Αναμενόμενος ο σάλος που προκάλεσε η υπόθεση Στρος-Καν.
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2011-05-21
Μπορεί να μην είναι η πρώτη φορά που κάποιος ισχυρός χουφτώνει μια καμαριέρα, αλλά σίγουρα δεν περιμέναμε να δούμε τον επικεφαλής του ΔΝΤ να προσέρχεται στο δικαστήριο με χειροπέδες και να προφυλακίζεται. Ποιος δεν απολαμβάνει την ταπείνωση των μεγαλόσχημων; (Εξ ου τα ανέκδοτα που άρχισαν να κυκλοφορούν) Οσον αφορά τώρα τη σοβαρή πλευρά του θέματος, σχεδόν σε όλες τις αναλύσεις που έγιναν από ξένους υπήρχε και μια εκτίμηση που μας αφορά άμεσα: ότι η θεαματική πτώση του Στρος-Καν ήρθε τη χειρότερη δυνατή στιγμή για την Ελλάδα, επειδή θα καθυστερήσει αποφάσεις που πρέπει να παρθούν άμεσα ή θα φέρει στη θέση του κάποιον σκληρό που δεν το παίζει σοσιαλιστής για να κερδίσει τις εκλογές στη Γαλλία. Κοντολογίς, οι άλλοι παρακολουθούν τις εξελίξεις ή απλώς το διασκεδάζουν, ενώ εμάς μας έχουν ζώσει τα φίδια. Προφανής ο λόγος: εμείς κολυμπάμε στα βαθιά, εμείς χρειαζόμαστε βοήθεια και επειγόντως μάλιστα για να μην πνιγούμε.
Νομίζω ότι αυτή η αναπάντεχη τροπή έφερε στην επιφάνεια την εξής διάσταση του δικού μας προβλήματος την οποία κατά κανόνα απωθούμε: ότι τα λάθη μας έχουν δυσάρεστες συνέπειες. Θέλω να πω το εξής απλό: ας δεχθούμε ότι οι δανειστές μας -στους οποίους εμείς προστρέξαμε, δεν ήρθαν αυτοί να μας δανείσουν με το ζόρι- είναι όντως νεοφιλελεύθεροι, μοχθηροί, ανθέλληνες και γενικά κακοί. (Διαλέξτε εσείς επίθετο ή προσθέστε το δικό σας) Πιο προχωρημένα, ας δεχθούμε ότι ενεργούν βάσει σχεδίου για να κάμψουν το περιβόητο και διαχρονικό αντιστασιακό πνεύμα του Ελληνα (εδώ μπορεί να έβαλε και ο Κίσινγκερ το χεράκι του).
Ας δεχθούμε ότι θέλουν να μας γυρίσουν πίσω στον εργασιακό μεσαίωνα και να κατεδαφίσουν το κοινωνικό μας κράτος (που δεν έχουμε, με μοναδική εξαίρεση το ΔΣΥ). Ας δεχθούμε ότι σήμερα η Ευρώπη απορρίπτει μετά βδελυγμίας οποιαδήποτε πολιτική που μυρίζει (πραγματική) σοσιαλδημοκρατία ή κεϊνσιανισμό. Ας δεχθούμε ότι η Μέρκελ είναι μια κακιωμένη δεξιά που δεν μας χωνεύει και ότι ενδιαφέρεται μόνο για την επανεκλογή της. Ας δεχθούμε τέλος ότι σκόπιμα καλλιεργούν την αυτοενοχοποίησή μας για να γίνουμε υπάκουοι. Τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι κάναμε τα πάντα για να εξαρτηθεί η σωτηρία μας από τέτοια καθάρματα; Τι θα μας ένοιαζαν όλα αυτά αν δεν χρειαζόμαστε τη βοήθειά τους;
Με άλλα λόγια, ας προσέχαμε. Οταν οι κυβερνήσεις που εμείς ψηφίσαμε διόριζαν στο Δημόσιο τους ψηφοφόρους τους, όταν σκόρπιζαν δεξιά και αριστερά δανεικά λεφτά για να εκθρέψουν τον καταναλωτισμό των «αντιστεκόμενων» Ελλήνων, όταν η χώρα που δεν παράγει σχεδόν τίποτα κατακλυζόταν από πανάκριβα εισαγόμενα προϊόντα, όταν το σύνθημα των συνδικαλιστών ήταν «αφού μας τα δίνουνε, να μην τα πάρουμε;», όταν η φοροδιαφυγή και η διαφθορά είχαν γίνει το εθνικό σπορ στο οποίο δεν επιδιδόταν μόνο η πλουτοκρατία, όταν αποδεχθήκαμε τη λογική του συστήματος που μετράει την ευτυχία με την αγοραστική δύναμη, όταν όλοι πιστέψαμε στο όνειρο ότι του χρόνου θα αγοράσουμε ακριβότερα ρούχα και καλύτερο αυτοκίνητο, όταν ζούσαμε μέσα σ’ αυτή την παραζάλη της καλοπέρασης, ας προσέχαμε.
