Tο επικίνδυνο 42%!
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2005-09-03
Ο κύβος ερρίφθη. H κυβέρνηση, ύστερα από έναν σύντομο διάλογο με τον εαυτό της, αποφάσισε να αλλάξει τον τρόπο εκλογής των δημάρχων από τις επόμενες εκλογές. Δεν θα χρειάζεται πια η απόλυτη πλειοψηφία των δημοτών για να εκλεγεί δήμαρχος. Θα αρκεί ένα ποσοστό που ορίστηκε στο 42% - δίνοντας λαβή για έναν γύρο κολοκυθιάς: Και γιατί, παρακαλώ, 42% κι όχι 40% ή 44%, 43% ή 41%;
H πολιτική σκοπιμότητα πίσω από την απόφαση της κυβέρνησης είναι, βέβαια, απολύτως διαφανής και εντελώς απροσχημάτιστη. Περιττό να συζητηθεί άλλο. Θα αποδειχθεί, άλλωστε, στην πράξη κατά πόσον το στρατήγημα θα αποδώσει ή θα γίνει μπούμερανγκ - είτε σπρώχνοντας την αντιπολίτευση σε συμπράξεις από τον πρώτο γύρο, είτε ωθώντας τους ψηφοφόρους σε συμπεριφορές φυγόκεντρες, σε ψήφο ανυπακοής προς τις κομματικές γραμμές.
Μου κάνει, όμως, εντύπωση που μένει ασχολίαστο, αν δεν επαινείται ως εύλογο, το επικίνδυνο επιχείρημα με το οποίο επενδύεται το κυβερνητικό διάβημα: Αφού - μας λένε - το 42% βγάζει κυβέρνηση της χώρας, γιατί να μην μπορεί να βγάλει και τη διοίκηση ενός δήμου; Γιατί να χρειάζεται απόλυτη πλειοψηφία για τον δήμαρχο, όταν αυτή δεν απαιτείται για τον πολύ ισχυρότερο θεσμό του πρωθυπουργού; Και γιατί να συνεχίσουμε να εκλέγουμε δημάρχους με έναν τρόπο που έχει κόστος - λόγω της επαναληπτικής εκλογικής κινητοποίησης - και δίνει σε μικρότερους συνδυασμούς δυσανάλογη δύναμη διαπραγμάτευσης και συναλλαγής μεταξύ δύο γύρων;
Το επιχείρημα «οικονομία στα εκλογικά έξοδα» ακούγεται κάπως «σόλοικο» από τα χείλη ανθρώπων που υποσχέθηκαν ότι θα εξοικονομήσουν δισεκατομμύρια ευρώ από την πάταξη της διαφθοράς και, προς το παρόν, αυξάνουν κατά 6% τις δημόσιες δαπάνες, παρά τον μηδενισμό σχεδόν των δημοσίων επενδύσεων... Μα, πέρα από αυτό: Είναι λογικό να αλλάξει, για λόγους οικονομίας μόνον, ο σταθερός, εδώ και δεκαετίες, τρόπος εκλογής των δημοτικών αρχών;
Έπειτα: Αν ο κ. Μεϊμαράκης θεωρεί σωστό να εκλέγονται οι δήμαρχοι όπως οι πρωθυπουργοί, ας το προτείνει. Αλλά ο πρωθυπουργός δεν εκλέγεται με άμεση εκλογή από το εκλογικό σώμα, όπως ένας δήμαρχος. Οι εκλογείς ψηφίζουν για την εκλογή βουλευτών και πρωθυπουργός γίνεται εκείνος στον οποίο η πλειοψηφία - ναι, η απόλυτη πλειοψηφία - των βουλευτών παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης, με δικαίωμα να την ανακαλέσει όποτε θελήσει. Κατ’ αναλογία, λοιπόν, θα έπρεπε και στις δημοτικές εκλογές να εκλέγουμε δημοτικούς συμβούλους (με απλή αναλογική;) και το δημοτικό συμβούλιο να εκλέγει (και να ανακαλεί) με πλειοψηφία απόλυτη τον δήμαρχο. Αυτό θα ανέτρεπε όλη τη λειτουργία της Αυτοδιοίκησης, όπου, ώς τώρα, είναι ο δήμαρχος η πηγή κάθε εξουσίας, που νομιμοποιείται, μέσω της άμεσης εκλογής του, ενώ η πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο τού απονέμεται ως λάφυρο. Θα δεχόταν η κυβέρνηση ένα σύστημα όπου η δημοτική εξουσία μετατίθεται σε μια τοπική Βουλή, από την οποία θα αντλούσε πια την (περιορισμένη) νομιμοποίησή του ο δήμαρχος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Ακόμη: Αν η παράκαμψη της αρχής της πλειοψηφίας στο επίπεδο της κυβέρνησης - να «κυβερνά το 42%» - θεωρείται θεμιτή στο όνομα της αποφυγής της ακυβερνησίας, τι επιτρέπει τη μεταφορά της ίδιας λογικής στο επίπεδο της Αυτοδιοίκησης, σκοπός της οποίας είναι να διαχειρίζονται οι ίδιοι οι πολίτες, όσο γίνεται πιο άμεσα, τις τοπικές υποθέσεις; Γιατί ο τρόπος εκλογής δημάρχων θα έπρεπε να αποτρέπει αντί να ενθαρρύνει τη μέγιστη δυνατή νομιμοποίησή τους και τις ευρύτερες δυνατές συμμαχίες και συναινέσεις;
Και τέλος: Αν η κατοχύρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο Σύνταγμά μας έχει την έννοια της δημιουργίας «ενός ξεχωριστού από το κράτος υποκειμένου δικαίου, με πολιτική αυτοτέλεια απέναντι στην κρατική εξουσία» (Δ. Τσάτσος), πόσο συμβατό με το Σύνταγμα είναι να παρεμβαίνει μια κυβέρνηση, παρά την κοινή βούληση των δημοτικών αρχόντων, σε ένα κρίσιμο ζήτημα όπως η αλλαγή του τρόπου ανάδειξής τους; Και τι άλλο μαρτυρά τόσο η μεθόδευση (η χωρίς συναίνεση επιβολή) όσο και η ουσία της αλλαγής (η προσπάθεια διασφάλισης του πολιτικού μονοπωλίου των δύο μεγάλων κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση) παρά μια πολιτική στάση βαθιά αυταρχική, που θέλει τους δημάρχους όχι εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας έναντι του κράτους, μα εκπροσώπους του κράτους (ή του κόμματος) στην τοπική κοινωνία;
Γι’ αυτό λέω: Το επιχείρημα του κ. Μεϊμαράκη είναι πιο επικίνδυνο και αντιδημοκρατικό κι από την ίδια την επικείμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου!
H πολιτική σκοπιμότητα πίσω από την απόφαση της κυβέρνησης είναι, βέβαια, απολύτως διαφανής και εντελώς απροσχημάτιστη. Περιττό να συζητηθεί άλλο. Θα αποδειχθεί, άλλωστε, στην πράξη κατά πόσον το στρατήγημα θα αποδώσει ή θα γίνει μπούμερανγκ - είτε σπρώχνοντας την αντιπολίτευση σε συμπράξεις από τον πρώτο γύρο, είτε ωθώντας τους ψηφοφόρους σε συμπεριφορές φυγόκεντρες, σε ψήφο ανυπακοής προς τις κομματικές γραμμές.
Μου κάνει, όμως, εντύπωση που μένει ασχολίαστο, αν δεν επαινείται ως εύλογο, το επικίνδυνο επιχείρημα με το οποίο επενδύεται το κυβερνητικό διάβημα: Αφού - μας λένε - το 42% βγάζει κυβέρνηση της χώρας, γιατί να μην μπορεί να βγάλει και τη διοίκηση ενός δήμου; Γιατί να χρειάζεται απόλυτη πλειοψηφία για τον δήμαρχο, όταν αυτή δεν απαιτείται για τον πολύ ισχυρότερο θεσμό του πρωθυπουργού; Και γιατί να συνεχίσουμε να εκλέγουμε δημάρχους με έναν τρόπο που έχει κόστος - λόγω της επαναληπτικής εκλογικής κινητοποίησης - και δίνει σε μικρότερους συνδυασμούς δυσανάλογη δύναμη διαπραγμάτευσης και συναλλαγής μεταξύ δύο γύρων;
Το επιχείρημα «οικονομία στα εκλογικά έξοδα» ακούγεται κάπως «σόλοικο» από τα χείλη ανθρώπων που υποσχέθηκαν ότι θα εξοικονομήσουν δισεκατομμύρια ευρώ από την πάταξη της διαφθοράς και, προς το παρόν, αυξάνουν κατά 6% τις δημόσιες δαπάνες, παρά τον μηδενισμό σχεδόν των δημοσίων επενδύσεων... Μα, πέρα από αυτό: Είναι λογικό να αλλάξει, για λόγους οικονομίας μόνον, ο σταθερός, εδώ και δεκαετίες, τρόπος εκλογής των δημοτικών αρχών;
Έπειτα: Αν ο κ. Μεϊμαράκης θεωρεί σωστό να εκλέγονται οι δήμαρχοι όπως οι πρωθυπουργοί, ας το προτείνει. Αλλά ο πρωθυπουργός δεν εκλέγεται με άμεση εκλογή από το εκλογικό σώμα, όπως ένας δήμαρχος. Οι εκλογείς ψηφίζουν για την εκλογή βουλευτών και πρωθυπουργός γίνεται εκείνος στον οποίο η πλειοψηφία - ναι, η απόλυτη πλειοψηφία - των βουλευτών παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης, με δικαίωμα να την ανακαλέσει όποτε θελήσει. Κατ’ αναλογία, λοιπόν, θα έπρεπε και στις δημοτικές εκλογές να εκλέγουμε δημοτικούς συμβούλους (με απλή αναλογική;) και το δημοτικό συμβούλιο να εκλέγει (και να ανακαλεί) με πλειοψηφία απόλυτη τον δήμαρχο. Αυτό θα ανέτρεπε όλη τη λειτουργία της Αυτοδιοίκησης, όπου, ώς τώρα, είναι ο δήμαρχος η πηγή κάθε εξουσίας, που νομιμοποιείται, μέσω της άμεσης εκλογής του, ενώ η πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο τού απονέμεται ως λάφυρο. Θα δεχόταν η κυβέρνηση ένα σύστημα όπου η δημοτική εξουσία μετατίθεται σε μια τοπική Βουλή, από την οποία θα αντλούσε πια την (περιορισμένη) νομιμοποίησή του ο δήμαρχος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Ακόμη: Αν η παράκαμψη της αρχής της πλειοψηφίας στο επίπεδο της κυβέρνησης - να «κυβερνά το 42%» - θεωρείται θεμιτή στο όνομα της αποφυγής της ακυβερνησίας, τι επιτρέπει τη μεταφορά της ίδιας λογικής στο επίπεδο της Αυτοδιοίκησης, σκοπός της οποίας είναι να διαχειρίζονται οι ίδιοι οι πολίτες, όσο γίνεται πιο άμεσα, τις τοπικές υποθέσεις; Γιατί ο τρόπος εκλογής δημάρχων θα έπρεπε να αποτρέπει αντί να ενθαρρύνει τη μέγιστη δυνατή νομιμοποίησή τους και τις ευρύτερες δυνατές συμμαχίες και συναινέσεις;
Και τέλος: Αν η κατοχύρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο Σύνταγμά μας έχει την έννοια της δημιουργίας «ενός ξεχωριστού από το κράτος υποκειμένου δικαίου, με πολιτική αυτοτέλεια απέναντι στην κρατική εξουσία» (Δ. Τσάτσος), πόσο συμβατό με το Σύνταγμα είναι να παρεμβαίνει μια κυβέρνηση, παρά την κοινή βούληση των δημοτικών αρχόντων, σε ένα κρίσιμο ζήτημα όπως η αλλαγή του τρόπου ανάδειξής τους; Και τι άλλο μαρτυρά τόσο η μεθόδευση (η χωρίς συναίνεση επιβολή) όσο και η ουσία της αλλαγής (η προσπάθεια διασφάλισης του πολιτικού μονοπωλίου των δύο μεγάλων κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση) παρά μια πολιτική στάση βαθιά αυταρχική, που θέλει τους δημάρχους όχι εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας έναντι του κράτους, μα εκπροσώπους του κράτους (ή του κόμματος) στην τοπική κοινωνία;
Γι’ αυτό λέω: Το επιχείρημα του κ. Μεϊμαράκη είναι πιο επικίνδυνο και αντιδημοκρατικό κι από την ίδια την επικείμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου!