Προσωρινή ανακούφιση
Ο συμβιβασμός των Bρυξελλών δεν απαντά στο πρόβλημα της ανάπτυξης
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2005-12-28
Αναστεναγμό ανακούφισης, από τον Ατλαντικό ώς τα σύνορα με τη Ρωσία, προκάλεσε ο συμβιβασμός στον οποίο κατέληξε το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το χρηματοδοτικό πλαίσιο των κοινοτικών προϋπολογισμών της νέας επταετίας 2007-2013. Και δικαιολογημένα. H κρίση προοπτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκδηλη από τον περασμένο Μάιο μετά τα απορριπτικά δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία για το Ευρωσύνταγμα, που είχε φανεί να εντείνεται στη σύνοδο του Λουξεμβούργου ένα μήνα αργότερα, τουλάχιστον δεν επιδεινώθηκε. Οι 25 κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε ένα ύψος δαπανών που διατηρεί σημαντικές ενισχύσεις για τις δύο χώρες με τη μεγαλύτερη υστέρηση μεταξύ των παλαιών μελών, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, ενώ τα κονδύλια για τις πολύ φτωχότερες χώρες της διεύρυνσης βελτιώθηκαν λίγο ώστε, χωρίς ενθουσιασμό, να γίνουν αποδεκτά από τις κυβερνήσεις τους.
Ελληνοκεντρικά, όπως συνήθως, η συζήτηση σε μας κινήθηκε ανάμεσα στην κυβερνητική θριαμβολογία για τα 20,1 δισεκατομμύρια ευρώ που εξασφαλίσθηκαν για το Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης - ποσό χαμηλότερο πάντως από τα 23 δισ. που είχε αποσπάσει το 1999 στο Βερολίνο ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης - και την κριτική της αντιπολίτευσης για τη διαπραγματευτική αδυναμία του κ. K. Καραμανλή, σε αντιδιαστολή με την Πορτογαλία, η οποία κατάφερε να αυξήσει τους πόρους που θα λάβει. Πέρα από τις όποιες διαπραγματευτικές επιδόσεις όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το σχετικό επίπεδο εισοδήματος κάθε χώρας: διότι σκοπός των κοινοτικών ενισχύσεων είναι να συμβάλουν στη σύγκλιση όσων υστερούν.
Σύμφωνα με τους δείκτες για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, που καταρτίζει συγκριτικά για τους «25» η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, η Ελλάδα βρισκόταν το 1999 στο 70,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και φθάνει φέτος στο 82,3%. H Πορτογαλία, που δοκιμάζεται από ύφεση και στασιμότητα τα τελευταία χρόνια, από το 80,3% το 1999 εμφανίζεται να έχει πέσει τώρα στο 74,3%. Και η Ισπανία, που από 92% το 1999 φθάνει πλέον το 97,3%, προσεγγίζει δηλαδή τον μέσο όρο, αναγκάσθηκε να συγκατατεθεί σε δραστική μείωση των πόρων που έχει να λαμβάνει: από 48 δισ. ευρώ την περίοδο 2000-2006, μόλις 5 δισ. τη νέα επταετία 2007-2013. Για την Ελλάδα άλλωστε το άμεσο πρόβλημα είναι πώς θα περιορίσει τις απώλειες από το τρέχον Γ’ ΚΠΣ, που με τις διαχειριστικές εμπλοκές της τελευταίας διετίας κινδυνεύουν να είναι μεγάλες, αλλά και πώς θα προετοιμάσει έγκαιρα τα προγράμματα για το επόμενο Δ’ ΚΠΣ, ώστε να μην επαναληφθούν καθυστερήσεις στην έναρξη υλοποίησής του.
Αν πάντως είναι δικαιολογημένη η ανακούφιση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη συνολικά, που αποτράπηκε το χειρότερο, ένα φιάσκο στις Βρυξέλλες που θα τροφοδοτούσε διαλυτικές τάσεις και θα έκοβε τις χρηματοδοτήσεις, η ευρωπαϊκή στρατηγική για την ανάπτυξη με κοινωνική συνοχή παραμένει ζητούμενο. Διακρίνονται σήμερα ενδείξεις κάποιας ανάκαμψης στην ευρωπαϊκή οικονομία, που προβλέπεται να φέρουν ένα ρυθμό μεγέθυνσης 2% το 2006. Μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% είναι oπωσδήποτε καλύτερη από το 1% ή 1,3% των τελευταίων ετών. Διόλου επαρκής όμως για να ανακόψει τη συνεχή υποχώρηση της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία, ούτε για να αμβλύνει τις εσωτερικές της αντιθέσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Επιτροπής, το μερίδιο των «25» στο παγκόσμιο προϊόν από 26% το 1980 περιορίσθηκε σε 22% το 2003, όταν οι ΗΠΑ είχαν το 20% και η Κίνα το 13%. Αν προεκταθούν οι τωρινοί ρυθμοί, το 2015 η Ευρώπη θα πέσει στο 17%, και θα την ξεπεράσουν όχι μόνον οι ΗΠΑ, 19%, αλλά και η Κίνα, 19% επίσης. H χαμηλή μεγέθυνση, σε συνδυασμό με τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, γίνονται ένας φαύλος κύκλος που δεν αφήνει περιθώρια για μια πιο γενναιόδωρη δημόσια χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Οι κυβερνήσεις δεν ανταποκρίνονται στη σύσταση της Επιτροπής να διπλασιάσουν τους πόρους που διαθέτουν για έρευνα και ανάπτυξη, μόνη ελπίδα να αντιμετωπισθεί το χαμηλό ασιατικό κόστος παραγωγής, με εργαζομένους υψηλών γνώσεων και δεξιοτήτων, παρατηρούσε αρθρογράφος στη χριστουγεννιάτικη «Le Monde».
Από την άλλη πλευρά, οι φειδωλές χρηματοδοτήσεις προς τις χώρες της διεύρυνσης εντείνουν την πίεση από τους χαμηλούς μισθούς που υπάρχουν εκεί, είτε για μετεγκαταστάσεις που οξύνουν το πρόβλημα της ανεργίας στις παλαιές χώρες-μέλη, είτε με την έλευση χαμηλότερα αμειβομένων μεταναστών, που εκλαμβάνονται ως απειλή από τους ντόπιους. Στην Ιρλανδία, την επιτυχέστερη χώρα της συνοχής με κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 140% του μέσου ευρωπαϊκού, η απόπειρα μιας ακτοπλοϊκής εταιρείας να προσλάβει φθηνούς Λετονούς ναύτες προκάλεσε τις μαζικότερες διαδηλώσεις των τελευταίων 25 ετών, αλλά και έναν κίνδυνο ρατσισμού, όπως ανησυχούν υπεύθυνοι συνδικαλιστές.
Ελληνοκεντρικά, όπως συνήθως, η συζήτηση σε μας κινήθηκε ανάμεσα στην κυβερνητική θριαμβολογία για τα 20,1 δισεκατομμύρια ευρώ που εξασφαλίσθηκαν για το Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης - ποσό χαμηλότερο πάντως από τα 23 δισ. που είχε αποσπάσει το 1999 στο Βερολίνο ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης - και την κριτική της αντιπολίτευσης για τη διαπραγματευτική αδυναμία του κ. K. Καραμανλή, σε αντιδιαστολή με την Πορτογαλία, η οποία κατάφερε να αυξήσει τους πόρους που θα λάβει. Πέρα από τις όποιες διαπραγματευτικές επιδόσεις όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το σχετικό επίπεδο εισοδήματος κάθε χώρας: διότι σκοπός των κοινοτικών ενισχύσεων είναι να συμβάλουν στη σύγκλιση όσων υστερούν.
Σύμφωνα με τους δείκτες για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, που καταρτίζει συγκριτικά για τους «25» η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, η Ελλάδα βρισκόταν το 1999 στο 70,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και φθάνει φέτος στο 82,3%. H Πορτογαλία, που δοκιμάζεται από ύφεση και στασιμότητα τα τελευταία χρόνια, από το 80,3% το 1999 εμφανίζεται να έχει πέσει τώρα στο 74,3%. Και η Ισπανία, που από 92% το 1999 φθάνει πλέον το 97,3%, προσεγγίζει δηλαδή τον μέσο όρο, αναγκάσθηκε να συγκατατεθεί σε δραστική μείωση των πόρων που έχει να λαμβάνει: από 48 δισ. ευρώ την περίοδο 2000-2006, μόλις 5 δισ. τη νέα επταετία 2007-2013. Για την Ελλάδα άλλωστε το άμεσο πρόβλημα είναι πώς θα περιορίσει τις απώλειες από το τρέχον Γ’ ΚΠΣ, που με τις διαχειριστικές εμπλοκές της τελευταίας διετίας κινδυνεύουν να είναι μεγάλες, αλλά και πώς θα προετοιμάσει έγκαιρα τα προγράμματα για το επόμενο Δ’ ΚΠΣ, ώστε να μην επαναληφθούν καθυστερήσεις στην έναρξη υλοποίησής του.
Αν πάντως είναι δικαιολογημένη η ανακούφιση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη συνολικά, που αποτράπηκε το χειρότερο, ένα φιάσκο στις Βρυξέλλες που θα τροφοδοτούσε διαλυτικές τάσεις και θα έκοβε τις χρηματοδοτήσεις, η ευρωπαϊκή στρατηγική για την ανάπτυξη με κοινωνική συνοχή παραμένει ζητούμενο. Διακρίνονται σήμερα ενδείξεις κάποιας ανάκαμψης στην ευρωπαϊκή οικονομία, που προβλέπεται να φέρουν ένα ρυθμό μεγέθυνσης 2% το 2006. Μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% είναι oπωσδήποτε καλύτερη από το 1% ή 1,3% των τελευταίων ετών. Διόλου επαρκής όμως για να ανακόψει τη συνεχή υποχώρηση της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία, ούτε για να αμβλύνει τις εσωτερικές της αντιθέσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Επιτροπής, το μερίδιο των «25» στο παγκόσμιο προϊόν από 26% το 1980 περιορίσθηκε σε 22% το 2003, όταν οι ΗΠΑ είχαν το 20% και η Κίνα το 13%. Αν προεκταθούν οι τωρινοί ρυθμοί, το 2015 η Ευρώπη θα πέσει στο 17%, και θα την ξεπεράσουν όχι μόνον οι ΗΠΑ, 19%, αλλά και η Κίνα, 19% επίσης. H χαμηλή μεγέθυνση, σε συνδυασμό με τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, γίνονται ένας φαύλος κύκλος που δεν αφήνει περιθώρια για μια πιο γενναιόδωρη δημόσια χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Οι κυβερνήσεις δεν ανταποκρίνονται στη σύσταση της Επιτροπής να διπλασιάσουν τους πόρους που διαθέτουν για έρευνα και ανάπτυξη, μόνη ελπίδα να αντιμετωπισθεί το χαμηλό ασιατικό κόστος παραγωγής, με εργαζομένους υψηλών γνώσεων και δεξιοτήτων, παρατηρούσε αρθρογράφος στη χριστουγεννιάτικη «Le Monde».
Από την άλλη πλευρά, οι φειδωλές χρηματοδοτήσεις προς τις χώρες της διεύρυνσης εντείνουν την πίεση από τους χαμηλούς μισθούς που υπάρχουν εκεί, είτε για μετεγκαταστάσεις που οξύνουν το πρόβλημα της ανεργίας στις παλαιές χώρες-μέλη, είτε με την έλευση χαμηλότερα αμειβομένων μεταναστών, που εκλαμβάνονται ως απειλή από τους ντόπιους. Στην Ιρλανδία, την επιτυχέστερη χώρα της συνοχής με κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 140% του μέσου ευρωπαϊκού, η απόπειρα μιας ακτοπλοϊκής εταιρείας να προσλάβει φθηνούς Λετονούς ναύτες προκάλεσε τις μαζικότερες διαδηλώσεις των τελευταίων 25 ετών, αλλά και έναν κίνδυνο ρατσισμού, όπως ανησυχούν υπεύθυνοι συνδικαλιστές.