Οποιες και να είναι οι ευθύνες των κακών ξένων -και πράγματι είναι πολλές- υπάρχουν και οι δικές μας. Και από το συνδυασμό τους φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Να κρεμόμαστε από μια κλωστή και η τύχη μας να εξαρτάται από εκείνους που θεωρούμε ανάλγητους νεοφιλελεύθερους κι από το αν ο Στρος-Καν προσπάθησε ή δεν προσπάθησε να βιάσει μια καμαριέρα σε ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης.
Νομίζω ότι αυτή η αναπάντεχη τροπή έφερε στην επιφάνεια την εξής διάσταση του δικού μας προβλήματος την οποία κατά κανόνα απωθούμε: ότι τα λάθη μας έχουν δυσάρεστες συνέπειες. Θέλω να πω το εξής απλό: ας δεχθούμε ότι οι δανειστές μας -στους οποίους εμείς προστρέξαμε, δεν ήρθαν αυτοί να μας δανείσουν με το ζόρι- είναι όντως νεοφιλελεύθεροι, μοχθηροί, ανθέλληνες και γενικά κακοί. (Διαλέξτε εσείς επίθετο ή προσθέστε το δικό σας) Πιο προχωρημένα, ας δεχθούμε ότι ενεργούν βάσει σχεδίου για να κάμψουν το περιβόητο και διαχρονικό αντιστασιακό πνεύμα του Ελληνα (εδώ μπορεί να έβαλε και ο Κίσινγκερ το χεράκι του).
Ας δεχθούμε ότι θέλουν να μας γυρίσουν πίσω στον εργασιακό μεσαίωνα και να κατεδαφίσουν το κοινωνικό μας κράτος (που δεν έχουμε, με μοναδική εξαίρεση το ΔΣΥ). Ας δεχθούμε ότι σήμερα η Ευρώπη απορρίπτει μετά βδελυγμίας οποιαδήποτε πολιτική που μυρίζει (πραγματική) σοσιαλδημοκρατία ή κεϊνσιανισμό. Ας δεχθούμε ότι η Μέρκελ είναι μια κακιωμένη δεξιά που δεν μας χωνεύει και ότι ενδιαφέρεται μόνο για την επανεκλογή της. Ας δεχθούμε τέλος ότι σκόπιμα καλλιεργούν την αυτοενοχοποίησή μας για να γίνουμε υπάκουοι. Τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι κάναμε τα πάντα για να εξαρτηθεί η σωτηρία μας από τέτοια καθάρματα; Τι θα μας ένοιαζαν όλα αυτά αν δεν χρειαζόμαστε τη βοήθειά τους;
Με άλλα λόγια, ας προσέχαμε. Οταν οι κυβερνήσεις που εμείς ψηφίσαμε διόριζαν στο Δημόσιο τους ψηφοφόρους τους, όταν σκόρπιζαν δεξιά και αριστερά δανεικά λεφτά για να εκθρέψουν τον καταναλωτισμό των «αντιστεκόμενων» Ελλήνων, όταν η χώρα που δεν παράγει σχεδόν τίποτα κατακλυζόταν από πανάκριβα εισαγόμενα προϊόντα, όταν το σύνθημα των συνδικαλιστών ήταν «αφού μας τα δίνουνε, να μην τα πάρουμε;», όταν η φοροδιαφυγή και η διαφθορά είχαν γίνει το εθνικό σπορ στο οποίο δεν επιδιδόταν μόνο η πλουτοκρατία, όταν αποδεχθήκαμε τη λογική του συστήματος που μετράει την ευτυχία με την αγοραστική δύναμη, όταν όλοι πιστέψαμε στο όνειρο ότι του χρόνου θα αγοράσουμε ακριβότερα ρούχα και καλύτερο αυτοκίνητο, όταν ζούσαμε μέσα σ’ αυτή την παραζάλη της καλοπέρασης, ας προσέχαμε.
Οποιες και να είναι οι ευθύνες των κακών ξένων -και πράγματι είναι πολλές- υπάρχουν και οι δικές μας. Και από το συνδυασμό τους φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Να κρεμόμαστε από μια κλωστή και η τύχη μας να εξαρτάται από εκείνους που θεωρούμε ανάλγητους νεοφιλελεύθερους κι από το αν ο Στρος-Καν προσπάθησε ή δεν προσπάθησε να βιάσει μια καμαριέρα σε ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης.