Επιχειρηματίες με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν;
Λόης Λαμπριανίδης, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2005-09-25
Υπάρχουν πια πολλά παραδείγματα αναπτυγμένων χωρών όπου οι επιχειρήσεις, αναγνωρίζουν ότι βασική προϋπόθεση για μια αναπτυξιακή πορεία αποτελεί η στροφή στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων εντάσεως γνώσης, η συνεργασία των επιχειρήσεων μεταξύ τους αλλά και ο ενεργός ρόλος των φορέων τους. Τέλος, τη στιγμή που αλλού οι επιχειρήσεις έχουν κατανοήσει ότι η κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική αλληλεγγύη (κλίμα συνεργασίας με τους εργαζόμενούς τους) είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια αναπτυξιακή πορεία, στη χώρα μας οι επιχειρηματίες φαίνεται να δίνουν μάχες οπισθοφυλακών. Συγκεκριμένα, στις 2 Σεπτεμβρίου ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) κατέθεσε υπόμνημα στον πρωθυπουργό με τέσσερα βασικά αιτήματα. Εδώ θα αναφερθώ μόνο στο αίτημα να δημιουργηθούν "Ζώνες Ελεύθερων Συναλλαγών" (ΖΕΣ) κατά μήκος των συνόρων με την Αλβανία, τη Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ όπου οι εργαζόμενοι θα μετακινούνται καθημερινά από τις συνορεύουσες χώρες και για αυτούς θα ισχύει το καθεστώς μισθοδοσίας και ασφάλισης των χωρών τους.
Αυτό το οποίο προβληματίζει είναι εάν το αίτημα αυτό αποτελεί ένα ολίσθημα του ΣΒΒΕ και ουσιαστικά η αντίληψή τους εκφράζεται πληρέστερα μέσα από το αίτημά τους για δημιουργία "Ζώνης Καινοτομίας". Ή εάν το αίτημα για τις ΖΕΣ αποκαλύπτει μια επιχειρηματική τάξη συντηρητική, χαμηλών προσδοκιών, εσωστρεφή κλπ. που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στις κρατικές επιδοτήσεις. Τότε, μέσα από αυτή την οπτική θα πρέπει κανείς να κατανοήσει τόσο την πρόταση για τη "Ζώνη Καινοτομίας" αλλά και την πρόταση για τη "διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας", που έρχεται πολύ αργά ούτως ή άλλως, και έχει στόχο να "ξεγελάσουμε" τους εταίρους μας, προκειμένου να παραμείνουν όλες οι περιοχές της χώρας στην υψηλότερη ζώνη ενίσχυσης από την Ε.Ε.
Η ιδέα δεν είναι ούτε νέα ούτε και ιδιαίτερα πρωτότυπη. Το 1998 είχε επιχειρηθεί να δημιουργηθεί μια ανάλογη ζώνη (Διασυνοριακή Ελεύθερη Βιομηχανική Ζώνη Οικονομικών Συναλλαγών) στο Ορμένιο του Έβρου. Εξάλλου, πριν από μερικούς μήνες είχε επιχειρηθεί να περάσει η Οδηγία Μπολκενστάιν, η οποία θα επέτρεπε να απασχολούνται στο εσωτερικό της Ε.Ε. άτομα με τις συνθήκες αμοιβών και ασφάλισης που ισχύουν στη χώρα τους. Η Οδηγία "πάγωσε" προσωρινά, γιατί είχε ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών κυρίως στη Γαλλία.
Αναμφίβολα, θα μπορούσε κανείς εύκολα να καταγγείλει αυτή την πρόταση των βιομηχάνων υποστηρίζοντας ότι αποτελεί δείγμα κοινωνικής αναλγησίας, και μάλιστα σε μια εποχή όπου οι εργαζόμενοι βάλλονται ποικιλοτρόπως: υψηλά ποσοστά ανεργίας, υποαπασχόλησης, μερικής απασχόλησης κλπ. Ή θα μπορούσε να την απορρίψει υποστηρίζοντας ότι σε κάποια χρονική στιγμή οι ξένοι εργαζόμενοι θα απαιτήσουν ίδια αμοιβή με τους έλληνες εργαζόμενους για ίδια δουλειά, κάτι αυτονόητο από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ανατρέποντας έτσι το πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων. Κα, βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι από το 2007 η Βουλγαρία θα είναι μέλος της Ε.Ε. Ή, τέλος, θα μπορούσε να την απορρίψει υποστηρίζοντας ότι οι ΖΕΣ θα εντείνουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό των επιχειρήσεων (προνόμια των επιχιειρήσεων που είναι μέσα στις ΖΕΣ, τα οποία δεν απολαμβάνουν οι εκτός).
Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσω να πάω πέρα από αυτά, υποστηρίζοντας ότι η λογική δημιουργίας των ΖΕΣ, που στηρίζεται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους τους, μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει στο κλείσιμό τους.
Πιστεύω ότι η πρόταση του ΣΒΒΕ στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός βιομηχανικών επιχειρήσεων σε κλάδους έντασης εργασίας μετεγκαθίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στις χώρες των Βαλκανίων σε μια προσπάθεια αναζήτησης φτηνού εργατικού δυναμικού. Η ίδρυση των ΖΕΣ θεωρείται ότι θα συντελέσει στη συγκράτηση αυτού του ρεύματο,ς μια που οι επιχειρηματίες που σκόπευαν να φύγουν θα μπορούν εκεί να απολαύσουν "τα καλά και των δυο κόσμων" (δηλαδή, το φτηνό κόστος εργασίας των χωρών της Βαλκανικής και τις συνθήκες σταθερότητας της Ελλάδας, αποφεύγοντας τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αυτές στις χώρες της Βαλκανικής (πολιτική αστάθεια, θεσμικό πλαίσιο, μαφία κλπ). Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Ο σύγχρονος διεθνής ανταγωνισμός είναι αποτέλεσμα ριζικών τεχνολογικών εξελίξεων και θεμελιωδών θεσμικών αλλαγών και απαιτεί νέες αρχές οργάνωσης των επιχειρήσεων προκειμένου να μπορούν να παραγάγουν φτηνότερα, καλύτερα και ταχύτερα, τη δημιουργία ενός ικανοποιητικού συνδυασμού οικονομιών κλίμακας και φάσματος, την προσαρμογή στις διαφοροποιημένες απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς και κυρίως ταχύτερη ανάπτυξη νέων προϊόντων. Μόνο οι επιχειρήσεις που παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα μπορούν να επιβιώσουν μακροπρόθεσμα.
Το επίπεδο των πραγματικών μισθών σε κάθε χώρα προσδιορίζεται από τη μέση παραγωγικότητα της εθνικής οικονομίας και στη συνέχεια προσδιορίζει τη θέση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Οι υψηλόμισθες χώρες προσελκύουν επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου και υψηλής τεχνολογίας, ενώ οι χαμηλόμισθες επενδύσεις εντάσεως εργασίας. Σήμερα, οι διαφορές στους μισθούς είναι τεράστιες (π.χ. Eλβετία 35,3 $/ώρα στην κλωστοϋφαντουργία, Ελλάδα 11,7, Ινδία 0,7 Κίνα 0,5, Μπαγκαλντές και Βιετνάμ 0,3). Η Ελλάδα είναι μια από τις πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, δεν μπορεί λοιπόν να στηρίζει την ανταγωνιστικότητά της στην ύπαρξη εργατικού δυναμικού χαμηλού κόστους για την παραγωγή φτηνού προϊόντος. Αντίθετα, θα πρέπει να στηρίζεται κυρίως στην καινοτομία, τεχνολογία, γνώση στην παραγωγή διαφοροποιημένου προϊόντος ποιότητας κλπ. Σε μια τέτοια περίπτωση "στοιχείο-κλειδί" είναι το ανθρώπινο δυναμικό και βέβαια η πρόταση για δημιουργία των ΖΕΣ βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της λογικής.
Η μεταφορά φτηνού εργατικού δυναμικού στις ΖΕΣ δεν προκύπτει αυθόρμητα από την αγορά, π.χ. μέσα από μια καθημερινή διασυνοριακή παλίνδρομη μετακίνηση που οφείλεται στην εξομάλυνση της αγοράς εργασίας με μετακινήσεις είτε μεταξύ ανεπτυγμένων χωρών (έλλειψη κάποιων ειδικοτήτων κλπ), είτε μεταξύ μιας ανεπτυγμένης και μιας υπανάπτυκτης χώρας για την εκμετάλλευση της διαφοράς στα επίπεδα διαβίωσης. Η μεταφορά φτηνού εργατικού δυναμικού στις ΖΕΣ προϋποθέτει την υιοθέτηση της πρότασης από την κυβέρνηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινωνία θα πληρώσει το κόστος δημιουργίας των υποδομών στις ΖΕΣ και στην ευρύτερη περιοχή ώστε αυτές να μπορούν να λειτουργήσουν κλπ. αλλά κυρίως ότι αυτό θα στείλει το λάθος "μήνυμα" προς τον επιχειρηματικό κόσμο: "η λύση στη χαμηλή ανταγωνιστικότητά σας θα προκύψει μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας". Ένα "μήνυμα" που είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν στην οποία πρέπει να βαδίσουμε.
Εξάλλου, θα πρέπει κανείς να αναρωτηθεί γιατί είναι αυτονόητο ότι η συγκέντρωση των επιχειρήσεων στις ΖΕΣ είναι καλύτερη από την μεταφορά των επιχειρήσεων στις χώρες της Βαλκανικής. Είναι αναμφίβολο ότι πολλές επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας δραστηριοποιούνται εδώ και πάνω από μια δεκαετία σε αυτές τις χώρες, όπως επίσης ότι έχει αυξηθεί δραστικά το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας με αυτές. Η μετεγκατάσταση δραστηριοτήτων έντασης εργασίας από την Ελλάδα στις χώρες των Βαλκανίων γίνεται κυρίως στο πλαίσιο μιας αέναης προσπάθειας περαιτέρω συμπίεσης του κόστους εργασίας. Βραχυπρόθεσμα λοιπόν το "άνοιγμα" αυτό οδηγεί σε μείωση των θέσεων εργασίας. Όμως το μεγάλο ζητούμενο είναι τι θα συμβεί μακροπρόθεσμα. Μπορεί να οδηγήσει στην υπονόμευση της προσπάθειας αναδιάρθρωσης της χώρας και δυστυχώς υπάρχουν αρκετές ανησυχητικές ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη μεριά όμως θα μπορούσε να δώσει τον απαραίτητο χρόνο στις επιχειρήσεις στην Ελλάδα να αναδιαρθρωθούν ώστε να γίνουν ανταγωνιστικές. Εξάλλου, η εξοικείωση με την αγορά εκεί μπορεί προοδευτικά να οδηγήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις και σε άλλες δραστηριότητες όπως πωλήσεις στην αγορά τους, ή μέσω δικών τους δικτύων σε αγορές τρίτων χωρών (Ρωσία κλπ), δημιουργία αντίληψης ότι κανείς πρέπει να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες για καταναλωτές από διαφορετικές χώρες κλπ.
Εξάλλου, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι στη λογική των ΖΕΣ οδηγούνται οι υπανάπτυκτες χώρες για να έλξουν κεφάλαια από τις αναπτυγμένες, στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν ΖΕΣ θα έπρεπε να δημιουργήσουν οι χώρες της Βαλκανικής. Βλέπε "πρόγραμμα εκβιομηχάνισης των συνοριακών περιοχών" στο Μεξικό ή τις "ζώνες επεξεργασίας για εξαγωγή" που εμφανίστηκαν στις υπανάπτυκτες χώρες στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και στοχεύουν στη δημιουργία "συνθηκών θερμοκηπίου" για τις επιχειρήσεις (π.χ. διαφορετική νομοθεσία από αυτή της υπόλοιπης χώρας για συνδικαλιστικά δικαιώματα, κοινωνική ασφάλιση, μέτρα πυρασφάλειας και εργατικά ατυχήματα). Θέλουμε να πιστεύουμε ότι παρόμοια "οράματα" δε θα βρουν την απαραίτητη πολιτική στήριξη στη χώρα μας.
Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος, και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Αυτό το οποίο προβληματίζει είναι εάν το αίτημα αυτό αποτελεί ένα ολίσθημα του ΣΒΒΕ και ουσιαστικά η αντίληψή τους εκφράζεται πληρέστερα μέσα από το αίτημά τους για δημιουργία "Ζώνης Καινοτομίας". Ή εάν το αίτημα για τις ΖΕΣ αποκαλύπτει μια επιχειρηματική τάξη συντηρητική, χαμηλών προσδοκιών, εσωστρεφή κλπ. που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στις κρατικές επιδοτήσεις. Τότε, μέσα από αυτή την οπτική θα πρέπει κανείς να κατανοήσει τόσο την πρόταση για τη "Ζώνη Καινοτομίας" αλλά και την πρόταση για τη "διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας", που έρχεται πολύ αργά ούτως ή άλλως, και έχει στόχο να "ξεγελάσουμε" τους εταίρους μας, προκειμένου να παραμείνουν όλες οι περιοχές της χώρας στην υψηλότερη ζώνη ενίσχυσης από την Ε.Ε.
Η ιδέα δεν είναι ούτε νέα ούτε και ιδιαίτερα πρωτότυπη. Το 1998 είχε επιχειρηθεί να δημιουργηθεί μια ανάλογη ζώνη (Διασυνοριακή Ελεύθερη Βιομηχανική Ζώνη Οικονομικών Συναλλαγών) στο Ορμένιο του Έβρου. Εξάλλου, πριν από μερικούς μήνες είχε επιχειρηθεί να περάσει η Οδηγία Μπολκενστάιν, η οποία θα επέτρεπε να απασχολούνται στο εσωτερικό της Ε.Ε. άτομα με τις συνθήκες αμοιβών και ασφάλισης που ισχύουν στη χώρα τους. Η Οδηγία "πάγωσε" προσωρινά, γιατί είχε ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών κυρίως στη Γαλλία.
Αναμφίβολα, θα μπορούσε κανείς εύκολα να καταγγείλει αυτή την πρόταση των βιομηχάνων υποστηρίζοντας ότι αποτελεί δείγμα κοινωνικής αναλγησίας, και μάλιστα σε μια εποχή όπου οι εργαζόμενοι βάλλονται ποικιλοτρόπως: υψηλά ποσοστά ανεργίας, υποαπασχόλησης, μερικής απασχόλησης κλπ. Ή θα μπορούσε να την απορρίψει υποστηρίζοντας ότι σε κάποια χρονική στιγμή οι ξένοι εργαζόμενοι θα απαιτήσουν ίδια αμοιβή με τους έλληνες εργαζόμενους για ίδια δουλειά, κάτι αυτονόητο από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ανατρέποντας έτσι το πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων. Κα, βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι από το 2007 η Βουλγαρία θα είναι μέλος της Ε.Ε. Ή, τέλος, θα μπορούσε να την απορρίψει υποστηρίζοντας ότι οι ΖΕΣ θα εντείνουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό των επιχειρήσεων (προνόμια των επιχιειρήσεων που είναι μέσα στις ΖΕΣ, τα οποία δεν απολαμβάνουν οι εκτός).
Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσω να πάω πέρα από αυτά, υποστηρίζοντας ότι η λογική δημιουργίας των ΖΕΣ, που στηρίζεται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους τους, μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει στο κλείσιμό τους.
Πιστεύω ότι η πρόταση του ΣΒΒΕ στηρίζεται στη διαπίστωση ότι ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός βιομηχανικών επιχειρήσεων σε κλάδους έντασης εργασίας μετεγκαθίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στις χώρες των Βαλκανίων σε μια προσπάθεια αναζήτησης φτηνού εργατικού δυναμικού. Η ίδρυση των ΖΕΣ θεωρείται ότι θα συντελέσει στη συγκράτηση αυτού του ρεύματο,ς μια που οι επιχειρηματίες που σκόπευαν να φύγουν θα μπορούν εκεί να απολαύσουν "τα καλά και των δυο κόσμων" (δηλαδή, το φτηνό κόστος εργασίας των χωρών της Βαλκανικής και τις συνθήκες σταθερότητας της Ελλάδας, αποφεύγοντας τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αυτές στις χώρες της Βαλκανικής (πολιτική αστάθεια, θεσμικό πλαίσιο, μαφία κλπ). Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Ο σύγχρονος διεθνής ανταγωνισμός είναι αποτέλεσμα ριζικών τεχνολογικών εξελίξεων και θεμελιωδών θεσμικών αλλαγών και απαιτεί νέες αρχές οργάνωσης των επιχειρήσεων προκειμένου να μπορούν να παραγάγουν φτηνότερα, καλύτερα και ταχύτερα, τη δημιουργία ενός ικανοποιητικού συνδυασμού οικονομιών κλίμακας και φάσματος, την προσαρμογή στις διαφοροποιημένες απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς και κυρίως ταχύτερη ανάπτυξη νέων προϊόντων. Μόνο οι επιχειρήσεις που παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα μπορούν να επιβιώσουν μακροπρόθεσμα.
Το επίπεδο των πραγματικών μισθών σε κάθε χώρα προσδιορίζεται από τη μέση παραγωγικότητα της εθνικής οικονομίας και στη συνέχεια προσδιορίζει τη θέση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Οι υψηλόμισθες χώρες προσελκύουν επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου και υψηλής τεχνολογίας, ενώ οι χαμηλόμισθες επενδύσεις εντάσεως εργασίας. Σήμερα, οι διαφορές στους μισθούς είναι τεράστιες (π.χ. Eλβετία 35,3 $/ώρα στην κλωστοϋφαντουργία, Ελλάδα 11,7, Ινδία 0,7 Κίνα 0,5, Μπαγκαλντές και Βιετνάμ 0,3). Η Ελλάδα είναι μια από τις πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, δεν μπορεί λοιπόν να στηρίζει την ανταγωνιστικότητά της στην ύπαρξη εργατικού δυναμικού χαμηλού κόστους για την παραγωγή φτηνού προϊόντος. Αντίθετα, θα πρέπει να στηρίζεται κυρίως στην καινοτομία, τεχνολογία, γνώση στην παραγωγή διαφοροποιημένου προϊόντος ποιότητας κλπ. Σε μια τέτοια περίπτωση "στοιχείο-κλειδί" είναι το ανθρώπινο δυναμικό και βέβαια η πρόταση για δημιουργία των ΖΕΣ βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της λογικής.
