Ενέργεια
Δημοσιευμένο: 2010-09-15
Ενέργεια
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ θεωρεί τον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας(ΑΠΕ) ως τομέα πρωταρχικής επιλογής, στήριξης και δημόσιας παρέμβασης για την προώθηση μέτρων εξοικονόμησης και ορθολογικής χρήσης της ενέργειας. Η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα απόδοσης και ανάπτυξης των ΑΠΕ(αιολική, ηλιακή, κυμάτων). Η εντατική επενδυτική πρωτοβουλία, η σταδιακή ενσωμάτωση τεχνογνωσίας, η προώθηση της καινοτομίας της έρευνας μπορεί να έχει πολύπλευρη απόδοση, τόσο στην επάρκεια της χώρας σε κεφαλαιουχικό και τεχνολογικό εξοπλισμό όσο και στην ενίσχυση της εξαγωγικής της προσπάθειας. Πρώτα απ’ όλα θα έχει άμεσα αποτελέσματα στην ουσιαστική μείωση της ενεργειακής εξάρτησης καθώς και στην ουσιαστική αύξηση της απασχόλησης περιφερειακά κατανεμημένης. Γιαυτό και πρέπει να κρίνονται απολύτως απαραίτητα τα στοχευμένα κίνητρα, οι χωροταξικές επιλογές και η διασφάλιση τοπικών συναινέσεων.
Ενίσχυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή. Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο του Ενεργειακού και Κλιματικού Πακέτου για διείσδυση των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας κατά 18% το 2020 ( έχει γίνει πλέον 20% με απόφαση του ΥΠΕΚΑ) σε σχέση με περίπου 6,8% που είναι σήμερα, συνεπάγεται 3πλασιαμό της ενεργειακής παραγωγής από ΑΠΕ στη χώρα μας. Δεδομένου ότι το σημερινό επίπεδο διείσδυσης των ΑΠΕ διαμορφώνεται κυρίως από τη χρήση παραδοσιακής βιομάζας (της οποίας το ποσοστό στο μέλλον θα συρρικνώνεται) και μεγάλων ΥΗΕ (το εκμεταλλεύσιμο δυναμικό των οποίων κατά βάση έχει εξαντληθεί), η κάλυψη του στόχου θα πρέπει να γίνει με νέες τεχνολογίες ΑΠΕ.
Στο πλαίσιο αυτό η υλοποίηση μεγάλης κλίμακας έργων ΑΠΕ είναι αναπόφευκτη. Έτσι, η πλειονότητα των προβλέψεων που γίνονται προς την κατεύθυνση αυτή αφορούν σε:
Αιολικά πάρκα 6.000-9.000 ΜW.
Φωτοβολταϊκά συστήματα 1.000 MW.
Μικρά ΥΗΕ 450 MW.
Γεωθερμικές μονάδες 150 MW.
Μονάδες βιομάζας 300 MW.
Οι αναγκαίες επενδύσεις είναι της τάξης των 3,0 δις. € ανά έτος για όλη την περίοδο μέχρι το 2020 και οι οποίες, εφόσον υλοποιηθούν αναμένεται να δημιουργήσουν συνολικά 100.000 νέες θέσεις εργασίας. Δεδομένου του μεγάλου επενδυτικού ενδιαφέροντος για υλοποίηση έργων ΑΠΕ στην Ελλάδα, κρίσιμες παράμετροι για την επίτευξη αυτών των στόχων θεωρούνται:
- Η απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου και η απο-ενοχοποίηση των τεχνολογιών ΑΠΕ που σήμερα επί της ουσίας διώκονται ως ρυπογόνες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται απαραίτητη και η αναθεώρηση του χωροταξικού για τις ΑΠΕ.
- Η περαιτέρω ανάπτυξη υποδομών ηλεκτρικών δικτύων προκειμένου να μπορούν να αξιοποιηθούν περιοχές με πλούσιο αιολικό δυναμικό, και κυρίως η σύνδεση των νησιών του Αιγαίου με το διασυνδεδεμένο ηλεκτρικό σύστημα στην προοπτική υλοποίησης έργων ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας.
- Η ενημέρωση των πολιτών για τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα αλλά και τις πραγματικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων ΑΠΕ.
- Η ριζική αναθεώρηση του συστήματος επιδοτήσεων και τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Σταδιακά θα πρέπει να εκλείψουν οι επιδοτήσεις στο κόστος επένδυσης των έργων (τα οποία θα πρέπει να καλύπτονται εξ ολοκλήρου από τους επενδυτές) και να αυξηθούν σημαντικά οι τιμές πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στη βάση και του περιβαλλοντικού οφέλους που θα προκύπτει από την υποκατάσταση ηλεκτρισμού που άλλως θα παραγόταν από ρυπογόνες μονάδες. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αυξηθεί και το ποσοστό των εσόδων έργων ΑΠΕ που κατακρατείται υπέρ των ΟΤΑ στους οποίους εγκαθίστανται τα έργα, μέρος των οποίων θα πρέπει να αποδίδεται απ’ ευθείας στους μόνιμους κατοίκους, καθιστώντας τους πραγματικά συμμέτοχους στο όλο εγχείρημα.
- Η θέσπιση κινήτρων για ανάπτυξη βιομηχανίας παραγωγής τεχνολογιών ΑΠΕ στη χώρα (σε αναλογία με το πετυχημένο παράδειγμα της ανάπτυξης εγχώριας βιομηχανίας παραγωγής ηλιακών συστημάτων), για να δημιουργηθούν πραγματικά οι προϋποθέσεις ώστε επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος να έχουν και σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην οικονομία, αντισταθμίζοντας την απώλεια θέσεων εργασίας από τη συρρίκνωση του μεριδίου της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής.
Εξοικονόμηση ενέργειας. Βασικός άξονας άμεσης προτεραιότητας για την επίτευξη των στόχων του Ενεργειακού και Κλιματικού Πακέτου της ΕΕ στην Ελλάδα αποτελεί η προώθηση μέτρων εξοικονόμησης και ορθολογικής χρήσης της ενέργειας. Τα περιθώρια στον τομέα αυτό είναι τεράστια, πρωτίστως στα κτίρια και στις μεταφορές, αλλά και στη βιομηχανία. Οδηγός και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να είναι η εκπλήρωση των στόχων της χώρας στο χρονικό ορίζοντα του 2020 σε σχέση με τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, και την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Εκτιμάται ότι για την υλοποίηση των στόχων αυτών οι ετήσιες δαπάνες την περίοδο 2010-2020 θα φθάσουν τα 2 δις. € ανά έτος, δίνοντας σημαντική ώθηση κυρίως στον κατασκευαστικό κλάδο αλλά και σε άλλους οικονομικούς κλάδους, και άρα δημιουργώντας θετικό αντίκτυπο και στην οικονομία της χώρας. Και πάλι όμως ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο είναι οι υποστηρικτικές πολιτικές που θα εφαρμοστούν προκειμένου να κινητοποιήσουν την οικονομία προς την κατεύθυνση αυτή.
Βασικές πολιτικές παρεμβάσεις μεταξύ άλλων θεωρούνται:
- Η επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου, η ενεργοποίηση επιτέλους της Κοινοτικής Οδηγίας 2002/91/ΕΚ για την ενεργειακή συμπεριφορά των κτιρίων, η υιοθέτηση αυστηρότερων κανονισμών θερμομόνωσης και η διαμόρφωση σαφούς χρονοδιαγράμματος προς την κατασκευή κτιρίων μηδενικών εκπομπών άνθρακα.
- Η χρήση κατάλληλα σχεδιασμένων οικονομικών κινήτρων για την προώθηση τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας με υψηλό αρχικό κόστος, αποκλειστικά για τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα.
- Η επιβολή πράσινων φόρων για όλους της καταναλωτές που δεν χρησιμοποιούν ορθολογικά την ενέργεια, οι οποίοι κατά 50% θα διατίθενται σε έργα εξοικονόμησης ενέργειας και ΑΠΕ και κατά 50% στην ενίσχυση της απασχόλησης.
- Η ανάπτυξη πράσινων υποδομών στον τομέα των μεταφορών, και ιδιαίτερα όσον αφορά στην προώθηση των μέσων μαζικής μεταφοράς στον αστικό ιστό και της ανάπτυξης δικτύου σύγχρονων σιδηροδρόμων.
- Η εκπαίδευση και ενημέρωση των πολιτών, καθώς και η ανάπτυξη της έρευνας για τα ζητήματα αυτά.
ΣΧΕΔΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΘΕΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2009/72/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Εκκινώντας από την κοινή διαπίστωση ότι η εν θέματι οδηγία διαμορφώνει μια αναπόδραστη πραγματικότητα, κρίνουμε σκόπιμο να αποφύγουμε τη θέση του απλού θεατή των εξελίξεων, προκειμένου να εμποδίσουμε αφενός μεν την απαξίωση και τη διαρκώς επαπειλούμενη εκποίηση της μεγαλύτερης επιχείρησης των Βαλκανίων, της ΔΕΗ Α.Ε., αφετέρου δε να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα του Έλληνα πολίτη να απολαμβάνει το δημόσιο αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας σε προσιτές τιμές, μη μετατρεπόμενος σε βορά των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων του συγκεκριμένου κλάδου.
Συγκεκριμένα προτείνουμε:
1. Να συνεχίσει για πάντα το κράτος να κατέχει το 51% των μετοχών της επιχείρησης, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δημόσιο έλεγχο σ’ έναν εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας τομέα που σχετίζεται άμεσα με την εθνική οικονομία, την ανάπτυξη και την ασφάλεια της Χώρας.
2. Να σταματήσει άμεσα σταδιακή απαξίωση της επιχείρησης, που εδώ και χρόνια συντελείται, είτε με την απώλεια της τεχνογνωσίας με τη μέθοδο της αλόγιστης ανάθεσης εργασιών σε εργολάβους, είτε με την διάρθρωση της διοικητικής πυραμίδας με τη γνωστή μέθοδο της κομματικής πελατειακής λογικής, γεγονός που οδηγεί σε παραλυτικές καταστάσεις αναποτελεσματικότητας και γραφειοκρατίας. Προτείνουμε να ανατραπεί το σημερινό νοσηρό κλίμα της αναξιοκρατίας και να προχωρήσει η Διοικητική Αναδιοργάνωση της επιχείρησης με γνώμονα τη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων υλικών πόρων, τη μέγιστη αξιοποίηση του προσωπικού και τέλος την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και του Έλληνα καταναλωτή.
3. Να εμποδιστεί κάθε απόπειρα ιδιοκτησιακού διαχωρισμού των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, στο όνομα της συγκεκριμένης οδηγίας, η εξυπηρέτηση της οποίας μπορεί να επιτευχθεί με Νομικό Διαχωρισμό. Έτσι διασφαλίζεται η λειτουργική συνοχή και η αποφυγή δημιουργίας εργαζομένων δύο ταχυτήτων σε δικαιώματα και εργασιακές συνθήκες.
4. Να παραμείνει η ΔΕΗ Α.Ε. «ηγέτης» στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, μέσα από τη σύνταξη ενός αξιόπιστου και ρεαλιστικού επενδυτικού προγράμματος σε βάθος τουλάχιστον επταετίας και μέσα από την εξασφάλιση όρων ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού επί ίσοις όροις. Σημειωτέον ότι η μέχρι σήμερα διαμορφούμενη κατάσταση δεν δημιουργεί την πεποίθηση ότι το κράτος έχει τη δύναμη ή τη βούληση να αντισταθεί στη δύναμη των τεράστιων ιδιωτικών συμφερόντων της συγκεκριμένης αγοράς, που επιδιώκουν την απελευθέρωση με άνισους προς ωφελεία τους όρους (κραυγαλέο παράδειγμα αποτελεί η απαίτηση να κλείσουν λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ).
5. Να εξασφαλισθεί η ανάπτυξη των Α.Π.Ε. μετά από ορθολογική εκτίμηση όλων των παραμέτρων του προβλήματος, προκειμένου να αποφευχθεί η αύξηση της κιλοβατώρας από την αύξηση του επιβαλλόμενου αντίστοιχου τέλους των ΑΠΕ και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το ανησυχητικά διογκούμενο φαινόμενο της υποβολής εκατοντάδων αιτήσεων από πλευράς μικροεπενδυτών με αμφίβολη την προοπτική ικανοποίησής των σε εύλογο χρονικό διάστημα.
6. Να καθοριστεί το πλέον συμφέρον για τις συνθήκες της Χώρας μας ενεργειακό μείγμα υπολογίζοντας τη βέλτιστη ποσοστιαία κατανομή των σήμερα χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών σε διεθνές επίπεδο, αποκλείοντας μόνο την πυρηνική ενέργεια για προφανείς λόγους. Η μελέτη αυτή θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της ΔΕΗ με τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς και Πανεπιστημιακά Ιδρύματα της Χώρας.
Εν κατακλείδι, η απελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να οδηγεί στη μείωση της κιλοβατώρας και στην εξασφάλιση του αναπτυξιακού ρόλου που παίζει η ΔΕΗ στη Χώρα μας και όχι στην αποκλειστική εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων. Χρ. σπίγκος
Για το πρόβλημα της ΔΕΗ και το μέλλον της (Ηλεκτρικής) Ενέργειας
Μες το κατακαλόκαιρο- στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου- αποφεύχθηκαν, κυριολεκτικώς την τελευταία στιγμή, κινητοποιήσεις των εργαζομένων της ΔΕΗ, με απρόβλεπτα δυσμενείς κοινωνικές , οικονομικές και γενικότερα για την εξέλιξη της κρίσης, στη χώρα, επιπτώσεις.
Αφορμή απετέλεσαν κυβερνητικές σκέψεις , υπό την πίεση της «τρόικα», για την αιφνίδια και σχετικά βίαιη «επιτάχυνση» (μέσω αναγκαστικής ιδιωτικοποίησης μέρους της ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ), της διαδικασίας μετάβασης σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, όσον αφορά την παραγωγή και διανομή την ηλεκτρικής ενέργειας στον τόπο μας. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο. Η χώρα μας, όμως, απέφευγε (και σ’ αυτό τον τομέα), για αρκετά χρόνια, να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες αλλαγές και ρυθμίσεις, ώστε να γίνει μια ομαλή, ορθολογική και επ’ ωφελεία της οικονομίας, αλλά και του δημοσίου συμφέροντος, μετάβαση στο νέο καθεστώς παραγωγής και διανομής αυτού του κοινωνικού αγαθού.
Η κρίση μπορεί να αποσοβήθηκε, τότε, γιατί τα κυβερνητικά σχέδια(;) μετατέθηκαν για «ευθετότερο»- μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές- χρόνο. Ωστόσο το πρόβλημα διογκώνεται, οι πολλαπλές παράπλευρες «απώλειες» γίνονται πλέον πιθανές και δυσμενείς, ως προς τις συνέπειές τους και οι λύσεις ανέφικτες, όσο δεν αντιμετωπίζονται οι αιτίες που το γεννούν.
Και στην περίπτωση της ΔΕΗ, όπως σχεδόν στο σύνολο του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ο κοινωφελής προορισμός και λειτουργία τους υπονομεύεται από τις διαφορετικές και ιδιοτελείς προτεραιότητες που συχνά επιβάλλει το πελατειακό κράτος, φροντίζοντας με τις εκάστοτε αποφάσεις του, κυρίως την αναπαραγωγή του. Αυτή είναι η εμπειρία από τις κυβερνήσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ, όσο και της ΝΔ, τα προηγούμενα χρόνια. Η φαλκίδευση αυτή συνεπικουρείται από μια, επίσης, πελατειακή λογική λειτουργίας της ηγεσίας ορισμένων συνδικάτων, που πριμοδοτεί με τη σειρά της μια συντεχνιακή λογική στο αντίστοιχο συνδικαλιστικό κίνημα.
Η συνεπαγόμενη, υπό τέτοιες συνθήκες αναποτελεσματικότητα, αντιοικονομική λειτουργία και αντιαναπτυξιακή λογική, καθώς και τα φαινόμενα συναλλαγής και διαφθοράς, που νομοτελειακά αναπτύσσονται και επεκτείνονται, οδηγούν μοιραία σε μια συνολική απαξίωση του δημοσίου. Επιτρέπουν μάλιστα στο νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα, πως κάθε ιδιωτικό είναι εξ ορισμού δίκαιο, εκσυγχρονιστικό, αναπτυξιακό, να αντιπροτείνεται ως η λογική που πρέπει να χαρακτηρίζει όλες τις βασικές σχετικές πολιτικές.
Έτσι και στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας:
- η αδιαφορία στην εκπόνηση ενός μακροχρόνιου εθνικού σχεδίου για το ενεργειακό ζήτημα, σε συντονισμό με τα αναπτυσσόμενα στην Ευρώπη αντίστοιχα ενεργειακά σχέδια, στις νέες συνθήκες της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας (πρώτες ύλες, καύσιμα, σύγχρονες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, εκσυγχρονισμός των δικτύων και ένταξή τους σε διευρωπαϊκά δίκτυα, ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών, ανάπτυξη προγραμμάτων ενεργειακής εξοικονόμησης κλπ).
-η αδράνεια εκσυγχρονισμού των μονάδων και του δικτύου της ΔΕΗ
- η μη έγκαιρη εξεύρεση εναλλακτικών και ανταγωνιστικών του λιγνίτη καυσίμων, για τη βασική ηλεκτροπαραγωγή,
- οι καθυστερήσεις (λόγω της εμπλοκής σε γραφειοκρατικές, πελατειακές, ανορθολογικές και εν πολλοίς αδιαφανείς διαδικασίες) στην ανάπτυξη και ένταξη των ανανεώσιμων, πλην φωτοβολταϊκών, πηγών ενέργειας (ανεμογεννήτριες, βιομάζα, μικρά υδροηλεκτρικά κλπ)
-(δεδομένης της καθυστέρησης στον εκσυγχρονισμό αλλά και στην εκπόνηση μιας νέας αναπτυξιακής στρατηγικής από πλευράς ΔΕΗ ) οι μεθοδεύσεις της για τη διατήρηση μιας μονοπωλιακής κυριαρχίας στην ήδη απελευθερωθείσα αγορά, οδήγησαν σε συχνές ελλείψεις ή και περικοπές ρεύματος σε κρίσιμες περιόδους και κυρίως σε μια γενίκευση της ανασφάλειας περί τις προοπτικές κάλυψης βασικών ενεργειακών μας αναγκών στο μέλλον.
Σ αυτή τη βάση της προσπάθειας διατήρησης της μονοπωλιακής κυριαρχίας, αλλά ταυτόχρονα και της προϊούσας απαξίωσης της ΔΕΗ, αντιπροτάθηκαν και αναπτύχθηκαν, σχετικά ανεξέλεγκτα, ανορθολογικά (και επισφαλή ως προς τη βιωσιμότητά τους, αν ο στόχος είναι – και πρέπει να είναι – επαρκής παραγωγή και φθηνό ρεύμα ) σχέδια ιδιωτικής ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο κλπ, καθώς και ένα ατελές και σχετικά αδιαφανές πλέγμα ρυθμίσεων περί την παραγωγή, την εμπορία, τη μεταφορά και τη διανομή της ΗΕ., από ιδιώτες. χωρίς να εξασφαλίζεται ένα καθεστώς ισονομίας, υγιούς ανταγωνισμού και κυρίως η προστασία του καταναλωτή.
Πιστεύουμε πως η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί σε μια κατεύθυνση όπου:
- το βασικό ηλεκτρικό δίκτυο είναι δημόσιο και μόνον, ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η παροχέτευση του ρεύματος προς κάθε καταναλωτή καθώς και η κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική της χώρας.
- η παραγωγή και εμπορία της ΗΕ μπορεί να γίνεται από τη ΔΕΗ και τους ιδιώτες, με παραχώρηση εκμετάλλευσης νέων πεδίων λιγνίτη ή και εναλλακτικών καυσίμων (λιθάνθρακα) από τους ιδιώτες αρκεί να προστατεύεται το περιβάλλον, να διασφαλίζονται όροι και κανόνες υγιούς ανταγωνισμού, συνθήκες πλήρους διαφάνειας και λογοδοσίας, η προστασία του καταναλωτή και εν γένει το δημόσιο συμφέρον.
- δίνεται έμφαση και κίνητρα στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με παρόμοιες όπως παραπάνω διαδικασίες. Δίνεται βάρος σε μεγάλα προγράμματα ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών, στην παραγωγή βιομάζας από αγρότες, σε μικρά υδροηλεκτρικά και σε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας.
- η όλη διαδικασία ελέγχεται από την ανεξάρτητη αρχή (ΡΑΕ), επίσης υπό συνθήκες σαφών κανόνων, πλήρους διαφάνειας και λογοδοσίας.
Σταυρος
Σε φούσκα εξελίσσονται τα φωτοβολταϊκά
Παντελής Κάπρος
Η Καθημερινή, 31/08/2010
________________________________________
Είναι πράγματι εντυπωσιακή η αθρόα προσέλευση μικροεπενδυτών, και τελευταία αγροτών, στους διάφορους φορείς και τη ΔΕΗ προκειμένου να υποβάλουν αίτηση για φωτοβολταϊκή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτό, βέβαια, οφείλεται στη γενναιόδωρη τιμή αγοράς της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία καθορίσθηκε πρόσφατα περίπου στα 450 ευρώ τη MWh (εκατομμύρια βατ-ώρες). Σε αυτήν την τιμή και με ίδια κεφάλαια στο 30% του κόστους επένδυσης, ο επενδυτής μπορεί να επιτύχει καθαρή απόδοση που υπερβαίνει το 15% ετησίως. Στις σημερινές οικονομικές συνθήκες δεν υπάρχουν βεβαίως επενδυτικές ευκαιρίες με εγγυημένες αποδόσεις αυτής της τάξης, πολύ δε περισσότερο για τους αγρότες οι οποίοι έχουν εξαιρετικά χαμηλές χρηματικές αποδόσεις κατά στρέμμα.
Η κυβέρνηση έθεσε στόχο περίπου τα 2.500 MW φωτοβολταϊκών μέχρι το 2020, ώστε να πετύχει η χώρα τους στόχους που έχουν τεθεί από την Ε.Ε. για τις ΑΠΕ. Το κόστος της επένδυσης αυτής ανέρχεται περίπου σε 10 δισ. ευρώ. Η αγορά της φωτοβολταϊκής ηλεκτρικής ενέργειας από το σύστημα θα έχει καθαρό κόστος περίπου 1,2 δισ. ευρώ τον χρόνο, το οποίο θα ανακτάται από το ειδικό τέλος ΑΠΕ, το οποίο θα πρέπει να υπερβεί τα 15 ευρώ/MWh, έναντι 5,5 σήμερα. Για σύγκριση αναφέρεται ότι η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές κοστίζει σήμερα περίπου 100 ευρώ/MWh. Αλλες μορφές ΑΠΕ για ηλεκτρική ενέργεια έχουν σαφώς χαμηλότερο κοστολόγιο, όπως η αιολική ενέργεια (80-100 ευρώ/MWh) και η βιομάζα (150-200 ευρώ/MWh).
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το τέλος ΑΠΕ πληρώνεται ισότιμα απ’ όλους τους καταναλωτές (ανεξάρτητα από το εισόδημά τους), ενώ το κέρδος από τα φωτοβολταϊκά εισπράττεται από αυτούς που διαθέτουν ίδια κεφάλαια για επένδυση. Οι αγρότες συνήθως ενοικιάζουν την αγροτική γη σε εταιρείες που διαθέτουν τα κεφάλαια για τη φωτοβολταϊκή επένδυση.
Εύλογα ερωτήματα τίθενται σχετικά με την οικονομική σκοπιμότητα της πολιτικής αυτής. Είναι τα οφέλη για την οικονομία αντίστοιχα με τη γενναιόδωρη επιχορήγηση των φωτοβολταϊκών; Είναι προτιμητέα τα φωτοβολταϊκά έναντι άλλων μορφών ΑΠΕ που έχουν μικρότερο κόστος; Γιατί η επένδυση των αγροτών σε ΑΠΕ δεν προσανατολίζεται προς τη βιομάζα (ενεργειακές καλλιέργειες) που έχει μικρότερο κόστος για την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια και θα έχει πολλαπλά οφέλη για τον γεωργικό τομέα; Η μέθοδος επιδότησης μέσω του τέλους ΑΠΕ είναι κοινωνικά δίκαιη; Μήπως θα είναι κοινωνικά πιο δίκαιος ένας ειδικός φόρος στην ηλεκτρική ενέργεια που να είναι κλιμακωτός ανάλογα με το μέγεθος της κατανάλωσης και ο οποίος να χρηματοδοτεί την επιδότηση των ΑΠΕ;
Η μεγάλη στροφή στις ΑΠΕ είναι επιβεβλημένη και σωστή. Ομως η επιλογή των εργαλείων που θα στηρίξουν τη στροφή αυτή και η επιλογή του βέλτιστου μείγματος ΑΠΕ δεν είναι ουδέτερες πολιτικές.
Εγκατάσταση μικρών φωτοβολταϊκών –ισχύος ώς 10 KW- από ιδιώτες και πολύ μικρές επιχειρήσεις-ώς 10 άτομα απασχολούμενο προσωπικό
Συνοπτική περιγραφή της κατάστασης
-Η εγκατάσταση μικρών φωτοβολταϊκών συστημάτων, ισχύος ώς 10 KW, από ιδιώτες και πολύ μικρές επιχειρήσεις (ώς 10 εργαζόμενους) για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και διάθεσής της στο διασυνδεδεμένο δίκτυο της ΔΕΗ , έχει θεσπιστεί με σχετικό νόμο που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ/1079/Β/04.06.2009.Η διαδικασία αδειοδότησης είναι απλή (πρακτικά δεν απαιτείται νέα οικοδομική άδεια), αλλά μόνο έγγραφη βεβαίωση της ΔΕΗ, περί συμφωνίας αγοράς από αυτήν του παραγόμενου ρεύματος. Το μέτρο αφορά περισσότερο μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες. Στις πολυκατοικίες (αφού επιτρέπεται μόνο μία εγκατάσταση ανά κτίριο) πολύ δύσκολα θα συναινέσουν όλοι οι ένοικοι για κατασκευή μίας κοινόχρηστης ( ή ενός μόνον από τους ενοίκους) εγκατάστασης.
- Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, συνάπτεται σύμβαση 25ετούς διάρκειας μεταξύ ιδιώτη και ΔΕΗ ,που προβλέπει την υποχρέωση της τελευταίας να αγοράζει την παραγόμενη από τη Φ/Β εγκατάσταση Ηλ. Ενέργεια, έναντι 0,55 Ευρώ την ΚWh (για τα έτη ώς και το 2011 και με μικρή σταδιακή απομείωση τιμής αγοράς από το 2012 και μετά). Η τιμή πώλησης του ρεύματος από τη ΔΕΗ στον ιδιώτη-παραγωγό είναι η ίδια που ισχύει για κάθε καταναλωτή, αναλόγως του τιμολογίου (οικιακό ή εμπορικό), με το οποίο προμηθεύεται ρεύμα – 0,1 ώς 0,12 Ευρώ ανά KWh Προβλέπεται διπλή μέτρηση της ισχύος πώλησης ρεύματος προς (και αγοράς από) τη ΔΕΗ και συμψηφιστική διαδικασία λογαριασμού μεταξύ ιδιώτη και ΔΕΗ.
-Το κόστος αυτών των εγκαταστάσεων κυμαίνεται από 3.500,00 ώς 4.500,00 Ευρώ, ανά εγκαταστημένο KW (αναλόγως του μεγέθους και των τοπικών συνθηκών εγκατάστασης).
- Οι εγκαταστάσεις αυτές δεν επιδοτούνται καθ οιονδήποτε τρόπο από τον αναπτυξιακό νόμο, πέραν της μεγάλης διαφοράς τιμής αγοράς –πώλησης, που συνιστά από μόνη της ένα κίνητρο. Οι τράπεζες ανέπτυξαν ήδη προγράμματα χρηματοδότησης τέτοιων επενδύσεων , με κυμαινόμενα επιτόκια της τάξης του 7,0% ώς 8,5% (συν κάποια επιβάρυνση για ασφάλιστρα κλπ), αναλόγως του ύψους του δανείου, των εγγυήσεων και του χρόνου αποπληρωμής. Αν και η περίοδος έναρξης ισχύος του νόμου είναι μικρή (2 περίπου μήνες ) υπάρχουν ήδη άνω των 1000 αιτήσεις για σχετικές εγκαταστάσεις. Αντίστοιχη κίνηση αιτήσεων δανειοδοτήσεων υπάρχει και προς τις τράπεζες, για τις οποίες τα φωτοβολταϊκά συνιστούν το 50% και πλέον των αιτήσεων δανείων!
Μέτρο πράσινης ανάπτυξης ή απόπειρα συγκαλυμμένης, «πράσινης αρπαχτής» ;
- Το μέτρο έχει πολύ περισσότερο συμβολικό και πολύ λιγότερο οικονομικό-αναπτυξιακό χαρακτήρα, ως προς μια κατεύθυνση «πράσινης ανάπτυξης». Παρόλο που πρόκειται για μια «καθαρή» και ανανεώσιμη πηγή ενέργειας ( για να ξέρουμε όμως όλη την αλήθεια, πρέπει να ξέρουμε πως σπαταλιέται αρκετή ενέργεια για την κατασκευή των φωτοβολταϊκών πάνελς) η αναμενόμενη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας καλύπτει μικρό μέρος των αντιστοίχων αναγκών μας. Αν υποθέσουμε πως προοπτικά σε μια πενταετία κατασκευασθούν 100.000 εγκαταστάσεις, μέσης ισχύος 7,5 KW,δηλ. συνολικά 750 MW (υπερβολικά αισιόδοξη πρόβλεψη), η ισχύς αυτή θα αντιπροσωπεύει το 5% των εκτιμώμενων τότε ηλεκτρικών ενεργειακών αναγκών της χώρας. Πώς εξασφαλίζουμε τα υπόλοιπα 95%, δηλαδή πώς λύνουμε το ενεργειακό μας πρόβλημα; Πάντως όχι με μικρά Φ/Β ώς 10KW ! (Προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων δεν μιλάμε για τη συνεισφορά του συνόλου των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας – , αιολικά, μεγάλα φωτοβολταϊκά, υδροηλεκτρικά, βιομάζα κλπ- στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, που μπορεί να υπερκαλύψουν προοπτικά το 20% ώς 25% της ενεργειακής μας ζήτησης, αλλά μόνο για το υπόψη μέτρο).
-Απομένει ο (σημαντικός οπωσδήποτε) συμβολικός-διαπαιδαγωγητικός προσανατολισμός μιας Πολιτείας που «παροτρύνει» τους πολίτες της και μιας Κοινωνίας που «ψάχνεται» προς «πράσινες» και οικολογικές αναζητήσεις. Ώς εδώ καλά, αρκεί να προστατευτούμε από τους κινδύνους, εμπλοκής σε μια νέα εθνική περιπέτεια «τύπου χρηματιστηρίου». Με θύματα πολλές χιλιάδες «μικροεπενδυτές» που βλέπουν το μέτρο ως «πράσινο» φως στο οικονομικό τους αδιέξοδο, όπως πριν 10 χρόνια εκατομμύρια συμπολίτες μας είδαν την επένδυση των οικονομιών τους στο Χρηματιστήριο, ως τη μεγάλη ευκαιρία της εύκολης και γρήγορης οικονομικοκοινωνικής τους ανέλιξης...
