Δύο πολιτικά σενάρια για την κρίση
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2010-02-27
Η κρίση θα είναι παρατεταμένη. Επομένως, το πολιτικό κλίμα που θα επικρατήσει είναι εξίσου σημαντικό με τα οικονομικά μετρά που θα λαμβάνονται.
Ύστερα, λοιπόν, από τις ταλαντεύσεις και τη μετρολογία χωρίς μέτρα, εκκρεμεί ακόμα το ερώτημα: ποιο πολιτικό ύφος και ήθος θα εμφυσήσουν οι ηγεσίες στην ελληνική κοινωνία ώστε να διαβούμε τη στενωπό;
Το ερώτημα τίθεται πιο συγκεκριμένα: το πολιτικο-κομματικό σύστημα και η κυβέρνηση πριν από όλους θα διαχειριστούν την περίοδο αυτή με τις ρουτίνες του παρελθόντος, τις ανούσιες μικροκομματικές πολώσεις και τους γνωστούς μονόλογους; Ή θα προσπαθήσουν να ενθαρρύνουν μια εθνική κινητοποίηση για αλλαγή μέσα και μέσω της κρίσης; Ο χαρακτήρας της κρίσης επιβάλλει και το δίλημμα. Δεν πρόκειται για μια οικονομικο-κοινωνική δοκιμασία, που θέτει απλώς το ερώτημα «ποιος πληρώνει το μάρμαρο». Πρόκειται για δομική και εθνική κρίση, αφενός γιατί απαιτούνται ριζικές αλλαγές του τύπου ανάπτυξης, αφετέρου γιατί έχει πληγεί βαριά και μακροπρόθεσμα, όχι η εθνική κυριαρχία, αλλά η εθνική διαπραγματευτική ισχύς και η αξιοπρέπεια της Ελλάδας. Αυτός ο χαρακτήρας της κρίσης ορίζει και τα προαπαιτούμενα της διεξόδου. Η κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση ασφαλώς δεν αναστέλλεται, αλλά θα πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης εθνικής εγρήγορσης.
Δυστυχώς, το πολιτικο-κομματικό σύστημα και μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού αρνούνται προς το παρόν να ανταποκριθούν στη νέα κατάσταση, δυσκολεύονται να αλλάξουν τον εαυτό τους ώστε να αλλάξει και η χώρα. Σαν να επιλέγουν το σενάριο «να μπαλώσουμε τα πράγματα» και ύστερα business as usual. Έτσι, η κυβέρνηση είχε την ατυχή έμπνευση να εξαγγείλει την Εξεταστική Επιτροπή για την παραποίηση των εθνικών στατιστικών στοιχείων. Ο κ. Σαμαράς αποτίναξε την υποχρέωση της συναίνεσης πριν καν την προφέρει. Η παραδοσιακή Αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ) τρομοκρατεί την κοινωνία χωρίς να προσφέρει ίχνος ρεαλιστικών διεξόδων, διακινδυνεύοντας να αναγορευτεί στον ακραιφνέστερο ιδεολογικό εκπρόσωπο της Ελλάδας της χρεοκοπίας. Το πολιτικο-κομματικό σύστημα κινδυνεύει έτσι να απαξιώσει ακόμα περισσότερο τον εαυτό του, προσφέροντας επιχειρήματα στην ισοπεδωτική κριτική ότι πρόκειται για ένα σύμπλεγμα πολιτικών, συνδικαλιστών, δημοσίων υπαλλήλων, για μια αποτυχημένη «κρατική τάξη», όπως έλεγαν οι μελετητές των χωρών της περιφέρειας, που απομύζησε την κοινωνία και χρεοκόπησε το κράτος. Και αυτό την ώρα που ο κόσμος προσβλέπει σε μια σταθερή πολιτική καθοδήγηση, γεγονός που καθιστά ρεαλιστικό ένα άλλο πολιτικό σενάριο δομικών μεταρρυθμίσεων.
Μια πρόβλεψη
Ας διακινδυνεύσουμε μια πρόβλεψη για το πιθανότερο μεσοπρόθεσμα ελληνικό πολιτικό τοπίο, εφόσον δεν θα αλλάξουν ριζικά οι διεθνείς συνθήκες με μια νέα κρίση. Πιστεύω ότι οι πολίτες αντιμετωπίζουν τις επερχόμενες δυσκολίες με περίσκεψη και ρεαλισμό. Κουμπώνονται ακούγοντας τις κραυγές/ευχές για επερχόμενη κοινωνική έκρηξη, αντιμετωπίζουν τις Κασσάνδρες σαν μέρος του παλαιού σκηνικού που οδήγησε στην κρίση. Ο κόσμος θέλει σήμερα κάπου «να ακουμπήσει», κάποιους να εμπιστευτεί. Τι ζητά; Πολιτικό λόγο εθνικής υπευθυνότητας και κοινωνικής συνοχής που να δείχνει ότι έχει συνείδηση των δυσκολιών· ηγετική ικανότητα (leadership)· ασφάλεια στη συνοικία του· προοπτική ελπίδας και εθνικής ανάκαμψης μετά την κρίση. Αυτά αναμένουν οι πολίτες από τους πολιτικούς και τα κόμματα.
Εξαιρώντας την περίπτωση παταγώδους κυβερνητικής αποτυχίας, το πιθανότερο είναι η εξέλιξη των κομματικών συσχετισμών να μην παρουσιάσει σεισμικές αλλαγές ή απότομες στροφές. Τα ενδεχόμενα κοινωνικά ξεσπάσματα θα επιλέξουν δρόμους που θα παρακάμπτουν τις δυνάμεις που προσδοκούν να καρπωθούν τη δυσαρέσκεια (ΚΚΕ, ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και ποικιλόχρωμοι παλαιοκομματικοί λαϊκιστές). Η πιο ανησυχητική εκδήλωση της κοινωνικής κρίσης θα είναι μάλλον μη πολιτικού χαρακτήρα και θα εκφραστεί με τη διάχυση της ανομίας, κυρίως στις περιθωριοποιημένες αστικές περιοχές και στις νέες γενιές.
Περισσότερο από κόμματα, ο κόσμος θα αξιολογήσει πολιτικά πρόσωπα, θα ανεβάσει τους/τις ηγέτες του μέλλοντος και θα κατεβάσει τους/τις ξεπερασμένους/ες, με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια. Στο επίκεντρο της αξιολόγησης, βρίσκεται προφανώς ο Πρωθυπουργός, δέκτης των προσδοκιών, φορέας σιωπηρά υπερεξουσιών και διευρυμένης εντολής να βγάλει τη χώρα από την κρίση, εκτεθειμένος όμως στον κίνδυνο μιας απότομης απόσυρσης της εμπιστοσύνης αν δεν κρατήσει γερά το τιμόνι.
Θυσίες, αλλά με νόημα και σκοπό
Αν αυτό είναι το πιθανότερο σενάριο των επόμενων 2-3 χρόνων της οξείας κρίσης, τότε οι υπεύθυνοι πολιτικοί σε κάθε κομματικό χώρο δεν έχουν λόγο να φοβούνται ότι θα υποσκελιστούν από τους επαγγελματίες δημαγωγούς. Ειδικά, η κυβέρνηση δεν έχει κανένα λόγο να αναδιπλωθεί σε ένα ξεπερασμένο δήθεν πολωτικό, δήθεν αντιδεξιό, δήθεν «εθνικά υπερήφανο», ύφος και ήθος εξουσίας. Αντιθέτως, θα κερδίσει σταθερά αν καταφέρει να δώσει νόημα και σκοπό στις σημερινές θυσίες των πολιτών, εντάσσοντάς τες σε ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο αλλαγής του τύπου ανάπτυξης και των νοοτροπιών που μας έφεραν στο χείλος της καταστροφής. Αν ο κόσμος πειστεί ότι αυτός είναι ο ορίζοντας, θα δείξει μεγαλύτερη αντοχή, ανοχή και εμπιστοσύνη.
Η πειθώ εξαρτάται βεβαίως από την αποτελεσματικότητα και τη δικαιοσύνη των προτεινόμενων μέτρων. Ταυτόχρονα, όμως, εξαρτάται από την αξιοποίηση βαθύτερων ηθικών- ιδεολογικών κοιτασμάτων που συνέχουν την κοινωνία, έτσι ώστε να ενθαρρύνουν μια «από τα κάτω» κίνηση αλλαγής των παγιωμένων αρνητικών πρακτικών. Και τέτοια κοιτάσματα ευτυχώς υπάρχουν: το εθνικό συναίσθημα και η κοινή έγνοια για την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας της χώρας· η αξιοδότηση της τοπικότητας, η αναθέρμανση δηλαδή των τοπικών κοινωνικών σχέσεων και της αλληλεγγύης που ενυπάρχει στη μικροκλίμακα της καθημερινής επαφής των ανθρώπων (ένα βήμα εδώ θα δημιουργούσε ισχυρότερο αίσθημα κοινωνικής ασφάλειας από ό,τι εκατό κεντρικά κρατικά μέτρα)· η αυθόρμητη τάση ηθικοποίησης της δημόσιας ζωής που αναπτύσσεται σαν αντίδραση στο προηγηθέν ξεχαρβάλωμα.
Χτυπώντας τις φλέβες αυτών των κοιτασμάτων, η κυβέρνηση και οι υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες κάθε κόμματος μπορούν να ορίσουν τις συντεταγμένες της αλλαγής της Ελλάδας μέσα και μέσω της κρίσης. Να καθιερώσουν σταθερά πολιτικά- θεσμικά αντίβαρα στη δυνατότητα της «κρατικής τάξης» να ξεχειλώνει και να εκτροχιάζει κάθε τόσο τα δημόσια οικονομικά. Να εμπνεύσουν περισσότερη δικαιοσύνη και ηθική στις σχέσεις των πολιτών με το Δημόσιο. Να ανορθώσουν το κύρος των θεσμών. Να αναδείξουν την αξία της εργασίας και της εργασιακής υπευθυνότητας έναντι της αρπαχτής και της λούφας.
Ταυτόχρονα χρειάζεται να κατανοήσουμε βαθύτερα τις αλληλεξαρτήσεις της Ελλάδας με τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, για να συνειδητοποιούμε κάθε φορά όχι μόνο τους περιορισμούς αλλά και τις δυνατότητες. Και για να μπορέσουμε, όταν πάψουμε να είμαστε το μαύρο πρόβατο με μηδαμινή εθνική διαπραγματευτική ισχύ, να συνδράμουμε με την οδυνηρή εθνική εμπειρία μας στη διεθνή προσπάθεια πολιτικού ελέγχου του σημερινού τρελαμένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που επιτίθεται πλέον απροκάλυπτα κατά οργανωμένων κοινωνιών.