Μπόλκεσταϊν α λα ελληνικά
Ελίζα Παπαδάκη, Δημοσιευμένο: 2009-07-19
Ποιος θα ισχυριστεί ότι η απελευθέρωση της ακτοπλοΐας βελτίωσε τις συγκοινωνίες με τα νησιά;
Τί σχέση έχει η υιοθέτηση της περιβόητης οδηγίας Μπόλκεσταϊν, που ανήγγειλε ξαφνικά η κυβέρνηση, με τα απειλητικά οξυμένα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας; Αν στα σοβαρά επιχειρούσε κανείς να ιεραρχήσει τις παρεμβάσεις που απαιτούνται επιτακτικά σήμερα, μπορεί να κατέληγε και στο άνοιγμα κάποιων κλειστών επαγγελμάτων. Σίγουρα όμως δεν θα ήταν μέσα στις δέκα πρώτες.
Η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας για τις υπηρεσίες στο εσωτερικό δίκαιο οπωσδήποτε αποτελεί υποχρέωση και της χώρας μας, εφόσον είμαστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως όλοι υπενθύμιζαν αυτές τις μέρες, την οδηγία αυτή είχε εισηγηθεί αρχικά ο ακραία φιλελεύθερος τότε επίτροπος (αρμόδιος για την εσωτερική αγορά ως το 2004), Φριτς Μπόλκεσταϊν. Σκοπός ήταν να καθιερωθεί μια ενιαία αγορά για τις υπηρεσίες στην Ευρώπη, όπως λειτουργούσε ήδη σε μεγάλο βαθμό για τα προϊόντα, με το σκεπτικό ότι θα συνέβαλλε στη μείωση του κόστους για τους καταναλωτές και στη γενικότερη βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Όταν προτάθηκε προκάλεσε μαχητικές αντιδράσεις των εργαζομένων και των συνδικάτων τους, επειδή αναγνώριζε τη νομοθεσία της χώρας προέλευσης εκείνων που θα πωλούσαν τις υπηρεσίες τους και όχι των χωρών όπου θα τις πωλούσαν. Με τον τρόπο αυτό θα έπληττε τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα που έχουν κατακτηθεί στις πιο προηγμένες χώρες, κινδύνευε να αναιρέσει ακόμα και εθνικά θεσπισμένους κανόνες για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Διότι θα έτεινε σε μιαν εξίσωση προς τα κάτω, προς τα καθεστώτα των λιγότερο προηγμένων ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, όπου είχε θριαμβεύσει ο νεοφιλελευθερισμός μετά το 1990.
Αλλά οι μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις, οι επανειλημμένες πορείες στο Στρασβούργο, η κριτική αντιπαράθεση στα μέσα ενημέρωσης και η παραδειγματική συνεργασία των ευρωπαϊκών συνδικάτων με πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έφεραν αποτελέσματα. Ύστερα από σφοδρή κοινοβουλευτική μάχη με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, στο τελικό κείμενο που εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία οι δυσμενέστερες διατάξεις έχουν απαλειφθεί. Η τροποποιημένη έτσι οδηγία έγινε κοινοτικό δίκαιο από το Δεκέμβριο του 2006, με την υποχρέωση των κρατών μελών να την ενσωματώσουν στις εθνικές τους νομοθεσίες ως το τέλος του 2009.
«Πολύ σημαντική μεταρρύθμιση» χαρακτήριζε ο υπουργός Οικονομίας την υιοθέτηση την κοινοτικής οδηγίας για τις υπηρεσίες στην Ελλάδα. «Θα συμβάλλει στη μείωση των τιμών για τους καταναλωτές, στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, στην ανάπτυξη και στην αύξηση της απασχόλησης», είπε αναγγέλλοντας ανάλογες αλλαγές στα επαγγέλματα και αγορές που εξαιρούνται από την οδηγία (τις μεταφορές, για παράδειγμα, ή τις νομικές υπηρεσίες). Αλλά πώς θα τα κάνει αυτά;
Για τα μάτια των ξένων
Βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η ισχνή παραγωγική της βάση: σε σύγκριση με άλλες χώρες παράγουμε λίγα αγαθά και υπηρεσίες σε ανταγωνιστικές τιμές, σε τιμές δηλαδή που να βρίσκουν αγοραστές είτε μέσα στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, ενώ, χάρη στην ένταξη στο ευρώ και στα χαμηλά επιτόκια, μπορούσαμε όλα τα τελευταία χρόνια να δανειζόμαστε και να αυξάνουμε την κατανάλωσή μας πολύ περισσότερο από την παραγωγή μας. Μέσα από την κατανάλωση και το φθηνό δανεισμό, όσο μάλιστα κινούνταν ανοδικά το Χρηματιστήριο πριν από την κρίση, καλλιεργήθηκε έτσι μια ψευδαίσθηση ευημερίας που δεν αντιστοιχούσε διόλου στα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας.
