Απορρυθμιστικές επεμβάσεις στα ΑΕΙ και στη Δικαιοσύνη
Ελπιδοφόρες οι αντιδράσεις
Νίκος Παρασκευόπουλος, Δημοσιευμένο: 2005-12-28
Με το τέλος της χρονιάς αναζητούνται αναδρομικά οι ειδήσεις εκείνες που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν κάποιες ελπίδες για τη νέα χρονιά. Στον κοινωνικοπολιτικό χώρο κάτι είναι χαρακτηριστικό: όσα πρόσφατα γεγονότα έδειξαν να εκπέμπουν θετικά μηνύματα, δεν συνδέονταν με άνωθεν εκπορευόμενες πολιτικές. Το αντίστροφο ίσχυσε. Ενθαρρυντικές ήταν οι μικρές ή μεγάλες αντιστάσεις που προέβαλαν διάφοροι κοινωνικοί φορείς απέναντι στα κύματα της απορρύθμισης: της τάσης για υπόσκαψη φιλελεύθερων ή δημοκρατικών θεσμών που έχουν καταξιωθεί στη διαδρομή του χρόνου.
Ισως αρχικά οι παραπάνω όροι (άνωθεν, κοινωνικοί φορείς) να δείχνουν γενικόλογοι και ξεπερασμένοι. Ωστόσο, εν μέσω των νέων ρευμάτων έχουν αρχίσει να αποκρυσταλλώνονται νέα νοήματα. Το «άνωθεν» δεν παραπέμπει πια μόνο στην πολιτική εξουσία, αλλά και στην οικονομική. Αντίστοιχα, οι «κοινωνικοί φορείς» δεν αντιδιαστέλλονται μόνο προς το κράτος, αλλά και προς τα ισχυρά ιδιωτικά κέντρα εξουσίας.
Πολλαπλό θετικό μήνυμα προσέφεραν οι αντιδράσεις της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και πιο πρόσφατα της Ενωσης Εισαγγελέων απέναντι στη θεσμοθέτηση από την Ευρωβουλή της καταγραφής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των Ευρωπαίων πολιτών.
Οι παρακολουθήσεις εξ ορισμού εμπίπτουν στο πεδίο ενδιαφέροντος των άρθρων 9 και 9Α του ελληνικού Συντάγματος, που προστατεύουν την ιδιωτικότητα του προσώπου και τα προσωπικά δεδομένα του. Η εθνική προστασία συμπορεύεται με την παρεχόμενη από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το τελευταίο μάλιστα έχει συγκεκριμενοποιηθεί με την περιπτωσιολογική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδίως μετά το 1990. Σημαντικό είναι εξάλλου το γεγονός ότι στη χώρα μας τα αντισώματα απέναντι σε παρακολουθήσεις, υποκλοπές, «κοριούς» κ.λπ. μένουν μετά τη δικτατορία ενεργά, όσο κι αν πασχίζουν οι πρακτικές των τηλεδικείων να μας εξοικειώσουν με την ιδέα της κρυφής κάμερας.
Είναι σαφές λοιπόν ότι η παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής και των τηλεπικοινωνιών μπορεί να αναπτυχθεί μόνο σαν μια έκτακτη εξαίρεση των κανόνων προστασίας των ατομικών ελευθεριών. Η εξαίρεση πρέπει να δικαιολογείται, να καλύπτεται νομοθετικά, να είναι αναγκαία και όχι δυσανάλογη, καθώς και να περιβάλλεται με διαδικαστικές εγγυήσεις.
Για να υπερβούν τα παραπάνω όρια οι εισηγητές της γενικευμένης παρακολούθησης επικαλέστηκαν τη σκοπιμότητα της καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας, κυρίως του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των τελευταίων ωστόσο απαιτεί άλλα, πολύ διαφορετικά μέσα. Η πρόληψη προϋποθέτει κοινωνικοπολιτικές τομές, η καταστολή την ευρυθμία του ιστορικού μορφώματος της ποινικής δίκης με τις εγγυήσεις σεβασμού των ατομικών ελευθεριών.
Αντίθετα, η προληπτική αποτελεσματικότητα των γενικευμένων παρακολουθήσεων είναι περιορισμένη. Φαίνεται επίσης καθαρά ότι με τη διάχυση του ποινικού ελέγχου, το δικαιικό σύστημα, αντί να προτάσσεται, απορρυθμίζεται και παραγκωνίζεται. Στο στόχαστρο των ηλεκτρονικών μέσων εποπτείας δεν τίθενται μόνο κατηγορούμενοι ή ύποπτοι για συγκεκριμένες πράξεις κατά τα ασφαλή δικαιικά κριτήρια. Εμπίπτουν οι πάντες: οι μειοψηφίες αλλά και οι πλειοψηφίες των πολιτών.
Ο μεθοδευόμενος ολοκληρωτισμός γίνεται ευδιάκριτος αν παρατηρήσουμε το εξής: ο αριθμός των εγκλημάτων που χαρακτηρίζονται σοβαρά και δικαιολογούν δυσμενείς επεμβάσεις στις ελευθερίες διαρκώς διευρύνεται, άλλοτε με αόριστες έννοιες, άλλοτε με ρητή υπαγωγή ελαφρών (για τα καθ’ ημάς, πλημμεληματικών) πράξεων στους σχετικούς καταλόγους. Είναι ευνόητο ακόμη και κάτι άλλο: από τη στιγμή που θα στηθεί και θα τεθεί σε λειτουργία η υποδομή για τις παρακολουθήσεις, οι δυνατότητες κατάχρησης από φωτεινούς και σκοτεινούς κλειδούχους θα είναι δεδομένες. Ο μέσος πολίτης καταλαβαίνει ότι οι θεσμικές εγγυήσεις είναι αδύναμες μπροστά στα θαύματα της τεχνολογίας, τη στιγμή μάλιστα που η παραγωγή και η συντήρηση του ηλεκτρονικού εξοπλισμού εξαρτώνται από τον ιδιωτικό τομέα.
Με δυο λόγια, η εγκληματικότητα λειτουργεί εδώ ως πρόσχημα για την ανάπτυξη ενός καταχρηστικού ποινικού ελέγχου που θέτει στο στόχαστρό του τις πλειοψηφίες, τη δημοκρατία, τους πάντες.
Η παρέμβαση των δύο οργάνων (Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων και Ενωσης Εισαγγελέων) είναι δείγμα αντοχής του ελληνικού δικαιικού πολιτισμού και της δημοκρατίας μας απέναντι στις νέες ισοπεδωτικές πρακτικές. Οι πολιτικοί θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους την υπενθύμιση των εισαγγελέων, ότι το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής των πολιτών αποτελεί ύψιστο ατομικό δικαίωμα και ότι η διαφύλαξή του συνιστά θεμελιακή υποχρέωση για κάθε σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, καθώς και ότι η περιστολή του θα πρέπει να γίνεται όλως εξαιρετικά σε απολύτως συγκεκριμένες περιπτώσεις και πάντοτε με δικαστική εγγύηση.
Δεύτερο παρήγορο σημείο είναι οι αντιδράσεις των πανεπιστημιακών απέναντι σε μεταρρυθμίσεις που υποσκάπτουν την αυτονομία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της χώρας. Οπως όλοι δέχονται μεγαλόφωνα, στα πανεπιστήμια προδιαγράφεται κατά ένα σημαντικό ποσοστό η μελλοντική πορεία της χώρας, χάρη στην καλλιέργεια της πνευματικής κληρονομιάς, καθώς και στην παραγωγή και μετάδοση νέας γνώσης. Πολλοί οι όροι για να πραγματοποιηθούν οι μεγάλοι στόχοι και ένας από αυτούς είναι η δημοκρατική αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ.
Η υπουργός Παιδείας Μ. Γιαννάκου παρενέβη λίγο πριν από τις προσεχείς εκλογές μεταρρυθμίζοντας τους όρους υποψηφιότητας. Ετσι, άλλοι υποψήφιοι αποκλείονται κι άλλοι ξεπροβάλλουν, καθώς μεταβάλλονται τα της δυνατότητας επανεκλογής ή ορίζεται πλέον τετραετής αντί της τριετούς πρυτανικής θητείας, στην οποία οι αρχαιότεροι δεν κατορθώνουν να ανταποκριθούν.
Η γνήσια αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων, ωστόσο, προϋποθέτει ότι οι υποψήφιοι θα έχουν ξεχωρίσει και αναδειχθεί ομαλά, μέσα από μια ιστορική δυναμική χάρη στη δοκιμασία και στην καταξίωσή τους κατά την άσκηση των ακαδημαϊκών λειτουργιών. Το έργο και η ουσιαστική λογοδοσία τους προς τα αντιπροσωπευόμενα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, μέσα στα επάλληλα όργανα, προσδιορίζουν την εμπιστοσύνη και την ψήφο εκείνων τουλάχιστον των εκλεκτόρων που συνεχίζουν να επιλέγουν με ακαδημαϊκά κριτήρια.
Για τους παραπάνω λόγους, η σπασμωδική παρέμβαση λίγο πριν από τις εκλογές, ενώ τα πρόσωπα των υποψηφίων εν πολλοίς ήδη έχουν αναδειχθεί, συνιστά προσβολή της ακαδημαϊκής αυτονομίας. Η ανάλογη συνταγματική επιταγή για τις βουλευτικές εκλογές θα έπρεπε να προσεχθεί περισσότερο: το άρθρο 54 του Συντάγματος ορίζει ότι το ψηφιζόμενο εκλογικό σύστημα της χώρας ισχύει από τη μεθεπόμενη περίοδο, εκτός κι αν η άμεση ισχύς του ψηφιστεί με πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Ετσι αποφεύγονται οι καιροσκοπισμοί.
Η υπουργός οδηγήθηκε ώς τώρα σε μερικές αναθεωρήσεις των σχετικών εξαγγελιών της, χάρη στις αντιδράσεις των πανεπιστημιακών. Αυτές οι τελευταίες παρέχουν την ελπίδα ότι η συγκυριακή παρέμβαση στην ομαλή εξέλιξη της ακαδημαϊκής αυτοδιοίκησης ίσως τελικά αποφευχθεί.
Καθώς λοιπόν ο χρόνος τελειώνει, ενθαρρυνόμαστε από κάποιες αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας στην άνωθεν απορρύθμιση. Είναι το ελπιδοφόρο μήνυμα εν όψει της χρονιάς που έρχεται.
Ισως αρχικά οι παραπάνω όροι (άνωθεν, κοινωνικοί φορείς) να δείχνουν γενικόλογοι και ξεπερασμένοι. Ωστόσο, εν μέσω των νέων ρευμάτων έχουν αρχίσει να αποκρυσταλλώνονται νέα νοήματα. Το «άνωθεν» δεν παραπέμπει πια μόνο στην πολιτική εξουσία, αλλά και στην οικονομική. Αντίστοιχα, οι «κοινωνικοί φορείς» δεν αντιδιαστέλλονται μόνο προς το κράτος, αλλά και προς τα ισχυρά ιδιωτικά κέντρα εξουσίας.
Πολλαπλό θετικό μήνυμα προσέφεραν οι αντιδράσεις της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και πιο πρόσφατα της Ενωσης Εισαγγελέων απέναντι στη θεσμοθέτηση από την Ευρωβουλή της καταγραφής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των Ευρωπαίων πολιτών.
Οι παρακολουθήσεις εξ ορισμού εμπίπτουν στο πεδίο ενδιαφέροντος των άρθρων 9 και 9Α του ελληνικού Συντάγματος, που προστατεύουν την ιδιωτικότητα του προσώπου και τα προσωπικά δεδομένα του. Η εθνική προστασία συμπορεύεται με την παρεχόμενη από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το τελευταίο μάλιστα έχει συγκεκριμενοποιηθεί με την περιπτωσιολογική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδίως μετά το 1990. Σημαντικό είναι εξάλλου το γεγονός ότι στη χώρα μας τα αντισώματα απέναντι σε παρακολουθήσεις, υποκλοπές, «κοριούς» κ.λπ. μένουν μετά τη δικτατορία ενεργά, όσο κι αν πασχίζουν οι πρακτικές των τηλεδικείων να μας εξοικειώσουν με την ιδέα της κρυφής κάμερας.
Είναι σαφές λοιπόν ότι η παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής και των τηλεπικοινωνιών μπορεί να αναπτυχθεί μόνο σαν μια έκτακτη εξαίρεση των κανόνων προστασίας των ατομικών ελευθεριών. Η εξαίρεση πρέπει να δικαιολογείται, να καλύπτεται νομοθετικά, να είναι αναγκαία και όχι δυσανάλογη, καθώς και να περιβάλλεται με διαδικαστικές εγγυήσεις.
Για να υπερβούν τα παραπάνω όρια οι εισηγητές της γενικευμένης παρακολούθησης επικαλέστηκαν τη σκοπιμότητα της καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας, κυρίως του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των τελευταίων ωστόσο απαιτεί άλλα, πολύ διαφορετικά μέσα. Η πρόληψη προϋποθέτει κοινωνικοπολιτικές τομές, η καταστολή την ευρυθμία του ιστορικού μορφώματος της ποινικής δίκης με τις εγγυήσεις σεβασμού των ατομικών ελευθεριών.
Αντίθετα, η προληπτική αποτελεσματικότητα των γενικευμένων παρακολουθήσεων είναι περιορισμένη. Φαίνεται επίσης καθαρά ότι με τη διάχυση του ποινικού ελέγχου, το δικαιικό σύστημα, αντί να προτάσσεται, απορρυθμίζεται και παραγκωνίζεται. Στο στόχαστρο των ηλεκτρονικών μέσων εποπτείας δεν τίθενται μόνο κατηγορούμενοι ή ύποπτοι για συγκεκριμένες πράξεις κατά τα ασφαλή δικαιικά κριτήρια. Εμπίπτουν οι πάντες: οι μειοψηφίες αλλά και οι πλειοψηφίες των πολιτών.
Ο μεθοδευόμενος ολοκληρωτισμός γίνεται ευδιάκριτος αν παρατηρήσουμε το εξής: ο αριθμός των εγκλημάτων που χαρακτηρίζονται σοβαρά και δικαιολογούν δυσμενείς επεμβάσεις στις ελευθερίες διαρκώς διευρύνεται, άλλοτε με αόριστες έννοιες, άλλοτε με ρητή υπαγωγή ελαφρών (για τα καθ’ ημάς, πλημμεληματικών) πράξεων στους σχετικούς καταλόγους. Είναι ευνόητο ακόμη και κάτι άλλο: από τη στιγμή που θα στηθεί και θα τεθεί σε λειτουργία η υποδομή για τις παρακολουθήσεις, οι δυνατότητες κατάχρησης από φωτεινούς και σκοτεινούς κλειδούχους θα είναι δεδομένες. Ο μέσος πολίτης καταλαβαίνει ότι οι θεσμικές εγγυήσεις είναι αδύναμες μπροστά στα θαύματα της τεχνολογίας, τη στιγμή μάλιστα που η παραγωγή και η συντήρηση του ηλεκτρονικού εξοπλισμού εξαρτώνται από τον ιδιωτικό τομέα.
Με δυο λόγια, η εγκληματικότητα λειτουργεί εδώ ως πρόσχημα για την ανάπτυξη ενός καταχρηστικού ποινικού ελέγχου που θέτει στο στόχαστρό του τις πλειοψηφίες, τη δημοκρατία, τους πάντες.
