Τα διλήμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς
Ο κατακερματισμός του κόσμου της μισθωτής εργασίας ανατρέπει την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης
Ζaki Laidi, ΤΟ ΒΗΜΑ, Δημοσιευμένο: 2009-10-15
Στην πολιτική, ο ψηφοφόρος χτυπά πάντα δύο φορές. Στις πρόσφατες εκλογές για το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέστη σαφής η υποχώρηση της Αριστεράς. Το γεγονός επιβεβαιώθηκε από την ευρεία ήττα του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος SΡD, παρά το γεγονός ότι οι γερμανοί Σοσιαλιστές μοιάζουν πιο υπεύθυνοι και ενωμένοι από το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η κρίση της Αριστεράς δεν είναι ομοιόμορφη και δεν έχει την ίδια ένταση σε όλη την Ευρώπη. Στο σύνολό της όμως η ευρωπαϊκή Αριστερά είναι αντιμέτωπη με τα ίδια δομικά προβλήματα. Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να λάβουμε υπόψη την ευρύτατη μεταλλαγή των εργατών σε εργαζόμενους του τομέα των υπηρεσιών. Οι μισθωτοί αισθάνονται όλο και λιγότερο αλληλέγγυοι, τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτιστικούς λόγους. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και αυτοί που επωφελούνται των υψηλών μπόνους, για τα οποία γίνεται τόσος λόγος, είναι επίσης μισθωτοί. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην τεχνολογική εξέλιξη, η οποία διαφοροποίησε ακόμα και τα πιο παραδοσιακά επαγγέλματα, και στη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση, η οποία δημιούργησε μια τάξη υπερπρονομιούχων μισθωτών, ενώ όξυνε και τον ανταγωνισμό των μισθωτών μεταξύ πλουσίων και αναπτυσσόμενων χωρών.
Οσο σημαντικές κι αν είναι αυτές οι κοινωνικές μεταβολές, δεν αρκούν για να εξηγήσουν πλήρως την πτώση της Αριστεράς. Διότι, καθώς ο συσχετισμός δυνάμεων ευνοεί όλο και περισσότερο το κεφάλαιο έναντι της εργασίας, θα περίμενε κάποιος ότι ο κόσμος που ανήκει σε αυτή θα στρεφόταν στα κόμματα της Αριστεράς. Κάτι που δεν συμβαίνει.
Η πρώτη εξήγηση άπτεται του κατακερματισμού των μισθωτών, ο οποίος συνοδεύεται από την ενίσχυση του ατομικισμού. Αυτός με τη σειρά του αποδυναμώνει τη συλλογική αλληλεγγύη και αυξάνει τη δυσπιστία έναντι κάθε κοινωνικού σχηματισμού που μοιάζει να επωφελείται από κάποια ευνοϊκή συλλογική σύμβαση. Είναι προφανές από τα εκλογικά αποτελέσματα ότι το εκλογικό σώμα δεν κατανοεί το γιατί σπεύσαμε να «σώσουμε» τις τράπεζες και τις αυτοκινητοβιομηχανίες και όχι τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό το αίσθημα αδικίας εκμεταλλεύονται τα Φιλελεύθερα κόμματα, τα οποία εισηγούνται την απελευθέρωση των αγορών και την ενίσχυση του ανταγωνισμού, καθώς το κράτος δεν ευνοεί πλέον τους μισθωτούς.
Και αυτό το δίλημμα δεν είναι το μόνο. Ας προσθέσουμε σε αυτό τη δυσκολία να διαχειριστούμε τα διαφορετικά συμφέροντα όσων εργάζονται (insiders) και των αποκλεισμένων από την εργασία (outsiders). Γνωρίζουμε για παρά δειγμα ότι όσο αυξάνεται ο βασικός μισθός τόσο μεγαλύτερα γίνονται τα εμπόδια για την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας. Για τον λόγο αυτό είναι προτιμότερο να υπάρχει ξεχωριστός κατώτατος μισθός ανά κλάδο παρά ενιαίος για όλους τους εργαζομένους, καθώς με αυτό τον τρόπο λαμβάνεται υπόψη η παραγωγικότητα, που ποικίλλει σε καθέναν από αυτούς.
Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται απολύτως αντιληπτό γιατί ένας νεοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας, χωρίς προϋπηρεσία, δεν μπορεί να ταυτιστεί με ένα κόμμα της Αριστεράς το οποίο υπερασπίζεται κατά προτεραιότητα όσους εργάζονται ήδη. Πολύ περισσότερο που ορισμένοι από όσους εργάζονται, για παράδειγμα οι δημόσιοι υπάλληλοι, απολαμβάνουν προνόμια που τους προσφέρουν κάλυψη έναντι της κρίσης. Επιπλέον, αυτή η κατηγορία των εργαζομένων υπερεκπροσωπείται στα εργατικά συνδικάτα. Αυτά τα διλήμματα απασχολούν φυσικά όλα τα κόμματα, όμως ακόμη περισσότερο την Αριστερά, η οποία θα έπρεπε να προηγείται στις προτιμήσεις των κοινωνικών στρωμάτων που παραδοσιακά «ανήκαν» σε αυτή.
Ο κατακερματισμός των μισθωτών συνιστά ένα από τα κεντρικά προβλήματα που εξηγούν την κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας. Μία ακόμη εξήγηση σχετίζεται με την τροποποίηση των συνθηκών μέσα στις οποίες γίνεται η αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Παραδοσιακά, ο αγώνας για την καταπολέμηση των ανισοτήτων αποτελούσε προτεραιότητα της Αριστεράς. Κάτι το οποίο προσπαθούσε να επιτύχει κυρίως μέσω της έμμεσης ή άμεσης φορολογίας. Πρόκειται για τη λογική «παίρνω από τους πλουσίους για να δώσω στους φτωχούς». Σήμερα όμως πλέον οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες δημιουργούνται πολύ νωρίς· πριν να εισέλθει κάποιος στην εργασία.
Οι κλασικοί αναδιανεμητικοί μηχανισμοί δεν λειτουργούν αποτελεσματικά όταν πρόκειται για άλλου είδους ανισότητες, όπως ο αποκλεισμός από την Εκπαίδευση, την κατάρτιση, την Υγεία και τον πολιτισμό. Αντιθέτως, οι μηχανισμοί παροχής κινήτρων αποδεικνύονται ενίοτε πιο αποτελεσματικοί. Η κυρίαρχη όμως σκέψη της Αριστεράς παραμένει εξαιρετικά φτωχή και επιφυλακτική για να αποδεχθεί ότι οι μηχανισμοί της ελεύθερης αγοράς μπορούν να περιορίσουν τις ανισότητες.
Τέλος, η τρίτη πρόκληση την οποία θα συναντά όλο και συχνότερα πλέον η Αριστερά είναι οι κοινωνικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Η υιοθέτηση ενός «πράσινου φόρου» θα προκαλούσε ασφαλώς αντιδράσεις, καθώς θα εθεωρείτο ότι πλήττει ανισομερώς τα πιο αδύναμα στρώματα. Αυτό όμως μπορεί να αποφευχθεί αν ληφθούν προληπτικά μέτρα.
Η πτώση της Αριστεράς δεν είναι μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Αρκεί να βρεθούν ξανά στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου όλα τα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης.
----
* Ο Ζακί Λαϊντί είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού.
Οσο σημαντικές κι αν είναι αυτές οι κοινωνικές μεταβολές, δεν αρκούν για να εξηγήσουν πλήρως την πτώση της Αριστεράς. Διότι, καθώς ο συσχετισμός δυνάμεων ευνοεί όλο και περισσότερο το κεφάλαιο έναντι της εργασίας, θα περίμενε κάποιος ότι ο κόσμος που ανήκει σε αυτή θα στρεφόταν στα κόμματα της Αριστεράς. Κάτι που δεν συμβαίνει.
Η πρώτη εξήγηση άπτεται του κατακερματισμού των μισθωτών, ο οποίος συνοδεύεται από την ενίσχυση του ατομικισμού. Αυτός με τη σειρά του αποδυναμώνει τη συλλογική αλληλεγγύη και αυξάνει τη δυσπιστία έναντι κάθε κοινωνικού σχηματισμού που μοιάζει να επωφελείται από κάποια ευνοϊκή συλλογική σύμβαση. Είναι προφανές από τα εκλογικά αποτελέσματα ότι το εκλογικό σώμα δεν κατανοεί το γιατί σπεύσαμε να «σώσουμε» τις τράπεζες και τις αυτοκινητοβιομηχανίες και όχι τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό το αίσθημα αδικίας εκμεταλλεύονται τα Φιλελεύθερα κόμματα, τα οποία εισηγούνται την απελευθέρωση των αγορών και την ενίσχυση του ανταγωνισμού, καθώς το κράτος δεν ευνοεί πλέον τους μισθωτούς.
Και αυτό το δίλημμα δεν είναι το μόνο. Ας προσθέσουμε σε αυτό τη δυσκολία να διαχειριστούμε τα διαφορετικά συμφέροντα όσων εργάζονται (insiders) και των αποκλεισμένων από την εργασία (outsiders). Γνωρίζουμε για παρά δειγμα ότι όσο αυξάνεται ο βασικός μισθός τόσο μεγαλύτερα γίνονται τα εμπόδια για την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας. Για τον λόγο αυτό είναι προτιμότερο να υπάρχει ξεχωριστός κατώτατος μισθός ανά κλάδο παρά ενιαίος για όλους τους εργαζομένους, καθώς με αυτό τον τρόπο λαμβάνεται υπόψη η παραγωγικότητα, που ποικίλλει σε καθέναν από αυτούς.
Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται απολύτως αντιληπτό γιατί ένας νεοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας, χωρίς προϋπηρεσία, δεν μπορεί να ταυτιστεί με ένα κόμμα της Αριστεράς το οποίο υπερασπίζεται κατά προτεραιότητα όσους εργάζονται ήδη. Πολύ περισσότερο που ορισμένοι από όσους εργάζονται, για παράδειγμα οι δημόσιοι υπάλληλοι, απολαμβάνουν προνόμια που τους προσφέρουν κάλυψη έναντι της κρίσης. Επιπλέον, αυτή η κατηγορία των εργαζομένων υπερεκπροσωπείται στα εργατικά συνδικάτα. Αυτά τα διλήμματα απασχολούν φυσικά όλα τα κόμματα, όμως ακόμη περισσότερο την Αριστερά, η οποία θα έπρεπε να προηγείται στις προτιμήσεις των κοινωνικών στρωμάτων που παραδοσιακά «ανήκαν» σε αυτή.
Ο κατακερματισμός των μισθωτών συνιστά ένα από τα κεντρικά προβλήματα που εξηγούν την κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας. Μία ακόμη εξήγηση σχετίζεται με την τροποποίηση των συνθηκών μέσα στις οποίες γίνεται η αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Παραδοσιακά, ο αγώνας για την καταπολέμηση των ανισοτήτων αποτελούσε προτεραιότητα της Αριστεράς. Κάτι το οποίο προσπαθούσε να επιτύχει κυρίως μέσω της έμμεσης ή άμεσης φορολογίας. Πρόκειται για τη λογική «παίρνω από τους πλουσίους για να δώσω στους φτωχούς». Σήμερα όμως πλέον οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες δημιουργούνται πολύ νωρίς· πριν να εισέλθει κάποιος στην εργασία.
Οι κλασικοί αναδιανεμητικοί μηχανισμοί δεν λειτουργούν αποτελεσματικά όταν πρόκειται για άλλου είδους ανισότητες, όπως ο αποκλεισμός από την Εκπαίδευση, την κατάρτιση, την Υγεία και τον πολιτισμό. Αντιθέτως, οι μηχανισμοί παροχής κινήτρων αποδεικνύονται ενίοτε πιο αποτελεσματικοί. Η κυρίαρχη όμως σκέψη της Αριστεράς παραμένει εξαιρετικά φτωχή και επιφυλακτική για να αποδεχθεί ότι οι μηχανισμοί της ελεύθερης αγοράς μπορούν να περιορίσουν τις ανισότητες.
Τέλος, η τρίτη πρόκληση την οποία θα συναντά όλο και συχνότερα πλέον η Αριστερά είναι οι κοινωνικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Η υιοθέτηση ενός «πράσινου φόρου» θα προκαλούσε ασφαλώς αντιδράσεις, καθώς θα εθεωρείτο ότι πλήττει ανισομερώς τα πιο αδύναμα στρώματα. Αυτό όμως μπορεί να αποφευχθεί αν ληφθούν προληπτικά μέτρα.
Η πτώση της Αριστεράς δεν είναι μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Αρκεί να βρεθούν ξανά στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου όλα τα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης.
----
* Ο Ζακί Λαϊντί είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού.