Οι γυναίκες στο προσκήνιο
Στάθης Λουκάς, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2011-02-15
Πάνω από ένα εκατομμύριο γυναίκες κατέβηκαν στις πλατείες 230 πόλεων της Ιταλίας την περασμένη Κυριακή, σε συγκεντρώσεις χωρίς καμιά κομματική σημαία: ούτε ίχνος. Ήταν ένα πρωτόγνωρο μείγμα γυναικών, πιο πλούσιο και πολύχρωμο σε σχέση με εκείνο της δεκαετίας του 1970, που διεκδικούσε και επέβαλε το διαζύγιο, που διεκδικούσε και κατέκτησε την αποκλειστικότητα του δικαιώματος της επιλογής της μητρότητας.
Ήταν οι γυναίκες εκείνης της δεκαετίας, γυναίκες νοικοκυρές, ηθοποιοί, καλόγριες, φοιτήτριες, νέες και ολιγότερο νέες, εργαζόμενες, γνωστές και άγνωστες, εκπρόσωποι θεσμών, άνεργες, μετανάστριες. Γυναίκες πραγματικές και όχι της εικονικής πραγματικότητας της τηλεόρασης, συμπαθητικές ή όμορφες για την απλότητα, την ορμή, το πάθος, την αποφασιστικότητα που εξέφραζαν τα πρόσωπά τους σ’ αυτή τη συλλογική και αυθόρμητη διαδικασία για τη συνειδητοποίηση και διεκδίκηση του ρόλου τους.
Και συγκεντρώθηκαν στις κατά το πλείστον όμορφες ιταλικές πλατείες, όχι για να φωνάξουν μόνον «basta» (=φτάνει πια), ενάντια στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, ενάντια στην εμπορευματοποίηση των γυναικών, και ενάντια στην παρακμή και τον εξευτελισμό προς τον οποίο οδηγείται η χώρα.
Αλλά και για να διεκδικήσουν τώρα -«αν όχι τώρα, πότε;», το άλλο σύνθημα- έναν ρόλο στην εξέλιξη των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων της χώρας.Απαίτηση που τη φώναξαν με πείσμα και ειρωνεία, στα πάλκα των συγκεντρώσεων, εργαζόμενες, άνεργες, ευέλικτες, καλόγριες, και αποτυπώνεται ανάγλυφα στη φράση της γεν. γραμματέα της CGIL, Susanna Camusso: «Η αλλαγή είναι δυνατή! Το μέλλον μάς ανήκει και πρέπει να το καταλάβουν», φράση που απευθύνονταν και στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Πρέπει να το καταλάβουν όλοι. Μια και οι γυναίκες χρησιμοποίησαν τις λέξεις, τους μορφασμούς, τις κινήσεις όχι για να βρίσουν αλλά για να περιγράψουν με ένταση, αλλά και με γλαφυρότητα, τους φόβους, την κούραση, τις δυσκολίες, την οργή και τις ταπεινώσεις που οι γυναίκες της πραγματικότητας -και όχι της εικονικής τοιαύτης- υφίστανται και υποφέρουν. Και τα υφίστανται και τα υποφέρουν σαν μητέρες, σαν εργαζόμενες, σαν ευέλικτες, σαν άνεργες, σαν νέες, χωρίς προοπτική να γίνουν μητέρες, γιατί δεν έχουν καμιά ασφάλεια για το μέλλον, γιατί κανείς δεν τις προστατεύει από την εκμετάλλευση στον χώρο της δουλειάς, από τις προσβολές και τις κακοποιήσεις στον αστικό χώρο και από τον ιδοκτησιακό έρωτα των ανδρών τους στον χώρο του σπιτιού.
Και η αλλαγή είναι δυνατή γιατί έρχεται σαν «άρνηση» αυτής της κατάστασης πραγμάτων και τοποθετείται στο πλαίσιο της διεκδίκησης μιας κατάστασης ισότητας και δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως φύλου και κομματικής τοποθέτησης. Και για έναν περισσότερο λόγο: γιατί αν σε μια μικρή -για τα ιταλικά μεγέθη- πόλη βλέπεις, για πρώτη φορά σε μια εκδήλωση, χιλιάδες πρόσωπα νέων και μη γυναικών -που δεν τα βλέπεις ούτε στη μεγάλη πορεία της πρωτομαγιάς- με αποτυπωμένο το πάθος συνειδητοποίησης και διεκδίκησης ρόλου, σημαίνει ότι κάτι το καινούργιο κινείται στα βαθιά της ιταλικής κοινωνίας. Γιατί γινήκαμε μάρτυρες μιας διαδικασίας που αναμενόνταν από τις γυναίκες εδώ και τριανταπέντε χρόνια. Από εχθές φαίνεται ότι μια άλλη Ιταλία μπήκε σε κίνηση και ίσως θα είναι δύσκολα να τη σιγήσει κανείς.
Και αυτά γράφοντας και σκεπτόμενος, με στενοχωρεί και θλίβει η απόσταση της ελληνικής αριστεράς, παλιάς και νέας ωιμέ, από το άλλο ήμισυ του ουρανού. Αλλά πρόκειται για μια άλλη συζήτηση, που πρέπει κάποτε να ανοίξει.
Ήταν οι γυναίκες εκείνης της δεκαετίας, γυναίκες νοικοκυρές, ηθοποιοί, καλόγριες, φοιτήτριες, νέες και ολιγότερο νέες, εργαζόμενες, γνωστές και άγνωστες, εκπρόσωποι θεσμών, άνεργες, μετανάστριες. Γυναίκες πραγματικές και όχι της εικονικής πραγματικότητας της τηλεόρασης, συμπαθητικές ή όμορφες για την απλότητα, την ορμή, το πάθος, την αποφασιστικότητα που εξέφραζαν τα πρόσωπά τους σ’ αυτή τη συλλογική και αυθόρμητη διαδικασία για τη συνειδητοποίηση και διεκδίκηση του ρόλου τους.
Και συγκεντρώθηκαν στις κατά το πλείστον όμορφες ιταλικές πλατείες, όχι για να φωνάξουν μόνον «basta» (=φτάνει πια), ενάντια στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, ενάντια στην εμπορευματοποίηση των γυναικών, και ενάντια στην παρακμή και τον εξευτελισμό προς τον οποίο οδηγείται η χώρα.
Αλλά και για να διεκδικήσουν τώρα -«αν όχι τώρα, πότε;», το άλλο σύνθημα- έναν ρόλο στην εξέλιξη των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων της χώρας.Απαίτηση που τη φώναξαν με πείσμα και ειρωνεία, στα πάλκα των συγκεντρώσεων, εργαζόμενες, άνεργες, ευέλικτες, καλόγριες, και αποτυπώνεται ανάγλυφα στη φράση της γεν. γραμματέα της CGIL, Susanna Camusso: «Η αλλαγή είναι δυνατή! Το μέλλον μάς ανήκει και πρέπει να το καταλάβουν», φράση που απευθύνονταν και στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Πρέπει να το καταλάβουν όλοι. Μια και οι γυναίκες χρησιμοποίησαν τις λέξεις, τους μορφασμούς, τις κινήσεις όχι για να βρίσουν αλλά για να περιγράψουν με ένταση, αλλά και με γλαφυρότητα, τους φόβους, την κούραση, τις δυσκολίες, την οργή και τις ταπεινώσεις που οι γυναίκες της πραγματικότητας -και όχι της εικονικής τοιαύτης- υφίστανται και υποφέρουν. Και τα υφίστανται και τα υποφέρουν σαν μητέρες, σαν εργαζόμενες, σαν ευέλικτες, σαν άνεργες, σαν νέες, χωρίς προοπτική να γίνουν μητέρες, γιατί δεν έχουν καμιά ασφάλεια για το μέλλον, γιατί κανείς δεν τις προστατεύει από την εκμετάλλευση στον χώρο της δουλειάς, από τις προσβολές και τις κακοποιήσεις στον αστικό χώρο και από τον ιδοκτησιακό έρωτα των ανδρών τους στον χώρο του σπιτιού.
Και η αλλαγή είναι δυνατή γιατί έρχεται σαν «άρνηση» αυτής της κατάστασης πραγμάτων και τοποθετείται στο πλαίσιο της διεκδίκησης μιας κατάστασης ισότητας και δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως φύλου και κομματικής τοποθέτησης. Και για έναν περισσότερο λόγο: γιατί αν σε μια μικρή -για τα ιταλικά μεγέθη- πόλη βλέπεις, για πρώτη φορά σε μια εκδήλωση, χιλιάδες πρόσωπα νέων και μη γυναικών -που δεν τα βλέπεις ούτε στη μεγάλη πορεία της πρωτομαγιάς- με αποτυπωμένο το πάθος συνειδητοποίησης και διεκδίκησης ρόλου, σημαίνει ότι κάτι το καινούργιο κινείται στα βαθιά της ιταλικής κοινωνίας. Γιατί γινήκαμε μάρτυρες μιας διαδικασίας που αναμενόνταν από τις γυναίκες εδώ και τριανταπέντε χρόνια. Από εχθές φαίνεται ότι μια άλλη Ιταλία μπήκε σε κίνηση και ίσως θα είναι δύσκολα να τη σιγήσει κανείς.
Και αυτά γράφοντας και σκεπτόμενος, με στενοχωρεί και θλίβει η απόσταση της ελληνικής αριστεράς, παλιάς και νέας ωιμέ, από το άλλο ήμισυ του ουρανού. Αλλά πρόκειται για μια άλλη συζήτηση, που πρέπει κάποτε να ανοίξει.