Κλείνοντας το μάτι στη βία
Μιχάλης Μητσός, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2016-02-06
Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας, εξωφρενική μεν για τα ελληνικά δεδομένα αλλά πάντα θεμιτή. Ας υποθέσουμε ότι την ώρα που ο δημοσιογράφος του ραδιοφωνικού σταθμού Αθήνα 9,84 Δημήτρης Πέρρος δεχόταν προχθές δολοφονική επίθεση κοντά στην Ομόνοια, οι αστυνομικοί που βρίσκονταν 70 μέτρα μακριά δεν αδιαφορούσαν επιδεικτικά, αλλά επενέβαιναν. Θα συλλάμβαναν τότε τους δράστες, θα τους έστελναν στο Αυτόφωρο και θα μαθαίναμε τα ονόματά τους, σε ποιον θεό πιστεύουν και τι ακριβώς επιδιώκουν. Δεν θα λυνόταν φυσικά το πρόβλημα της βίας στην Ελλάδα, αλλά θα γινόταν ένα πρώτο βήμα.
Είναι αλήθεια ότι έχουν και οι αστυνομικοί τα δίκια τους. Και χαμηλά αμειβόμενοι είναι, και πλημμελή εκπαίδευση έχουν, και βρίσκονται συχνά σε μειονεκτική θέση απέναντι σε καλά οργανωμένους «αντάρτες πόλης». Χώρια που τους βρίζουν όλοι: το σύνθημα «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» θα κατείχε σίγουρα το ρεκόρ δημοτικότητας αν δεν υπήρχε το «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι». Γιατί λοιπόν να πέσουν στη φωτιά;
Η επιβολή του νόμου αποτελεί παρά ταύτα αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση της μάστιγας της βίας. Αναγκαία, αλλά όχι ικανή: γιατί η ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στα καδρόνια που κρατάμε, αλλά στα μυαλά που κουβαλάμε. Στην τουλάχιστον περίεργη άποψη, πρώτα απ’ όλα, ότι ένας από τους τρόπους διεκδίκησης των αιτημάτων σου σε μια δημοκρατία είναι η προσφυγή στη βία. Οπως έλεγε κάποιος τις προάλλες στο ραδιόφωνο, άμα δεις ξαφνικά μπροστά σου εκείνον που σου έκοψε τη σύνταξη, τι να κάνεις, θολώνεις. Οι πολιτικοί μάς κλέβουν, οι δημοσιογράφοι μάς κοροϊδεύουν, οι διανοούμενοι αδιαφορούν, όλοι τους αξίζουν ένα χέρι ξύλο.
Ο δεύτερος μεγάλος και επίμονος μύθος είναι ότι η βία έχει χρώμα και διαβαθμίσεις. Η ακροδεξιά βία είναι κακή, όταν οι χρυσαυγίτες έδερναν έναν μετανάστη ξεσηκώνονταν κι οι πέτρες (και καλά έκαναν), ενώ η ακροαριστερή βία μπορεί και να είναι δικαιολογημένη, αφού στρέφεται κατά του καπιταλισμού που είναι κι αυτός κακός. Χρόνια ολόκληρα πιπίλαγε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή την καραμέλα, φθάνοντας να στοχοποιήσει συγκεκριμένους δημοσιογράφους στο βίντεο με το οποίο γιόρτασε τον έναν του χρόνο. Στην πραγματικότητα, δεν είναι μόνο η βία κατηγορηματικά καταδικαστέα, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όποια κίνητρα και αν έχει. Είναι κι αυτές οι ετικέτες αυθαίρετες, πλαστές και παραπλανητικές. Τι το αριστερό, έστω και «ακροαριστερό», μπορεί να έχει η άνανδρη επίθεση 15 κουκουλοφόρων με καδρόνια εναντίον ενός ανυπεράσπιστου δημοσιογράφου που έκανε τη δουλειά του; Και τι διαφορετικό έχει από την καθαρή φασιστική βία;
