Κερδοσκοπία μέσω εφημερίδων και διακεκριμένων καθηγητών
Πώς έπαιξαν κατά της Ελλάδας αποκάλυψε ο Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι της ΕΚΤ
Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2010-05-23
Το πρόβλημα αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους της Ελλάδας θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί νωρίτερα και με πολύ χαμηλότερο κόστος, εξήγησε αναλύοντας τις περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις διαδικασίες λήψης πολιτικών αποφάσεων ο Λορέντσο Μπίνι Σμάγκι, μέλος του προεδρείου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε πρόσφατη ομιλία του. Την εβδομάδα μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής της 11ης Φεβρουαρίου, η ελληνική κυβέρνηση είχε πάρει όλες τις αναγκαίες αποφάσεις, άλλες κυβερνήσεις όμως δίστασαν, αντιμέτωπες με μιαν αρνητική κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα τη γνωστή επιδείνωση.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι όμως οι παρατηρήσεις του σχετικά με τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, αλλά και των τάσεων στις αγορές: Αναλυτές κατηγορούσαν για χαλαρότητα την απόφαση της ΕΚΤ να αγοράζει ελληνικά ομόλογα ανεξαρτήτως διαβάθμισης, μολονότι οι ίδιοι προηγουμένως επέκριναν την Τράπεζα ως υπερβολικά αυστηρή. Διαβάζοντας όμως προσεκτικά τί έγραφαν πριν, βλέπει κανείς ότι θεωρούσαν την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους αναπόφευκτη. Με άλλα λόγια, συνιστούσαν την πώληση ελληνικών ομολόγων, οπότε η απόφαση της ΕΚΤ να τα διατηρήσει επιλέξιμα ήταν σαφώς αντίθετη προς τα συμφέροντά τους.
Τα μέσα ενημέρωσης συχνά δεν αντιλαμβάνονται τις συγκρούσεις συμφερόντων και καταγράφουν απόψεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων χωρίς να λένε ότι πιθανώς έχουν πάρει κερδοσκοπικές θέσεις στη μία ή την άλλη κατεύθυνση, παρατηρεί ο Μπίνι Σμάγκι. Και συνεχίζει: Το ίδιο ισχύει για τις απόψεις πολλών επαγγελματιών σχολιαστών ή και πανεπιστημιακών, οι οποίοι είναι σύμβουλοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, από όπου αντλούν την πληροφόρησή τους, σπάνια όμως αναφέρεται η επαγγελματική τους σχέση σε κάποια υποσημείωση. Κατάπληκτος, όπως λέει, διάβαζε τις μέρες προτού ολοκληρωθεί το πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας άρθρα διακεκριμένων καθηγητών, πολλοί εκ των οποίων ήσαν σύμβουλοι επενδυτικών τραπεζών και -συμπτωματικά -είχαν απόψεις παραπλήσιες με των τραπεζών, δεν το ανέφεραν όμως.
Ερωτηματικά προκαλούν και οι αποφάσεις να δημοσιεύονται γνώμες που πηγαίνουν όλες στην ίδια κατεύθυνση στο μέσο περιόδων μεγάλης αναταραχής, όπως συνέβη με την Ελλάδα, προσθέτει. Οι γνώμες αυτές, με μικρό αναλυτικό περιεχόμενο, επαναλάμβαναν το ίδιο Τρισάγιο: Η προσαρμογή που ζητείται από την Ελλάδα απαιτεί πολύ μεγάλες θυσίες, οπότε μία είναι η μόνη λύση: Χρεωκοπία ή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Κανείς δεν διευκρίνιζε τι είδους θυσίες επέβαλλε η πτώχευση ενός κράτους. Κανείς δεν εξηγούσε την επίπτωση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τη μετάδοση στις άλλες χώρες, και αν οι θυσίες αυτές θα ήσαν μεγαλύτερες ή μικρότερες για τον λαό από την εναλλακτική υπόθεση. Γινόταν λόγος για μερική χρεωκοπία, λες και υφίσταται τέτοια έννοια και έχει δοκιμαστεί. Γίνονταν γελοίες συγκρίσεις με την Αργεντινή...
Εφόσον όμως η πιθανότητα χρεωκοπίας μιας χώρας εξαρτάται εν μέρει από τη δημοκρατική διαδικασία στην ίδια τη χώρα και στις άλλες χώρες που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν, μπορεί να συμφέρει παίκτες που έχουν στοιχηματίσει στη χρεωκοπία να επενδύσουν μέρος από τα μελλοντικά τους κέρδη για να πείσουν τον κόσμο ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Όσο περισσότεροι πείθονται ότι «αφού θα πτωχεύσει η Ελλάδα, η βοήθεια είναι άχρηστη», τόσο πιθανότερη γίνεται η έκβαση που επιδιώκουν, αντίθετα προς το γενικό συμφέρον.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι όμως οι παρατηρήσεις του σχετικά με τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, αλλά και των τάσεων στις αγορές: Αναλυτές κατηγορούσαν για χαλαρότητα την απόφαση της ΕΚΤ να αγοράζει ελληνικά ομόλογα ανεξαρτήτως διαβάθμισης, μολονότι οι ίδιοι προηγουμένως επέκριναν την Τράπεζα ως υπερβολικά αυστηρή. Διαβάζοντας όμως προσεκτικά τί έγραφαν πριν, βλέπει κανείς ότι θεωρούσαν την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους αναπόφευκτη. Με άλλα λόγια, συνιστούσαν την πώληση ελληνικών ομολόγων, οπότε η απόφαση της ΕΚΤ να τα διατηρήσει επιλέξιμα ήταν σαφώς αντίθετη προς τα συμφέροντά τους.
Τα μέσα ενημέρωσης συχνά δεν αντιλαμβάνονται τις συγκρούσεις συμφερόντων και καταγράφουν απόψεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων χωρίς να λένε ότι πιθανώς έχουν πάρει κερδοσκοπικές θέσεις στη μία ή την άλλη κατεύθυνση, παρατηρεί ο Μπίνι Σμάγκι. Και συνεχίζει: Το ίδιο ισχύει για τις απόψεις πολλών επαγγελματιών σχολιαστών ή και πανεπιστημιακών, οι οποίοι είναι σύμβουλοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, από όπου αντλούν την πληροφόρησή τους, σπάνια όμως αναφέρεται η επαγγελματική τους σχέση σε κάποια υποσημείωση. Κατάπληκτος, όπως λέει, διάβαζε τις μέρες προτού ολοκληρωθεί το πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας άρθρα διακεκριμένων καθηγητών, πολλοί εκ των οποίων ήσαν σύμβουλοι επενδυτικών τραπεζών και -συμπτωματικά -είχαν απόψεις παραπλήσιες με των τραπεζών, δεν το ανέφεραν όμως.
Ερωτηματικά προκαλούν και οι αποφάσεις να δημοσιεύονται γνώμες που πηγαίνουν όλες στην ίδια κατεύθυνση στο μέσο περιόδων μεγάλης αναταραχής, όπως συνέβη με την Ελλάδα, προσθέτει. Οι γνώμες αυτές, με μικρό αναλυτικό περιεχόμενο, επαναλάμβαναν το ίδιο Τρισάγιο: Η προσαρμογή που ζητείται από την Ελλάδα απαιτεί πολύ μεγάλες θυσίες, οπότε μία είναι η μόνη λύση: Χρεωκοπία ή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Κανείς δεν διευκρίνιζε τι είδους θυσίες επέβαλλε η πτώχευση ενός κράτους. Κανείς δεν εξηγούσε την επίπτωση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τη μετάδοση στις άλλες χώρες, και αν οι θυσίες αυτές θα ήσαν μεγαλύτερες ή μικρότερες για τον λαό από την εναλλακτική υπόθεση. Γινόταν λόγος για μερική χρεωκοπία, λες και υφίσταται τέτοια έννοια και έχει δοκιμαστεί. Γίνονταν γελοίες συγκρίσεις με την Αργεντινή...
Εφόσον όμως η πιθανότητα χρεωκοπίας μιας χώρας εξαρτάται εν μέρει από τη δημοκρατική διαδικασία στην ίδια τη χώρα και στις άλλες χώρες που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν, μπορεί να συμφέρει παίκτες που έχουν στοιχηματίσει στη χρεωκοπία να επενδύσουν μέρος από τα μελλοντικά τους κέρδη για να πείσουν τον κόσμο ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Όσο περισσότεροι πείθονται ότι «αφού θα πτωχεύσει η Ελλάδα, η βοήθεια είναι άχρηστη», τόσο πιθανότερη γίνεται η έκβαση που επιδιώκουν, αντίθετα προς το γενικό συμφέρον.