- Το πρόβλημα-κίνδυνος συνίσταται στο ότι οι πράσινες «προσδοκίες» που καλλιεργεί το μέτρο συνεπάγονται έναν «ετεροβαρή» καταμερισμό, ως προς τα επιχειρηματικά δεδομένα της επένδυσης. Σίγουρο «τζίρο» και μεγάλα κέρδη για τις τράπεζες και όλο το «ρίσκο» για τους «επενδυτές». Οι τράπεζες (ακόμη και τούτους, τους πολύ δύσκολους και γι αυτές καιρούς), βρίσκουν πελάτες και τους δανείζουν με υψηλό επιτόκιο και ασφάλεια– λόγω των προαπαιτούμενων εμπράγματων εγγυήσεων του δανείου. Οι «επενδυτές» πρέπει να ελπίζουν πως, για πολύ καιρό- περίπου πάνω από δώδεκα χρόνια για να μην χάσουν και πάνω από 13 χρόνια για να αρχίσουν να κερδίζουν- θα παραμείνουν αναλλοίωτοι όλοι οι παράγοντες και τα μεγέθη που προσδιόρισαν αρχικά την επιχειρηματική απόφασή τους: να αποδίδει η εγκατάσταση επί μακρόν την αρχικώς από τον προμηθευτή υποσχεθείσα ενέργεια, να μην συμβούν απρόβλεπτες βλάβες, να μην χρειασθούν επισκευές, να μην απαιτηθούν χρήματα για συντηρήσεις, να μην αλλάξει η κρατική πολιτική ή της ιδιωτικής(;) ΔΕΗ επί του θέματος – τιμολόγια, όροι αγοράς κλπ.- να μην...Γιατί δεν προβλέπεται καμιά εγγύηση, από κανέναν προμηθευτή, για τη διάρκεια ζωής της επένδυσης, για την απόδοση των Φ/Β με την πάροδο του χρόνου, δεν αναγνωρίζονται από καμιά τράπεζα και δεν δίνεται καμία υπόσχεση ευνοϊκής μεταχείρισης ως προς τις οφειλές του δανειολήπτη, αν η επένδυση «κινδυνεύσει» από απρόβλεπτες συνθήκες...
Η ευθύνη είναι στην Πολιτεία, την κυβέρνηση, τα κόμματα, τους κοινωνικούς φορείς, τα ΜΜΕ, ακόμη και στις ίδιες τις τράπεζες, να προστατεύσουν τον πολίτη, να τον ενημερώσουν για τους ελοχεύντες κινδύνους.
-Εν κατακλείδι: υπό τις παρούσες συνθήκες ξεχάστε αυτό το μέτρο ως πράσινη ανάπτυξη και ως «επιχειρηματική ευκαιρία». Μυρίζει περισσότερο «πράσινη αρπαχτή.
ΣΤαυρος
η εμμονή σε μια τεχνολογία του 1800, μας αποστερεί κεφάλαια από την διαδικασία του καινούργιου ενεργειακού προτύπου της διάχυτης παραγωγής (ΑΠΕ, Συμπαραγωγή, κλπ) και τον επιτακτικό εκσυγχρονισμό του συστήματος μεταφοράς και διανομής, ικανού να ανταποκριθεί στο νέο ενεργειακό προτότυπο που πρέπει να καλλιεργηθεί από τώρα. Και που να είναι σε θέση να δεχεται τη διάχυτη «εισροή» των ΑΠΕ χωρίς κίνδυνο μπλάκ-αουτ και να έχει μειωμένες απώλειες μεταφοράς.
Γι’ αυτούς τους λόγους και τους άλλους που έχουμε εντοπίσει στα προηγούμενα σημειώματα:
-α. Όχι άλλα λιγνιτικά πεδία και εργοστάσια, και έντονη πολιτική αντίθεση σε περίπτωση οπιασδήποτε παρόμοιας επιλογής.
-β.Αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων λιγνιτικών ΑΗΣ, με άλλους συνδιασμένου θερμοδυναμικού κύκλου υψηλού βασθμού απόδοσης, που να καλύπτουν και την έλλειψη εφεδρίας. Εδώ μπορεί να διερευνηθεί η διέξοδος δημιουργίας μεικτής επιχείρησης.
-γ. Διερευνηση της δυνατότητας δημιουργίας μεικτής επιχείρησης με τα Ελ.Πετρέλαια, με αντικείμενο ορισμένα λιγνιτικά.
-δ. Ένταση της πολιτικής και των επενδύσεων εξοικονόμησης ηλεκτρικής ενέργειας :οικιακή οικονομία (κουζίνα, φυσικό αέριο), μικρή και μεσαία επιχείρηση ( παραγωγικοί κύκλοι και κινητήρες), δημόσια κτήρια και επιχειρήσεις (μεσχηματιστές, διόρθωση συντελεστή ισχύος, ηλεκτρικοί κινητήρες, αντικασταση φωτιστικών κλπ).
Στ. Λουκας
H πώληση δεν είναι λύση
Παντελής Κάπρος
Τα Νέα, 07/08/2010
________________________________________
Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας άρχισε το 1996 στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το 1999 στην Ελλάδα. Δέκα χρόνια μετά την ίδρυση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας της Ελλάδας, η εξέλιξη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Καθώς δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί ανταγωνισμός με υγιή τρόπο ήταν αναπόφευκτο να τεθεί, αργά ή γρήγορα, ζήτημα βίαιης προσαρμογής στους κοινοτικούς κανόνες για την ενιαία, εσωτερική αγορά ενέργειας.
Η χώρα καλείται πλέον να επιλύσει χρονίζοντα και δισεπίλυτα προβλήματα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, τόσο στον τομέα της ενέργειας όσο και σε άλλους τομείς. Οπως αναμενόταν, η πολιτική του να «ξορκίσουμε το κακό» έφθασε στο τέλος της. Είχαμε προειδοποιήσει σχετικά με την αδιέξοδη αυτή πορεία ήδη από το 2001-2002 (Αρχές Τιμολογιακής Πολιτικής, ΡΑΕ 2001, Πρόταση σχεδίου νόμου για την αγορά ενέργειας, ΡΑΕ 2002, και άλλες προτάσεις).
Κατά τη δεκαετία της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όλες οι κυβερνήσεις αρνήθηκαν να θεωρήσουν την απελευθέρωση ως ευκαιρία εκσυγχρονισμού του κλάδου και των δημοσίων επιχειρήσεων, αλλά την αντιμετώπισαν αμυντικά, ως «αναγκαίο κακό» λόγω της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το πολιτικό κόστος από τυχόν δυσαρέσκεια του συνδικάτου κυριάρχησε στην πολιτική ατζέντα, αδιαφορώντας για θέματα αποτελεσματικότητας, κόστους και επενδύσεων.
Δύο μόνο εκσυγχρονιστικές κινήσεις έγιναν στο διάστημα αυτό: η μετοχοποίηση της ΔΕΗ το 2001- 2002 και ο Νόμος 3175/2003 με τον οποίο καθιερώθηκε η Ημερήσια Χονδρεμπορική Αγορά Ενέργειας.
Με κίνητρο την αγορά αυτή πραγματοποιήθηκαν σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις στην ηλεκτροπαραγωγή (μονάδες φυσικού αερίου άνω των 2000 ΜW). Ωστόσο, η ΔΕΗ, παρά τη βελτίωση της παραγωγικότητάς της, δεν κατάφερε να αντικαταστήσει μέχρι σήμερα παλαιές μονάδες με νέες, όπως προέβλεπε ο νόμος του 2003.
Ανεπίτρεπτες στρεβλώσεις στις τιμές
Κατά την πενταετία 2004- 2009 εφαρμόστηκε ο νόμος του 2003 χωρίς ωστόσο σημαντικές νέες πρωτοβουλίες, αλλά και με πολλές στρεβλώσεις και λάθη. Η λογική του πολιτικού κόστους συνεχίστηκε και σχετικά με τη ρύθμιση των τιμολογίων της ΔΕΗ με αποτέλεσμα να εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να υφίστανται ανεπίτρεπτες στρεβλώσεις στις τιμές ιδίως μεταξύ κατηγοριών καταναλωτών. Το κράτος ανέχθηκε τη χειραγώγηση της Χονδρεμπορικής Ημερήσιας Αγοράς και τις στρεβλώσεις της λιανικής αγοράς.
Μάλιστα, αντί να ενισχύσει τον μερικώς ανεξάρτητο διαχειριστή ΔΕΣΜΗΕ, συζητάει αρκετό καιρό τώρα να τον επαναφέρει εντός της ΔΕΗ μέσω θυγατρικής εταιρείας.
Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι εκάστοτε κυβερνήσεις ενεργούσαν νομίζοντας ότι μπορούμε (υπέρ κακώς εννοούμενων κρατικομονοπωλιακών συμφερόντων) να διαφεύγουμε με ημίμετρα και απαντητικές επιστολές. Ετσι τα πράγματα έφθασαν στο απροχώρητο, πράγμα που αποτελούσε κοινή διαπίστωση ακόμη και πριν από την πρόσφατη δραματική παρέμβαση της τρόικας.
Το σημείωμα αυτό είναι πολύ σύντομο για να προτείνει λύσεις για το μέλλον, αλλά σε κάθε περίπτωση η βεβιασμένη πώληση μονάδων δεν είναι λύση. Υπάρχουν λύσεις και πρέπει να μελετηθούν οργανωμένα ώστε όχι μόνο να επιτρέψουν την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού αλλά και να διασφαλίσουν τη μετάβαση προς ένα σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας με λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και σημαντικό μερίδιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Ομως το πιο σημαντικό είναι να πεισθούμε και εμείς αλλά και οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ότι έχουμε πράγματι πρόθεση να δούμε την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με θετικό- δημιουργικό τρόπο, ως ευκαιρία για εκσυγχρονισμό του κλάδου, βελτίωση της αποτελεσματικότητας, αύξηση της επιχειρηματικότητας και επενδύσεις που εξυπηρετούν τις νέες προκλήσεις που τίθενται. Μόνο έτσι θα προχωρήσουμε μπροστά προς όφελος των καταναλωτών και της ελληνικής οικονομίας.
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ θεωρεί τον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας(ΑΠΕ) ως τομέα πρωταρχικής επιλογής, στήριξης και δημόσιας παρέμβασης για την προώθηση μέτρων εξοικονόμησης και ορθολογικής χρήσης της ενέργειας. Η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα απόδοσης και ανάπτυξης των ΑΠΕ(αιολική, ηλιακή, κυμάτων). Η εντατική επενδυτική πρωτοβουλία, η σταδιακή ενσωμάτωση τεχνογνωσίας, η προώθηση της καινοτομίας της έρευνας μπορεί να έχει πολύπλευρη απόδοση, τόσο στην επάρκεια της χώρας σε κεφαλαιουχικό και τεχνολογικό εξοπλισμό όσο και στην ενίσχυση της εξαγωγικής της προσπάθειας. Πρώτα απ’ όλα θα έχει άμεσα αποτελέσματα στην ουσιαστική μείωση της ενεργειακής εξάρτησης καθώς και στην ουσιαστική αύξηση της απασχόλησης περιφερειακά κατανεμημένης. Γιαυτό και πρέπει να κρίνονται απολύτως απαραίτητα τα στοχευμένα κίνητρα, οι χωροταξικές επιλογές και η διασφάλιση τοπικών συναινέσεων.
Ενίσχυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή. Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο του Ενεργειακού και Κλιματικού Πακέτου για διείσδυση των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας κατά 18% το 2020 ( έχει γίνει πλέον 20% με απόφαση του ΥΠΕΚΑ) σε σχέση με περίπου 6,8% που είναι σήμερα, συνεπάγεται 3πλασιαμό της ενεργειακής παραγωγής από ΑΠΕ στη χώρα μας. Δεδομένου ότι το σημερινό επίπεδο διείσδυσης των ΑΠΕ διαμορφώνεται κυρίως από τη χρήση παραδοσιακής βιομάζας (της οποίας το ποσοστό στο μέλλον θα συρρικνώνεται) και μεγάλων ΥΗΕ (το εκμεταλλεύσιμο δυναμικό των οποίων κατά βάση έχει εξαντληθεί), η κάλυψη του στόχου θα πρέπει να γίνει με νέες τεχνολογίες ΑΠΕ.
Στο πλαίσιο αυτό η υλοποίηση μεγάλης κλίμακας έργων ΑΠΕ είναι αναπόφευκτη. Έτσι, η πλειονότητα των προβλέψεων που γίνονται προς την κατεύθυνση αυτή αφορούν σε:
Αιολικά πάρκα 6.000-9.000 ΜW.
Φωτοβολταϊκά συστήματα 1.000 MW.
Μικρά ΥΗΕ 450 MW.
Γεωθερμικές μονάδες 150 MW.
Μονάδες βιομάζας 300 MW.
Οι αναγκαίες επενδύσεις είναι της τάξης των 3,0 δις. € ανά έτος για όλη την περίοδο μέχρι το 2020 και οι οποίες, εφόσον υλοποιηθούν αναμένεται να δημιουργήσουν συνολικά 100.000 νέες θέσεις εργασίας. Δεδομένου του μεγάλου επενδυτικού ενδιαφέροντος για υλοποίηση έργων ΑΠΕ στην Ελλάδα, κρίσιμες παράμετροι για την επίτευξη αυτών των στόχων θεωρούνται:
- Η απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου και η απο-ενοχοποίηση των τεχνολογιών ΑΠΕ που σήμερα επί της ουσίας διώκονται ως ρυπογόνες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται απαραίτητη και η αναθεώρηση του χωροταξικού για τις ΑΠΕ.
- Η περαιτέρω ανάπτυξη υποδομών ηλεκτρικών δικτύων προκειμένου να μπορούν να αξιοποιηθούν περιοχές με πλούσιο αιολικό δυναμικό, και κυρίως η σύνδεση των νησιών του Αιγαίου με το διασυνδεδεμένο ηλεκτρικό σύστημα στην προοπτική υλοποίησης έργων ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας.
- Η ενημέρωση των πολιτών για τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα αλλά και τις πραγματικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων ΑΠΕ.
- Η ριζική αναθεώρηση του συστήματος επιδοτήσεων και τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Σταδιακά θα πρέπει να εκλείψουν οι επιδοτήσεις στο κόστος επένδυσης των έργων (τα οποία θα πρέπει να καλύπτονται εξ ολοκλήρου από τους επενδυτές) και να αυξηθούν σημαντικά οι τιμές πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στη βάση και του περιβαλλοντικού οφέλους που θα προκύπτει από την υποκατάσταση ηλεκτρισμού που άλλως θα παραγόταν από ρυπογόνες μονάδες. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αυξηθεί και το ποσοστό των εσόδων έργων ΑΠΕ που κατακρατείται υπέρ των ΟΤΑ στους οποίους εγκαθίστανται τα έργα, μέρος των οποίων θα πρέπει να αποδίδεται απ’ ευθείας στους μόνιμους κατοίκους, καθιστώντας τους πραγματικά συμμέτοχους στο όλο εγχείρημα.
- Η θέσπιση κινήτρων για ανάπτυξη βιομηχανίας παραγωγής τεχνολογιών ΑΠΕ στη χώρα (σε αναλογία με το πετυχημένο παράδειγμα της ανάπτυξης εγχώριας βιομηχανίας παραγωγής ηλιακών συστημάτων), για να δημιουργηθούν πραγματικά οι προϋποθέσεις ώστε επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος να έχουν και σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην οικονομία, αντισταθμίζοντας την απώλεια θέσεων εργασίας από τη συρρίκνωση του μεριδίου της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής.
Εξοικονόμηση ενέργειας. Βασικός άξονας άμεσης προτεραιότητας για την επίτευξη των στόχων του Ενεργειακού και Κλιματικού Πακέτου της ΕΕ στην Ελλάδα αποτελεί η προώθηση μέτρων εξοικονόμησης και ορθολογικής χρήσης της ενέργειας. Τα περιθώρια στον τομέα αυτό είναι τεράστια, πρωτίστως στα κτίρια και στις μεταφορές, αλλά και στη βιομηχανία. Οδηγός και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να είναι η εκπλήρωση των στόχων της χώρας στο χρονικό ορίζοντα του 2020 σε σχέση με τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, και την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Εκτιμάται ότι για την υλοποίηση των στόχων αυτών οι ετήσιες δαπάνες την περίοδο 2010-2020 θα φθάσουν τα 2 δις. € ανά έτος, δίνοντας σημαντική ώθηση κυρίως στον κατασκευαστικό κλάδο αλλά και σε άλλους οικονομικούς κλάδους, και άρα δημιουργώντας θετικό αντίκτυπο και στην οικονομία της χώρας. Και πάλι όμως ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο είναι οι υποστηρικτικές πολιτικές που θα εφαρμοστούν προκειμένου να κινητοποιήσουν την οικονομία προς την κατεύθυνση αυτή.
Βασικές πολιτικές παρεμβάσεις μεταξύ άλλων θεωρούνται:
- Η επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου, η ενεργοποίηση επιτέλους της Κοινοτικής Οδηγίας 2002/91/ΕΚ για την ενεργειακή συμπεριφορά των κτιρίων, η υιοθέτηση αυστηρότερων κανονισμών θερμομόνωσης και η διαμόρφωση σαφούς χρονοδιαγράμματος προς την κατασκευή κτιρίων μηδενικών εκπομπών άνθρακα.
- Η χρήση κατάλληλα σχεδιασμένων οικονομικών κινήτρων για την προώθηση τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας με υψηλό αρχικό κόστος, αποκλειστικά για τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα.
- Η επιβολή πράσινων φόρων για όλους της καταναλωτές που δεν χρησιμοποιούν ορθολογικά την ενέργεια, οι οποίοι κατά 50% θα διατίθενται σε έργα εξοικονόμησης ενέργειας και ΑΠΕ και κατά 50% στην ενίσχυση της απασχόλησης.
- Η ανάπτυξη πράσινων υποδομών στον τομέα των μεταφορών, και ιδιαίτερα όσον αφορά στην προώθηση των μέσων μαζικής μεταφοράς στον αστικό ιστό και της ανάπτυξης δικτύου σύγχρονων σιδηροδρόμων.
- Η εκπαίδευση και ενημέρωση των πολιτών, καθώς και η ανάπτυξη της έρευνας για τα ζητήματα αυτά.
ΣΧΕΔΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΘΕΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2009/72/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Εκκινώντας από την κοινή διαπίστωση ότι η εν θέματι οδηγία διαμορφώνει μια αναπόδραστη πραγματικότητα, κρίνουμε σκόπιμο να αποφύγουμε τη θέση του απλού θεατή των εξελίξεων, προκειμένου να εμποδίσουμε αφενός μεν την απαξίωση και τη διαρκώς επαπειλούμενη εκποίηση της μεγαλύτερης επιχείρησης των Βαλκανίων, της ΔΕΗ Α.Ε., αφετέρου δε να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα του Έλληνα πολίτη να απολαμβάνει το δημόσιο αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας σε προσιτές τιμές, μη μετατρεπόμενος σε βορά των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων του συγκεκριμένου κλάδου.
Συγκεκριμένα προτείνουμε:
1. Να συνεχίσει για πάντα το κράτος να κατέχει το 51% των μετοχών της επιχείρησης, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δημόσιο έλεγχο σ’ έναν εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας τομέα που σχετίζεται άμεσα με την εθνική οικονομία, την ανάπτυξη και την ασφάλεια της Χώρας.
2. Να σταματήσει άμεσα σταδιακή απαξίωση της επιχείρησης, που εδώ και χρόνια συντελείται, είτε με την απώλεια της τεχνογνωσίας με τη μέθοδο της αλόγιστης ανάθεσης εργασιών σε εργολάβους, είτε με την διάρθρωση της διοικητικής πυραμίδας με τη γνωστή μέθοδο της κομματικής πελατειακής λογικής, γεγονός που οδηγεί σε παραλυτικές καταστάσεις αναποτελεσματικότητας και γραφειοκρατίας. Προτείνουμε να ανατραπεί το σημερινό νοσηρό κλίμα της αναξιοκρατίας και να προχωρήσει η Διοικητική Αναδιοργάνωση της επιχείρησης με γνώμονα τη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων υλικών πόρων, τη μέγιστη αξιοποίηση του προσωπικού και τέλος την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και του Έλληνα καταναλωτή.
3. Να εμποδιστεί κάθε απόπειρα ιδιοκτησιακού διαχωρισμού των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, στο όνομα της συγκεκριμένης οδηγίας, η εξυπηρέτηση της οποίας μπορεί να επιτευχθεί με Νομικό Διαχωρισμό. Έτσι διασφαλίζεται η λειτουργική συνοχή και η αποφυγή δημιουργίας εργαζομένων δύο ταχυτήτων σε δικαιώματα και εργασιακές συνθήκες.
4. Να παραμείνει η ΔΕΗ Α.Ε. «ηγέτης» στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, μέσα από τη σύνταξη ενός αξιόπιστου και ρεαλιστικού επενδυτικού προγράμματος σε βάθος τουλάχιστον επταετίας και μέσα από την εξασφάλιση όρων ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού επί ίσοις όροις. Σημειωτέον ότι η μέχρι σήμερα διαμορφούμενη κατάσταση δεν δημιουργεί την πεποίθηση ότι το κράτος έχει τη δύναμη ή τη βούληση να αντισταθεί στη δύναμη των τεράστιων ιδιωτικών συμφερόντων της συγκεκριμένης αγοράς, που επιδιώκουν την απελευθέρωση με άνισους προς ωφελεία τους όρους (κραυγαλέο παράδειγμα αποτελεί η απαίτηση να κλείσουν λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ).
5. Να εξασφαλισθεί η ανάπτυξη των Α.Π.Ε. μετά από ορθολογική εκτίμηση όλων των παραμέτρων του προβλήματος, προκειμένου να αποφευχθεί η αύξηση της κιλοβατώρας από την αύξηση του επιβαλλόμενου αντίστοιχου τέλους των ΑΠΕ και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το ανησυχητικά διογκούμενο φαινόμενο της υποβολής εκατοντάδων αιτήσεων από πλευράς μικροεπενδυτών με αμφίβολη την προοπτική ικανοποίησής των σε εύλογο χρονικό διάστημα.
6. Να καθοριστεί το πλέον συμφέρον για τις συνθήκες της Χώρας μας ενεργειακό μείγμα υπολογίζοντας τη βέλτιστη ποσοστιαία κατανομή των σήμερα χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών σε διεθνές επίπεδο, αποκλείοντας μόνο την πυρηνική ενέργεια για προφανείς λόγους. Η μελέτη αυτή θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της ΔΕΗ με τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς και Πανεπιστημιακά Ιδρύματα της Χώρας.
Εν κατακλείδι, η απελευθέρωση της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να οδηγεί στη μείωση της κιλοβατώρας και στην εξασφάλιση του αναπτυξιακού ρόλου που παίζει η ΔΕΗ στη Χώρα μας και όχι στην αποκλειστική εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων. Χρ. σπίγκος
Για το πρόβλημα της ΔΕΗ και το μέλλον της (Ηλεκτρικής) Ενέργειας
Μες το κατακαλόκαιρο- στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου- αποφεύχθηκαν, κυριολεκτικώς την τελευταία στιγμή, κινητοποιήσεις των εργαζομένων της ΔΕΗ, με απρόβλεπτα δυσμενείς κοινωνικές , οικονομικές και γενικότερα για την εξέλιξη της κρίσης, στη χώρα, επιπτώσεις.
Αφορμή απετέλεσαν κυβερνητικές σκέψεις , υπό την πίεση της «τρόικα», για την αιφνίδια και σχετικά βίαιη «επιτάχυνση» (μέσω αναγκαστικής ιδιωτικοποίησης μέρους της ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ), της διαδικασίας μετάβασης σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, όσον αφορά την παραγωγή και διανομή την ηλεκτρικής ενέργειας στον τόπο μας. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο. Η χώρα μας, όμως, απέφευγε (και σ’ αυτό τον τομέα), για αρκετά χρόνια, να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες αλλαγές και ρυθμίσεις, ώστε να γίνει μια ομαλή, ορθολογική και επ’ ωφελεία της οικονομίας, αλλά και του δημοσίου συμφέροντος, μετάβαση στο νέο καθεστώς παραγωγής και διανομής αυτού του κοινωνικού αγαθού.
Η κρίση μπορεί να αποσοβήθηκε, τότε, γιατί τα κυβερνητικά σχέδια(;) μετατέθηκαν για «ευθετότερο»- μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές- χρόνο. Ωστόσο το πρόβλημα διογκώνεται, οι πολλαπλές παράπλευρες «απώλειες» γίνονται πλέον πιθανές και δυσμενείς, ως προς τις συνέπειές τους και οι λύσεις ανέφικτες, όσο δεν αντιμετωπίζονται οι αιτίες που το γεννούν.
Και στην περίπτωση της ΔΕΗ, όπως σχεδόν στο σύνολο του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ο κοινωφελής προορισμός και λειτουργία τους υπονομεύεται από τις διαφορετικές και ιδιοτελείς προτεραιότητες που συχνά επιβάλλει το πελατειακό κράτος, φροντίζοντας με τις εκάστοτε αποφάσεις του, κυρίως την αναπαραγωγή του. Αυτή είναι η εμπειρία από τις κυβερνήσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ, όσο και της ΝΔ, τα προηγούμενα χρόνια. Η φαλκίδευση αυτή συνεπικουρείται από μια, επίσης, πελατειακή λογική λειτουργίας της ηγεσίας ορισμένων συνδικάτων, που πριμοδοτεί με τη σειρά της μια συντεχνιακή λογική στο αντίστοιχο συνδικαλιστικό κίνημα.
Η συνεπαγόμενη, υπό τέτοιες συνθήκες αναποτελεσματικότητα, αντιοικονομική λειτουργία και αντιαναπτυξιακή λογική, καθώς και τα φαινόμενα συναλλαγής και διαφθοράς, που νομοτελειακά αναπτύσσονται και επεκτείνονται, οδηγούν μοιραία σε μια συνολική απαξίωση του δημοσίου. Επιτρέπουν μάλιστα στο νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα, πως κάθε ιδιωτικό είναι εξ ορισμού δίκαιο, εκσυγχρονιστικό, αναπτυξιακό, να αντιπροτείνεται ως η λογική που πρέπει να χαρακτηρίζει όλες τις βασικές σχετικές πολιτικές.
Έτσι και στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας:
- η αδιαφορία στην εκπόνηση ενός μακροχρόνιου εθνικού σχεδίου για το ενεργειακό ζήτημα, σε συντονισμό με τα αναπτυσσόμενα στην Ευρώπη αντίστοιχα ενεργειακά σχέδια, στις νέες συνθήκες της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας (πρώτες ύλες, καύσιμα, σύγχρονες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, εκσυγχρονισμός των δικτύων και ένταξή τους σε διευρωπαϊκά δίκτυα, ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών, ανάπτυξη προγραμμάτων ενεργειακής εξοικονόμησης κλπ).
-η αδράνεια εκσυγχρονισμού των μονάδων και του δικτύου της ΔΕΗ
- η μη έγκαιρη εξεύρεση εναλλακτικών και ανταγωνιστικών του λιγνίτη καυσίμων, για τη βασική ηλεκτροπαραγωγή,
- οι καθυστερήσεις (λόγω της εμπλοκής σε γραφειοκρατικές, πελατειακές, ανορθολογικές και εν πολλοίς αδιαφανείς διαδικασίες) στην ανάπτυξη και ένταξη των ανανεώσιμων, πλην φωτοβολταϊκών, πηγών ενέργειας (ανεμογεννήτριες, βιομάζα, μικρά υδροηλεκτρικά κλπ)
-(δεδομένης της καθυστέρησης στον εκσυγχρονισμό αλλά και στην εκπόνηση μιας νέας αναπτυξιακής στρατηγικής από πλευράς ΔΕΗ ) οι μεθοδεύσεις της για τη διατήρηση μιας μονοπωλιακής κυριαρχίας στην ήδη απελευθερωθείσα αγορά, οδήγησαν σε συχνές ελλείψεις ή και περικοπές ρεύματος σε κρίσιμες περιόδους και κυρίως σε μια γενίκευση της ανασφάλειας περί τις προοπτικές κάλυψης βασικών ενεργειακών μας αναγκών στο μέλλον.
Σ αυτή τη βάση της προσπάθειας διατήρησης της μονοπωλιακής κυριαρχίας, αλλά ταυτόχρονα και της προϊούσας απαξίωσης της ΔΕΗ, αντιπροτάθηκαν και αναπτύχθηκαν, σχετικά ανεξέλεγκτα, ανορθολογικά (και επισφαλή ως προς τη βιωσιμότητά τους, αν ο στόχος είναι – και πρέπει να είναι – επαρκής παραγωγή και φθηνό ρεύμα ) σχέδια ιδιωτικής ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο κλπ, καθώς και ένα ατελές και σχετικά αδιαφανές πλέγμα ρυθμίσεων περί την παραγωγή, την εμπορία, τη μεταφορά και τη διανομή της ΗΕ., από ιδιώτες. χωρίς να εξασφαλίζεται ένα καθεστώς ισονομίας, υγιούς ανταγωνισμού και κυρίως η προστασία του καταναλωτή.
Πιστεύουμε πως η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί σε μια κατεύθυνση όπου:
- το βασικό ηλεκτρικό δίκτυο είναι δημόσιο και μόνον, ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η παροχέτευση του ρεύματος προς κάθε καταναλωτή καθώς και η κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική της χώρας.
- η παραγωγή και εμπορία της ΗΕ μπορεί να γίνεται από τη ΔΕΗ και τους ιδιώτες, με παραχώρηση εκμετάλλευσης νέων πεδίων λιγνίτη ή και εναλλακτικών καυσίμων (λιθάνθρακα) από τους ιδιώτες αρκεί να προστατεύεται το περιβάλλον, να διασφαλίζονται όροι και κανόνες υγιούς ανταγωνισμού, συνθήκες πλήρους διαφάνειας και λογοδοσίας, η προστασία του καταναλωτή και εν γένει το δημόσιο συμφέρον.
- δίνεται έμφαση και κίνητρα στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με παρόμοιες όπως παραπάνω διαδικασίες. Δίνεται βάρος σε μεγάλα προγράμματα ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών, στην παραγωγή βιομάζας από αγρότες, σε μικρά υδροηλεκτρικά και σε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας.
- η όλη διαδικασία ελέγχεται από την ανεξάρτητη αρχή (ΡΑΕ), επίσης υπό συνθήκες σαφών κανόνων, πλήρους διαφάνειας και λογοδοσίας.
Σταυρος
Σε φούσκα εξελίσσονται τα φωτοβολταϊκά
Παντελής Κάπρος
Η Καθημερινή, 31/08/2010
________________________________________
Είναι πράγματι εντυπωσιακή η αθρόα προσέλευση μικροεπενδυτών, και τελευταία αγροτών, στους διάφορους φορείς και τη ΔΕΗ προκειμένου να υποβάλουν αίτηση για φωτοβολταϊκή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτό, βέβαια, οφείλεται στη γενναιόδωρη τιμή αγοράς της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία καθορίσθηκε πρόσφατα περίπου στα 450 ευρώ τη MWh (εκατομμύρια βατ-ώρες). Σε αυτήν την τιμή και με ίδια κεφάλαια στο 30% του κόστους επένδυσης, ο επενδυτής μπορεί να επιτύχει καθαρή απόδοση που υπερβαίνει το 15% ετησίως. Στις σημερινές οικονομικές συνθήκες δεν υπάρχουν βεβαίως επενδυτικές ευκαιρίες με εγγυημένες αποδόσεις αυτής της τάξης, πολύ δε περισσότερο για τους αγρότες οι οποίοι έχουν εξαιρετικά χαμηλές χρηματικές αποδόσεις κατά στρέμμα.
Η κυβέρνηση έθεσε στόχο περίπου τα 2.500 MW φωτοβολταϊκών μέχρι το 2020, ώστε να πετύχει η χώρα τους στόχους που έχουν τεθεί από την Ε.Ε. για τις ΑΠΕ. Το κόστος της επένδυσης αυτής ανέρχεται περίπου σε 10 δισ. ευρώ. Η αγορά της φωτοβολταϊκής ηλεκτρικής ενέργειας από το σύστημα θα έχει καθαρό κόστος περίπου 1,2 δισ. ευρώ τον χρόνο, το οποίο θα ανακτάται από το ειδικό τέλος ΑΠΕ, το οποίο θα πρέπει να υπερβεί τα 15 ευρώ/MWh, έναντι 5,5 σήμερα. Για σύγκριση αναφέρεται ότι η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές κοστίζει σήμερα περίπου 100 ευρώ/MWh. Αλλες μορφές ΑΠΕ για ηλεκτρική ενέργεια έχουν σαφώς χαμηλότερο κοστολόγιο, όπως η αιολική ενέργεια (80-100 ευρώ/MWh) και η βιομάζα (150-200 ευρώ/MWh).
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το τέλος ΑΠΕ πληρώνεται ισότιμα απ’ όλους τους καταναλωτές (ανεξάρτητα από το εισόδημά τους), ενώ το κέρδος από τα φωτοβολταϊκά εισπράττεται από αυτούς που διαθέτουν ίδια κεφάλαια για επένδυση. Οι αγρότες συνήθως ενοικιάζουν την αγροτική γη σε εταιρείες που διαθέτουν τα κεφάλαια για τη φωτοβολταϊκή επένδυση.
Εύλογα ερωτήματα τίθενται σχετικά με την οικονομική σκοπιμότητα της πολιτικής αυτής. Είναι τα οφέλη για την οικονομία αντίστοιχα με τη γενναιόδωρη επιχορήγηση των φωτοβολταϊκών; Είναι προτιμητέα τα φωτοβολταϊκά έναντι άλλων μορφών ΑΠΕ που έχουν μικρότερο κόστος; Γιατί η επένδυση των αγροτών σε ΑΠΕ δεν προσανατολίζεται προς τη βιομάζα (ενεργειακές καλλιέργειες) που έχει μικρότερο κόστος για την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια και θα έχει πολλαπλά οφέλη για τον γεωργικό τομέα; Η μέθοδος επιδότησης μέσω του τέλους ΑΠΕ είναι κοινωνικά δίκαιη; Μήπως θα είναι κοινωνικά πιο δίκαιος ένας ειδικός φόρος στην ηλεκτρική ενέργεια που να είναι κλιμακωτός ανάλογα με το μέγεθος της κατανάλωσης και ο οποίος να χρηματοδοτεί την επιδότηση των ΑΠΕ;
Η μεγάλη στροφή στις ΑΠΕ είναι επιβεβλημένη και σωστή. Ομως η επιλογή των εργαλείων που θα στηρίξουν τη στροφή αυτή και η επιλογή του βέλτιστου μείγματος ΑΠΕ δεν είναι ουδέτερες πολιτικές.
Εγκατάσταση μικρών φωτοβολταϊκών –ισχύος ώς 10 KW- από ιδιώτες και πολύ μικρές επιχειρήσεις-ώς 10 άτομα απασχολούμενο προσωπικό
Συνοπτική περιγραφή της κατάστασης
-Η εγκατάσταση μικρών φωτοβολταϊκών συστημάτων, ισχύος ώς 10 KW, από ιδιώτες και πολύ μικρές επιχειρήσεις (ώς 10 εργαζόμενους) για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και διάθεσής της στο διασυνδεδεμένο δίκτυο της ΔΕΗ , έχει θεσπιστεί με σχετικό νόμο που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ/1079/Β/04.06.2009.Η διαδικασία αδειοδότησης είναι απλή (πρακτικά δεν απαιτείται νέα οικοδομική άδεια), αλλά μόνο έγγραφη βεβαίωση της ΔΕΗ, περί συμφωνίας αγοράς από αυτήν του παραγόμενου ρεύματος. Το μέτρο αφορά περισσότερο μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες. Στις πολυκατοικίες (αφού επιτρέπεται μόνο μία εγκατάσταση ανά κτίριο) πολύ δύσκολα θα συναινέσουν όλοι οι ένοικοι για κατασκευή μίας κοινόχρηστης ( ή ενός μόνον από τους ενοίκους) εγκατάστασης.
- Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, συνάπτεται σύμβαση 25ετούς διάρκειας μεταξύ ιδιώτη και ΔΕΗ ,που προβλέπει την υποχρέωση της τελευταίας να αγοράζει την παραγόμενη από τη Φ/Β εγκατάσταση Ηλ. Ενέργεια, έναντι 0,55 Ευρώ την ΚWh (για τα έτη ώς και το 2011 και με μικρή σταδιακή απομείωση τιμής αγοράς από το 2012 και μετά). Η τιμή πώλησης του ρεύματος από τη ΔΕΗ στον ιδιώτη-παραγωγό είναι η ίδια που ισχύει για κάθε καταναλωτή, αναλόγως του τιμολογίου (οικιακό ή εμπορικό), με το οποίο προμηθεύεται ρεύμα – 0,1 ώς 0,12 Ευρώ ανά KWh Προβλέπεται διπλή μέτρηση της ισχύος πώλησης ρεύματος προς (και αγοράς από) τη ΔΕΗ και συμψηφιστική διαδικασία λογαριασμού μεταξύ ιδιώτη και ΔΕΗ.
-Το κόστος αυτών των εγκαταστάσεων κυμαίνεται από 3.500,00 ώς 4.500,00 Ευρώ, ανά εγκαταστημένο KW (αναλόγως του μεγέθους και των τοπικών συνθηκών εγκατάστασης).
- Οι εγκαταστάσεις αυτές δεν επιδοτούνται καθ οιονδήποτε τρόπο από τον αναπτυξιακό νόμο, πέραν της μεγάλης διαφοράς τιμής αγοράς –πώλησης, που συνιστά από μόνη της ένα κίνητρο. Οι τράπεζες ανέπτυξαν ήδη προγράμματα χρηματοδότησης τέτοιων επενδύσεων , με κυμαινόμενα επιτόκια της τάξης του 7,0% ώς 8,5% (συν κάποια επιβάρυνση για ασφάλιστρα κλπ), αναλόγως του ύψους του δανείου, των εγγυήσεων και του χρόνου αποπληρωμής. Αν και η περίοδος έναρξης ισχύος του νόμου είναι μικρή (2 περίπου μήνες ) υπάρχουν ήδη άνω των 1000 αιτήσεις για σχετικές εγκαταστάσεις. Αντίστοιχη κίνηση αιτήσεων δανειοδοτήσεων υπάρχει και προς τις τράπεζες, για τις οποίες τα φωτοβολταϊκά συνιστούν το 50% και πλέον των αιτήσεων δανείων!
Μέτρο πράσινης ανάπτυξης ή απόπειρα συγκαλυμμένης, «πράσινης αρπαχτής» ;
- Το μέτρο έχει πολύ περισσότερο συμβολικό και πολύ λιγότερο οικονομικό-αναπτυξιακό χαρακτήρα, ως προς μια κατεύθυνση «πράσινης ανάπτυξης». Παρόλο που πρόκειται για μια «καθαρή» και ανανεώσιμη πηγή ενέργειας ( για να ξέρουμε όμως όλη την αλήθεια, πρέπει να ξέρουμε πως σπαταλιέται αρκετή ενέργεια για την κατασκευή των φωτοβολταϊκών πάνελς) η αναμενόμενη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας καλύπτει μικρό μέρος των αντιστοίχων αναγκών μας. Αν υποθέσουμε πως προοπτικά σε μια πενταετία κατασκευασθούν 100.000 εγκαταστάσεις, μέσης ισχύος 7,5 KW,δηλ. συνολικά 750 MW (υπερβολικά αισιόδοξη πρόβλεψη), η ισχύς αυτή θα αντιπροσωπεύει το 5% των εκτιμώμενων τότε ηλεκτρικών ενεργειακών αναγκών της χώρας. Πώς εξασφαλίζουμε τα υπόλοιπα 95%, δηλαδή πώς λύνουμε το ενεργειακό μας πρόβλημα; Πάντως όχι με μικρά Φ/Β ώς 10KW ! (Προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων δεν μιλάμε για τη συνεισφορά του συνόλου των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας – , αιολικά, μεγάλα φωτοβολταϊκά, υδροηλεκτρικά, βιομάζα κλπ- στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, που μπορεί να υπερκαλύψουν προοπτικά το 20% ώς 25% της ενεργειακής μας ζήτησης, αλλά μόνο για το υπόψη μέτρο).
-Απομένει ο (σημαντικός οπωσδήποτε) συμβολικός-διαπαιδαγωγητικός προσανατολισμός μιας Πολιτείας που «παροτρύνει» τους πολίτες της και μιας Κοινωνίας που «ψάχνεται» προς «πράσινες» και οικολογικές αναζητήσεις. Ώς εδώ καλά, αρκεί να προστατευτούμε από τους κινδύνους, εμπλοκής σε μια νέα εθνική περιπέτεια «τύπου χρηματιστηρίου». Με θύματα πολλές χιλιάδες «μικροεπενδυτές» που βλέπουν το μέτρο ως «πράσινο» φως στο οικονομικό τους αδιέξοδο, όπως πριν 10 χρόνια εκατομμύρια συμπολίτες μας είδαν την επένδυση των οικονομιών τους στο Χρηματιστήριο, ως τη μεγάλη ευκαιρία της εύκολης και γρήγορης οικονομικοκοινωνικής τους ανέλιξης...
- Το πρόβλημα-κίνδυνος συνίσταται στο ότι οι πράσινες «προσδοκίες» που καλλιεργεί το μέτρο συνεπάγονται έναν «ετεροβαρή» καταμερισμό, ως προς τα επιχειρηματικά δεδομένα της επένδυσης. Σίγουρο «τζίρο» και μεγάλα κέρδη για τις τράπεζες και όλο το «ρίσκο» για τους «επενδυτές». Οι τράπεζες (ακόμη και τούτους, τους πολύ δύσκολους και γι αυτές καιρούς), βρίσκουν πελάτες και τους δανείζουν με υψηλό επιτόκιο και ασφάλεια– λόγω των προαπαιτούμενων εμπράγματων εγγυήσεων του δανείου. Οι «επενδυτές» πρέπει να ελπίζουν πως, για πολύ καιρό- περίπου πάνω από δώδεκα χρόνια για να μην χάσουν και πάνω από 13 χρόνια για να αρχίσουν να κερδίζουν- θα παραμείνουν αναλλοίωτοι όλοι οι παράγοντες και τα μεγέθη που προσδιόρισαν αρχικά την επιχειρηματική απόφασή τους: να αποδίδει η εγκατάσταση επί μακρόν την αρχικώς από τον προμηθευτή υποσχεθείσα ενέργεια, να μην συμβούν απρόβλεπτες βλάβες, να μην χρειασθούν επισκευές, να μην απαιτηθούν χρήματα για συντηρήσεις, να μην αλλάξει η κρατική πολιτική ή της ιδιωτικής(;) ΔΕΗ επί του θέματος – τιμολόγια, όροι αγοράς κλπ.- να μην...Γιατί δεν προβλέπεται καμιά εγγύηση, από κανέναν προμηθευτή, για τη διάρκεια ζωής της επένδυσης, για την απόδοση των Φ/Β με την πάροδο του χρόνου, δεν αναγνωρίζονται από καμιά τράπεζα και δεν δίνεται καμία υπόσχεση ευνοϊκής μεταχείρισης ως προς τις οφειλές του δανειολήπτη, αν η επένδυση «κινδυνεύσει» από απρόβλεπτες συνθήκες...
Η ευθύνη είναι στην Πολιτεία, την κυβέρνηση, τα κόμματα, τους κοινωνικούς φορείς, τα ΜΜΕ, ακόμη και στις ίδιες τις τράπεζες, να προστατεύσουν τον πολίτη, να τον ενημερώσουν για τους ελοχεύντες κινδύνους.
-Εν κατακλείδι: υπό τις παρούσες συνθήκες ξεχάστε αυτό το μέτρο ως πράσινη ανάπτυξη και ως «επιχειρηματική ευκαιρία». Μυρίζει περισσότερο «πράσινη αρπαχτή.
ΣΤαυρος
η εμμονή σε μια τεχνολογία του 1800, μας αποστερεί κεφάλαια από την διαδικασία του καινούργιου ενεργειακού προτύπου της διάχυτης παραγωγής (ΑΠΕ, Συμπαραγωγή, κλπ) και τον επιτακτικό εκσυγχρονισμό του συστήματος μεταφοράς και διανομής, ικανού να ανταποκριθεί στο νέο ενεργειακό προτότυπο που πρέπει να καλλιεργηθεί από τώρα. Και που να είναι σε θέση να δεχεται τη διάχυτη «εισροή» των ΑΠΕ χωρίς κίνδυνο μπλάκ-αουτ και να έχει μειωμένες απώλειες μεταφοράς.
Γι’ αυτούς τους λόγους και τους άλλους που έχουμε εντοπίσει στα προηγούμενα σημειώματα:
-α. Όχι άλλα λιγνιτικά πεδία και εργοστάσια, και έντονη πολιτική αντίθεση σε περίπτωση οπιασδήποτε παρόμοιας επιλογής.
-β.Αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων λιγνιτικών ΑΗΣ, με άλλους συνδιασμένου θερμοδυναμικού κύκλου υψηλού βασθμού απόδοσης, που να καλύπτουν και την έλλειψη εφεδρίας. Εδώ μπορεί να διερευνηθεί η διέξοδος δημιουργίας μεικτής επιχείρησης.
-γ. Διερευνηση της δυνατότητας δημιουργίας μεικτής επιχείρησης με τα Ελ.Πετρέλαια, με αντικείμενο ορισμένα λιγνιτικά.
-δ. Ένταση της πολιτικής και των επενδύσεων εξοικονόμησης ηλεκτρικής ενέργειας :οικιακή οικονομία (κουζίνα, φυσικό αέριο), μικρή και μεσαία επιχείρηση ( παραγωγικοί κύκλοι και κινητήρες), δημόσια κτήρια και επιχειρήσεις (μεσχηματιστές, διόρθωση συντελεστή ισχύος, ηλεκτρικοί κινητήρες, αντικασταση φωτιστικών κλπ).
Στ. Λουκας
H πώληση δεν είναι λύση
Παντελής Κάπρος
Τα Νέα, 07/08/2010
________________________________________
Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας άρχισε το 1996 στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το 1999 στην Ελλάδα. Δέκα χρόνια μετά την ίδρυση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας της Ελλάδας, η εξέλιξη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Καθώς δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί ανταγωνισμός με υγιή τρόπο ήταν αναπόφευκτο να τεθεί, αργά ή γρήγορα, ζήτημα βίαιης προσαρμογής στους κοινοτικούς κανόνες για την ενιαία, εσωτερική αγορά ενέργειας.
Η χώρα καλείται πλέον να επιλύσει χρονίζοντα και δισεπίλυτα προβλήματα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, τόσο στον τομέα της ενέργειας όσο και σε άλλους τομείς. Οπως αναμενόταν, η πολιτική του να «ξορκίσουμε το κακό» έφθασε στο τέλος της. Είχαμε προειδοποιήσει σχετικά με την αδιέξοδη αυτή πορεία ήδη από το 2001-2002 (Αρχές Τιμολογιακής Πολιτικής, ΡΑΕ 2001, Πρόταση σχεδίου νόμου για την αγορά ενέργειας, ΡΑΕ 2002, και άλλες προτάσεις).
Κατά τη δεκαετία της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όλες οι κυβερνήσεις αρνήθηκαν να θεωρήσουν την απελευθέρωση ως ευκαιρία εκσυγχρονισμού του κλάδου και των δημοσίων επιχειρήσεων, αλλά την αντιμετώπισαν αμυντικά, ως «αναγκαίο κακό» λόγω της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το πολιτικό κόστος από τυχόν δυσαρέσκεια του συνδικάτου κυριάρχησε στην πολιτική ατζέντα, αδιαφορώντας για θέματα αποτελεσματικότητας, κόστους και επενδύσεων.
Δύο μόνο εκσυγχρονιστικές κινήσεις έγιναν στο διάστημα αυτό: η μετοχοποίηση της ΔΕΗ το 2001- 2002 και ο Νόμος 3175/2003 με τον οποίο καθιερώθηκε η Ημερήσια Χονδρεμπορική Αγορά Ενέργειας.
Με κίνητρο την αγορά αυτή πραγματοποιήθηκαν σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις στην ηλεκτροπαραγωγή (μονάδες φυσικού αερίου άνω των 2000 ΜW). Ωστόσο, η ΔΕΗ, παρά τη βελτίωση της παραγωγικότητάς της, δεν κατάφερε να αντικαταστήσει μέχρι σήμερα παλαιές μονάδες με νέες, όπως προέβλεπε ο νόμος του 2003.
Ανεπίτρεπτες στρεβλώσεις στις τιμές
Κατά την πενταετία 2004- 2009 εφαρμόστηκε ο νόμος του 2003 χωρίς ωστόσο σημαντικές νέες πρωτοβουλίες, αλλά και με πολλές στρεβλώσεις και λάθη. Η λογική του πολιτικού κόστους συνεχίστηκε και σχετικά με τη ρύθμιση των τιμολογίων της ΔΕΗ με αποτέλεσμα να εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να υφίστανται ανεπίτρεπτες στρεβλώσεις στις τιμές ιδίως μεταξύ κατηγοριών καταναλωτών. Το κράτος ανέχθηκε τη χειραγώγηση της Χονδρεμπορικής Ημερήσιας Αγοράς και τις στρεβλώσεις της λιανικής αγοράς.
Μάλιστα, αντί να ενισχύσει τον μερικώς ανεξάρτητο διαχειριστή ΔΕΣΜΗΕ, συζητάει αρκετό καιρό τώρα να τον επαναφέρει εντός της ΔΕΗ μέσω θυγατρικής εταιρείας.
Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι εκάστοτε κυβερνήσεις ενεργούσαν νομίζοντας ότι μπορούμε (υπέρ κακώς εννοούμενων κρατικομονοπωλιακών συμφερόντων) να διαφεύγουμε με ημίμετρα και απαντητικές επιστολές. Ετσι τα πράγματα έφθασαν στο απροχώρητο, πράγμα που αποτελούσε κοινή διαπίστωση ακόμη και πριν από την πρόσφατη δραματική παρέμβαση της τρόικας.
Το σημείωμα αυτό είναι πολύ σύντομο για να προτείνει λύσεις για το μέλλον, αλλά σε κάθε περίπτωση η βεβιασμένη πώληση μονάδων δεν είναι λύση. Υπάρχουν λύσεις και πρέπει να μελετηθούν οργανωμένα ώστε όχι μόνο να επιτρέψουν την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού αλλά και να διασφαλίσουν τη μετάβαση προς ένα σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας με λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και σημαντικό μερίδιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Ομως το πιο σημαντικό είναι να πεισθούμε και εμείς αλλά και οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ότι έχουμε πράγματι πρόθεση να δούμε την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με θετικό- δημιουργικό τρόπο, ως ευκαιρία για εκσυγχρονισμό του κλάδου, βελτίωση της αποτελεσματικότητας, αύξηση της επιχειρηματικότητας και επενδύσεις που εξυπηρετούν τις νέες προκλήσεις που τίθενται. Μόνο έτσι θα προχωρήσουμε μπροστά προς όφελος των καταναλωτών και της ελληνικής οικονομίας.