Ο Ερντογάν θέλει να γίνει Σαρκοζί ή Πούτιν
Τουρκικοί αναπροσανατολισμοί
Γεράσιμος Γεωργάτος, www.aixmi.gr, Δημοσιευμένο: 2011-06-12
Η Δευτέρα, 13 Ιουνίου 2011, θα βρει για τρίτη συνεχή φορά νικητή των εκλογών στην Τουρκία τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το μετριοπαθές ισλαμικό κόμμα, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Ο Ερντογάν φαίνεται ότι κερδίζει με μεγάλη ευκολία τις 276 από τις 550 έδρες του τουρκικού κοινοβουλίου, που απαιτούνται για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Βασικός στόχος του είναι η μεταρρύθμιση του τουρκικού συντάγματος της χούντας του Κενάν Εβρέν, από τη δεκαετία του 80, προκειμένου να μετατρέψει το πολίτευμα σε προεδρική δημοκρατία γαλλικού τύπου και να εκλεγεί ο ίδιος, το 2014, πρόεδρος απευθείας από το λαό. Στην μικρής πιθανότητας περίπτωση που το ΑΚΡ κερδίσει 367 έδρες – δηλαδή τα δύο τρίτα του κοινοβουλίου -, μπορεί πολύ πιο εύκολα να υπερψηφίσει τη συνταγματική μεταρρύθμιση χωρίς συναίνεση άλλων κομματικών δυνάμεων και χωρίς προσφυγή σε δημοψήφισμα.
Μέσα σε μια δεκαετία, από το 2002 που το ΑΚΡ ανέλαβε για πρώτη φορά τη διακυβέρνηση της χώρας, το ΑΕΠ της Τουρκίας τετραπλασιάστηκε, από 200 σε 800 δις δολάρια ( 550 δις ευρώ), το κατά κεφαλή εισόδημα τριπλασιάστηκε, από 3000 σε 10000 δολάρια, ενώ το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 75% στο εντυπωσιακό και απολύτως διαχειρίσιμο 40% του ΑΕΠ. Από τα δάνεια του ΔΝΤ το 2002, η Τουρκία σήμερα είναι μέλος των G20 και η 17η οικονομία στον κόσμο. Παράλληλα, αναβαθμίστηκε και ο γεωστρατηγικός της ρόλος στο πλαίσιο των νέων ενεργειακών δεδομένων, καθώς όλο και περισσότεροι αγωγοί περνούν από το έδαφός της. Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση και πολύ περισσότερο η Ελλάδα, αντιμετωπίζουν ύφεση και στασιμότητα, ενώ οι πολίτες στα κράτη – μέλη βλέπουν το επίπεδο της ζωής τους να υποχωρεί.
Στο Μαρόκο, στην Τυνησία, στην Αίγυπτο και γενικότερα στον αραβικό κόσμο, σύμφωνα με τους διεθνείς αναλυτές και τις δημοσκοπήσεις, η εικόνα της Ευρώπης ως πολιτικό και κοινωνικό μοντέλο υποχωρεί προς όφελος μιας Τουρκίας που αποδεικνύει ότι μπορεί ως χώρα να είναι ταυτόχρονα ισλαμική, δημοκρατική και ευημερούσα και με μια εξωτερική πολιτική ανεξάρτητη από τις επιταγές της Δύσης. Ο Ερντογάν φρόντισε να το υπογραμμίσει συγκρουόμενος με το Ισραήλ, αμέσως μετά την επίθεση των ισραηλινών στο στολίσκο της βοήθειας προς τη Γάζα.
Μέχρι σήμερα η προοπτική της ένταξης στην Ε.Ε λειτουργούσε εξισορροπιστικά για το τουρκικό πολιτικό σύστημα. Για τους ισλαμιστές αποτελούσε εγγύηση ότι οι στρατιωτικοί δεν θα επέμβαιναν στην πολιτική ζωή, όπως έκαναν συχνά στο παρελθόν, ενώ για τους στρατιωτικούς, τους εν γένει κοσμικούς και τους φιλελεύθερους αποτελούσε εγγύηση ότι οι ισλαμιστές δεν μπορούσαν να επιβάλουν τις αξίες τους ούτε να περιορίσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες. Με την ισχυροποίηση του ΑΚΡ και του Ερντογάν, αυτή η ισορροπία έχει πλέον ανατραπεί. Όσο εξασθενούν οι δεσμοί με την Ευρώπη και η προοπτική της ένταξης, τόσο αυξάνουν τα περιθώρια κινήσεων των ισλαμιστών. Παρόλο που η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων χρονολογείται μόλις από το 2005, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν πως οι ισλαμιστές ισχυροποιούμενοι μπορεί να απομακρύνουν την Τουρκία από το δρόμο των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που την δεσμεύει η ευρωπαϊκή προοπτική.
Τέτοιες απόψεις ενισχύονται και από εκτιμήσεις που υποστηρίζουν ότι ο Ερντογάν με τη συνταγματική μεταρρύθμιση έχει στο μυαλό του μια προεδρική δημοκρατία όχι κατά το γαλλικό ή το αμερικανικό πρότυπο, αλλά κατά το αρχέτυπο της Ρωσίας του Πούτιν, δηλαδή έναν αυταρχισμό μεταμφιεσμένο σε δημοκρατία, όπου τα μέσα ενημέρωσης και οι επιχειρήσεις είναι ολοκληρωτικά υποταγμένες στην πολιτική εξουσία.
Είναι χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις της αγγλόφωνης έκδοσης της «Χουριέτ» (31 Μαΐου), πως η ταχύτατη ανάπτυξη της Τουρκίας την φέρνει όλο και πιο κοντά στην ομάδα των αναδυόμενων χωρών – Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα – απομακρύνοντάς την από τη Δύση. Σύμφωνα πάντα με τη Χουριέτ, δεν πρόκειται για ισλαμοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, παρόλο που η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του ΑΚΡ μετά την απόπειρα προσέγγισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, στράφηκε προς τις ισλαμικές δημοκρατίες, κλείνοντας το μάτι στη Χαμάς και το Ιράν. Πρόκειται για φαινόμενο πολύ ευρύτερο που σχετίζεται με τον αυξανόμενο αντιαμερικανισμό και αντιδυτικισμό της τουρκικής κοινωνίας. Συνεπώς, η προσήλωση στις δυτικές αξίες και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας αποτελούν διακύβευμα για μια περιορισμένη κοινωνική ελίτ και δεν απασχολούν ούτε ανησυχούν καθόλου την ευρύτερη τουρκική κοινή γνώμη.
Σήμερα, οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ βρίσκονται σχεδόν σε μηδενικό σημείο. Οι κατά καιρούς δηλώσεις προσήλωσης των Νταβούτογλου και Μπαγίς στον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας, διαψεύδονται καθημερινά από τις επιλογές της κυβέρνησης στην εσωτερική (π.χ μαντήλα, απαγόρευση αλκοόλ) και στην εξωτερική πολιτική (π.χ Κυπριακό). Ας σημειωθεί ότι στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΑΚΡ δεν υπάρχει παρά μια μόνο λεκτική αναφορά στην Ελλάδα.
Τούτων δοθέντων, το καλύτερο σενάριο για την Ελλάδα θα ήταν η Ε.Ε να υπερβεί το ταχύτερο την εσωστρέφεια, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά και με προώθηση της πολιτικής ενοποίησης την οικονομική κρίση, ώστε να μπορέσει με αυτοπεποίθηση να στρέψει και πάλι το βλέμμα στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον και να επαναγκαλιάσει την Τουρκία. Γιατί οι σχέσεις με την Τουρκία, όπως και η οικονομική κρίση, είναι πρόβλημα και με ελληνικές ιδιαιτερότητες και με ευρωπαϊκή διάσταση. Σε διαφορετική δυστυχώς περίπτωση οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεδομένων των οξύτατων οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας που την καθιστούν αδύναμο παίκτη και συνομιλητή, εγγράφονται στο πλαίσιο του διπλωματικού δόγματος «μηδενικό πρόβλημα με τους γείτονες», μόνο που αυτό θα εκφράζει αποκλειστικά την τουρκική πλευρά.