Χάδια για το δημόσιο έλλειμμα, συστάσεις για συγκράτηση μισθών
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2005-10-16
Στους ηπιότερους δυνατούς τόνους είναι διατυπωμένη η κριτική της τελευταίας έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος στην κυβερνητική δημοσιονομική διαχείριση, καθώς ο διοικητής της Τράπεζας Νίκος Γκαργκάνας επέλεξε να δώσει τη μεγαλύτερη έμφαση στη συγκράτηση των μισθών, ενόψει των διαπραγματεύσεων εργοδοτών και συνδικάτων τους επόμενους μήνες για τις νέες συλλογικές συμβάσεις. Η έκθεση περιέχει όμως ενδείξεις για τις ανακατανομές εισοδήματος που συντελούνται στην ελληνική οικονομία, οι οποίες αξίζει να διερευνηθούν.
Της Ελίζας ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Την κρίσιμη ώρα που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την απόρριψη της "τιτλοποίησης" μελλοντικών φορολογικών εσόδων, στην οποία έχει στηρίξει τον προϋπολογισμό του 2006, και μιαν αυστηρή αποτίμηση της φετινής διαχείρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Νοέμβριο, η Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, που κατέθεσε στη Βουλή την Πέμπτη ο κ. Γκαργκάνας, περιορίζεται να διαπιστώσει ότι "η προσαρμογή δεν βασίζεται επαρκώς σε μέτρα που συμβάλλουν στη διαρθρωτική και μόνιμη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης". Και ως μέτρα προσωρινού χαρακτήρα για τη μείωση του ελλείμματος φέτος αναφέρει την "προείσπραξη εσόδων με τη σχεδιαζόμενη τιτλοποίηση απαιτήσεων από βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές", έσοδα που, όπως σημειώνει, δεν είχαν προβλεφθεί στον προϋπολογισμό, αλλά και τη σημαντική περικοπή -ετήσια μείωση 36,2% στο οκτάμηνο Ιανουαρίου - Αυγούστου- των δαπανών για τις δημόσιες επενδύσεις. Αυτά τα έκτακτα μέτρα αναμένεται να αντισταθμίσουν τη μεγάλη υστέρηση των εσόδων που οφείλεται στην αυξημένη φοροδιαφυγή, προσθέτει ουδέτερα.
Αλλά αυτά τα έκτακτα μέτρα η έκθεση τα ενσωματώνει στην εκτίμησή της για την κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής, για να αναγνωρίσει στην κυβέρνηση ότι την αντέστρεψε και από επεκτατική που ήταν τα τελευταία πέντε χρόνια την κατέστησε φέτος περιοριστική (χωρίς να εξηγεί πώς με τη λογιστική εγγραφή τώρα μελλοντικών εισπράξεων 1,8 δισ. ευρώ επηρεάζεται προς το περιοριστικότερο η τρέχουσα διαχείριση). Και αποφεύγει οποιοδήποτε σχόλιο για τη σχεδιαζόμενη τιτλοποίηση άλλων 2 δισ. το 2006.
Με τον τρόπο αυτό, ο κ. Γκαργκάνας επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις θέσεις της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αφενός -τις είχε κανει αρκούντως σαφείς ο πρόεδρός της Ζαν-Κλοντ Τρισέ πριν από δέκα μέρες στην Αθήνα με τον Έλληνα διοικητή δίπλα του- και τις κυβερνητικές απόψεις αφετέρου. Επαναλαμβάνοντας τη γνωστή επιχειρηματολογία για την ανάγκη μείωσης του δημοσίου χρέους κάτω από το 60% του ΑΕΠ το αργότερο μέχρι το 2015, που συνεπάγεται μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα δέκα χρόνια, δεν αντιπαρατίθεται στην κυβέρνηση, που στη θεωρία δεν θα διαφωνούσε. Δέχεται άλλωστε, σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Τράπεζας και την αντίληψή της για τον θεσμικό της ρόλο, τις εκτιμήσεις του προσχεδίου του προϋπολογισμού, όσο βέβαιη και αν πρέπει να θεωρείται η αναθεώρησή τους προς το χειρότερο τους επόμενους μήνες.