Πριν από λίγες ημέρες κυριαρχούσε στην επικαιρότητα το θέμα του έργου που ανεβοκατέβαινε στο Εθνικό Θέατρο. Η κοινωνία διχάστηκε, πιάσαμε να κουβεντιάζουμε για τον Αισχύλο, τον Μπρεχτ και τον Μακάρθι, αλλά αφήσαμε πάλι απέξω το θέμα της βίας, δεν σχολιάσαμε, ας πούμε, ότι αντίθετα με την Ισπανία ή τη Βρετανία κανείς τρομοκράτης στην Ελλάδα δεν έχει προσπαθήσει να εξιλεωθεί για τις πράξεις του, να ζητήσει έστω μια συγγνώμη. Εξακολουθούμε να κλείνουμε το μάτι στη βία. Κι όταν πέφτει κάποιος θύμα της, η πρώτη μας σκέψη είναι, ρε συ, μπας και πήγαινε γυρεύοντας;
Είναι αλήθεια ότι έχουν και οι αστυνομικοί τα δίκια τους. Και χαμηλά αμειβόμενοι είναι, και πλημμελή εκπαίδευση έχουν, και βρίσκονται συχνά σε μειονεκτική θέση απέναντι σε καλά οργανωμένους «αντάρτες πόλης». Χώρια που τους βρίζουν όλοι: το σύνθημα «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» θα κατείχε σίγουρα το ρεκόρ δημοτικότητας αν δεν υπήρχε το «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι». Γιατί λοιπόν να πέσουν στη φωτιά;
Η επιβολή του νόμου αποτελεί παρά ταύτα αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση της μάστιγας της βίας. Αναγκαία, αλλά όχι ικανή: γιατί η ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στα καδρόνια που κρατάμε, αλλά στα μυαλά που κουβαλάμε. Στην τουλάχιστον περίεργη άποψη, πρώτα απ’ όλα, ότι ένας από τους τρόπους διεκδίκησης των αιτημάτων σου σε μια δημοκρατία είναι η προσφυγή στη βία. Οπως έλεγε κάποιος τις προάλλες στο ραδιόφωνο, άμα δεις ξαφνικά μπροστά σου εκείνον που σου έκοψε τη σύνταξη, τι να κάνεις, θολώνεις. Οι πολιτικοί μάς κλέβουν, οι δημοσιογράφοι μάς κοροϊδεύουν, οι διανοούμενοι αδιαφορούν, όλοι τους αξίζουν ένα χέρι ξύλο.
Ο δεύτερος μεγάλος και επίμονος μύθος είναι ότι η βία έχει χρώμα και διαβαθμίσεις. Η ακροδεξιά βία είναι κακή, όταν οι χρυσαυγίτες έδερναν έναν μετανάστη ξεσηκώνονταν κι οι πέτρες (και καλά έκαναν), ενώ η ακροαριστερή βία μπορεί και να είναι δικαιολογημένη, αφού στρέφεται κατά του καπιταλισμού που είναι κι αυτός κακός. Χρόνια ολόκληρα πιπίλαγε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή την καραμέλα, φθάνοντας να στοχοποιήσει συγκεκριμένους δημοσιογράφους στο βίντεο με το οποίο γιόρτασε τον έναν του χρόνο. Στην πραγματικότητα, δεν είναι μόνο η βία κατηγορηματικά καταδικαστέα, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όποια κίνητρα και αν έχει. Είναι κι αυτές οι ετικέτες αυθαίρετες, πλαστές και παραπλανητικές. Τι το αριστερό, έστω και «ακροαριστερό», μπορεί να έχει η άνανδρη επίθεση 15 κουκουλοφόρων με καδρόνια εναντίον ενός ανυπεράσπιστου δημοσιογράφου που έκανε τη δουλειά του; Και τι διαφορετικό έχει από την καθαρή φασιστική βία;
Πριν από λίγες ημέρες κυριαρχούσε στην επικαιρότητα το θέμα του έργου που ανεβοκατέβαινε στο Εθνικό Θέατρο. Η κοινωνία διχάστηκε, πιάσαμε να κουβεντιάζουμε για τον Αισχύλο, τον Μπρεχτ και τον Μακάρθι, αλλά αφήσαμε πάλι απέξω το θέμα της βίας, δεν σχολιάσαμε, ας πούμε, ότι αντίθετα με την Ισπανία ή τη Βρετανία κανείς τρομοκράτης στην Ελλάδα δεν έχει προσπαθήσει να εξιλεωθεί για τις πράξεις του, να ζητήσει έστω μια συγγνώμη. Εξακολουθούμε να κλείνουμε το μάτι στη βία. Κι όταν πέφτει κάποιος θύμα της, η πρώτη μας σκέψη είναι, ρε συ, μπας και πήγαινε γυρεύοντας;