Διότι από τη μία πλευρά διογκωνόταν εκρηκτικά το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας, η διαφορά εισαγωγών και εξαγωγών, συνακόλουθα και το εξωτερικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, για την πληρωμή των τόκων του οποίου αφαιρείται ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος από το εθνικό εισόδημα. Από την άλλη πλευρά δεν δημιουργούνται νέες, καλές θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα την υψηλή ανεργία, στους νέους ανθρώπους ιδίως, που τελειώνοντας την εκπαίδευσή τους δεν βρίσκουν ανάλογη δουλειά, συνωθούνται μόνο για μια θέση στο - υπερχρεωμένο - Δημόσιο.
Χρειαζόμαστε επομένως πολλές επενδύσεις που θα επεκτείνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας και συνάμα θα το αναβαθμίσουν ποιοτικά ώστε να παράγει καλύτερα, πιο σύνθετα προϊόντα που θα ενσωματώνουν περισσότερες γνώσεις και πιο προηγμένη τεχνολογία, για να πιάσει τόπο και η μόρφωση των παιδιών μας.
Τέτοιες επενδύσεις όμως ελάχιστες γίνονται. Η ως τα τώρα κυβερνητική πολιτική της δραστικής μείωσης της φορολογίας στα κέρδη δεν τις έφερε, ούτε η θεαματική ανάπτυξη των υποδομών την τελευταία δεκαετία. Σημαντικό εμπόδιο είναι η κατάσταση στη δημόσια διοίκηση, η γραφειοκρατία μαζί με την κάθε χρόνο και χειρότερη κατάταξη της Ελλάδας στις διεθνείς συγκρίσεις της διαφθοράς. Κίνηση στη σωστή κατεύθυνση ήταν η αναγγελία προχθές του υπουργού Ανάπτυξης Κωστή Χατζηδάκη ότι θα απλουστευθούν οι διαδικασίες έκδοσης αδειών για τις επιχειρήσεις, αντίστοιχα και για μεγαλύτερη διαφάνεια στις κρατικές προμήθειες - μόνο που τις έχουμε ακούσει από διαδοχικούς υπουργούς δεκάδες φορές από τη δεκαετία του 1980 ακόμα. Θα βοηθούσε το άνοιγμα των αγορών και των κλειστών επαγγελμάτων που αναγγέλλει ο κ. Παπαθανασίου;
Χρόνια τώρα εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, διαφόρων επιστημονικών φορέων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων διεθνών οργανισμών συσχετίζουν τη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας με τον εδώ υψηλότερο πληθωρισμό σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, και αυτόν πάλι με την μη ελεύθερη λειτουργία των αγορών σε πολλούς τομείς. Συνιστούν έτσι γενικό άνοιγμα των αγορών και των επαγγελμάτων. Ένα σημαντικό επιχείρημα έχουν να επικαλεστούν: τις όντως καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας αφότου ο ΟΤΕ έπαψε να κατέχει το μονοπώλιο. Ίσως όμως να είναι το μόνο.
Ποιος θα ισχυριζόταν ότι η απελευθέρωση της ακτοπλοΐας βελτίωσε το κόστος, την ποιότητα και την ασφάλεια των συγκοινωνιών μας με τα νησιά; Απόλυτα ελεύθερη και ανοικτή είναι η αγορά των καφενείων/εστιατορίων, των ξενοδοχείων και των ενοικιαζομένων δωματίων, δεν εμποδίζει όμως τους ιδιοκτήτες τους να αυξάνουν κάθε χρόνο τις τιμές τους πάνω από το δείκτη τιμών καταναλωτή, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από το κόστος, ούτε να συνδυάζεται με ανάλογη βελτίωση υπηρεσιών.
Ή μήπως συγκρατεί ο ανταγωνισμός τις τιμές στις ιδιωτικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες, φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία, ιδιαίτερα μαθήματα, στις αντίστοιχες ιατρικές υπηρεσίες, στην πιο αρρύθμιστη αγορά από όλες αφού είναι εντελώς εξωθεσμική - εξαιρετικά διαδεδομένη όμως - το διαβόητο «φακελάκι»; Κι αν βρίσκουμε ακριβές τις υπηρεσίες που μας πουλάνε οι εδώ υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, μαραγκοί, κομμωτές, αισθητικοί, όχι μόνο γηγενείς αλλά και εγκατεστημένοι πια μετανάστες, περιμένουμε να φθηνύνουν με τη συρροή «Πολωνών» όταν ισχύσει ο νέος νόμος;
Άλλος δρόμος
Ο δογματισμός των αγορών κανένα μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν θα αντιμετωπίσει - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να θεωρούμε ιερά και απαραβίαστα τα θεσπισμένα προνόμια κάθε επαγγελματικού κλάδου όταν ασκούνται εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Και τέτοια υπάρχουν πολλά. Αλλά αλλιώς πρέπει να προχωρήσουμε: Να συγκεντρώσουμε όλα τα επιμέρους συμφέροντα στην οικονομία, τις επιχειρήσεις των διαφόρων κλάδων, μεγάλες και μικρές, τους επαγγελματίες, τους μισθωτούς εργαζόμενους που και αυτοί δεν είναι μια ενιαία κατηγορία. Να φροντίσουμε για τη σωστή τους αντιπροσώπευση. Και να οργανώσουμε μια μεγάλη διαπραγμάτευση μεταξύ τους. Από ένα τέτοιο πάρε-δώσε, με τη βοήθεια επιστημόνων που διαθέτουμε ευτυχώς, μπορεί να προκύψει ένα σχέδιο που θα δίνει ελπίδα και θα κινητοποιεί για την ανάπτυξη με αλληλεγγύη.
Ακούγεται δύσκολο και πάντως θα είναι χρονοβόρο. Τα δύο μεγάλα κόμματα, δέσμια πελατειακών σχέσεων στο κράτος και την οικονομία, θα επιχειρούν κάποιες διορθώσεις, αλλά δεν θα μας βγάλουν από την ακινησία που τροφοδοτεί πλέον οικονομική στασιμότητα, ανεργία, ολοένα μεγαλύτερες ανισότητες. Η μεγάλη πρωτοβουλία ανήκει στην αριστερά.
Τί σχέση έχει η υιοθέτηση της περιβόητης οδηγίας Μπόλκεσταϊν, που ανήγγειλε ξαφνικά η κυβέρνηση, με τα απειλητικά οξυμένα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας; Αν στα σοβαρά επιχειρούσε κανείς να ιεραρχήσει τις παρεμβάσεις που απαιτούνται επιτακτικά σήμερα, μπορεί να κατέληγε και στο άνοιγμα κάποιων κλειστών επαγγελμάτων. Σίγουρα όμως δεν θα ήταν μέσα στις δέκα πρώτες.
Η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας για τις υπηρεσίες στο εσωτερικό δίκαιο οπωσδήποτε αποτελεί υποχρέωση και της χώρας μας, εφόσον είμαστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως όλοι υπενθύμιζαν αυτές τις μέρες, την οδηγία αυτή είχε εισηγηθεί αρχικά ο ακραία φιλελεύθερος τότε επίτροπος (αρμόδιος για την εσωτερική αγορά ως το 2004), Φριτς Μπόλκεσταϊν. Σκοπός ήταν να καθιερωθεί μια ενιαία αγορά για τις υπηρεσίες στην Ευρώπη, όπως λειτουργούσε ήδη σε μεγάλο βαθμό για τα προϊόντα, με το σκεπτικό ότι θα συνέβαλλε στη μείωση του κόστους για τους καταναλωτές και στη γενικότερη βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Όταν προτάθηκε προκάλεσε μαχητικές αντιδράσεις των εργαζομένων και των συνδικάτων τους, επειδή αναγνώριζε τη νομοθεσία της χώρας προέλευσης εκείνων που θα πωλούσαν τις υπηρεσίες τους και όχι των χωρών όπου θα τις πωλούσαν. Με τον τρόπο αυτό θα έπληττε τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα που έχουν κατακτηθεί στις πιο προηγμένες χώρες, κινδύνευε να αναιρέσει ακόμα και εθνικά θεσπισμένους κανόνες για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Διότι θα έτεινε σε μιαν εξίσωση προς τα κάτω, προς τα καθεστώτα των λιγότερο προηγμένων ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, όπου είχε θριαμβεύσει ο νεοφιλελευθερισμός μετά το 1990.
Αλλά οι μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις, οι επανειλημμένες πορείες στο Στρασβούργο, η κριτική αντιπαράθεση στα μέσα ενημέρωσης και η παραδειγματική συνεργασία των ευρωπαϊκών συνδικάτων με πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έφεραν αποτελέσματα. Ύστερα από σφοδρή κοινοβουλευτική μάχη με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, στο τελικό κείμενο που εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία οι δυσμενέστερες διατάξεις έχουν απαλειφθεί. Η τροποποιημένη έτσι οδηγία έγινε κοινοτικό δίκαιο από το Δεκέμβριο του 2006, με την υποχρέωση των κρατών μελών να την ενσωματώσουν στις εθνικές τους νομοθεσίες ως το τέλος του 2009.
«Πολύ σημαντική μεταρρύθμιση» χαρακτήριζε ο υπουργός Οικονομίας την υιοθέτηση την κοινοτικής οδηγίας για τις υπηρεσίες στην Ελλάδα. «Θα συμβάλλει στη μείωση των τιμών για τους καταναλωτές, στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, στην ανάπτυξη και στην αύξηση της απασχόλησης», είπε αναγγέλλοντας ανάλογες αλλαγές στα επαγγέλματα και αγορές που εξαιρούνται από την οδηγία (τις μεταφορές, για παράδειγμα, ή τις νομικές υπηρεσίες). Αλλά πώς θα τα κάνει αυτά;
Για τα μάτια των ξένων
Βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η ισχνή παραγωγική της βάση: σε σύγκριση με άλλες χώρες παράγουμε λίγα αγαθά και υπηρεσίες σε ανταγωνιστικές τιμές, σε τιμές δηλαδή που να βρίσκουν αγοραστές είτε μέσα στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, ενώ, χάρη στην ένταξη στο ευρώ και στα χαμηλά επιτόκια, μπορούσαμε όλα τα τελευταία χρόνια να δανειζόμαστε και να αυξάνουμε την κατανάλωσή μας πολύ περισσότερο από την παραγωγή μας. Μέσα από την κατανάλωση και το φθηνό δανεισμό, όσο μάλιστα κινούνταν ανοδικά το Χρηματιστήριο πριν από την κρίση, καλλιεργήθηκε έτσι μια ψευδαίσθηση ευημερίας που δεν αντιστοιχούσε διόλου στα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας.
Διότι από τη μία πλευρά διογκωνόταν εκρηκτικά το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας, η διαφορά εισαγωγών και εξαγωγών, συνακόλουθα και το εξωτερικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, για την πληρωμή των τόκων του οποίου αφαιρείται ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος από το εθνικό εισόδημα. Από την άλλη πλευρά δεν δημιουργούνται νέες, καλές θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα την υψηλή ανεργία, στους νέους ανθρώπους ιδίως, που τελειώνοντας την εκπαίδευσή τους δεν βρίσκουν ανάλογη δουλειά, συνωθούνται μόνο για μια θέση στο - υπερχρεωμένο - Δημόσιο.
Χρειαζόμαστε επομένως πολλές επενδύσεις που θα επεκτείνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας και συνάμα θα το αναβαθμίσουν ποιοτικά ώστε να παράγει καλύτερα, πιο σύνθετα προϊόντα που θα ενσωματώνουν περισσότερες γνώσεις και πιο προηγμένη τεχνολογία, για να πιάσει τόπο και η μόρφωση των παιδιών μας.