Η παρέμβαση των δύο οργάνων (Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων και Ενωσης Εισαγγελέων) είναι δείγμα αντοχής του ελληνικού δικαιικού πολιτισμού και της δημοκρατίας μας απέναντι στις νέες ισοπεδωτικές πρακτικές. Οι πολιτικοί θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους την υπενθύμιση των εισαγγελέων, ότι το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής των πολιτών αποτελεί ύψιστο ατομικό δικαίωμα και ότι η διαφύλαξή του συνιστά θεμελιακή υποχρέωση για κάθε σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, καθώς και ότι η περιστολή του θα πρέπει να γίνεται όλως εξαιρετικά σε απολύτως συγκεκριμένες περιπτώσεις και πάντοτε με δικαστική εγγύηση.
Δεύτερο παρήγορο σημείο είναι οι αντιδράσεις των πανεπιστημιακών απέναντι σε μεταρρυθμίσεις που υποσκάπτουν την αυτονομία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της χώρας. Οπως όλοι δέχονται μεγαλόφωνα, στα πανεπιστήμια προδιαγράφεται κατά ένα σημαντικό ποσοστό η μελλοντική πορεία της χώρας, χάρη στην καλλιέργεια της πνευματικής κληρονομιάς, καθώς και στην παραγωγή και μετάδοση νέας γνώσης. Πολλοί οι όροι για να πραγματοποιηθούν οι μεγάλοι στόχοι και ένας από αυτούς είναι η δημοκρατική αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ.
Η υπουργός Παιδείας Μ. Γιαννάκου παρενέβη λίγο πριν από τις προσεχείς εκλογές μεταρρυθμίζοντας τους όρους υποψηφιότητας. Ετσι, άλλοι υποψήφιοι αποκλείονται κι άλλοι ξεπροβάλλουν, καθώς μεταβάλλονται τα της δυνατότητας επανεκλογής ή ορίζεται πλέον τετραετής αντί της τριετούς πρυτανικής θητείας, στην οποία οι αρχαιότεροι δεν κατορθώνουν να ανταποκριθούν.
Η γνήσια αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων, ωστόσο, προϋποθέτει ότι οι υποψήφιοι θα έχουν ξεχωρίσει και αναδειχθεί ομαλά, μέσα από μια ιστορική δυναμική χάρη στη δοκιμασία και στην καταξίωσή τους κατά την άσκηση των ακαδημαϊκών λειτουργιών. Το έργο και η ουσιαστική λογοδοσία τους προς τα αντιπροσωπευόμενα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, μέσα στα επάλληλα όργανα, προσδιορίζουν την εμπιστοσύνη και την ψήφο εκείνων τουλάχιστον των εκλεκτόρων που συνεχίζουν να επιλέγουν με ακαδημαϊκά κριτήρια.
Για τους παραπάνω λόγους, η σπασμωδική παρέμβαση λίγο πριν από τις εκλογές, ενώ τα πρόσωπα των υποψηφίων εν πολλοίς ήδη έχουν αναδειχθεί, συνιστά προσβολή της ακαδημαϊκής αυτονομίας. Η ανάλογη συνταγματική επιταγή για τις βουλευτικές εκλογές θα έπρεπε να προσεχθεί περισσότερο: το άρθρο 54 του Συντάγματος ορίζει ότι το ψηφιζόμενο εκλογικό σύστημα της χώρας ισχύει από τη μεθεπόμενη περίοδο, εκτός κι αν η άμεση ισχύς του ψηφιστεί με πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Ετσι αποφεύγονται οι καιροσκοπισμοί.
Η υπουργός οδηγήθηκε ώς τώρα σε μερικές αναθεωρήσεις των σχετικών εξαγγελιών της, χάρη στις αντιδράσεις των πανεπιστημιακών. Αυτές οι τελευταίες παρέχουν την ελπίδα ότι η συγκυριακή παρέμβαση στην ομαλή εξέλιξη της ακαδημαϊκής αυτοδιοίκησης ίσως τελικά αποφευχθεί.
Καθώς λοιπόν ο χρόνος τελειώνει, ενθαρρυνόμαστε από κάποιες αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας στην άνωθεν απορρύθμιση. Είναι το ελπιδοφόρο μήνυμα εν όψει της χρονιάς που έρχεται.