Μέρες ΔΝΤ
Αγγελική Σπανού, Μεταρρύθμιση, Δημοσιευμένο: 2016-04-05
Και ξαφνικά, η διαρροή ενός διαλόγου Τόμσεν-Βελκουλέσκου έγινε το κυρίαρχο θέμα στην ελληνική πραγματικότητα. Δεν μάθαμε κάτι που δεν ξέραμε, παρόλα αυτά επιβεβαιώθηκε ότι ο σκληρότερος των θεσμικών πιστωτών δεν έχει σκοπό να κλείσει τα μάτια λόγω προσφυγικού. Κατά τα άλλα, οι θέσεις είναι οι γνωστές: Χαμηλότερα πλεονάσματα, σοβαρή αναδιάρθρωση χρέους, περισσότερα μέτρα λιτότητας και βαθύτερες διαρθρωτικές αλλαγές. Το πιο ιντριγκαδόρικο στοιχείο ήταν η αναφορά σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας και στο ενεδεχόμενο να επαναληφθεί το σενάριο του περσινού καλοκαιριού όταν η συμφωνία έγινε μετά το τέλος της ρευστότητας και τη διαμόρφωση ενός τέλειου οικονομικού αδιεξόδου στη χώρα μας.
Ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους και το ζήτημα του χρέους οι θέσεις της ελληνικής πλευράς είναι ταυτόσημες με εκείνες του ΔΝΤ που εκ των πραγμάτων αποτελεί στρατηγικό σύμμαχο, αν στραφεί κανείς στη μακροπρόθεσμη ανάγνωση του ελληνικού ζητήματος. Ομως εμείς στεκόμαστε στο εδώ και τώρα, οπότε θέλουμε πολιτική λύση για την αξιολόγηση, κάτι που ταιριάζει καλύτερα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς σύμφωνα με την επιθυμία τους να μη σκάσει τώρα ελληνική κρίση (λόγω βρετανικού δημοψηφίσματος και προσφυγικού), και θέλουμε λύση ΔΝΤ για το χρέος, δηλαδή τα θέλουμε όλα στα μέτρα μας, γεγονός όχι και πολύ ρεαλιστικό.
Η κυβέρνηση αντέδρασε σαν να το περίμενε ή να το έλπιζε: Συνομιλίες με τους πολιτικούς αρχηγούς, συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου, επιστολή του πρωθυπουργού στην Λαγκάρντ, πύρινες δηλώσεις από την πλευρά της κυβέρνησης, δημιουργία ατμόσφαιρας ακραίας έντασης, επιστροφή της ανασφάλειας στην πιο απόλυτη εκδοχή της.
Αν ο εχθρός είναι το ΔΝΤ ποιος είναι ο φίλος; Τα πάμε καλύτερα με τους Ευρωπαίους εταίρους απ όσο με την “dear Christine” αλλά και πάλι δεν έχουμε κλεισμένη στη διαπραγμάτευση ώστε να ησυχάσει κανείς ότι, αν βγει το Ταμείο από το κάδρο, έχουμε σίγουρη τη λύση. Και πάντως Βρυξέλλες και Βερολίνο μόνο μεσοβέζικες παρεμβάσεις θα επιτρέψουν στο μεγάλο θέμα του χρέους που μας καίει αν στα σοβαρά θέλουμε να βγει η χώρα από το σπιράλ της καταστροφής.
Στο μεταξύ κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση τσακώνονται. Η ΝΔ, λέει, ασχολείται μόνο με το ποιος έκανε την υποκλοπή και τη διαρροή και όχι με το περιεχόμενο της συνομιλίας Τόμσεν-Βελκουλέσκου. Αντίθετα, η κυβέρνηση δεν ασχολείται καθόλου με την πατρότητα της υποκλοπής και της διαρροής αλλά μόνο με την εμπάθεια του Τόμσεν και την αναληγησία της Βελκουλέσκου. Με έναν παράξενο τρόπο μπερδεύονται ση συζήτηση και τα Panama papers λόγω των off shore Παπασταύρου που έχει καταλήξει εμβληματικό πρόσωπο του ελληνικού δημόσιου διαλόγου και πλέον πάει με όλα.
Ολα αυτά συμβαίνουν ενώ είχε προηγηθεί η προαναγγελία ολοκλήρωσης της αξιολόγησης μέσα στον Απρίλιο και η προβολή ενός δυνητικού success story που θα περιελάμβανε ρυθμίσεις για το χρέος, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, άμεση προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, με αποτέλεσμα την αλλαγή της εικόνας στην πραγματική οικονομία.
Ακουσα διάφορες ερμηνείες, αντιφατικές μεταξύ τους:
-Οτι η διαρροή έγινε από την Αθήνα για να φτιαχτεί σκηνικό ρήξης με το ΔΝΤ και να επιχειρηθεί ηρωική έξοδος της κυβέρνησης σε σύγκρουση με έναν βολικό εχθρό (επειδή οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μεγάλη φθορά για τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή τα μέτρα που έρχονται είναι σκληρά, για να παραλάβει καμμένη γη η ΝΔ και να οργανωθεί στη συνέχεια η επιστροφή του Α. Τσίπρα με νέους όρους).
-Οτι, ανεξάρτητα από την πηγή της διαρροής, η κυβέρνηση την αξιοποίησε με ταχύτητα και πάθος για να πιέσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ώστε να αποδεχθούν και να χρηματοδοτήσουν την αποχώρηση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα (επειδή αυτό θα είχε θετικό επικοινωνιακό αντίκτυπο στο εσωτερικό και επειδή το ακραία νεοφιλελεύθερο ΔΝΤ αποφασίζει με λιγότερο πολιτικά κριτήρια σε σχέση με την Κομισιόν και την ΕΚΤ).
-Οτι η κυβέρνηση επιδιώκει τη δαιμονοποίηση του ΔΝΤ για να συσπειρώσει το κομματικό ακροατήριο της συμπολίτευσης δεδομένουν ότι θα γίνουν δύσκολες ψηφοφορίες στη Βουλή και η συνοχή δεν θεωρείται δεδομένη.
Οποια ερμηνεία και αν είναι ορθή, ή αν υπάρχει κάποια άλλη, γεγονός είναι ότι οι τελευταίες εξελίξεις δυσχεραίνουν την προσπάθεια οικονομικής σταθεροποίησης, περιπλέκουν την αξιολόγηση και ξαναρίχνουν πάνω από τη χώρα της σκιά της αβεβαιότητας. Επομένως, στην ερώτηση ποιος ωφελείται, μια απάντηση είναι ότι δεν ωφελούνται η χώρα, οι πολλοί, οι ασθενέστεροι.
Κατά τα άλλα, μάθαμε πια να μην αναρωτιόμαστε και να μη ρωτάμε “τι χειρότερο μπορεί να συμβεί”.
Ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους και το ζήτημα του χρέους οι θέσεις της ελληνικής πλευράς είναι ταυτόσημες με εκείνες του ΔΝΤ που εκ των πραγμάτων αποτελεί στρατηγικό σύμμαχο, αν στραφεί κανείς στη μακροπρόθεσμη ανάγνωση του ελληνικού ζητήματος. Ομως εμείς στεκόμαστε στο εδώ και τώρα, οπότε θέλουμε πολιτική λύση για την αξιολόγηση, κάτι που ταιριάζει καλύτερα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς σύμφωνα με την επιθυμία τους να μη σκάσει τώρα ελληνική κρίση (λόγω βρετανικού δημοψηφίσματος και προσφυγικού), και θέλουμε λύση ΔΝΤ για το χρέος, δηλαδή τα θέλουμε όλα στα μέτρα μας, γεγονός όχι και πολύ ρεαλιστικό.
Η κυβέρνηση αντέδρασε σαν να το περίμενε ή να το έλπιζε: Συνομιλίες με τους πολιτικούς αρχηγούς, συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου, επιστολή του πρωθυπουργού στην Λαγκάρντ, πύρινες δηλώσεις από την πλευρά της κυβέρνησης, δημιουργία ατμόσφαιρας ακραίας έντασης, επιστροφή της ανασφάλειας στην πιο απόλυτη εκδοχή της.