Κριτήριο ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης
Προσπερνώντας έτσι το εξαιρετικά κρίσιμο για την κυβέρνηση, αλλά και για την ελληνική κοινωνία που θα υποστεί τις συνέπειες, δημοσιονομικό πρόβλημα, στην τελευταία έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος επανέρχεται στη θέση που εισηγείται τα τελευταία χρόνια, οι μισθοί να αυξάνονται με κριτήριο τον μέσο πληθωρισμό της Ευρωζώνης και όχι τον υψηλότερο που επικρατεί στην Ελλάδα, ώστε να εξαλειφθεί η διαφορά του πληθωρισμού που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα, άρα και την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Για να προλάβει τις αντιδράσεις, η Τράπεζα διατυπώνει την πρότασή της με τρόπο υπερβολικά ακαδημαϊκό για να έχει πρακτική χρησιμότητα. Καλεί εργοδότες και συνδικάτα να συμφωνούν στις συλλογικές συμβάσεις αυξήσεις "συμβατές με τον ρυθμό ανόδου των ονομαστικών μέσων ακαθάριστων αποδοχών που συγκλίνει σταδιακά προς το άθροισμα του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας στην Ελλάδα και του μέσου πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ". Προσθέτει ότι "παράλληλα είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων, ώστε τα περιθώρια κέρδους να διαμορφώνονται σε κανονικά επίπεδα", η συγκράτηση των μισθών δηλαδή να μην μεταφράζεται σε αυξημένα κέρδη των επιχειρήσεων. Και παρουσιάζει οικονομετρική προσομοίωση που δείχνει ότι, αν η πρόταση αυτή είχε υιοθετηθεί την τελευταία τετραετία 2002-2005, ο πληθωρισμός θα είχε πέσει φέτος στο 2% (από 3,5%), η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στην τετραετία θα ήταν 4,4% (αντί 4%), η μέση ετήσια αύξηση της μισθωτής απασχόλησης θα ήταν 2,3% (αντί 1,9%), των μέσων πραγματικών αποδοχών ελαφρά χαμηλότερη, 2,3% (αντί 2,5%), αλλά του συνολικού πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών, καθώς η απασχόληση θα έχει αυξηθεί περισσότερο, ελαφρά υψηλότερη, 4,6% (αντί 4,5%). Σωρευτικά το ΑΕΠ θα είχε αυξηθεί κατά 18,9% (αντί 17,2%) μέσα στην τετραετία, η μισθωτή απασχόληση κατά 9,5% (αντί 8%), οι μέσες πραγματικές αποδοχές κατά 9,4% (αντί 10,2%), αλλά το συνολικό εισόδημα των μισθωτών κατά 19,7% (αντί 19,2%).
