το ερώτημα είναι: Σε ποιον δικαστή; Σ’ αυτόν που διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση; Οταν η ηγεσία του Αρείου Πάγου τοποθετείται από το υπουργικό συμβούλιο και η νυν κυβέρνηση κατήργησε το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, ποιος πολίτης ή/και πολιτικός θα πεισθεί ότι οι αποφάσεις των εκάστοτε εισαγγελέων του Αρείου Πάγου ή προϊσταμένων των δικαστηρίων δεν έχουν πολιτικές στοχεύσεις; Πώς θα αιτιολογηθεί η παραπομπή στελεχών προηγούμενων κυβερνήσεων χωρίς να υπάρχουν οι σκιές περί πολιτικής αντεκδίκησης;
Γι’ αυτό η αλλαγή της συνταγματικής διάταξης περί ευθύνης υπουργών είναι μερική απάντηση στο πρόβλημα της διαφθοράς υψηλών κυβερνητικών στελεχών. Πρέπει να συνοδευθεί από την κοπή του λώρου που συνδέει την εκτελεστική με τη δικαστική εξουσία. Oχι μόνο πρέπει να θεσπιστεί εκ νέου το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, αλλά να επεκταθεί και στον Aρειο Πάγο. Οι δικαστές να επιλέγουν την ηγεσία τους και, φυσικά, να κρίνονται για τις επιλογές τους.
Ακούγεται απλό, αλλά πρόκειται για μια μεγάλη τομή και έχει εξαιρετικά δύσκολη μετάβαση. Η πλήρης αυτονόμηση της Δικαιοσύνης θα έχει πολλά θετικά, αλλά θα έχει και κάποιες αρνητικές παρενέργειες. Κάθε θεσμός που αυτονομείται, τον πρώτο καιρό κάνει κατάχρηση της νέας ελευθερίας του. Με δεδομένη τη δαιδαλώδη και συχνά αντιφατική νομοθεσία της χώρας, μπορεί να υπάρξουν παραπομπές για ψύλλου πήδημα. Από την άλλη, ο φόβος της ανεξάρτητης δικαιοσύνης μπορεί να παγώσει το κυβερνητικό έργο σε πολλούς τομείς· μπορεί, δηλαδή, οι υπουργοί να φοβούνται να υπογράψουν οτιδήποτε. Ομως, αυτό είναι το κόστος που πληρώνει κάθε κοινωνία όταν εμβαθύνει και θωρακίζει τους θεσμούς. Η Δημοκρατία –ειδικά το πρώτο διάστημα– δεν είναι εύκολη στη διεκπεραίωσή της. Δεν έχει, όμως, άλλο δρόμο: ή θα διευρύνεται (έστω με κόστος) διαρκώς ή θα μαραζώνει. Κι εμείς τώρα είμαστε στη φάση του μαρασμού.
Το Σύνταγμα –το οποίο σημειωτέον αποτελεί τον υπέρτατο νόμο του κράτους– είναι εξαιρετικά σαφές σε ό, τι αφορά τη διερεύνηση πιθανών ποινικών ευθυνών υπουργών. Το άρθρο 86 αναφέρει: «Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση» (παρ. 2). Το «αμελλητί» σημαίνει χωρίς χρονοτριβή και το «από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση» σημαίνει σε απλά Eλληνικά «από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση». Δεν λέει από τον προϊστάμενό του ούτε από εκείνον που διατάσσει την έρευνα ούτε από τον μανάβη της γειτονιάς μας. Πόσο πιο σαφής πρέπει να γίνει η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη για να εφαρμοστεί χωρίς νομικές τζιριτζάντζουλες;
Είναι σίγουρο ότι χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση (και ουχί απλή αλλαγή νόμου, όπως συνήθως αναφέρεται) για να αλλάξει η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου η οποία αναφέρει: «H Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Η παραγραφή πιθανών αδικημάτων (στην καλύτερη περίπτωση) σε έξι χρόνια παραβιάζει τη βασική αρχή του δικαίου που θέλει τους πολίτες ίσους απέναντι στο νόμο. Αλλά αν ο εισαγγελέας δεν μπορεί να ελέγξει τις ευθύνες υπουργών, διότι αυτές ελέγχονται μόνο από τη Βουλή και οι δικογραφίες δεν πάνε στη Βουλή διότι δεν προκύπτουν στοιχεία σε βάρος υπουργών (σ. σ.: πώς να προκύψουν, αφού δεν μπορούν να ψαχτούν;), τότε θα βρεθούμε στον ίδιο φαύλο κύκλο, ακόμη κι αν τα αδικήματα παραγράφονται μετά έναν αιώνα.
Διακινείται η άποψη ότι και οι υπουργοί πρέπει να λογοδοτούν στον φυσικό τους δικαστή. Ορθώς, αλλά το ερώτημα είναι: Σε ποιον δικαστή; Σ’ αυτόν που διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση; Οταν η ηγεσία του Αρείου Πάγου τοποθετείται από το υπουργικό συμβούλιο και η νυν κυβέρνηση κατήργησε το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, ποιος πολίτης ή/και πολιτικός θα πεισθεί ότι οι αποφάσεις των εκάστοτε εισαγγελέων του Αρείου Πάγου ή προϊσταμένων των δικαστηρίων δεν έχουν πολιτικές στοχεύσεις; Πώς θα αιτιολογηθεί η παραπομπή στελεχών προηγούμενων κυβερνήσεων χωρίς να υπάρχουν οι σκιές περί πολιτικής αντεκδίκησης;
Γι’ αυτό η αλλαγή της συνταγματικής διάταξης περί ευθύνης υπουργών είναι μερική απάντηση στο πρόβλημα της διαφθοράς υψηλών κυβερνητικών στελεχών. Πρέπει να συνοδευθεί από την κοπή του λώρου που συνδέει την εκτελεστική με τη δικαστική εξουσία. Oχι μόνο πρέπει να θεσπιστεί εκ νέου το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, αλλά να επεκταθεί και στον Aρειο Πάγο. Οι δικαστές να επιλέγουν την ηγεσία τους και, φυσικά, να κρίνονται για τις επιλογές τους.
Ακούγεται απλό, αλλά πρόκειται για μια μεγάλη τομή και έχει εξαιρετικά δύσκολη μετάβαση. Η πλήρης αυτονόμηση της Δικαιοσύνης θα έχει πολλά θετικά, αλλά θα έχει και κάποιες αρνητικές παρενέργειες. Κάθε θεσμός που αυτονομείται, τον πρώτο καιρό κάνει κατάχρηση της νέας ελευθερίας του. Με δεδομένη τη δαιδαλώδη και συχνά αντιφατική νομοθεσία της χώρας, μπορεί να υπάρξουν παραπομπές για ψύλλου πήδημα. Από την άλλη, ο φόβος της ανεξάρτητης δικαιοσύνης μπορεί να παγώσει το κυβερνητικό έργο σε πολλούς τομείς· μπορεί, δηλαδή, οι υπουργοί να φοβούνται να υπογράψουν οτιδήποτε. Ομως, αυτό είναι το κόστος που πληρώνει κάθε κοινωνία όταν εμβαθύνει και θωρακίζει τους θεσμούς. Η Δημοκρατία –ειδικά το πρώτο διάστημα– δεν είναι εύκολη στη διεκπεραίωσή της. Δεν έχει, όμως, άλλο δρόμο: ή θα διευρύνεται (έστω με κόστος) διαρκώς ή θα μαραζώνει. Κι εμείς τώρα είμαστε στη φάση του μαρασμού.