Αν ο εχθρός είναι το ΔΝΤ ποιος είναι ο φίλος; Τα πάμε καλύτερα με τους Ευρωπαίους εταίρους απ όσο με την “dear Christine” αλλά και πάλι δεν έχουμε κλεισμένη στη διαπραγμάτευση ώστε να ησυχάσει κανείς ότι, αν βγει το Ταμείο από το κάδρο, έχουμε σίγουρη τη λύση. Και πάντως Βρυξέλλες και Βερολίνο μόνο μεσοβέζικες παρεμβάσεις θα επιτρέψουν στο μεγάλο θέμα του χρέους που μας καίει αν στα σοβαρά θέλουμε να βγει η χώρα από το σπιράλ της καταστροφής.
Στο μεταξύ κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση τσακώνονται. Η ΝΔ, λέει, ασχολείται μόνο με το ποιος έκανε την υποκλοπή και τη διαρροή και όχι με το περιεχόμενο της συνομιλίας Τόμσεν-Βελκουλέσκου. Αντίθετα, η κυβέρνηση δεν ασχολείται καθόλου με την πατρότητα της υποκλοπής και της διαρροής αλλά μόνο με την εμπάθεια του Τόμσεν και την αναληγησία της Βελκουλέσκου. Με έναν παράξενο τρόπο μπερδεύονται ση συζήτηση και τα Panama papers λόγω των off shore Παπασταύρου που έχει καταλήξει εμβληματικό πρόσωπο του ελληνικού δημόσιου διαλόγου και πλέον πάει με όλα.
Ολα αυτά συμβαίνουν ενώ είχε προηγηθεί η προαναγγελία ολοκλήρωσης της αξιολόγησης μέσα στον Απρίλιο και η προβολή ενός δυνητικού success story που θα περιελάμβανε ρυθμίσεις για το χρέος, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, άμεση προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, με αποτέλεσμα την αλλαγή της εικόνας στην πραγματική οικονομία.
Ακουσα διάφορες ερμηνείες, αντιφατικές μεταξύ τους:
-Οτι η διαρροή έγινε από την Αθήνα για να φτιαχτεί σκηνικό ρήξης με το ΔΝΤ και να επιχειρηθεί ηρωική έξοδος της κυβέρνησης σε σύγκρουση με έναν βολικό εχθρό (επειδή οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μεγάλη φθορά για τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή τα μέτρα που έρχονται είναι σκληρά, για να παραλάβει καμμένη γη η ΝΔ και να οργανωθεί στη συνέχεια η επιστροφή του Α. Τσίπρα με νέους όρους).
-Οτι, ανεξάρτητα από την πηγή της διαρροής, η κυβέρνηση την αξιοποίησε με ταχύτητα και πάθος για να πιέσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ώστε να αποδεχθούν και να χρηματοδοτήσουν την αποχώρηση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα (επειδή αυτό θα είχε θετικό επικοινωνιακό αντίκτυπο στο εσωτερικό και επειδή το ακραία νεοφιλελεύθερο ΔΝΤ αποφασίζει με λιγότερο πολιτικά κριτήρια σε σχέση με την Κομισιόν και την ΕΚΤ).
-Οτι η κυβέρνηση επιδιώκει τη δαιμονοποίηση του ΔΝΤ για να συσπειρώσει το κομματικό ακροατήριο της συμπολίτευσης δεδομένουν ότι θα γίνουν δύσκολες ψηφοφορίες στη Βουλή και η συνοχή δεν θεωρείται δεδομένη.
Οποια ερμηνεία και αν είναι ορθή, ή αν υπάρχει κάποια άλλη, γεγονός είναι ότι οι τελευταίες εξελίξεις δυσχεραίνουν την προσπάθεια οικονομικής σταθεροποίησης, περιπλέκουν την αξιολόγηση και ξαναρίχνουν πάνω από τη χώρα της σκιά της αβεβαιότητας. Επομένως, στην ερώτηση ποιος ωφελείται, μια απάντηση είναι ότι δεν ωφελούνται η χώρα, οι πολλοί, οι ασθενέστεροι.
Κατά τα άλλα, μάθαμε πια να μην αναρωτιόμαστε και να μη ρωτάμε “τι χειρότερο μπορεί να συμβεί”.