Τα κέρδη, το Χρηματιστήριο και οι μισθοί
Ωραία αποτελέσματα δείχνει η προσομοίωση, αλλά τί σημαίνει η υπόδειξη του κ. Γκαργκάνα σε κάθε κλάδο ή επιχείρηση, όπου η διαπραγμάτευση, κάποτε και η σύγκρουση με απεργιακούς αγώνες, γίνεται για τη διανομή του πλεονάσματος; Στον κλάδο των κατασκευών, για παράδειγμα, πόσοι αμείβονται με τη συλλογική σύμβαση των οικοδόμων, ποιοι παίρνουν ενδεχομένως πάρα πάνω, πόσοι, μετανάστες κυρίως, δουλεύουν για λιγότερα από το συμβατικό μεροκάματο και πόσα κερδίζουν οι εργολάβοι; Τι να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι στη φθίνουσα κλωστοϋφαντουργία και πόση αύξηση στην ακμαία χημική βιομηχανία, ή καν στον κλάδο του πετρελαίου, όπου τα κέρδη καλπάζουν; Τα κέρδη των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ δεν αφήνουν περιθώρια να αυξηθούν οι δυσανάλογα χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων χωρίς να επηρεασθούν οι τιμές των εμπορευμάτων; Και πόσο "κανονική" αξιολογεί η Τράπεζα της Ελλάδος την αύξηση των κερδών των τραπεζών πάνω από 40% το πρώτο εξάμηνο φέτος (41% οι εμπορικές τράπεζες, 42,6% οι τραπεζικοί όμιλοι) που καταγράφεται ασχολίαστη στην έκθεση; Ή μήπως δεν αφορά τις μισθολογικές διεκδικήσεις η μέση ετήσια άνοδος 28% του γενικού δείκτη του Χρηματιστηρίου το εννεάμηνο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου;
Κατώτατες αμοιβές - Διευρύνονται οι ανισότητες
Το πιο καίριο ερώτημα όμως τίθεται για την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας που καθορίζει τις κατώτατες αμοιβές. Από το 1995 οι κατώτατες αμοιβές μένουν συνεχώς πίσω από την υπόλοιπη οικονομία, με αποτέλεσμα οι ανισότητες μεταξύ των μισθωτών να διευρύνονται. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσα στην τελευταία δεκαετία σε πραγματικούς όρους έχουν αυξηθεί σωρευτικά κατά 12%, όταν οι μέσες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκαν κατά 31,9%. Θα εξακολουθήσουν να υστερούν οι αυξήσεις των κατώτατων αμοιβών και να μεγαλώνουν οι ανισότητες στο όνομα της υψηλής ανεργίας;
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν είναι η Τράπεζα Ελλάδος που θα δώσει την απάντηση, αλλά ένα συνδικαλιστικό κίνημα με συγκεκριμένη στρατηγική για τους μισθούς συνολικά. Όσο αυτό δεν συγκροτείται, θα απαντά η αγορά από τη μία πλευρά, κάποια συνδικάτα που έχουν διατηρήσει τη δύναμή τους για τα μέλη τους ή άλλου τύπου πολιτικές / πελατειακές πιέσεις από την άλλη. Η Τράπεζα Ελλάδος έχει υπολογίσει πάντως για την περίοδο 1996-2003 ότι στον ιδιωτικό τομέα εκτός τραπεζών οι καταβαλλόμενες αποδοχές αυξάνονταν κατά 0,6% περισσότερο από τις συμβατικές τον χρόνο, 0,9% περισσότερο από τα κατώτατα και στον δημόσιο τομέα κατά 2% περισσότερο. Ενδεικτικά, στην τελευταία έκθεση δίνει τις ακόλουθες ονομαστικές αυξήσεις για το 2004 και το 2005: σύνολο οικονομίας 7,3 και 5,4, Δημόσιο 9,9 και 5,9, δημόσιες επιχειρήσεις 9,9 και 7,4, τράπεζες 8 και 3,3 (έξοδος αρχαιοτέρων), μη τραπεζικός ιδιωτικός τομέας 5,8 και 5,6, κατώτατα 4,8 και 4,9.
Φτωχότεροι οι αγρότες
Ανακατανομές εισοδήματος δεν γίνονται μόνο μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής, στις επιχειρήσεις και στον χώρο της μισθωτής εργασίας. Τις υφίστανται και οι αγρότες, όπως υποδηλώνει η μείωση των τιμών των νωπών οπωροκηπευτικών με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,7% το πρώτο οκτάμηνο φέτος και κατά 11,3% ανίστοιχα πέρυσι, ενώ προηγουμένως είχαν αυξηθεί κατά 13,8% το 2002 και κατά 10,7% το 2003, όπως γράφεται στην έκθεση.
Την τάση αυτή επιβεβαιώνουν για ολόκληρη τη γεωργία και κτηνοτροφία οι δείκτες εισροών και εκροών που δημοσίευσε προχθές η Στατιστική Υπηρεσία: οι τιμές εκροών παρουσίασαν μιαν αύξηση μόλις 2,3% τον Αύγουστο έναντι του περυσινού Αυγούστου, ενώ οι τιμές των εισροών παρουσίασαν αύξηση 4,9%.
Της Ελίζας ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Την κρίσιμη ώρα που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την απόρριψη της "τιτλοποίησης" μελλοντικών φορολογικών εσόδων, στην οποία έχει στηρίξει τον προϋπολογισμό του 2006, και μιαν αυστηρή αποτίμηση της φετινής διαχείρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Νοέμβριο, η Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, που κατέθεσε στη Βουλή την Πέμπτη ο κ. Γκαργκάνας, περιορίζεται να διαπιστώσει ότι "η προσαρμογή δεν βασίζεται επαρκώς σε μέτρα που συμβάλλουν στη διαρθρωτική και μόνιμη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης". Και ως μέτρα προσωρινού χαρακτήρα για τη μείωση του ελλείμματος φέτος αναφέρει την "προείσπραξη εσόδων με τη σχεδιαζόμενη τιτλοποίηση απαιτήσεων από βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές", έσοδα που, όπως σημειώνει, δεν είχαν προβλεφθεί στον προϋπολογισμό, αλλά και τη σημαντική περικοπή -ετήσια μείωση 36,2% στο οκτάμηνο Ιανουαρίου - Αυγούστου- των δαπανών για τις δημόσιες επενδύσεις. Αυτά τα έκτακτα μέτρα αναμένεται να αντισταθμίσουν τη μεγάλη υστέρηση των εσόδων που οφείλεται στην αυξημένη φοροδιαφυγή, προσθέτει ουδέτερα.
Αλλά αυτά τα έκτακτα μέτρα η έκθεση τα ενσωματώνει στην εκτίμησή της για την κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής, για να αναγνωρίσει στην κυβέρνηση ότι την αντέστρεψε και από επεκτατική που ήταν τα τελευταία πέντε χρόνια την κατέστησε φέτος περιοριστική (χωρίς να εξηγεί πώς με τη λογιστική εγγραφή τώρα μελλοντικών εισπράξεων 1,8 δισ. ευρώ επηρεάζεται προς το περιοριστικότερο η τρέχουσα διαχείριση). Και αποφεύγει οποιοδήποτε σχόλιο για τη σχεδιαζόμενη τιτλοποίηση άλλων 2 δισ. το 2006.
Με τον τρόπο αυτό, ο κ. Γκαργκάνας επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις θέσεις της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αφενός -τις είχε κανει αρκούντως σαφείς ο πρόεδρός της Ζαν-Κλοντ Τρισέ πριν από δέκα μέρες στην Αθήνα με τον Έλληνα διοικητή δίπλα του- και τις κυβερνητικές απόψεις αφετέρου. Επαναλαμβάνοντας τη γνωστή επιχειρηματολογία για την ανάγκη μείωσης του δημοσίου χρέους κάτω από το 60% του ΑΕΠ το αργότερο μέχρι το 2015, που συνεπάγεται μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα δέκα χρόνια, δεν αντιπαρατίθεται στην κυβέρνηση, που στη θεωρία δεν θα διαφωνούσε. Δέχεται άλλωστε, σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Τράπεζας και την αντίληψή της για τον θεσμικό της ρόλο, τις εκτιμήσεις του προσχεδίου του προϋπολογισμού, όσο βέβαιη και αν πρέπει να θεωρείται η αναθεώρησή τους προς το χειρότερο τους επόμενους μήνες.
Κριτήριο ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης
Προσπερνώντας έτσι το εξαιρετικά κρίσιμο για την κυβέρνηση, αλλά και για την ελληνική κοινωνία που θα υποστεί τις συνέπειες, δημοσιονομικό πρόβλημα, στην τελευταία έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος επανέρχεται στη θέση που εισηγείται τα τελευταία χρόνια, οι μισθοί να αυξάνονται με κριτήριο τον μέσο πληθωρισμό της Ευρωζώνης και όχι τον υψηλότερο που επικρατεί στην Ελλάδα, ώστε να εξαλειφθεί η διαφορά του πληθωρισμού που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα, άρα και την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Για να προλάβει τις αντιδράσεις, η Τράπεζα διατυπώνει την πρότασή της με τρόπο υπερβολικά ακαδημαϊκό για να έχει πρακτική χρησιμότητα. Καλεί εργοδότες και συνδικάτα να συμφωνούν στις συλλογικές συμβάσεις αυξήσεις "συμβατές με τον ρυθμό ανόδου των ονομαστικών μέσων ακαθάριστων αποδοχών που συγκλίνει σταδιακά προς το άθροισμα του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας στην Ελλάδα και του μέσου πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ". Προσθέτει ότι "παράλληλα είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων, ώστε τα περιθώρια κέρδους να διαμορφώνονται σε κανονικά επίπεδα", η συγκράτηση των μισθών δηλαδή να μην μεταφράζεται σε αυξημένα κέρδη των επιχειρήσεων. Και παρουσιάζει οικονομετρική προσομοίωση που δείχνει ότι, αν η πρόταση αυτή είχε υιοθετηθεί την τελευταία τετραετία 2002-2005, ο πληθωρισμός θα είχε πέσει φέτος στο 2% (από 3,5%), η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στην τετραετία θα ήταν 4,4% (αντί 4%), η μέση ετήσια αύξηση της μισθωτής απασχόλησης θα ήταν 2,3% (αντί 1,9%), των μέσων πραγματικών αποδοχών ελαφρά χαμηλότερη, 2,3% (αντί 2,5%), αλλά του συνολικού πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών, καθώς η απασχόληση θα έχει αυξηθεί περισσότερο, ελαφρά υψηλότερη, 4,6% (αντί 4,5%). Σωρευτικά το ΑΕΠ θα είχε αυξηθεί κατά 18,9% (αντί 17,2%) μέσα στην τετραετία, η μισθωτή απασχόληση κατά 9,5% (αντί 8%), οι μέσες πραγματικές αποδοχές κατά 9,4% (αντί 10,2%), αλλά το συνολικό εισόδημα των μισθωτών κατά 19,7% (αντί 19,2%).
Τα κέρδη, το Χρηματιστήριο και οι μισθοί
Ωραία αποτελέσματα δείχνει η προσομοίωση, αλλά τί σημαίνει η υπόδειξη του κ. Γκαργκάνα σε κάθε κλάδο ή επιχείρηση, όπου η διαπραγμάτευση, κάποτε και η σύγκρουση με απεργιακούς αγώνες, γίνεται για τη διανομή του πλεονάσματος; Στον κλάδο των κατασκευών, για παράδειγμα, πόσοι αμείβονται με τη συλλογική σύμβαση των οικοδόμων, ποιοι παίρνουν ενδεχομένως πάρα πάνω, πόσοι, μετανάστες κυρίως, δουλεύουν για λιγότερα από το συμβατικό μεροκάματο και πόσα κερδίζουν οι εργολάβοι; Τι να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι στη φθίνουσα κλωστοϋφαντουργία και πόση αύξηση στην ακμαία χημική βιομηχανία, ή καν στον κλάδο του πετρελαίου, όπου τα κέρδη καλπάζουν; Τα κέρδη των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ δεν αφήνουν περιθώρια να αυξηθούν οι δυσανάλογα χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων χωρίς να επηρεασθούν οι τιμές των εμπορευμάτων; Και πόσο "κανονική" αξιολογεί η Τράπεζα της Ελλάδος την αύξηση των κερδών των τραπεζών πάνω από 40% το πρώτο εξάμηνο φέτος (41% οι εμπορικές τράπεζες, 42,6% οι τραπεζικοί όμιλοι) που καταγράφεται ασχολίαστη στην έκθεση; Ή μήπως δεν αφορά τις μισθολογικές διεκδικήσεις η μέση ετήσια άνοδος 28% του γενικού δείκτη του Χρηματιστηρίου το εννεάμηνο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου;
Κατώτατες αμοιβές - Διευρύνονται οι ανισότητες
Το πιο καίριο ερώτημα όμως τίθεται για την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας που καθορίζει τις κατώτατες αμοιβές. Από το 1995 οι κατώτατες αμοιβές μένουν συνεχώς πίσω από την υπόλοιπη οικονομία, με αποτέλεσμα οι ανισότητες μεταξύ των μισθωτών να διευρύνονται. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσα στην τελευταία δεκαετία σε πραγματικούς όρους έχουν αυξηθεί σωρευτικά κατά 12%, όταν οι μέσες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκαν κατά 31,9%. Θα εξακολουθήσουν να υστερούν οι αυξήσεις των κατώτατων αμοιβών και να μεγαλώνουν οι ανισότητες στο όνομα της υψηλής ανεργίας;
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν είναι η Τράπεζα Ελλάδος που θα δώσει την απάντηση, αλλά ένα συνδικαλιστικό κίνημα με συγκεκριμένη στρατηγική για τους μισθούς συνολικά. Όσο αυτό δεν συγκροτείται, θα απαντά η αγορά από τη μία πλευρά, κάποια συνδικάτα που έχουν διατηρήσει τη δύναμή τους για τα μέλη τους ή άλλου τύπου πολιτικές / πελατειακές πιέσεις από την άλλη. Η Τράπεζα Ελλάδος έχει υπολογίσει πάντως για την περίοδο 1996-2003 ότι στον ιδιωτικό τομέα εκτός τραπεζών οι καταβαλλόμενες αποδοχές αυξάνονταν κατά 0,6% περισσότερο από τις συμβατικές τον χρόνο, 0,9% περισσότερο από τα κατώτατα και στον δημόσιο τομέα κατά 2% περισσότερο. Ενδεικτικά, στην τελευταία έκθεση δίνει τις ακόλουθες ονομαστικές αυξήσεις για το 2004 και το 2005: σύνολο οικονομίας 7,3 και 5,4, Δημόσιο 9,9 και 5,9, δημόσιες επιχειρήσεις 9,9 και 7,4, τράπεζες 8 και 3,3 (έξοδος αρχαιοτέρων), μη τραπεζικός ιδιωτικός τομέας 5,8 και 5,6, κατώτατα 4,8 και 4,9.
Φτωχότεροι οι αγρότες
Ανακατανομές εισοδήματος δεν γίνονται μόνο μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής, στις επιχειρήσεις και στον χώρο της μισθωτής εργασίας. Τις υφίστανται και οι αγρότες, όπως υποδηλώνει η μείωση των τιμών των νωπών οπωροκηπευτικών με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,7% το πρώτο οκτάμηνο φέτος και κατά 11,3% ανίστοιχα πέρυσι, ενώ προηγουμένως είχαν αυξηθεί κατά 13,8% το 2002 και κατά 10,7% το 2003, όπως γράφεται στην έκθεση.
Την τάση αυτή επιβεβαιώνουν για ολόκληρη τη γεωργία και κτηνοτροφία οι δείκτες εισροών και εκροών που δημοσίευσε προχθές η Στατιστική Υπηρεσία: οι τιμές εκροών παρουσίασαν μιαν αύξηση μόλις 2,3% τον Αύγουστο έναντι του περυσινού Αυγούστου, ενώ οι τιμές των εισροών παρουσίασαν αύξηση 4,9%.