Υπάρχει ένας άλλος πολιτικός λόγος για την Αριστερά;
Στέργιος Καλπάκης, Δημοσιευμένο: 2016-02-04
Ένα χρόνο πριν, η προοπτική μιας δυναμικής διαπραγμάτευσης που γεννούσε η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δημιούργησε ένα ευρύ ρεύμα στήριξης της προσπάθειας που υπερέβαινε τα εκλογικά ποσοστά των δύο κομμάτων.
Σήμερα, παρά τη βίαιη προσαρμογή στην πραγματικότητα της διακυβέρνησης, η θέση της χώρας μας στον κόσμο παραμένει σε αμφισβήτηση. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ισχυρές αντιδράσεις από τις κοινωνικές ομάδες που θίγονται από την πολιτική της, ενώ ανησυχία προκαλεί η επανεμφάνιση αντιδραστικών στοιχείων που νομίζαμε ότι σκόρπησαν με την υποχώρηση των «κινημάτων της πλατείας» και την αποκάλυψη της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής. Πέρα όμως από αυτή τη διάσταση, αξίζει να σταθούμε στη συμπεριφορά εκείνων που έναν χρόνο πριν εναπόθεταν τις ελπίδες τους στον συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Είναι προφανές ότι οι υποστηρικτές της κυβέρνησης μειώνονται αισθητά. Όσοι παραμένουν, κινούνται πλέον σε ένα πλαίσιο αντιπαράθεσης με το «παλιό πολιτικό σύστημα». Λιγότεροι είναι αυτοί που πιστεύουν σε μια αναβίωση του αντιμνημονιακού κινήματος για να οδηγήσει αυτή τη φορά οριστικά στο “Grexit”. Σημαντικά όμως είναι τα τμήματα εκείνων των προοδευτικών ψηφοφόρων που απογοητεύτηκαν, που νιώθουν προδομένοι, αδυνατούν να απαντήσουν τι είναι αυτό που συνέβη και πολλοί από αυτούς –κυρίως νέοι- αποσύρονται από τη συμμετοχή αμφισβητώντας τη δυνατότητα, όχι απλά της αριστεράς, αλλά της πολιτικής να βελτιώσει την καθημερινότητά τους.
Τα πράγματα στη συντηρητική παράταξη είναι πιο ξεκάθαρα. Η εκλογή στη ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ενός φιλελεύθερου και μετριοπαθή πολιτικού σε συνδυασμό με την ανάδειξη σε ηγετικές θέσεις υπερσυντηρητικών στελεχών, συνιστά συνταγή επιτυχίας αφού καθιστά εφικτή μία διεύρυνση και στις δύο πλευρές. Τόσο η συμμαχία που στήριξε τον Κυριακό Μητσοτάκη στο Β’ γύρο των εσωκομματικών εκλογών όσο και η νέα κατανομή αρμοδιοτήτων θα λέγαμε ότι αποτελούν μία αναβίωση της Ν.Δ. που πρόσφατα κυβέρνησε, που θεωρεί ότι αδικήθηκε και αναζητά τη δικαίωση στο στραπάτσο του ΣΥΡΙΖΑ, με ένα πρόσωπο ευρύτερα αποδεκτό απ’ ό, τι ήταν ο Αντώνης Σαμαράς. Ο νέος πρόεδρος της Ν.Δ. δεν άργησε να υιοθετήσει η ρητορική Γεωργιάδη περί «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς» κάτι που μας δείχνει ότι σκοπεύουν να ταυτίσουν τα κακώς κείμενα με το σύνολο της Αριστεράς και το λαϊκισμό με κάθε κοινωνικό αίτημα.
Με δεδομένη την απροθυμία του ΣΥΡΙΖΑ να αφήσει πίσω του τον λαϊκίστικο λόγο και τη διχαστική ρητορική της προηγούμενης εποχής, παρά την πλήρη αναντιστοιχία τους με αυτό που εφαρμόζεται ως πολιτική, τίθεται το ερώτημα εάν υπάρχει ένας άλλος πολιτικός λόγος για την Αριστερά.
Η απάντηση μιας σύγχρονης και υπεύθυνης Αριστεράς σε αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να είναι ένας ξεπερασμένος αντιδεξιός λόγος ή μια στείρα αντινεοφιλελεύθερη ρητορική, γιατί εκτός από την αδυναμία εκείνων που τα χρησιμοποιούν να εξηγήσουν τι εννοούν, δείχνουν επιπλέον την απουσία συγκεκριμένων και ρεαλιστικών προτάσεων. Δεν μπορεί επίσης να είναι ένας λαϊκίστικος λόγος ο οποίος τις περισσότερες φορές γίνεται κλείσιμο του ματιού σε συντεχνίες που ακόμη απολαμβάνουν προνόμια σε βάρος του συνόλου της κοινωνίας. Αλλά σίγουρα δεν μπορεί να είναι και μια προσπάθεια πλήρους δικαίωσης των πεπραγμένων της -πριν από τον ΣΥΡΙΖΑ- περιόδου.
Χρειαζόμαστε λοιπόν, έναν καινούργιο πολιτικό λόγο. Έναν πολιτικό λόγο που από τη μία δεν θα κολακεύει «τον περιούσιο λαό» τον οποίο όλοι επιβουλεύονται, από την άλλη όμως θα πείθει ότι ενδιαφέρεται για την επίλυση των προβλημάτων των πολιτών. Μόνο ισορροπώντας σε αυτή τη λεπτή γραμμή του συγκεκριμένου μπορούμε να είμαστε χρήσιμοι για την κοινωνία.
Επομένως, η επιτυχία οποιουδήποτε εγχειρήματος συγκρότησης μιας σύγχρονης προοδευτικής παράταξης και η προοπτική πολιτικής της ηγεμονίας στον ευρύτερο αριστερό χώρο θα κριθούν από τον προγραμματικό χαρακτήρα της προσπάθειας και στο βαθμό που θα δοθούν σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα που γέννησε η χρόνια που πέρασε.