Η μεταφορά φτηνού εργατικού δυναμικού στις ΖΕΣ δεν προκύπτει αυθόρμητα από την αγορά, π.χ. μέσα από μια καθημερινή διασυνοριακή παλίνδρομη μετακίνηση που οφείλεται στην εξομάλυνση της αγοράς εργασίας με μετακινήσεις είτε μεταξύ ανεπτυγμένων χωρών (έλλειψη κάποιων ειδικοτήτων κλπ), είτε μεταξύ μιας ανεπτυγμένης και μιας υπανάπτυκτης χώρας για την εκμετάλλευση της διαφοράς στα επίπεδα διαβίωσης. Η μεταφορά φτηνού εργατικού δυναμικού στις ΖΕΣ προϋποθέτει την υιοθέτηση της πρότασης από την κυβέρνηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινωνία θα πληρώσει το κόστος δημιουργίας των υποδομών στις ΖΕΣ και στην ευρύτερη περιοχή ώστε αυτές να μπορούν να λειτουργήσουν κλπ. αλλά κυρίως ότι αυτό θα στείλει το λάθος "μήνυμα" προς τον επιχειρηματικό κόσμο: "η λύση στη χαμηλή ανταγωνιστικότητά σας θα προκύψει μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας". Ένα "μήνυμα" που είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν στην οποία πρέπει να βαδίσουμε.
Εξάλλου, θα πρέπει κανείς να αναρωτηθεί γιατί είναι αυτονόητο ότι η συγκέντρωση των επιχειρήσεων στις ΖΕΣ είναι καλύτερη από την μεταφορά των επιχειρήσεων στις χώρες της Βαλκανικής. Είναι αναμφίβολο ότι πολλές επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας δραστηριοποιούνται εδώ και πάνω από μια δεκαετία σε αυτές τις χώρες, όπως επίσης ότι έχει αυξηθεί δραστικά το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας με αυτές. Η μετεγκατάσταση δραστηριοτήτων έντασης εργασίας από την Ελλάδα στις χώρες των Βαλκανίων γίνεται κυρίως στο πλαίσιο μιας αέναης προσπάθειας περαιτέρω συμπίεσης του κόστους εργασίας. Βραχυπρόθεσμα λοιπόν το "άνοιγμα" αυτό οδηγεί σε μείωση των θέσεων εργασίας. Όμως το μεγάλο ζητούμενο είναι τι θα συμβεί μακροπρόθεσμα. Μπορεί να οδηγήσει στην υπονόμευση της προσπάθειας αναδιάρθρωσης της χώρας και δυστυχώς υπάρχουν αρκετές ανησυχητικές ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη μεριά όμως θα μπορούσε να δώσει τον απαραίτητο χρόνο στις επιχειρήσεις στην Ελλάδα να αναδιαρθρωθούν ώστε να γίνουν ανταγωνιστικές. Εξάλλου, η εξοικείωση με την αγορά εκεί μπορεί προοδευτικά να οδηγήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις και σε άλλες δραστηριότητες όπως πωλήσεις στην αγορά τους, ή μέσω δικών τους δικτύων σε αγορές τρίτων χωρών (Ρωσία κλπ), δημιουργία αντίληψης ότι κανείς πρέπει να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες για καταναλωτές από διαφορετικές χώρες κλπ.
Εξάλλου, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι στη λογική των ΖΕΣ οδηγούνται οι υπανάπτυκτες χώρες για να έλξουν κεφάλαια από τις αναπτυγμένες, στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν ΖΕΣ θα έπρεπε να δημιουργήσουν οι χώρες της Βαλκανικής. Βλέπε "πρόγραμμα εκβιομηχάνισης των συνοριακών περιοχών" στο Μεξικό ή τις "ζώνες επεξεργασίας για εξαγωγή" που εμφανίστηκαν στις υπανάπτυκτες χώρες στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και στοχεύουν στη δημιουργία "συνθηκών θερμοκηπίου" για τις επιχειρήσεις (π.χ. διαφορετική νομοθεσία από αυτή της υπόλοιπης χώρας για συνδικαλιστικά δικαιώματα, κοινωνική ασφάλιση, μέτρα πυρασφάλειας και εργατικά ατυχήματα). Θέλουμε να πιστεύουμε ότι παρόμοια "οράματα" δε θα βρουν την απαραίτητη πολιτική στήριξη στη χώρα μας.
Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος, και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας