Μεταξύ ευρώ και δραχµής
Αντώνης Καρακούσης, Το Βήμα της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2011-10-02
Την περασµένη Παρασκευή το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο δεν µπόρεσε να καταβάλει µισθούς στο προσωπικό του και έδωσε υπόσχεση σε γιατρούς και νοσηλευτές ότι η µισθοδοσία τους θα µπει στους τραπεζικούς τους λογαριασµούς την προσεχή Τρίτη.
Πριν από λίγες ηµέρες επίσης ο υφυπουργός Οικονοµικών κ. Φ. Σαχινίδης χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες τις τράπεζες και να εξαντλήσει την επινοητικότητά του προκειµένου να εξασφαλίσει τις συντάξεις του ΙΚΑ.
Αντίστοιχες αγωνιώδεις ηµέρες έχουν περάσει το προηγούµενο διάστηµα οι περισσότεροι των διοικητών κρατικών οργανισµών και επιχορηγούµενων Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου.
Κάτι ανάλογο αντιµετώπισαν τις προηγούµενες ηµέρες πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες µε µεγάλη δυσκολία συγκέντρωσαν τα απαιτούµενα ρευστά διαθέσιµα προκειµένου να καλύψουν τη µισθοδοσία τους.
∆εν είναι τυχαίο ότι στον ιδιωτικό τοµέα της οικονοµίας µαζικά πια εφαρµόζονται προγράµµατα περιορισµού του κόστους και συµφωνούνται χαµηλότερες αµοιβές µε τους εργαζοµένους.
Ακόµη και ισχυρά συνδικάτα, που άλλοτε οδηγούσαν τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις, τηρούν τώρα αµυντική στάση, ακριβώς επειδή αντιλαµβάνονται το κενό και την αδυναµία των επιχειρήσεων. Αλλωστε κατανοούν και οι συνδικαλιστές ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν έχουν την τρόικα να τις δανείσει και οι τράπεζές µας είναι στεγνές, δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν ούτε τους υγιέστερους των πελατών τους.
Με άλλα λόγια, όσο περνά ο καιρός όλοι, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, έρχονται αντιµέτωποι µε την κρίση και τις βαρύτατες συνέπειές της. Η κατάρρευση του ιδιότυπου ελληνικού µεταπολιτευτικού οικονοµικού µοντέλου είναι εµφανής διά γυµνού οφθαλµού. Και τη βιώνουν όλοι. Στα σπίτια, στις επιχειρήσεις, στις δηµόσιες υπηρεσίες, στους κρατικούς οργανισµούς, στις γειτονιές, στους δρόµους, παντού καταγράφονται οι συνέπειες αυτής της κατάρρευσης.
Και όσο θα περνά ο καιρός και δεν θα οδηγούµαστε σε µια ολοκληρωµένη επέµβαση µεταβολής του οικονοµικού µοντέλου, οι επιπτώσεις της κρίσης θα γίνονται ολοένα και εντονότερες.
Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχουν πλέον χρονικά περιθώρια αναβολών ή αναστολών.
Η χώρα οφείλει να λάβει το ταχύτερο γενναίες αποφάσεις, αποφασίζοντας ταυτόχρονα ποιον δρόµο θα ακολουθήσει. Και οι δρόµοι δεν είναι πολλοί. Αν θέλει να παραµείνει στην ευρωζώνη, δεν έχει παρά να αποδεχθεί και να εφαρµόσει συντεταγµένα το πρόγραµµα εσωτερικής αναδιάρθρωσης που κατατείνει σε αυτό που οι οικονοµολόγοι ονοµάζουν εσωτερική υποτίµηση της τάξεως του 25%-30%.
Κάτι που σηµαίνει ότι αµοιβές, τιµές, ενοίκια και αξίες θα υποχωρήσουν ανάλογα, ώστε να διαµορφωθεί µια νέα ισορροπία, σε χαµηλότερη και πιο πραγµατική προς τις δυνατότητές µας βάση.
Σε άλλη περίπτωση, αν δεν αντέχουµε να ζούµε στην ευρωζώνη, αν δεν µπορούµε να σηκώσουµε το βάρος των υποχρεώσεων που απορρέουν απ’ αυτήν, δεν έχουµε παρά να αποφασίσουµε οργανωµένη και συντεταγµένη επιστροφή στο εθνικό µας νόµισµα, αναλαµβάνοντας πλήρως την ευθύνη της επιλογής και γνωρίζοντας βεβαίως ότι για πολλά χρόνια θα ζήσουµε πραγµατικά φτωχοί και εσωστρεφείς, µακριά από τις εξελίξεις στον κόσµο και χωρίς τη βεβαιότητα ότι θα πετύχουµε.
Εδώ που έχουµε φθάσει, ενδιάµεσοι δρόµοι δεν υπάρχουν. Και είναι ζήτηµα εθνικής επιβίωσης ποιον δρόµο θα διαλέξουµε. Η δε επιλογή µας δεν µπορεί να βραδύνει.
Πριν από λίγες ηµέρες επίσης ο υφυπουργός Οικονοµικών κ. Φ. Σαχινίδης χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες τις τράπεζες και να εξαντλήσει την επινοητικότητά του προκειµένου να εξασφαλίσει τις συντάξεις του ΙΚΑ.
Αντίστοιχες αγωνιώδεις ηµέρες έχουν περάσει το προηγούµενο διάστηµα οι περισσότεροι των διοικητών κρατικών οργανισµών και επιχορηγούµενων Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου.
Κάτι ανάλογο αντιµετώπισαν τις προηγούµενες ηµέρες πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες µε µεγάλη δυσκολία συγκέντρωσαν τα απαιτούµενα ρευστά διαθέσιµα προκειµένου να καλύψουν τη µισθοδοσία τους.
∆εν είναι τυχαίο ότι στον ιδιωτικό τοµέα της οικονοµίας µαζικά πια εφαρµόζονται προγράµµατα περιορισµού του κόστους και συµφωνούνται χαµηλότερες αµοιβές µε τους εργαζοµένους.
Ακόµη και ισχυρά συνδικάτα, που άλλοτε οδηγούσαν τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις, τηρούν τώρα αµυντική στάση, ακριβώς επειδή αντιλαµβάνονται το κενό και την αδυναµία των επιχειρήσεων. Αλλωστε κατανοούν και οι συνδικαλιστές ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν έχουν την τρόικα να τις δανείσει και οι τράπεζές µας είναι στεγνές, δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν ούτε τους υγιέστερους των πελατών τους.
Με άλλα λόγια, όσο περνά ο καιρός όλοι, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, έρχονται αντιµέτωποι µε την κρίση και τις βαρύτατες συνέπειές της. Η κατάρρευση του ιδιότυπου ελληνικού µεταπολιτευτικού οικονοµικού µοντέλου είναι εµφανής διά γυµνού οφθαλµού. Και τη βιώνουν όλοι. Στα σπίτια, στις επιχειρήσεις, στις δηµόσιες υπηρεσίες, στους κρατικούς οργανισµούς, στις γειτονιές, στους δρόµους, παντού καταγράφονται οι συνέπειες αυτής της κατάρρευσης.
Και όσο θα περνά ο καιρός και δεν θα οδηγούµαστε σε µια ολοκληρωµένη επέµβαση µεταβολής του οικονοµικού µοντέλου, οι επιπτώσεις της κρίσης θα γίνονται ολοένα και εντονότερες.
Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχουν πλέον χρονικά περιθώρια αναβολών ή αναστολών.
Η χώρα οφείλει να λάβει το ταχύτερο γενναίες αποφάσεις, αποφασίζοντας ταυτόχρονα ποιον δρόµο θα ακολουθήσει. Και οι δρόµοι δεν είναι πολλοί. Αν θέλει να παραµείνει στην ευρωζώνη, δεν έχει παρά να αποδεχθεί και να εφαρµόσει συντεταγµένα το πρόγραµµα εσωτερικής αναδιάρθρωσης που κατατείνει σε αυτό που οι οικονοµολόγοι ονοµάζουν εσωτερική υποτίµηση της τάξεως του 25%-30%.
Κάτι που σηµαίνει ότι αµοιβές, τιµές, ενοίκια και αξίες θα υποχωρήσουν ανάλογα, ώστε να διαµορφωθεί µια νέα ισορροπία, σε χαµηλότερη και πιο πραγµατική προς τις δυνατότητές µας βάση.
Σε άλλη περίπτωση, αν δεν αντέχουµε να ζούµε στην ευρωζώνη, αν δεν µπορούµε να σηκώσουµε το βάρος των υποχρεώσεων που απορρέουν απ’ αυτήν, δεν έχουµε παρά να αποφασίσουµε οργανωµένη και συντεταγµένη επιστροφή στο εθνικό µας νόµισµα, αναλαµβάνοντας πλήρως την ευθύνη της επιλογής και γνωρίζοντας βεβαίως ότι για πολλά χρόνια θα ζήσουµε πραγµατικά φτωχοί και εσωστρεφείς, µακριά από τις εξελίξεις στον κόσµο και χωρίς τη βεβαιότητα ότι θα πετύχουµε.
Εδώ που έχουµε φθάσει, ενδιάµεσοι δρόµοι δεν υπάρχουν. Και είναι ζήτηµα εθνικής επιβίωσης ποιον δρόµο θα διαλέξουµε. Η δε επιλογή µας δεν µπορεί να βραδύνει.