Ο ορθολογισμός στην πολιτική
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2016-08-12
Δεν μπορώ να φανταστώ πολλούς που θα διαφωνούσαν με την εκτίμηση ότι τα τελευταία χρόνια πλανάται πάνω από την Ευρώπη ένα μαύρο σύννεφο ανασφάλειας, απαισιοδοξίας και πρωτεϊκής, ανεπεξέργαστης οργής που εκφράζεται μέσα από την ιδεολογία του λαϊκισμού.
Και επιπλέον ότι αυτό ευνοεί κυρίως την άκρα Δεξιά.
Στην Ελλάδα τα πράγματα διαφέρουν κάπως. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να παραμένει τρίτο κόμμα σε όλες τις δημοσκοπήσεις, αλλά ο μεγάλος κερδισμένος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στον οποίο όμως αποδίδεται μια έκδηλη λαϊκιστική τακτική που του χάρισε τη νίκη σε δύο απανωτές εκλογές και ένα δημοψήφισμα: ανεδαφικές υποσχέσεις, λογική του άσπρου-μαύρου, προσφυγή στο θυμικό και επίκληση μιας απολιτικής έννοιας του λαού και της αντίστασης.
Βάζοντας κατά μέρος το ποιος έχει δίκιο, δεν χωράει αμφιβολία ότι η συζήτηση για τον λαϊκισμό είναι ένα από τα πιο ενεργά ιδεολογικά μέτωπα στην Ελλάδα σήμερα.
Ή τουλάχιστον αυτό επιδιώκει η αντιπολίτευση και πρωτίστως η λεγόμενη Κεντροαριστερά.
Δεν θα είχε νόημα να επαναλάβω τα επιχειρήματά τους που αποδομούν τον λαϊκισμό στην εγχώρια εθνικιστική εκδοχή του.
Είναι γνωστά και επιπλέον τα βρίσκω εύστοχα και πειστικά.
Συμβαίνει όμως και το εξής παράδοξο: μερικές φορές ο αντιλαϊκιστικός λόγος στηρίζεται σε θέσεις οι οποίες παρουσιάζονται ως προφανείς, άρα εκτός συζήτησης και άρα εκτός πολιτικής.
Να τι προσπαθώ να πω: οι πολέμιοι του εθνολαϊκισμού και υποστηρικτές του εκσυγχρονισμού της χώρας μέσα από τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν κατ’ αποκλειστικότητα τον ορθό λόγο.
Ας μη θεωρηθεί τυχαίο ότι μιλούν με όρους «εξορθολογισμού», μερικές φορές αποκαλούν εαυτούς «παράταξη της λογικής», ενώ όταν εισηγούνται μεταρρυθμίσεις δεν τις προσδιορίζουν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι αυτονόητες, φυσιολογικές και αναπότρεπτες.
Το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του: όσοι διαφωνούν πάσχουν από ιδεολογική αμβλυωπία, που δεν τους επιτρέπει να δουν τα πράγματα όπως πραγματικά είναι.
Τι εννοούμε όμως με τη λέξη «ορθολογικός»; Το γεγονός ότι όλοι θεωρούμε τις απόψεις ορθές δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένα απόλυτο, ένα αλάθητο μέτρο με το οποίο τις ζυγίζουμε.
Γιατί οι απόψεις μας, όσο ορθολογικά και να εκδιπλώνονται, εκπορεύονται από μια αρχική θέση, η οποία δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική, δηλαδή αμφισβητήσιμη.
Κάτι που φυσικά δεν ισχύει για τον ορθό λόγο. Ή αλλιώς, δεν υπάρχουν πολιτικά και ιδεολογικά ουδέτερες λύσεις.
Φυσικά ενδέχεται να αποδειχθεί πως όντως ο εκσυγχρονισμός της χώρας οφείλει να γίνει πάνω στη βάση των μεταρρυθμίσεων που αξιώνουν οι πιστωτές.
Για να κρίνουμε όμως αυτή την εκδοχή δεν αρκεί να επικαλεστούμε έναν αφηρημένο ορθολογισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι τη δικαιώνει από χέρι, επειδή οφείλουμε να δούμε πώς προέκυψε μέσα από τα πολιτικά συμφραζόμενα της κακοδαιμονίας μας.
Και τότε θα ανακαλύψουμε ότι τα πράγματα είναι πολύ περίπλοκα και όχι άσπρα-μαύρα, όπως επιτάσσει όχι μόνο ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η πολιτική στάση μερικών από εκείνους που τον πολεμούν.
Οι μεταρρυθμιστές ξεκίνησαν από μια σωστή διάγνωση. Το αρχικό πρόβλημα δεν ήταν τα μνημόνια αλλά οι εγχώριες παθογένειες: κρατισμός, πελατειακές σχέσεις, δημοσιονομική σπατάλη, αναποτελεσματικότητα στον δημόσιο τομέα κ.ο.κ.
Επόμενο ήταν να επιλέξουν τη θεραπεία που εισηγείται το ευθέως αντίθετο μοντέλο της ελεύθερης αγοράς.
Μόνο που εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το καθ’ ημάς αντίδοτο είχε διαγνωστεί ως το δηλητήριο, το οποίο απειλούσε τον υπόλοιπο κόσμο με μια καταστροφή απείρως μεγαλύτερη από εκείνη που μας βρήκε.
Εδώ έγκειται η ελληνική ιδιαιτερότητα: για να λύσουμε το πρόβλημά μας πρέπει να ακολουθήσουμε μια αγωγή άκρως αμφιλεγόμενη, για να μην πω ολέθρια.
Το πώς συνδυάζουν οι ορθολογιστές/μεταρρυθμιστές την απαραίτητη προσφυγή στην αγορά για να απαλλαγούμε από τις παθογένειές μας, με την υιοθέτηση ενός μοντέλου το οποίο εγκυμονεί άλλου είδους κινδύνους και κυρίως μεγαλύτερες αδικίες, είναι το ζητούμενο.
Σίγουρα δεν πρόκειται για απλό «εξορθολογισμό», όπως διατείνονται. Ούτε για κάτι εύκολο.
Πρόκειται μάλιστα για κάτι που γίνεται ακόμα δυσκολότερο όσο οι μεταρρυθμιστές επικεντρώνουν την προσοχή τους στο δικό μας πρόβλημα αποκλειστικά, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για το ειδεχθές πρόσωπο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που έδειξε να υποχωρεί το 2008, αλλά σήμερα επανέρχεται σαν να μη συνέβη τίποτα.
Μου έχει κάνει εντύπωση το γεγονός ότι οι μεταρρυθμιστές με τους οποίους εγώ συναναστρέφομαι (αναγνωρίζω τον παρακινδυνευμένο χαρακτήρα των γενικεύσεων) είναι λαλίστατοι όταν μιλούν για τον εξορθολογισμό που απαιτείται, αλλά αποφεύγουν να σχολιάσουν τον προβληματικό χαρακτήρα της απορρυθμισμένης αγοράς.
Για να μην τους αδικήσω, όταν εγώ σπρώξω τη συζήτηση προς τα εκεί θα παραδεχθούν ότι κάτι δεν πάει καλά, το οποίο όμως αφήνει ανέπαφη την ανάλυσή τους.
Επιπλέον –κι αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία– συχνά βλέπουμε μια διολίσθηση από το συγκεκριμένο επιμέρους στο ιδεολογικά καθόλου: για παράδειγμα, η κόντρα με το μοντέλο Φωτόπουλου στη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ οδηγεί μερικούς στην απόρριψη του συνδικαλισμού γενικότερα.
Καλά θα κάνουμε λοιπόν να προβληματιστούμε για το πώς λειτουργεί η ιδεολογία· δεν είναι μόνο «ψευδής συνείδηση». Ε
ίναι επίσης και η εντοπισμένη τύφλωση που μας δίνει τη δυνατότητα να μη βλέπουμε ό,τι δεν μας συμφέρει.
Κάτι τελευταίο: η κριτική βάσανος του υποτιθέμενου ορθολογισμού θα μας βοηθήσει να μετριάσουμε τον ιδεολογικό δικομματισμό που θέλουν να επιβάλουν οι «λαϊκιστές» αριστεροί και οι «ορθολογικοί» αντίπαλοί τους.
Και θα το κάνουμε απορρίπτοντας την κρατούσα δόξα ότι όποιος τα βάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι νεοφιλελεύθερος και όποιος καταγγέλλει τον νεοφιλελευθερισμό είναι ΣΥΡΙΖΑ.