Τέτοιες επενδύσεις όμως ελάχιστες γίνονται. Η ως τα τώρα κυβερνητική πολιτική της δραστικής μείωσης της φορολογίας στα κέρδη δεν τις έφερε, ούτε η θεαματική ανάπτυξη των υποδομών την τελευταία δεκαετία. Σημαντικό εμπόδιο είναι η κατάσταση στη δημόσια διοίκηση, η γραφειοκρατία μαζί με την κάθε χρόνο και χειρότερη κατάταξη της Ελλάδας στις διεθνείς συγκρίσεις της διαφθοράς. Κίνηση στη σωστή κατεύθυνση ήταν η αναγγελία προχθές του υπουργού Ανάπτυξης Κωστή Χατζηδάκη ότι θα απλουστευθούν οι διαδικασίες έκδοσης αδειών για τις επιχειρήσεις, αντίστοιχα και για μεγαλύτερη διαφάνεια στις κρατικές προμήθειες - μόνο που τις έχουμε ακούσει από διαδοχικούς υπουργούς δεκάδες φορές από τη δεκαετία του 1980 ακόμα. Θα βοηθούσε το άνοιγμα των αγορών και των κλειστών επαγγελμάτων που αναγγέλλει ο κ. Παπαθανασίου;
Χρόνια τώρα εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, διαφόρων επιστημονικών φορέων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων διεθνών οργανισμών συσχετίζουν τη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας με τον εδώ υψηλότερο πληθωρισμό σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, και αυτόν πάλι με την μη ελεύθερη λειτουργία των αγορών σε πολλούς τομείς. Συνιστούν έτσι γενικό άνοιγμα των αγορών και των επαγγελμάτων. Ένα σημαντικό επιχείρημα έχουν να επικαλεστούν: τις όντως καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας αφότου ο ΟΤΕ έπαψε να κατέχει το μονοπώλιο. Ίσως όμως να είναι το μόνο.
Ποιος θα ισχυριζόταν ότι η απελευθέρωση της ακτοπλοΐας βελτίωσε το κόστος, την ποιότητα και την ασφάλεια των συγκοινωνιών μας με τα νησιά; Απόλυτα ελεύθερη και ανοικτή είναι η αγορά των καφενείων/εστιατορίων, των ξενοδοχείων και των ενοικιαζομένων δωματίων, δεν εμποδίζει όμως τους ιδιοκτήτες τους να αυξάνουν κάθε χρόνο τις τιμές τους πάνω από το δείκτη τιμών καταναλωτή, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από το κόστος, ούτε να συνδυάζεται με ανάλογη βελτίωση υπηρεσιών.
Ή μήπως συγκρατεί ο ανταγωνισμός τις τιμές στις ιδιωτικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες, φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία, ιδιαίτερα μαθήματα, στις αντίστοιχες ιατρικές υπηρεσίες, στην πιο αρρύθμιστη αγορά από όλες αφού είναι εντελώς εξωθεσμική - εξαιρετικά διαδεδομένη όμως - το διαβόητο «φακελάκι»; Κι αν βρίσκουμε ακριβές τις υπηρεσίες που μας πουλάνε οι εδώ υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, μαραγκοί, κομμωτές, αισθητικοί, όχι μόνο γηγενείς αλλά και εγκατεστημένοι πια μετανάστες, περιμένουμε να φθηνύνουν με τη συρροή «Πολωνών» όταν ισχύσει ο νέος νόμος;
Άλλος δρόμος
Ο δογματισμός των αγορών κανένα μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν θα αντιμετωπίσει - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να θεωρούμε ιερά και απαραβίαστα τα θεσπισμένα προνόμια κάθε επαγγελματικού κλάδου όταν ασκούνται εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Και τέτοια υπάρχουν πολλά. Αλλά αλλιώς πρέπει να προχωρήσουμε: Να συγκεντρώσουμε όλα τα επιμέρους συμφέροντα στην οικονομία, τις επιχειρήσεις των διαφόρων κλάδων, μεγάλες και μικρές, τους επαγγελματίες, τους μισθωτούς εργαζόμενους που και αυτοί δεν είναι μια ενιαία κατηγορία. Να φροντίσουμε για τη σωστή τους αντιπροσώπευση. Και να οργανώσουμε μια μεγάλη διαπραγμάτευση μεταξύ τους. Από ένα τέτοιο πάρε-δώσε, με τη βοήθεια επιστημόνων που διαθέτουμε ευτυχώς, μπορεί να προκύψει ένα σχέδιο που θα δίνει ελπίδα και θα κινητοποιεί για την ανάπτυξη με αλληλεγγύη.
Ακούγεται δύσκολο και πάντως θα είναι χρονοβόρο. Τα δύο μεγάλα κόμματα, δέσμια πελατειακών σχέσεων στο κράτος και την οικονομία, θα επιχειρούν κάποιες διορθώσεις, αλλά δεν θα μας βγάλουν από την ακινησία που τροφοδοτεί πλέον οικονομική στασιμότητα, ανεργία, ολοένα μεγαλύτερες ανισότητες. Η μεγάλη πρωτοβουλία ανήκει στην αριστερά.